1.3. Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός
Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης. Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται.
Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ.
Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα.
Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό.
Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι.
Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί.
Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος.
Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος.
Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες.
Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους και τους πρόποδες των βουνών. Ο Ησίοδος αποκαλεί την Άσκρα, όπου κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες.
Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του.
Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν.
Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει. Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα.
Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου