Από τα πανάρχαια χρόνια ο χορός υπήρξε το σύμβολο της συνειδητής παρουσίας της ζωής. Το όργανο που χρησιμοποιεί ο χορός είναι το ανθρώπινο σώμα. Ο Χορός είναι τελετή, είναι συμμετοχή και όχι θέαμα. Είναι δεμένος στενά με τη θρησκεία με τη γιορτή, τη δουλειά, με τον έρωτα, με τον θάνατο.
Οι άνθρωποι χόρεψαν τον πόλεμο, την ειρήνη, το γάμο, το θερισμό, τη σπορά, χόρεψαν τη φύση.
Ο χορός έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το νόημα των λέξεων. Χάρη στο ρυθμό και την ιδιορρυθμία του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύπαρξής μας, διότι προτού θεωρηθεί τέχνη είχε προορισμό πολύ πιο ζωτικό και αναγκαίο. Στις πρώτες εκδηλώσεις του στους πρωτόγονους λαούς ο άνθρωπος απευθυνόταν στον χορό για να αυξήσει τις δυνάμεις του, με το χορό προσπαθούσε να αντιδράσει σε ότι του ήταν αδύνατο να πολεμήσει με τις δικές του δυνατότητες, στο χορό εύρισκε διέξοδο στις φυσικές ή στις πνευματικές αδυναμίες του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν αλλά και επιθυμούσαν επίσης, να ευχαριστήσουν να εξευμενίσουν ή και να προδιαθέσουν οι άνθρωποι τους θεούς τους.
Στους αρχαίους πολιτισμούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος χορεύει τις περισσότερες φορές από θρησκευτική ανάγκη, επωφελείται από το χορό και από τον ερεθισμό που του προκαλεί. Μέσα σε αυτούς τους πολιτισμούς, μέσα σε αυτές τις δομημένες κοινωνίες του παρελθόντος μπορούμε να συναντήσουμε κάποιους στόχους του χορού:
Πρώτα απ’ όλα ο άνθρωπος μπορεί και χορεύει κάθε στιγμή, επειδή κάθε στιγμή μπορεί να είναι γι’ αυτόν μια τελετουργική στιγμή.
Έπειτα διότι είναι μια μορφή κοινωνικής επιβεβαίωσης, ένα μέσο έκφρασης της φυλετικής αφοσίωσης και δύναμης.
Είναι ακόμη ένα μέσο θρησκευτικής λατρείας κι ένας άμεσος τρόπος επικοινωνίας με τους θεούς σαν μορφή ιεροτελεστίας.
Και μπορεί επίσης να χρησιμεύσει σαν μέσο έκφρασης της φυσικής διαχυτικότητας, της δύναμης και της ευκαμψίας.
Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός κατείχε πρωταρχική θέση και γνώρισε μεγάλο σεβασμό.
Πίστευαν οι αρχαίοι ότι τα άστρα και οι πλανήτες του ουρανού εκτελούσαν κάποιου είδους κοσμικό χορό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν το χορό σαν ξεχωριστή υπόσταση. Αντί γι’ αυτό ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλα είδη εμπειριών. Έτσι η λέξη «ορχείσθαι» που μεταφράζεται «χορεύω» είναι ρυθμικές κινήσεις από τα μέρη ή και ολόκληρου του σώματος. Επίσης η λέξη «Μουσική» η τέχνη των Μουσών περιλάμβανε τη μουσική, την ποίηση και τον χορό που για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν όλα μέρος του ίδιου πράγματος.
Οι πηγές για τον αρχαίο ελληνικό χορό είναι πολλές. Ξέχωρα από τις φιλολογικές πηγές, είναι τα λόγια από τα τραγούδια που γράφτηκαν για χορό, στίχοι ποίησης όπως π.χ. τα Ομηρικά έπη, τα γραπτά των φιλοσόφων και μορφές γραπτού λόγου από ιστορικούς διαφόρων χρονικών περιόδων.
Οι αρχαιολογικές πηγές μας δίνουν πληθώρα πληροφοριών όπου περιλαμβάνουν αγάλματα, ανάγλυφα, ξυλόγλυπτα, τοιχογραφίες, πήλινα αγγεία, που όλα μας δίνουν πραγματικές απεικονίσεις του χορού.
Αυτές οι πηγές επίσης μας αναφέρουν ότι από τις πιο συνηθισμένες χρήσεις του χορού στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων ήταν στην εκπαίδευση.
Οι επιφανέστεροι Έλληνες φιλόσοφοι ενίσχυσαν σθεναρά αυτή την τέχνη, ως μία ιδανική ολοκλήρωση του σώματος και του πνεύματος.
Ο Αριστοτέλης όρισε την εκπαίδευση σαν ένα μείγμα μουσικής και γυμναστικής, ενώ ο Σωκράτης υποστήριζε ότι πρέπει να διδάσκεται ευρύτερα, λέγοντας ότι εκείνοι που τιμούν τους θεούς με το χορό είναι και οι καλύτεροι στον πόλεμο. Ο Πλάτωνας έγραψε «το να τραγουδάει και να χορεύει ωραία κανείς σημαίνει ότι έχει καλή παιδεία» αφιερώνοντας ένα μεγάλο μέρος της προσοχής του στη σημασία του χορού για την εκπαίδευση στην πραγματεία του των «Νόμων».
Δίνει έμφαση στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο είδη χορού και μουσικής: το ευγενικό που έχει σχέση με το ωραίο και το έντιμο και το μη ευγενικό, αυτό που μιμείται το άθλιο ή άσχημο.
Στους «Νόμους» ο Πλάτωνας αναφέρει ότι «ο χορός προέκυψε από τη φυσική επιθυμία των νεαρών πλασμάτων να κινήσουν τα σώματά τους για να εκφράσουν διάφορα συναισθήματα και ειδικά τη χαρά. Και συνεχίζει λέγοντας ότι θα έπρεπε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια να είναι όμοια εκπαιδευμένα με ανώτερη μουσική και χορό…
Επίσης αναφέρει ότι η αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού που πράγματι συνθέτουν χορούς από τις φυσικές και ενστικτώδεις κινήσεις είναι χάρισμα των θεών και των Μουσών.
Η μουσική και ο χορός θα έπρεπε να είναι αφιερωμένα στους θεούς … εφόσον οι ίδιοι οι θεοί χορεύουν και «δημιουργούν» χορούς…
Οι ανώτεροι χοροί θα πρέπει να επιδρούν πάνω στο μαθητή, όχι μόνο στην υγεία, στη χάρη και την ομορφιά του σώματος, αλλά και στην καλοσύνη της ψυχής και την ισορροπία του πνεύματος…»
Ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε χορού, ο Πλάτων τους διαιρεί σε τρεις κατηγορίες:
α) τους Πολεμικούς, β) τους Θρησκευτικούς, γ) τους Ειρηνικούς.
Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Και είναι η Ρέα αυτή που σύμφωνα με την παράδοση έμαθε το χορό στους Κουρήτες (που το όνομα τους σημαίνει νέοι) στο νησί της Κρήτης για να καλύψουν με το θόρυβο των ασπίδων και των ξιφών τους το κλάμα του μικρού παιδιού του Δία για να το γλιτώσουν από τον πατέρα του τον Κρόνο που καταβρόχθιζε τα παιδιά του και να μην χάσει το θρόνο του.
Ένας επίσης από τους πιο σπουδαίους χορούς είναι ο «Πυρρίχιος» που κατά τον Πλάτωνα είναι μια μίμηση του πολέμου, μια αναπαράσταση των φάσεων του με τη συνοδεία αυλού ή λύρας και τραγουδιών. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «πυρ» και σημαίνει τον κόκκινο χορό.
Κατά μία άλλη εκδοχή τον χορό αυτό τον επινόησε ο Πύρριχος που ήταν γιος του Αχιλλέα ή κατ’ άλλους ήρωας της Κρήτης. Ο Πυρρίχιος ήταν γνωστός σ’ ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Στην Σπάρτη τον θεωρούσαν προγύμνασμα του πολέμου και τον χόρευαν στη γιορτή των Διόσκουρων, ενώ στην Αθήνα τον χόρευαν στις γιορτές των Παναθηναίων.
Οι χορευτές χόρευαν τον Πυρρίχιο πάνοπλοι. Αρχικά γινόταν ένα είδος παρέλασης με στροφές με στροφές προς τα πλάγια (έκνευση), οπισθοχωρήσεις (ύπειξη) άλματα σε ύψος και χαμηλώματα (ταπείνωση). Ακολουθούσαν οι κινήσεις της επίθεσης, οι στάσεις της άμυνας και γενικά όλες οι κινήσεις του πολεμιστή, όπως η στιγμή που ρίχνει το ακόντιό του, το τόξο του, ή κινήσεις με τη λόγχη του. Οι κινήσεις αυτές ήταν ρυθμικές προσαρμοσμένες στον ήχο που προκαλούσαν τα χτυπήματα των όπλων (κλαγγή).
Ειδικά στα αγόρια ο χορός διδάσκονταν σαν ένα βοήθημα στη στρατιωτική εκπαίδευση στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στην «παλαίστρα» και στο «γυμνάσιο» λάβαιναν μέρος σε πυρρίχιους και σε άλλους χορούς που ήταν σχεδιασμένοι για την προετοιμασία τους στην εκτέλεση των κινήσεων της μάχης και ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες όπως:
Ποδισμός: (γρήγορη μεταβολή των κινήσεων των ποδιών, για να ασκηθεί ο πολεμιστής σε μάχη σώμα με σώμα).
Ξιφισμός: Κατ’ απομίμηση μάχη, στην οποία ομάδες από νέους ασκούνταν στην πολεμική τέχνη με χορευτική μορφή.
Ώμος: Μεγάλα άλματα με κοντάρι, για να προετοιμασθούν στην υπερπήδηση ψηλών κορμών ή για το σκαρφάλωμα σε τοίχους και φρούρια.
Τετράκομος: Επιβλητικοί σχηματισμοί ομάδων από στρατιώτες που προχωρούσαν μαζικά κατά του εχθρού ή προστάτευαν τους εαυτούς τους μέσω των διασταυρωμένων ασπίδων.
Υπήρχε όπως λέγεται κι ένας πολεμικός γυναικείος χορός προς τιμή της θεάς Άρτεμης, τον οποίο είχαν ιδρύσει και είχαν χορέψει για πρώτη φορά στην Έφεσο οι Αμαζόνες.
Πολλοί από τους πολεμικούς χορούς μετατρέπονται σε θρησκευτικούς (π.χ. διονυσιακοί χοροί όπως ο διθύραμβος).
Ο πολεμιστής, ο χορευτής κάνει ορισμένες κινήσεις που είναι σαν να προσπαθεί μέσα στη μάχη να πετάξει ή να αφαιρέσει το βάρος από το σώμα του προσπαθώντας να αψηφήσει το νόμο της βαρύτητας για να ξεφύγει από το χώμα. Ταυτόχρονα αυτά τα άλματα, αυτές οι κινήσεις γίνονται στην προσπάθεια να ξυπνήσουν τις χθόνιες ενέργειες τις γήινες ενέργειες να αποκτήσουν δύναμη όχι μόνο από τον ουρανό αλλά και από τη γη.
Σε τόσο μεγάλη εκτίμηση είχαν το χορό ώστε ήταν συνήθεια γενικά παραδεκτή για τους φιλόσοφους, τους πολιτικούς, τους στρατηγούς και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες στον αιώνα του Περικλή να εκτελούν μόνοι τους χορούς μπροστά σε κοινό πολλών χιλιάδων, σε δημόσιες στιγμές, στην επιστροφή από μια στρατιωτική εξόρμηση ή νίκη. Ο Σοφοκλής ενώ ήταν ακόμη νέος διαλέχτηκε για να παίξει τη λύρα και να οδηγήσει το χορό της νίκης μετά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο Λουκιανός σημείωνε ότι οι Έλληνες αξιολογούσαν το χορό σε τέτοιο βαθμό ώστε:
«…οι ευγενέστερες και μεγαλύτερες προσωπικότητες σε κάθε πόλη είναι οι χορευτές, οι οποίοι ντρέπονται τόσο λίγο γι’ αυτό, ώστε να επιδοκιμάζουν τον εαυτό τους περισσότερο για την επιδεξιότητά τους, παρά για το ότι είναι ευγενείς».
Για τους θρησκευτικούς χορούς επίσης υπάρχουν αρκετές πληροφορίες.
Σχεδόν όλοι αυτοί οι χοροί είχαν ιδιαίτερη μυστικιστική σημασία και προσπαθούσαν να περάσουν μηνύματα στους ανθρώπους στο να μπορέσουν να δουν ότι αποτελούν και αυτοί αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Ο άνθρωπος μπορεί να χορεύει την εξέλιξη την προσωπική, την εξέλιξη της ψυχής, την εξέλιξη του Σύμπαντος και η ιστορία μας δείχνει κυκλικούς χορούς ή σπειροειδής μορφής. Ακόμα και σήμερα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας χορεύεται ο χορός του Θησέα ή αλλιώς ο χορός του Λαβύρινθου. (Στους παραδοσιακούς δημοτικούς μας χορούς λέγεται ότι η παραλλαγή του είναι ο χορός Γέρανος).
Είναι ακριβώς αυτός ο λαβύρινθος ένα από τα σύμβολα της εξέλιξης του ανθρώπου. Όπως ο άνθρωπος που με κυκλικές μορφές πηγαίνει στο βάθος του εαυτού του, βγαίνει και συνεχίζει ώσπου νικάει τον Μινώταυρο, σύμφωνα με τον μύθο. Κι έρχεται η δεύτερη φάση του χορού, που ο άνθρωπος νικάει τον λαβύρινθο, βγαίνοντας από εκεί νικητής.
Δεν υπάρχουν στην αρχαιότητα μυστήρια και θρησκευτικές τελετές που να μη συνοδεύονται από το χορό. Όλοι δε όσοι θεμελίωσαν τέτοια μυστήρια, (όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος κ.α ) ήταν απαραίτητο να μυηθούν στο ρυθμό και στο χορό.
Οι χοροί αυτοί εκτελούνται από πιστούς άνδρες και γυναίκες γύρω από το βωμό της εκάστοτε θεότητας με συνοδεία από ειδικά τραγούδια και ύμνους στους οποίους μάλιστα οφείλουν συχνά το όνομά τους.
Οι γνωστότεροι από αυτούς ήταν οι εξής:
Ο Παιάν που τον τραγουδούσαν και τον χόρευαν στην αρχή προς τιμή του Απόλλωνα για να σταματήσουν οι ασθένειες και αργότερα προς τιμή και άλλων θεών όπως του Ασκληπιού , του Πάνα, της Αθηνάς και άλλων.
Ήταν μία δέηση ή μια προσευχή για την καταπολέμηση των ασθενειών.
Αργότερα τον χόρευαν για να εκφράσουν τη χαρά, την επιτυχία ή τη νίκη τους.
Υπάρχουν επίσης πλήθος από χορούς που χόρευαν οι γυναίκες προς τιμή της εκάστοτε θεότητας όπως τα Άνθεα και τα Παρθένεια που ήταν αφιερωμένοι στην Ήρα, ο χορός των Πεπλοφόρων για τη Δήμητρα και φορούσαν τα πέπλα σε ανάμνηση της θεάς που καλυμμένη με πέπλο αναζητούσε την κόρη της, ο χορός της Καλαθίσκου που ονομάστηκε από το χαρακτηριστικό καπέλο που φορούσαν οι κοπέλες όταν χόρευαν.
Στους θρησκευτικούς χορούς εντάσσονται και οι Διονυσιακοί χοροί που είχαν το οργιαστικό τυπικό προσπαθώντας να φτάσουν όσο το δυνατό πιο πολύ τους Βάκχους και τις Μαινάδες.
Τους ειρηνικούς χορούς τους διαιρούμε σε χορούς ιδιωτικής ζωής και σε χορούς θεάτρου. Οι χοροί της ιδιωτικής ζωής χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
α) τους χορούς των συμποσίων, β) τους χορούς των γάμων, γ) τους χορούς του πένθους.
Οι χοροί των συμποσίων είναι γνωστοί από την Ομηρική Εποχή. Τους εκτελούσαν είτε επαγγελματίες, είτε οι προσκαλεσμένοι ιδιώτες. Συνήθως οι επαγγελματίες ήταν γυναίκες ορχηστρίδες που εκτελούσαν τους χορούς κρατώντας κρόταλα.
Και οι γαμήλιοι χοροί αναφέρονται στον Όμηρο όπου οι νέοι και νέες χορεύουν και τραγουδούν με συνοδεία αυλού ή λύρας το βράδυ του γάμου.
Οι χοροί του πένθους ήταν κυρίως ρυθμικοί βηματισμοί όπου οι χορευτές με τα χέρια υψωμένα έτσι ώστε το ένα να αγγίζει το κεφάλι και το άλλο να είναι λίγο πιο ψηλά ακολουθούσαν θρηνώντας την εκφορά του νεκρού.
Το ελληνικό θέατρο ήταν στενά συνδεδεμένο με το ξεκίνημα του χορού.
Οι θεατρικοί χοροί εκτελούνταν με συνοδεία τραγουδιού από τους υποκριτές οι οποίοι ειδικά λέγονται ορχηστές και διαιρούνται στις εξής κατηγορίες:
α) χορό της τραγωδίας, β) της κωμωδίας, γ) χορό της σατυρικής ποίησης.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ελληνική τραγωδία προήλθε από το διθύραμβο, στη διάρκεια του οποίου οι ανοιξιάτικες τελετουργίες της γονιμότητας και της αναγέννησης έπαιρναν τυπικό χορικό και δραματικό χαρακτήρα, ώστε τελικά να αποκτήσουν τη μορφή έργου. Ο αρχαίος κοινός χορός που γινόταν στην ορχήστρα, κατέληξε να γίνει ο χορός, που ήταν ένα ουσιώδες στοιχείο του ελληνικού δράματος.
Υπήρχαν συγκεκριμένοι τύποι χορών στο ελληνικό δράμα:
Η Εμμέλεια που συμπεριλάμβανε έναν κώδικα συμβολικών χειρονομιών, μέσω του οποίου ο χορευτής μπορούσε να δώσει μια ολόκληρη ιστορία ενός δραματικού έργου, χωρίς να μιλήσει.
Ο Κόρδαξ που ήταν ο χαρακτηριστικός χορός της κωμωδίας και έχει περιγραφεί ως πρόστυχος και άσεμνος όπου περιλάμβανε περιστροφές του σώματος με υπονοούμενα.
Ο Σίκιννης ήταν ο αντιπροσωπευτικός των ελληνικών σατιρικών έργων του 6ου αιώνα π.Χ. Ήταν ζωηρός, ρωμαλέος, άσεμνος, με πολλές χειρονομίες και ακροβατικά. Συχνά αναπαριστούσε σατιρικά, μυθολογικά θέματα. Ήταν ο χορός των Σατύρων και των Σειληνών που συνοδεύονταν από αστεία και πειράγματα.
Ο χορός λοιπόν για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος τρόπος να ζούνε τον κόσμο γιατί ήταν γνώση, τέχνη και θρησκεία ταυτόχρονα. Ήταν η πλήρης σοφία που αποτελούσε τη δημιουργική δύναμη του κάθε ανθρώπου που ολοένα αναγεννιέται και δρα στην ψυχή του. Έτσι η παράδοση ενεργοποιεί το μύθο, την πράξη του να ξαναζείς την αρχή, το ξεκίνημα του ανθρώπου και του θείου που ο ίδιος ο άνθρωπος φέρνει μέσα του και αυτό που είναι το μέλλον του, η δική του εξέλιξη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου