Κατά τη διάρκεια του αιματοβαμμένου πολέμου των Διαδόχων, που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διήρκησε από το 322 π.Χ. ως το 281 π.Χ., ο ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών, Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ, κατέλαβε το μεγαλύτερο μερίδιο εδαφών της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Το 281 π.Χ., το βασίλειο αυτό ξεκινούσε από τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και κατέληγε μέχρι τη βορειοδυτική Ινδία. Το κέντρο του βασιλείου ήταν η βόρεια Συρία, με πρωτεύουσα την Αντιόχεια και δευτερεύουσες πρωτεύουσες τις Σάρδεις στα δυτικά και στα ανατολικά τη Σελεύκεια στον Τίγρη.
Το κύριο χαρακτηριστικό του βασιλείου αυτού ήταν η συνεχής ίδρυση πόλεων σε όλο το μήκος του, καθώς συνυπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί με γηγενείς (Άραβες, Ιουδαίοι, Πέρσες, Ινδοί). Βέβαια, οι θεσμοί, ο πολιτισμός και η τέχνη είχαν ελληνικό χαρακτήρα. Επιπλέον, οι Έλληνες από τη Μακεδονία ζούσαν σε πόλεις ελληνικού τύπου και ήταν πολύ υπερήφανοι για την καταγωγή τους. Ακόμη, πολλοί αυτόχθονες έμαθαν την ελληνική γλώσσα και γραφή, υιοθέτησαν τον ελληνικό τρόπο ζωής και αντίληψης, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν ακόμη και ελληνικά ονόματα.
Το βασίλειο των Σελευκιδών ήταν απέραντο, αλλά μέσα σε αυτό το βασίλειο κατάφερε να ξεχωρίσει μια πόλη, που αποτέλεσε το επίκεντρο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και του εμπορίου, καθώς μέχρι και τον 10ο αιώνα μ.Χ. την επιθυμούσαν διακαώς Άραβες και Σταυροφόροι.
Η πόλη της Αντιόχειας ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Σέλευκο Α΄ Νικάτωρ προς τιμήν του πατρός του, Αντιόχου. Ακόμη, ίδρυσε άλλες τρεις πόλεις, που ήταν η Σελεύκεια στην Πιερία (το σημαντικό λιμάνι της πόλεως), η Λαοδικεία και η Απάμεια. Όλες είχαν σχεδιαστεί με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με το σύστημα του κανάβου και είχαν διαστάσεις 112×58μ., κάτι το οποίο μάς δείχνει το σχέδιο των αρχιτεκτόνων για μαζική κατασκευή πόλεων, με σκοπό την αστικοποίηση και τον εξελληνισμό της Ασίας. Αρχιτέκτονες της Αντιοχείας ήταν ο Ξενάριος, με βοηθούς τον Ατταίο, τον Περίττα και τον Αναξικράτη, που ανέλαβαν τον σχεδιασμό της πόλης.
Η τοποθεσία της πόλης βρισκόταν σε ένα καλά αρδευόμενο και υγιεινό σημείο, στην αριστερή όχθη του ποταμού Ορόντη και μεταξύ του όρους Σιλπίου. Τα περισσότερα ίχνη των Σελευκιδών έχουν χαθεί λόγω της μεγάλης εξάπλωσης της πόλης στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο. Παρόλα αυτά, η έκταση της πόλης φαίνεται να υπολογίζεται στα 2,2 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βρισκόταν ανάμεσα σε έναν ποταμό και σε έναν κύριο δρόμο, που οδηγούσε προς τον νότο, στο προάστιο της Δάφνης και στη θάλασσα της Λαοδικείας. Οι κάτοικοί της αριθμούσαν περίπου 500.000 ψυχές. Συνυπήρχαν Έλληνες, Σύριοι, που, κατά μια έννοια, ήταν η πλειοψηφία, και Ιουδαίοι. Η πόλη χωριζόταν σε 18 δήμους-φυλές.
Ο Σέλευκος, έπειτα από την κατασκευή της πόλης, δημιούργησε ένα προάστιο ιερό, που λεγόταν Δάφνη, οκτώ χιλιόμετρα νότια της Αντιόχειας. Η Δάφνη ήταν μια δασώδης περιοχή, με πολύ καλό κλίμα και ήρεμη ατμόσφαιρα. Για αυτόν τον λόγο και έγινε άλσος και όχι άδικα ησυχαστήριο με λουτρά και τόπους αναψυχής. Η πόλη ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Πύθιο.
Το σημαντικότερο μνημείο της πόλης ήταν ο ναός του Απόλλωνα. Το κολοσσιαίο άγαλμα του Απόλλωνα ήταν έργο του Βρύαξη. Από τις περιγραφές, που έχουμε, ο θεός φαίνεται να κρατούσε στο δεξί του χέρι μια λύρα και μια φιάλη προσφορών στο αριστερό. Ακόμη, υπήρχε ένα ευμέγεθες μπρούτζινο άγαλμα του Σελεύκου.
Υπήρχαν, ακόμη, ναοί της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης και της ελληνο-αιγυπτιακής θεότητας, Ίσιδας. Η πόλη φημιζόταν για τις εκδηλώσεις και τους αγώνες της. Άλλο ένα σημαντικό μνημείο της αρχαίας πόλης είναι το άγαλμα της Θεάς Τύχης, που στην αρχαία Ελλάδα είχε σχέση με την τύχη ενός έθνους, κράτους, μιας πόλης ή ενός ατόμου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, ενώ ο Πίνδαρος υποστήριζε πως πατέρας της ήταν ο Δίας.
Τις δεκαετίες μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε πολύ συχνή η λατρεία της και την τιμούσαν συνεχώς, ειδικά σε πολεμικές περιόδους. Οι ελληνιστές μυθογράφοι θεωρούν πως ήταν κόρη του Ερμή και της Αφροδίτης. Πολλές φορές, την συνδέουν με την Κυβέλη ή την Ίσιδα.Έτσι, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποφάσισαν να συνεχίζουν αυτή την παράδοση για την καλή τύχη μιας πόλης, δημιουργώντας στην Αντιόχεια το Τυχαίον.Το λατρευτικό άγαλμα φιλοτεχνήθηκε από τον Ευτυχίδη Σικυώνα, μαθητή του περίφημου Λύσιππου.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ
Στις 13 Δεκεμβρίου 115 μ.Χ., η πόλη της Αντιόχειας χτυπήθηκε από τεράστιο σεισμό, ενώ ο αυτοκράτορας Τραϊανός ξεχειμώνιαζε εκεί με τα στρατεύματά του. Ο σεισμός ήταν πολύ μεγάλος πιθανόν μεγέθους 7,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά την Αντιόχεια, τη Δάφνη και τέσσερις άλλες αρχαίες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Απάμειας. Έγινε αισθητός σε όλη την Εγγύς Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τη Ρόδο και προκάλεσε τσουνάμι που έπληξε το λιμάνι της πόλης Caesarea Maritima στην Ιουδαία.
Η πιο ζωντανή περιγραφή της καταστροφής προήλθε από τον Ελληνορωμαίκης καταγωγης ιστορικό Cassius Dio. Στη Ρωμαϊκή Ιστορία του (Βιβλίο LXVIII), περιέγραψε πώς η Αντιόχεια ήταν γεμάτη κόσμο κατά τη διάρκεια του σεισμού λόγω του αυτοκράτορα Τραϊανού που ξεχειμώνιαζε μέσα στην πόλη.
Ενώ ο αυτοκράτορας παρέμενε στην Αντιόχεια έγινε ένας τρομερός σεισμός· πολλές πόλεις υπέστησαν τραυματισμούς, αλλά η Αντιόχεια ήταν η πιο ατυχής από όλες. Αφού ο Τραϊανός περνούσε τον χειμώνα εκεί και πολλοί στρατιώτες και πολλοί πολίτες είχαν συρρέει εκεί από όλες τις πλευρές σε σχέση με τον νόμο - κοστούμια, πρεσβείες, επιχειρήσεις ή αξιοθέατα, δεν υπήρχε έθνος ανθρώπων που να έμεινε αλώβητο· και έτσι στην Αντιόχεια ολόκληρος ο κόσμος υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων υπέστη καταστροφή. (68.24.1-2)».
Έπειτα ζωγράφισε μια δραματική εικόνα της καταστροφής που γνώρισε ο πληθυσμός.
"Πρώτα ακούστηκε, ξαφνικά, ένας μεγάλος βρυχηθμός, και αυτό ακολουθήθηκε από έναν τρομερό σεισμό. Όλη η γη αναστατώθηκε και κτίρια πήδηξαν στον αέρα· μερικά μεταφέρθηκαν ψηλά μόνο για να καταρρεύσουν και να σπάσουν, ενώ άλλοι πετάχτηκαν από δω κι από κει σαν από το κύμα της θάλασσας, και ανατράπηκαν, και τα συντρίμμια απλώθηκαν σε μεγάλη έκταση ακόμη και στην ανοιχτή ύπαιθρο (68.24.2)
Στρατιώτες και πολίτες σκοτώθηκαν από πτώση συντριμμιών ενώ πολλοί άλλοι εγκλωβίστηκαν. Οι μετασεισμοί που ακολούθησαν τον σεισμό για αρκετές ημέρες σκότωσαν ορισμένους επιζώντες, ενώ άλλοι, εγκλωβισμένοι σε κτίρια που κατέρρευσαν, πέθαναν από την πείνα.
Και καθώς ο Θεός συνέχιζε τον σεισμό για πολλές μέρες και νύχτες, οι άνθρωποι ήταν σε δεινή θέση και αβοήθητοι, άλλοι συντρίφθηκαν και χάθηκαν κάτω από το βάρος των κτισμάτων που τους πίεζαν, και άλλοι πέθαιναν από την πείνα. (68.25.2-3)
Ο Τραϊανός επέζησε και γλίτωσε μόνο με ελαφρά τραύματα, αλλά αναγκάστηκε να καταφύγει στο τσίρκο καθώς οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν για αρκετές ημέρες (δείτε μια αεροφωτογραφία του τσίρκου της Αντιόχειας εδώ).
Ο Τραϊανός βγήκε από ένα παράθυρο του δωματίου στο οποίο έμενε. Κάποιο ον, μεγαλύτερο από ανθρώπινο ανάστημα, είχε έρθει κοντά του και τον οδήγησε έξω, έτσι που γλίτωσε με λίγα μόνο ελαφρά τραύματα. και καθώς οι κραδασμοί παρατάθηκαν σε αρκετές ημέρες, έζησε έξω από τις πόρτες στον ιππόδρομο. (εδώ υπάρχει υποτιθέμενη θεϊκή παρέμβαση από τον Δια που σώζει τον αυτοκράτορα η οποια αποτυπωθηκε σε νομισμα.)(68.25.6)
Δυστυχώς, τίποτα δεν αναφέρεται για το πώς τα κατάφερε η Πλωτίνα, η σύζυγος του Τραϊανού ή ο Αδριανός, αλλά επέζησαν αλώβητοι. Πολλοί στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και μέλη της αυτοκρατορικής ακολουθίας, χάθηκαν. Ένα από τα πιο σημαντικά θύματα ήταν ο τακτικός πρόξενος Marcus Pedo Vergilianus. Συνολικά, 260.000 λέγεται ότι πέθαναν κατά τη διάρκεια ή μετά από αυτό το γεγονός. Ο πληθυσμός της Αντιόχειας μειώθηκε σε λιγότερους από 400.000 κατοίκους και πολλά τμήματα της πόλης εγκαταλείφθηκαν.
Μετά τον σεισμό ο Τραϊανός άρχισε την ανοικοδόμηση της πόλης και έστησε για αυτό τον λόγο ένα αντίγραφο του αγάλματος της Τύχης της Αντιόχειας στο νέο θέατρο. Την ανοικοδόμηση την ολοκλήρωσε ο διάδοχος του Αδριανός.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου