ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.3–2.5.15
Ο Κλέαρχος συναντά τον Τισσαφέρνη
Ο Πέρσης σατράπης Τισσαφέρνης υποσχέθηκε πως θα οδηγούσε τους Μυρίους στην Ελλάδα. Μετά από είκοσι ημέρες ξεκίνησε η πορεία. Καθώς, όμως, τα στρατεύματα του Τισσαφέρνη και του Αριαίου βάδιζαν και στρατοπέδευαν μαζί, οι Έλληνες ανησυχούσαν για τις προθέσεις των Περσών. Γι' αυτόν τον λόγο ο Κλέαρχος ζήτησε ακρόαση από τον Τισσαφέρνη.
[2.5.3] ὁ δὲ ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν. ἐπειδὴ δὲ
ξυνῆλθον, λέγει ὁ Κλέαρχος τάδε. Ἐγώ, ὦ Τισσαφέρνη,
οἶδα μὲν ἡμῖν ὅρκους γεγενημένους καὶ δεξιὰς δεδομένας μὴ
ἀδικήσειν ἀλλήλους· φυλαττόμενον δὲ σέ τε ὁρῶ ὡς πολε-
μίους ἡμᾶς καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλαττόμεθα. [2.5.4] ἐπεὶ
δὲ σκοπῶν οὐ δύναμαι οὔτε σὲ αἰσθέσθαι πειρώμενον ἡμᾶς
κακῶς ποιεῖν ἐγώ τε σαφῶς οἶδα ὅτι ἡμεῖς γε οὐδὲ ἐπινοοῦμεν
τοιοῦτον οὐδέν, ἔδοξέ μοι εἰς λόγους σοι ἐλθεῖν, ὅπως εἰ
δυναίμεθα ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν. [2.5.5] καὶ γὰρ οἶδα
ἀνθρώπους ἤδη τοὺς μὲν ἐκ διαβολῆς τοὺς δὲ καὶ ἐξ ὑποψίας
οἳ φοβηθέντες ἀλλήλους φθάσαι βουλόμενοι πρὶν παθεῖν
ἐποίησαν ἀνήκεστα κακὰ τοὺς οὔτε μέλλοντας οὔτ’ αὖ
βουλομένους τοιοῦτον οὐδέν. [2.5.6] τὰς οὖν τοιαύτας ἀγνωμο-
σύνας νομίζων συνουσίαις μάλιστα παύεσθαι ἥκω καὶ διδά-
σκειν σε βούλομαι ὡς σὺ ἡμῖν οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς. [2.5.7] πρῶτον μὲν
γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς ὅρκοι κωλύουσι πολεμίους εἶναι
ἀλλήλοις· ὅστις δὲ τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς, τοῦτον
ἐγὼ οὔποτ’ ἂν εὐδαιμονίσαιμι. τὸν γὰρ θεῶν πόλεμον οὐκ οἶδα
οὔτ’ ἀπὸ ποίου ἂν τάχους οὔτε ὅποι ἄν τις φεύγων ἀποφύγοι
οὔτ’ εἰς ποῖον ἂν σκότος ἀποδραίη οὔθ’ ὅπως ἂν εἰς ἐχυρὸν
χωρίον ἀποσταίη. πάντῃ γὰρ πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα καὶ
πάντων ἴσον οἱ θεοὶ κρατοῦσι. [2.5.8] περὶ μὲν δὴ τῶν θεῶν τε
καὶ τῶν ὅρκων οὕτω γιγνώσκω, παρ’ οὓς ἡμεῖς τὴν φιλίαν
συνθέμενοι κατεθέμεθα· τῶν δ’ ἀνθρωπίνων σὲ ἐγὼ ἐν τῷ
παρόντι νομίζω μέγιστον εἶναι ἡμῖν ἀγαθόν. [2.5.9] σὺν μὲν γὰρ
σοὶ πᾶσα μὲν ὁδὸς εὔπορος, πᾶς δὲ ποταμὸς διαβατός, τῶν τε
ἐπιτηδείων οὐκ ἀπορία· ἄνευ δὲ σοῦ πᾶσα μὲν διὰ σκότους ἡ
ὁδός· οὐδὲν γὰρ αὐτῆς ἐπιστάμεθα· πᾶς δὲ ποταμὸς δύσπορος,
πᾶς δὲ ὄχλος φοβερός, φοβερώτατον δ’ ἐρημία· μεστὴ γὰρ
πολλῆς ἀπορίας ἐστίν. [2.5.10] εἰ δὲ δὴ καὶ μανέντες σε κατακτεί-
ναιμεν, ἄλλο τι ἂν ἢ τὸν εὐεργέτην κατακτείναντες πρὸς
βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζοίμεθα; ὅσων δὲ δὴ
καὶ οἵων ἂν ἐλπίδων ἐμαυτὸν στερήσαιμι, εἰ σέ τι κακὸν
ἐπιχειρήσαιμι ποιεῖν, ταῦτα λέξω. [2.5.11] ἐγὼ γὰρ Κῦρον ἐπεθύ-
μησά μοι φίλον γενέσθαι, νομίζων τῶν τότε ἱκανώτατον εἶναι
εὖ ποιεῖν ὃν βούλοιτο· σὲ δὲ νῦν ὁρῶ τήν τε Κύρου δύναμιν
καὶ χώραν ἔχοντα καὶ τὴν σαυτοῦ [χώραν] σῴζοντα, τὴν δὲ
βασιλέως δύναμιν, ᾗ Κῦρος πολεμίᾳ ἐχρῆτο, σοὶ ταύτην
ξύμμαχον οὖσαν. [2.5.12] τούτων δὲ τοιούτων ὄντων τίς οὕτω
μαίνεται ὅστις οὐ βούλεται σοὶ φίλος εἶναι; ἀλλὰ μὴν ἐρῶ
γὰρ καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ἔχω ἐλπίδας καὶ σὲ βουλήσεσθαι φίλον
ἡμῖν εἶναι. [2.5.13] οἶδα μὲν γὰρ ὑμῖν Μυσοὺς λυπηροὺς ὄντας, οὓς
νομίζω ἂν σὺν τῇ παρούσῃ δυνάμει ταπεινοὺς ὑμῖν παρασχεῖν·
οἶδα δὲ καὶ Πισίδας· ἀκούω δὲ καὶ ἄλλα ἔθνη πολλὰ τοιαῦτα
εἶναι, ἃ οἶμαι ἂν παῦσαι ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαι-
μονίᾳ. Αἰγυπτίους δέ, οἷς μάλιστα ὑμᾶς γιγνώσκω τεθυμω-
μένους, οὐχ ὁρῶ ποίᾳ δυνάμει συμμάχῳ χρησάμενοι μᾶλλον
ἂν κολάσαισθε τῆς νῦν σὺν ἐμοὶ οὔσης. [2.5.14] ἀλλὰ μὴν ἔν γε
τοῖς πέριξ οἰκοῦσι σὺ εἰ μὲν βούλοιο φίλος ὡς μέγιστος ἂν
εἴης, εἰ δέ τίς σε λυποίη, ὡς δεσπότης <ἂν> ἀναστρέφοιο
ἔχων ἡμᾶς ὑπηρέτας, οἵ σοι οὐκ ἂν μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρε-
τοῖμεν ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ἣν σωθέντες ὑπὸ σοῦ σοὶ ἂν
ἔχοιμεν δικαίως. [2.5.15] ἐμοὶ μὲν ταῦτα πάντα ἐνθυμουμένῳ οὕτω
δοκεῖ θαυμαστὸν εἶναι τὸ σὲ ἡμῖν ἀπιστεῖν ὥστε καὶ ἥδιστ’
ἂν ἀκούσαιμι τὸ ὄνομα τίς οὕτως ἐστὶ δεινὸς λέγειν ὥστε σε
πεῖσαι λέγων ὡς ἡμεῖς σοι ἐπιβουλεύομεν.
***
Κι εκείνος πρόθυμα του παράγγειλε να πάει. Όταν συναντήθηκαν, ο Κλέαρχος του είπε αυτά εδώ: «Ξέρω, Τισσαφέρνη, πως έχομε κάμει όρκους αναμεταξύ μας κι έχομε δώσει τα χέρια, με την υπόσχεση πως δε θα κάμει κακό ο ένας στον άλλο. Σε βλέπω όμως να προφυλάγεσαι από μας, σα να είμαστε εχθροί· κι εμείς πάλι, βλέποντάς τα αυτά, προφυλαγόμαστε το ίδιο από σας. Μα από τις παρατηρήσεις που κάνω, δε στάθηκε δυνατό να καταλάβω πως εσύ προσπαθείς να μας βλάψεις· όσο για μας, ξέρω καλά πως ούτε βάζομε στο μυαλό μας κάτι τέτοιο. Γι' αυτό μου φάνηκε καλό να συζητήσω μαζί σου, ώστε να βγάλουμε ο ένας από τον άλλον αυτή την καχυποψία, αν μπορέσουμε. Γιατί γνώρισα ως τώρα ανθρώπους, που, είτε από συκοφαντία είτε μονάχα από υποψία, φοβήθηκαν ο ένας τον άλλον και θέλησαν να προλάβουν το κακό, προτού το πάθουν. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να προξενήσουν αγιάτρευτες συμφορές σε κείνους που ούτε σκόπευαν, ούτε ήθελαν να τους κάμουν παρόμοια πράγματα. Επειδή λοιπόν νομίζω, πως οι τέτοιες απερισκεψίες σταματούν μονάχα με συνάντηση και συζήτηση, γι' αυτό έχω έρθει και θέλω να σου αποδείξω πως άδικα μας υποψιάζεσαι. Πρώτα πρώτα, και περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, οι όρκοι που κάμαμε στους θεούς μας εμποδίζουν να είμαστε εχθροί αναμεταξύ μας. Κι εκείνον που συνειδητά αδιαφορεί γι' αυτούς τους όρκους, αυτόν εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να τον καλοτυχίσω. Γιατί τον πόλεμο των θεών δεν ξέρω ούτε με ποια γρηγοράδα ούτε πού πηγαίνοντας θα μπορούσε κανείς να τον ξεφύγει, ούτε σε ποιο σκοτάδι θα ήταν δυνατό να τρυπώσει, ούτε σε ποια οχυρή τοποθεσία ν' αποσυρθεί. Παντού τα πάντα υπακούνε στους θεούς, κι οι θεοί τα εξουσιάζουν όλα το ίδιο. Αυτή είναι η γνώμη μου για τους όρκους και τους θεούς, που, κάνοντας τη φιλία μας, την εμπιστευτήκαμε σ' αυτούς να τη φυλάξουν. Όσο για τα ανθρώπινα αγαθά, νομίζω πως το μεγαλύτερο για μας είσαι συ σε τούτη την περίσταση. Γιατί μαζί σου κάθε δρόμος και κάθε ποταμός είναι ευκολοπέραστος, και δεν υπάρχει έλλειψη από τρόφιμα. Ενώ χωρίς εσένα θα βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδι, αφού καθόλου δεν ξέρομε το δρόμο. Κάθε ποταμός θα είναι δυσκολοπέραστος, κάθε λαός φοβερός, μα πιο φοβερό απ' όλα θα είναι η μοναξιά μας, γιατί εξαιτίας της θα μας λείπουν ολότελα τα πάντα. Και αν υποθέσουμε πως μας έπιανε τρέλα και σε σκοτώναμε, τι άλλο θα κάναμε παρά θα σκοτώναμε τον ευεργέτη μας και θα ανοίγαμε πόλεμο με το μεγαλύτερο αντίπαλό μας, το βασιλιά, που περιμένει τη σειρά του να μας επιτεθεί; Τώρα όμως θα σου πω πόσες και ποιες ελπίδες θα χάσω, αν επιχειρήσω να σου κάμω κακό. Η επιθυμία μου ήταν να γίνει φίλος μου ο Κύρος, γιατί είχα τη γνώμη πως, από τους ανθρώπους της εποχής του, αυτός ήταν ο ικανότερος να ευεργετεί όποιον ήθελε. Μα τώρα βλέπω πως εσύ έχεις τη δύναμη και τη χώρα του Κύρου, και πως διατηρείς και τη δική σου εξουσία. Ακόμα βλέπω πως το στρατό του βασιλιά, που ο Κύρος τον είχε εχθρικό, εσύ τον έχεις σύμμαχο. Αφού αυτά είναι έτσι, ποιος τρελάθηκε τόσο πολύ, ώστε να μη θέλει να είναι φίλος σου; Θα σου πω όμως κι εκείνα που με κάνουν να πιστεύω πως κι εσύ με χαρά θα γίνεις φίλος μας. Ξέρω δηλαδή πως οι Μυσοί σας ενοχλούν. Αυτούς έχω τη γνώμη πως μπορώ, με την τωρινή μου δύναμη, να τους ταπεινώσω και να τους υποτάξω σε σας. Ξέρω πως το ίδιο γίνεται και με τους Πισίδες. Μαθαίνω πως υπάρχουν και πολλές άλλες τέτοιες φυλές, που νομίζω πως θα ήταν δυνατό να σταματήσουν να ενοχλούν εξακολουθητικά την ευτυχισμένη σας ζωή. Όσο για τους Αιγύπτιους, που ξέρω πως τώρα είστε μαζί τους πάρα πολύ οργισμένοι, δε βλέπω με ποιον άλλο συμμαχικό στρατό, εκτός από το δικό μου, θα μπορούσατε να τους τιμωρήσετε καλύτερα. Εξάλλου με το να έχεις εμάς στην υπηρεσία σου, αν ήθελες να είσαι φίλος με κανέναν από όσους κατοικούν γύρω στην περιφέρειά σου, θα το κατόρθωνες απόλυτα· ενώ, αν κάποιος σε στενοχωρούσε στις σχέσεις σας, θα του φερόσουν δεσποτικά. Γιατί εμείς δε θα σε υπηρετούμε μονάχα για να παίρνουμε μισθό, αλλά και εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που είναι δίκαιο να σου χρωστούμε, όταν μας σώσεις. Όσο τα φέρνω στο μυαλό μου όλα αυτά, τόσο μου φαίνεται πως είναι παράξενο να μη μας έχεις εμπιστοσύνη. Γι' αυτό με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα άκουα ποιος είναι τόσο ικανός ρήτορας, ώστε να σε πείσει με τα λόγια του πως τάχα εμείς σχεδιάζομε κακά για σένα».
Κι εκείνος πρόθυμα του παράγγειλε να πάει. Όταν συναντήθηκαν, ο Κλέαρχος του είπε αυτά εδώ: «Ξέρω, Τισσαφέρνη, πως έχομε κάμει όρκους αναμεταξύ μας κι έχομε δώσει τα χέρια, με την υπόσχεση πως δε θα κάμει κακό ο ένας στον άλλο. Σε βλέπω όμως να προφυλάγεσαι από μας, σα να είμαστε εχθροί· κι εμείς πάλι, βλέποντάς τα αυτά, προφυλαγόμαστε το ίδιο από σας. Μα από τις παρατηρήσεις που κάνω, δε στάθηκε δυνατό να καταλάβω πως εσύ προσπαθείς να μας βλάψεις· όσο για μας, ξέρω καλά πως ούτε βάζομε στο μυαλό μας κάτι τέτοιο. Γι' αυτό μου φάνηκε καλό να συζητήσω μαζί σου, ώστε να βγάλουμε ο ένας από τον άλλον αυτή την καχυποψία, αν μπορέσουμε. Γιατί γνώρισα ως τώρα ανθρώπους, που, είτε από συκοφαντία είτε μονάχα από υποψία, φοβήθηκαν ο ένας τον άλλον και θέλησαν να προλάβουν το κακό, προτού το πάθουν. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να προξενήσουν αγιάτρευτες συμφορές σε κείνους που ούτε σκόπευαν, ούτε ήθελαν να τους κάμουν παρόμοια πράγματα. Επειδή λοιπόν νομίζω, πως οι τέτοιες απερισκεψίες σταματούν μονάχα με συνάντηση και συζήτηση, γι' αυτό έχω έρθει και θέλω να σου αποδείξω πως άδικα μας υποψιάζεσαι. Πρώτα πρώτα, και περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, οι όρκοι που κάμαμε στους θεούς μας εμποδίζουν να είμαστε εχθροί αναμεταξύ μας. Κι εκείνον που συνειδητά αδιαφορεί γι' αυτούς τους όρκους, αυτόν εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να τον καλοτυχίσω. Γιατί τον πόλεμο των θεών δεν ξέρω ούτε με ποια γρηγοράδα ούτε πού πηγαίνοντας θα μπορούσε κανείς να τον ξεφύγει, ούτε σε ποιο σκοτάδι θα ήταν δυνατό να τρυπώσει, ούτε σε ποια οχυρή τοποθεσία ν' αποσυρθεί. Παντού τα πάντα υπακούνε στους θεούς, κι οι θεοί τα εξουσιάζουν όλα το ίδιο. Αυτή είναι η γνώμη μου για τους όρκους και τους θεούς, που, κάνοντας τη φιλία μας, την εμπιστευτήκαμε σ' αυτούς να τη φυλάξουν. Όσο για τα ανθρώπινα αγαθά, νομίζω πως το μεγαλύτερο για μας είσαι συ σε τούτη την περίσταση. Γιατί μαζί σου κάθε δρόμος και κάθε ποταμός είναι ευκολοπέραστος, και δεν υπάρχει έλλειψη από τρόφιμα. Ενώ χωρίς εσένα θα βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδι, αφού καθόλου δεν ξέρομε το δρόμο. Κάθε ποταμός θα είναι δυσκολοπέραστος, κάθε λαός φοβερός, μα πιο φοβερό απ' όλα θα είναι η μοναξιά μας, γιατί εξαιτίας της θα μας λείπουν ολότελα τα πάντα. Και αν υποθέσουμε πως μας έπιανε τρέλα και σε σκοτώναμε, τι άλλο θα κάναμε παρά θα σκοτώναμε τον ευεργέτη μας και θα ανοίγαμε πόλεμο με το μεγαλύτερο αντίπαλό μας, το βασιλιά, που περιμένει τη σειρά του να μας επιτεθεί; Τώρα όμως θα σου πω πόσες και ποιες ελπίδες θα χάσω, αν επιχειρήσω να σου κάμω κακό. Η επιθυμία μου ήταν να γίνει φίλος μου ο Κύρος, γιατί είχα τη γνώμη πως, από τους ανθρώπους της εποχής του, αυτός ήταν ο ικανότερος να ευεργετεί όποιον ήθελε. Μα τώρα βλέπω πως εσύ έχεις τη δύναμη και τη χώρα του Κύρου, και πως διατηρείς και τη δική σου εξουσία. Ακόμα βλέπω πως το στρατό του βασιλιά, που ο Κύρος τον είχε εχθρικό, εσύ τον έχεις σύμμαχο. Αφού αυτά είναι έτσι, ποιος τρελάθηκε τόσο πολύ, ώστε να μη θέλει να είναι φίλος σου; Θα σου πω όμως κι εκείνα που με κάνουν να πιστεύω πως κι εσύ με χαρά θα γίνεις φίλος μας. Ξέρω δηλαδή πως οι Μυσοί σας ενοχλούν. Αυτούς έχω τη γνώμη πως μπορώ, με την τωρινή μου δύναμη, να τους ταπεινώσω και να τους υποτάξω σε σας. Ξέρω πως το ίδιο γίνεται και με τους Πισίδες. Μαθαίνω πως υπάρχουν και πολλές άλλες τέτοιες φυλές, που νομίζω πως θα ήταν δυνατό να σταματήσουν να ενοχλούν εξακολουθητικά την ευτυχισμένη σας ζωή. Όσο για τους Αιγύπτιους, που ξέρω πως τώρα είστε μαζί τους πάρα πολύ οργισμένοι, δε βλέπω με ποιον άλλο συμμαχικό στρατό, εκτός από το δικό μου, θα μπορούσατε να τους τιμωρήσετε καλύτερα. Εξάλλου με το να έχεις εμάς στην υπηρεσία σου, αν ήθελες να είσαι φίλος με κανέναν από όσους κατοικούν γύρω στην περιφέρειά σου, θα το κατόρθωνες απόλυτα· ενώ, αν κάποιος σε στενοχωρούσε στις σχέσεις σας, θα του φερόσουν δεσποτικά. Γιατί εμείς δε θα σε υπηρετούμε μονάχα για να παίρνουμε μισθό, αλλά και εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που είναι δίκαιο να σου χρωστούμε, όταν μας σώσεις. Όσο τα φέρνω στο μυαλό μου όλα αυτά, τόσο μου φαίνεται πως είναι παράξενο να μη μας έχεις εμπιστοσύνη. Γι' αυτό με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα άκουα ποιος είναι τόσο ικανός ρήτορας, ώστε να σε πείσει με τα λόγια του πως τάχα εμείς σχεδιάζομε κακά για σένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου