«Μερικές από τις πιο σπουδαίες μεταρρυθμίσεις ήταν η κατάργηση της θεσμικής διάταξης του “δανείζειν επί τοις σώμασιν”, η “σεισάχθεια” νομοθεσία, η κατάργηση των υποχρεώσεων που βάρυναν τους εκτήμορους, η απαγόρευση της υποθήκης σε περίπτωση δανεισμού κ. α. Ο Πλούταρχος στη βιογραφία “Σόλων” γράφει ότι ο πρώτος σολώνειος νόμος – η “σεισάχθεια” νομοθεσία – “όριζε την απόσβεση των χρεών και απαγόρευε στους πολίτες να δανείζονται χρήματα, παρέχοντας για εγγύηση το σώμα τους. Η κατάργηση της δουλείας για χρέη επέδρασε οπωσδήποτε στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων, γιατί οι χρεοφειλέτες δεν ανήκαν πια στην κατηγορία των εξαρτημένων πολιτών. Έτσι, στην Αττική εισέρευσε ένας αριθμός δούλων από άλλες περιοχές”. Νομοθετικά απαγορευόταν να μετατρέπονται οι χρεώστες σε δούλους. Προηγούμενα οι δανειστές τοποθετούσαν πέτρες με επιγραφές στους αγρούς των χρεοφειλετών. Επί Σόλωνα, αυτό επίσης απαγορεύτηκε».
Φυσικά, τα μέτρα αυτά κάθε άλλο παρά ευχαριστούσαν την αριστοκρατία, αφού πέρα από τις δεδομένες οικονομικές ζημιές που προκαλούσαν, ουσιαστικά στερούσαν το δικαίωμα της ιδιοκτησιακής επέκτασης στη γη: «Τα μέτρα αυτά ανέκοψαν την προσπάθεια για πλουτισμό των εκπροσώπων της αριστοκρατίας, που τώρα πια δεν μπορούσε να διευρύνει τη γαιοκτησία της ούτε να δημιουργεί εξαρτημένους αγροκαλλιεργητές». Προκειμένου λοιπόν να πείσει τους αριστοκράτες να τα δεχτούν δε θα μπορούσε παρά να προβεί και στα απαραίτητα ανταλλάγματα. Πέρα από το μεγάλο δέλεαρ της κοινωνικής ομαλότητας που θα απέκλειε την περίπτωση της κοινωνικής εξέγερσης – φαινόμενο άκρως επικίνδυνο γι’ αυτούς που κατέχουν την οικονομική ισχύ – και αποφεύγοντας τον αναδασμό της γης που απαιτούσαν οι πιο ριζοσπαστικές ομάδες, όρισε ως κύριο παράγοντα για τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση την ατομική περιουσία του καθενός, αποκλείοντας μ’ αυτό τον τρόπο τους φτωχούς από την εξουσία. Η συμφωνία ήταν απλή: οι αριστοκράτες έπρεπε να εγκαταλείψουν τις οικονομικές αξιώσεις που εξαθλίωναν το λαό και υποκινούσαν τον ξεσηκωμό του, αλλά θα διατηρούσαν την εξουσία, δηλαδή τον έλεγχο της κατάστασης. Η λεπτομέρεια ότι το κριτήριο για τη διεκδίκηση της εξουσίας είναι απολύτως οικονομικό, πράγμα που απαξίωνε παράγοντες όπως τίτλοι ευγενείας ή καταγωγή ή οτιδήποτε συνόδευε αυτό που ονομάζουμε αριστοκράτη, δε φάνηκε να αποθαρρύνει τους αριστοκράτες, καθιστώντας σαφές ότι το τελικό ζητούμενο είναι το χρήμα και μόνο το χρήμα κι ότι η περίπτωση του ξεπεσμένου αριστοκράτη που έχει χάσει την περιουσία του προφανώς δεν σημαίνει και τίποτε το σοβαρό που να αξίζει διαπραγμάτευση. Ο Σόλωνας κατάφερε μ’ ένα σμπάρο να πετύχει όλα τα τρυγόνια, αφού και τις εξαθλιωμένες τάξεις ανακούφισε απομακρύνοντας τις αναταραχές, και τους αριστοκράτες ικανοποίησε διασφαλίζοντας ότι δε θα χάσουν τα ινία, και άνοιξε για τους εμπόρους το δρόμο προς την εξουσία, καθώς γνώριζε καλά (ο ίδιος υπήρξε πολυταξιδεμένος έμπορος) ότι είναι η ανερχόμενη οικονομική δύναμη. «Για τη συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση της πολιτείας ο Σόλων έθεσε όρια στο εισόδημα των πολιτών. Τώρα δεν ίσχυε η ένταξη στο ένα ή το άλλο γένος, δηλαδή η καταγωγή, αλλά το μέγεθος της ατομικής ιδιοκτησίας που καθόριζε την κοινωνική ένταξη και την αξία του ανθρώπου. Ο ελεύθερος ιθαγενής πληθυσμός της Αττικής χωρίστηκε με βάση το τιμοκρατικό σύστημα σε τέσσερις κοινωνικές “τάξεις”, σύμφωνα με το μέγεθος των εσόδων (πεντακοσιομέδιμνοι, ιππείς, ζευγίτες, θήτες). Τα άτομα που είχαν εισόδημα πεντακόσια μέδιμνα σιτηρά ή 500 μέτρα λάδι (ή κρασί) κατατάχτηκαν στην υψηλότερη βαθμίδα, δηλαδή στην “τάξη” των πεντακοσιομεδίμνων. Όσοι παρήγαγαν αντίστοιχα τριακόσια μέδιμνα ανήκαν στην “τάξη” των ιππέων (που ήταν σε θέση να συντηρούν άλογα), όσοι παρήγαγαν διακόσια μέδιμνα ανήκαν στην “τάξη” των ζευγιτών, που καλλιεργούσαν δικό τους κομμάτι γης. Στην “τάξη” των θητών ανήκαν όσοι είχαν λιγότερο από διακόσια μέδιμνα. Το ίδιο περίπου μέτρο, αλλά σε χρηματικό ποσό (μια δραχμή = ένα μέδιμνο), ίσχυε για τους εμπόρους και τους χειροτέχνες».
Ο Αριστοτέλης, στο δεύτερο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» αναφέρει: «Για το Σόλωνα πιστεύουν μερικοί ότι υπήρξε σπουδαίος νομοθέτης. Διότι και την ολιγαρχία (ενν. της Αθήνας), η οποία ήταν ακραία, κατήργησε και το λαό απάλλαξε από τη δουλεία και εγκαθίδρυσε την πατροπαράδοτη δημοκρατία μετά από αρμονική σύνθεση διαφορετικών πολιτειακών στοιχείων. Διότι ο θεσμός της βουλής του Αρείου Πάγου είναι ολιγαρχικός, ο θεσμός της ανάδειξης στα αξιώματα της πολιτείας με εκλογές αριστοκρατικός και ο θεσμός των δικαστηρίων δημοκρατικός». Η άποψη ότι ο Σόλωνας εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία είναι μάλλον υπερβολική, αφού δημοκρατία που θεσμοθετεί επισήμως τον αποκλεισμό των φτωχότερων από την εξουσία δεν είναι δημοκρατία. Το βέβαιο είναι ότι ο Σόλωνας είχε την πρόθεση να ενεργοποιήσει την πολιτική αντίληψη όλων των στρωμάτων, να δώσει δηλαδή το έναυσμα για τη συμμετοχή στα πολιτικά ζητήματα – γεγονός που προϋποθέτει πολιτική σκέψη – όχι όμως και να δώσει τη δυνατότητα της μετατροπής του λαού σε δυναμικό παράγοντα διαμόρφωσης αποφάσεων, αφού η εξουσία παρέμενε εξ’ ορισμού στα χέρια των λίγων. «Επί Σόλωνα στη λαϊκή συνέλευση είχαν δικαίωμα να παίρνουν μέρος οι διάφορες “τάξεις” – ζευγίτες, θήτες κ. α. – κάτι που μετέτρεπε το σώμα αυτό σε σπουδαίο όργανο εξουσίας. Την περίοδο αυτή η λαϊκή συνέλευση θέσπισε νόμο με τον οποίο αφαιρούσε τα πολιτικά δικαιώματα απ’ όσους στη διάρκεια κάποιας εμφύλιας αντιδικίας δεν προσχωρούσαν σε καμιά πολιτική παράταξη. Ο νόμος αυτός στόχευε στη δραστηριοποίηση των πολιτών. Για την καλύτερη λειτουργία των θεσμών της πολιτείας ο Σόλων ίδρυσε τη Βουλή των Τετρακοσίων, όπου εκλέγονταν εκατό αντιπρόσωποι από κάθε φυλή (υπήρχαν τέσσερις φυλές). Εδώ γινόταν η προετοιμασία για τα θέματα της Εκκλησίας του δήμου».
Το εκτελεστικό όργανο της εξουσίας, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση της λαϊκής συνέλευσης, είχαν ως άμεση συνέπεια τον ξεκάθαρο εκδημοκρατισμό της δικαστικής εξουσίας: «Επί Σόλωνα το εκτελεστικό όργανο εξουσίας της πόλης αποτελούσαν οι δέκα άρχοντες (βασιλεύς, επώνυμος άρχοντας, πολέμαρχος, έξι θεσμοθέτες και γραμματεύς), ταυτόχρονα υπήρχε και ο θεσμός των στρατηγών (τέσσερις, ένας από κάθε φυλή). Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στον περιορισμό των δικαιοδοσιών του Αρείου Πάγου και στον εκδημοκρατισμό της δικαστικής εξουσίας: ιδρύθηκε το δικαστήριο της Ηλιαίας, που τα μέλη του εκλέγονταν απ’ όλους τους πολίτες. Είχε έξι χιλ. μέλη ενταγμένα σε δέκα τμήματα και ήταν τα πιο δημοκρατικό ανάμεσα στα άλλα όργανα εξουσίας, γιατί στη σύνθεσή τους έπαιρναν μέρος και οι θήτες. Επί Σόλωνα το πνεύμα της δικαστικής εξουσίας διέπεται από την αρχή της δικαιοσύνης για όλους, εκτός από τους δούλους».
Η άποψη του Αριστοτέλη ότι το πολίτευμα του Σόλωνα συνδύαζε θεσμούς όλων των αποχρώσεων είναι απολύτως κατατοπιστική. Η δυνατότητα της ενεργής συμμετοχής όλων στη δικαστική εξουσία είναι ξεκάθαρο δείγμα εκδημοκρατισμού. Ο τρόπος λειτουργίας όμως του Αρείου Πάγου και κυρίως ο αποκλεισμός των φτωχών από τα πολιτικά αξιώματα, όχι. Εξ’ άλλου, ακόμη και η συμμετοχή στο δικαστήριο της Ηλιαίας κρίνεται επισφαλής, αφού τα φτωχά στρώματα, που συντηρούνταν από την καθημερινή τους εργασία, συναντούσαν αντικειμενικές οικονομικές δυσκολίες. Ο μεροκαματιάρης δεν είναι τόσο εύκολο να απουσιάζει κάθε λίγο από τη δουλειά του. Κατά συνέπεια δεν είναι εύκολο να γίνει δικαστής. Ο Simon Hornblower στο συλλογικό τόμο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης «Η Ελλάδα και ο Ελληνιστικός Κόσμος» που επιμελήθηκαν οι John Boardman, Jasper Griffin, και Oswyn Murray ξεκαθαρίζει: «Αρχικά ο Σόλων και μετά ο Κλεισθένης στο τέλος του έκτου αιώνα είχαν αφήσει την Αθήνα πόλη αριστοκρατική ακόμη από πολλές απόψεις. Και συγκεκριμένα η εισαγωγή της “προσφυγής στο λαό”, που ο Αριστοτέλης θεωρούσε ως ένα από τα δημοτικότατα μέτρα του Σόλωνα, παρέμενε μόνο δυνάμει δημοκρατικό μέχρι που η εισαγωγή της πληρωμής των ενόρκων στη δεκαετία του 460 σήμαινε ότι τα μεγάλα λαϊκά δικαστήρια (με εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες δικαστές) μπορούσαν να συνέρχονται τακτικά χωρίς εισοδηματικές απώλειες για τα μέλη τους».
Ο Αριστοτέλης στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού της δικαστικής εξουσίας από το Σόλωνα τοποθετείται μάλλον επικριτικά, αφού στέκεται στις κατηγορίες που διατύπωσαν μερικοί: «Γι’ αυτό και τον κατηγορούν μερικοί. Λένε δηλαδή ότι κατήργησε τους άλλους θεσμούς (ενν. τους μη δημοκρατικούς), αφού κατέστησε τα δικαστήρια, των οποίων τα μέλη αναδεικνύονται με κλήρο, κυρίαρχη εξουσία για όλα τα ζητήματα. Διότι, όταν αυτό το θεσμικό σύστημα επικράτησε, κολακεύοντας ορισμένοι το λαό, σα να ήταν τύραννος, μετέστρεψαν το πολίτευμα στη σημερινή μορφή της δημοκρατίας». Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης είναι βαθύτατα απογοητευμένος από την ποιότητα της δημοκρατίας που παρακολουθεί. Και σ’ αυτό δεν έχει άδικο. Η κυριαρχία του αριβισμού και η ανευθυνότητα ενός λαού που άγεται και φέρεται από τη βούληση των καιροσκόπων σηματοδοτούν τη στρέβλωση της δημοκρατίας μετατρέποντας τον τυχοδιωκτισμό σε αδιαπραγμάτευτη πολιτική συνθήκη. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να συζητάμε για ευνομία, αφού όλα ματαιώνονται από την επιβολή των προσωπικών συμφερόντων που διεκδικούν την επίφαση της νομιμότητας. Όμως ο Αριστοτέλης δεν επιχειρεί να μπει στην ουσία αυτών των στρεβλώσεων. Στέκεται περισσότερο ως παρατηρητής και προχωρά σε ταξινομήσεις. Η δημοκρατία που βλέπει ταξινομείται στα στρεβλά πολιτεύματα και κατ’ επέκταση οτιδήποτε μπορεί να συνέβαλε στη δημιουργία της δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία. Μοιραία πέφτει σε αντιφάσεις. Ενώ στο τρίτο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» θέτει ξεκάθαρα τον ορισμό του πολίτη ως εξής: «Πολίτης, λοιπόν, με την ακριβέστερη σημασία της λέξης ορίζεται κάποιος με βάση κυρίως το δικαίωμά του να μετέχει στη δικαστική και πολιτική εξουσία και με τίποτε άλλο», πράγμα που επαναλαμβάνει: «Διευκρινίστηκε επομένως από όλα αυτά ποια είναι η φύση του πολίτη: όποιος δηλαδή σε μια πόλη έχει τη δυνατότητα να μετέχει στη βουλευτική και δικαστική εξουσία, αυτόν θεωρούμε πολίτη της πόλης τούτης», βλέποντας τη μεταρρύθμιση του Σόλωνα, όπου γίνονται τρομερά βήματα προς την κατεύθυνση του να αποδοθεί στους Αθηναίους η ιδιότητα του πολίτη (όπως ο ίδιος την ορίζει), επισημαίνει τις κατηγορίες, γιατί διαβλέπει τις συνθήκες της δημοκρατικής στρέβλωσης που θα ακολουθήσει. Μολονότι αντιλαμβάνεται ότι πρέπει ο πολίτης να έχει λόγο για τις κοινές υποθέσεις και μολονότι συνειδητοποιεί ότι ο λαός ενωμένος είναι πανίσχυρος και ξεπερνά κάθε άριστο, εντούτοις αποστασιοποιείται από οτιδήποτε του δίνει πρόσβαση στη διαχείριση της εξουσίας. Θα λέγαμε ότι, ενώ συνειδητοποιεί την ανωτερότητα της πολιτειακής οργάνωσης που προϋποθέτει τη λαϊκή κυριαρχία, ταυτόχρονα απομακρύνεται γιατί δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα θεσμικά κενά που την οδηγούν στη στρέβλωση. «Όλα καλά και άγια λοιπόν με τις κολοσσιαίας σημασίας μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, αλλά μια “τρύπα” που υπάρχει στο όλο σύστημα θα αποδειχθεί καταστροφική: Ο Σόλων δεν προβλέπει κεντρική εξουσία στο διοικητικό μηχανισμό. Όμως, όπως ήδη καταλάβαμε, δεν προβλέπει ούτε “λαϊκή εξουσία”. Η εξουσία μοιράζεται άτσαλα στην ανανεούμενη κάθε χρόνο “κυβέρνηση” των πεντακοσιομεδίμνων αρχόντων, την Εκκλησία του Δήμου, τον Άρειο Πάγο και τη Βουλή των Τετρακοσίων. Οι έριδες ανάμεσα σ’ αυτά τα “όργανα” είναι συχνές και οξύτατες. Οι διορθώσεις στο διοικητικό σύστημα, που κάνει ο Σόλων, δε στέκονται ικανές να διορθώσουν την κατάσταση. Κάπου τα μπέρδεψε ο Σόλων. Αλλά πώς να μην τα μπερδέψει; Ήταν τόσο καινούργια αυτά που έκανε, που τα λάθη του δε μετρούν».
Ο Αριστοτέλης δεν μπορεί να διαγνώσει αυτά τα λάθη. Ούτε μπαίνει στη διαδικασία της μελέτης των θεσμών, ώστε να εντοπίσει τις ατέλειες. Έτσι μένει μετέωρος ανάμεσα στην πεποίθηση της υπεροχής του λαού (ως σύνολο) και της ταυτόχρονης υποτίμησης της δημοκρατίας, ως κάτι στρεβλό που ευνοεί περισσότερο την αναξιοκρατία. Όπως είναι φυσικό, στέκεται επικριτικά ακόμη και στον ολοκληρωτικό εκδημοκρατισμό της δικαστικής εξουσίας από τον Περικλή που θεσμοθέτησε μισθό για τους δικαστές, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν όλοι ισότιμα: «Την εξουσία της βουλής του Αρείου Πάγου περιόρισαν ο Εφιάλτης και ο Περικλής, και μισθό στους δικαστές έδωσε ο Περικλής. Με τον τρόπο αυτό κάθε δημαγωγός συνέβαλλε όλο και περισσότερο στη διαμόρφωση της σημερινής μορφής της δημοκρατίας». Ο εκδημοκρατισμός είναι για τον Αριστοτέλη σχεδόν συνώνυμο της δημαγωγίας. Ο Simon Hornblower στο βιβλίο «Η Ελλάδα και ο Ελληνιστικός Κόσμος» ξεκαθαρίζει: «Στην πραγματικότητα, οι δημαγωγοί όφειλαν τη δύναμη της επιρροής τους σε ένα δομικό κενό της δημοκρατίας. Η διαχείριση της ηγεμονίας σήμαινε έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο εργασίας, και οι Αθηναίοι που δε διέθεταν δημόσια διοίκηση σημερινού τύπου, άφηναν αυτό το έργο στους πολιτικούς που έκαναν δουλειά τους τη λεπτομερή γνώση: η γνώση ήταν δύναμη». Και κάπου εδώ κρύβονται τα θεσμικά κενά της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μοιραία την οδήγησαν στη στρέβλωση. Κι αυτά δεν έχουν να κάνουν με τη συμμετοχή όσο με την αποχή του λαού από τα τεκταινόμενα της διαχείρισης της εξουσίας. Η μετατροπή των πολιτικών σε επαγγελματίες γνώστες των ζητημάτων που ο λαός αδυνατεί να ελέγξει, αφού δεν τα κατέχει, δε θα μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού πέρα απ’ τη στρέβλωση. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το πεδίο των δημαγωγών που σταδιακά θα καταλύσουν όλους τους νόμους. Οι δημοκρατίες δε στηρίζονται ούτε σε ευχολόγια ούτε στην καλή θέληση των ανθρώπων που κατέχουν τα διοικητικά πόστα. Οι δημοκρατίες στηρίζονται στη διαφάνεια, που μόνο οι θεσμοί μπορούν να εξασφαλίσουν. Δημοκρατία χωρίς ισχυρούς θεσμούς κι ελεγκτικούς μηχανισμούς που καθιστούν τους πολίτες αληθινούς κοινωνούς της εξουσίας (δικαιοσύνη, ενημέρωση, οικονομικός έλεγχος κλπ), δεν μπορεί παρά να κινείται παρασκηνιακά. Είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει τους πολιτικούς σε επαγγελματίες γνώστες και το λαό ανίσχυρο μπροστά σε όρους και γεγονότα που δεν καταλαβαίνει. Είναι δηλαδή ο μηχανισμός της συσκότισης. Οι δημοκρατίες αυτού του είδους είναι οι κατ’ επίφαση δημοκρατίες, γιατί στην ουσία λειτουργούν ολιγαρχικά. Οι νόμοι διαστρεβλώνονται, τα συμφέροντα κυριαρχούν και οι δημαγωγοί βρίσκουν άριστο πεδίο δράσης. Όμως, είναι ολοφάνερο ότι όλα αυτά προϋποθέτουν την απομάκρυνση του λαού από την εξουσία κι όχι τη συμμετοχή του.
Η άποψη του Αριστοτέλη ότι το πολίτευμα του Σόλωνα συνδύαζε θεσμούς όλων των αποχρώσεων είναι απολύτως κατατοπιστική. Η δυνατότητα της ενεργής συμμετοχής όλων στη δικαστική εξουσία είναι ξεκάθαρο δείγμα εκδημοκρατισμού.
Ο Αριστοτέλης δε θεωρεί υπεύθυνο το Σόλωνα για την ανάδειξη των δημαγωγών: «Αυτό όμως» (η ανάδειξη των δημαγωγών) «δε φαίνεται ότι ανταποκρινόταν στην πρόθεση του Σόλωνα, αλλά συνέβη συμπτωματικά. (Διότι ο λαός, επειδή κατά τους περσικούς πολέμους υπήρξε η αιτία της κυριαρχίας (ενν. των Ελλήνων) στη θάλασσα, έγινε αλαζονικός και διάλεξε για αρχηγούς ανθρώπους φαύλους παρά την αντίδραση των έντιμων πολιτών). Διότι ο Σόλωνας φαίνεται ότι έδωσε στο λαό όση δύναμη θεωρούσε απολύτως αναγκαία, δηλαδή να εκλέγει τους αξιωματούχους και να ζητεί απ’ αυτούς να λογοδοτούν για τις πράξεις τους (γιατί, αν ο λαός δεν είχε και αυτή την εξουσία, θα ήταν δούλος και εχθρός της πολιτείας), ενώ όλοι οι αξιωματούχοι όρισε να είναι διακεκριμένοι και πλούσιοι, να προέρχονται δηλαδή από τις τάξεις των πεντακοσιομεδίμνων και των ζευγιτών, καθώς και από την τρίτη τάξη των λεγομένων ιππέων. Η τέταρτη τάξη, ήταν η τάξη των θητών, οι οποίοι δεν είχαν καμιά συμμετοχή στην εξουσία». Με άλλα λόγια ο λαός πρέπει να ελέγχει τους αξιωματούχους, πρέπει να απαιτεί να λογοδοτούν οι διαχειριστές της εξουσίας, αλλά όχι να τη διεκδικεί ο ίδιος. Τα εγγενή θεσμικά προβλήματα δε φαίνεται να προβληματίζουν τον Αριστοτέλη. Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική σκέψη διαμορφώνεται αυστηρά μέσα στα δεδομένα και τις δυνατότητες που προσφέρει κάθε εποχή. Εξάλλου και οι προθέσεις του Αριστοτέλη φαίνεται ότι είναι περισσότερο περιγραφικές, ως αυστηρός καθορισμός των πολιτευμάτων που μελετάει, κι ως εντοπισμός των αδυναμιών του καθενός. Ο Αριστοτέλης περισσότερο διαχωρίζει τις έννοιες από τον τρόπο που λειτουργούν τα πολιτεύματα παρά προβαίνει σε προσωπικές προτάσεις ή λύσεις προκειμένου να βελτιωθούν. Γι’ αυτό ακριβώς και το έργο του «Πολιτικά» είναι το θεμέλιο της πολιτικής σκέψης. Γιατί δίνει τα εννοιολογικά εργαλεία για να μπορούμε να εντοπίζουμε όλες τις λεπτές αποχρώσεις των συστημάτων που πολλές φορές εμπλέκονται και λειτουργούν από κοινού, σαν αξεδιάλυτο κουβάρι. Κι αυτό ακριβώς το ξεδιάλεγμα είναι το έργο του Αριστοτέλη, που τον καθιστά πιο επίκαιρο από ποτέ.
Όσο για το Σόλωνα, τελικά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια όλων. «Ο Πλούταρχος υπογραμμίζει ότι ο Σόλων με τις μεταρρυθμίσεις αυτές δυσαρέστησε και τους εύπορους και τους άπορους, τους πρώτους επειδή κατάργησε τα χρέη, τους δεύτερους επειδή δε μοίρασε τη γη. Ήταν όμως πανθομολογούμενο το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις τους Σόλωνα οδήγησαν στην ενεργοποίηση της λαϊκής συνέλευσης (Εκκλησία του δήμου)». Το μόνο που μένει είναι η απάντηση του Σόλωνα «όταν τον ρωτούσαν αν θέσπισε τους καλύτερους νόμους για τους Αθηναίους: “Τους καλύτερους που θα μπορούσαν να δεχτούν οι ίδιοι”».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ο Αριστοτέλης δε θεωρεί υπεύθυνο το Σόλωνα για την ανάδειξη των δημαγωγών: «Αυτό όμως» (η ανάδειξη των δημαγωγών) «δε φαίνεται ότι ανταποκρινόταν στην πρόθεση του Σόλωνα, αλλά συνέβη συμπτωματικά. (Διότι ο λαός, επειδή κατά τους περσικούς πολέμους υπήρξε η αιτία της κυριαρχίας (ενν. των Ελλήνων) στη θάλασσα, έγινε αλαζονικός και διάλεξε για αρχηγούς ανθρώπους φαύλους παρά την αντίδραση των έντιμων πολιτών). Διότι ο Σόλωνας φαίνεται ότι έδωσε στο λαό όση δύναμη θεωρούσε απολύτως αναγκαία, δηλαδή να εκλέγει τους αξιωματούχους και να ζητεί απ’ αυτούς να λογοδοτούν για τις πράξεις τους (γιατί, αν ο λαός δεν είχε και αυτή την εξουσία, θα ήταν δούλος και εχθρός της πολιτείας), ενώ όλοι οι αξιωματούχοι όρισε να είναι διακεκριμένοι και πλούσιοι, να προέρχονται δηλαδή από τις τάξεις των πεντακοσιομεδίμνων και των ζευγιτών, καθώς και από την τρίτη τάξη των λεγομένων ιππέων. Η τέταρτη τάξη, ήταν η τάξη των θητών, οι οποίοι δεν είχαν καμιά συμμετοχή στην εξουσία». Με άλλα λόγια ο λαός πρέπει να ελέγχει τους αξιωματούχους, πρέπει να απαιτεί να λογοδοτούν οι διαχειριστές της εξουσίας, αλλά όχι να τη διεκδικεί ο ίδιος. Τα εγγενή θεσμικά προβλήματα δε φαίνεται να προβληματίζουν τον Αριστοτέλη. Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική σκέψη διαμορφώνεται αυστηρά μέσα στα δεδομένα και τις δυνατότητες που προσφέρει κάθε εποχή. Εξάλλου και οι προθέσεις του Αριστοτέλη φαίνεται ότι είναι περισσότερο περιγραφικές, ως αυστηρός καθορισμός των πολιτευμάτων που μελετάει, κι ως εντοπισμός των αδυναμιών του καθενός. Ο Αριστοτέλης περισσότερο διαχωρίζει τις έννοιες από τον τρόπο που λειτουργούν τα πολιτεύματα παρά προβαίνει σε προσωπικές προτάσεις ή λύσεις προκειμένου να βελτιωθούν. Γι’ αυτό ακριβώς και το έργο του «Πολιτικά» είναι το θεμέλιο της πολιτικής σκέψης. Γιατί δίνει τα εννοιολογικά εργαλεία για να μπορούμε να εντοπίζουμε όλες τις λεπτές αποχρώσεις των συστημάτων που πολλές φορές εμπλέκονται και λειτουργούν από κοινού, σαν αξεδιάλυτο κουβάρι. Κι αυτό ακριβώς το ξεδιάλεγμα είναι το έργο του Αριστοτέλη, που τον καθιστά πιο επίκαιρο από ποτέ.
Όσο για το Σόλωνα, τελικά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια όλων. «Ο Πλούταρχος υπογραμμίζει ότι ο Σόλων με τις μεταρρυθμίσεις αυτές δυσαρέστησε και τους εύπορους και τους άπορους, τους πρώτους επειδή κατάργησε τα χρέη, τους δεύτερους επειδή δε μοίρασε τη γη. Ήταν όμως πανθομολογούμενο το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις τους Σόλωνα οδήγησαν στην ενεργοποίηση της λαϊκής συνέλευσης (Εκκλησία του δήμου)». Το μόνο που μένει είναι η απάντηση του Σόλωνα «όταν τον ρωτούσαν αν θέσπισε τους καλύτερους νόμους για τους Αθηναίους: “Τους καλύτερους που θα μπορούσαν να δεχτούν οι ίδιοι”».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου