Η άποψη ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό καθορίζει τη θέληση, φαίνεται ν’ αποτελεί τόσο καθιερωμένο και κατασταλαγμένο κανόνα, που συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση όλων των ανθρώπων, ώστε δεν είναι καθόλου απορίας άξιον το γεγονός ότι το εξέλαβα κι εγώ ως δεδομένο όταν πρωτοδημοσίευσα τις σκέψεις μου επί του ζητήματος. Φαντάζομαι δε ότι οι περισσότεροι θα μου συγχωρήσουν ευκολότερα την παράλειψή μου εκείνη μάλλον παρά το σημερινό μου εγχείρημα να απομακρυνθώ από μια τόσο διαδεδομένη γνώμη. Είμαι όμως υποχρεωμένος, μετά από αυστηρότερη έρευνα, να συμπεράνω ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό, ακόμη κι αν γίνει κατανοητό και παραδεκτό ως τέτοιο, δεν καθορίζει τη θέλησή μας παρά μόνο από τη στιγμή που η έλλειψή του θα προκαλέσει την ανησυχία μας, κάνοντάς το επιθυμητό.
Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί ένα ντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται.
Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της Αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο ή προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής, εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψή της, η θέλησή του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέλησή του σε άλλες πράξεις.
Αν τεθεί ακολούθως το «τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση», απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακρότατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων, εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονής και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώνται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης. Η ευτυχία επομένως, στην πληρότητά της, είναι η υπέρτατη ηδονή, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονής, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος.
Επειδή λοιπόν η ηδονή και ο πόνος προκαλούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονή είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονή και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως.
Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζήτηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινής ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν ή επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στον δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν ή απολέσουν τον στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικότητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτή αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμιση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή σχετίζεται ή όχι με την αληθινή ευτυχία μας ή μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν ή μπορούν να αξιοποιήσουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρτάται η έκβαση των πράξεών τους.
Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί ένα ντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται.
Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της Αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο ή προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής, εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψή της, η θέλησή του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέλησή του σε άλλες πράξεις.
Αν τεθεί ακολούθως το «τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση», απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακρότατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων, εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονής και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώνται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης. Η ευτυχία επομένως, στην πληρότητά της, είναι η υπέρτατη ηδονή, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονής, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος.
Επειδή λοιπόν η ηδονή και ο πόνος προκαλούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονή είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονή και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως.
Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζήτηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινής ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν ή επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στον δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν ή απολέσουν τον στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικότητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτή αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμιση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή σχετίζεται ή όχι με την αληθινή ευτυχία μας ή μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν ή μπορούν να αξιοποιήσουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρτάται η έκβαση των πράξεών τους.
Αυτή η ποικιλία επιδιώξεων δείχνει ότι ο καθένας δεν επενδύει την ευτυχία του στο ίδιο πράγμα ούτε επιλέγει τον ίδιο δρόμο προς αυτήν. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι μέριμνες του ανθρώπου περιορίζονται σ’ αυτή τη ζωή, το γεγονός ότι ο ένας επιλέγει τη σπουδή και τη γνώση ενώ ο άλλος το κυνήγι, ο ένας την πολυτέλεια και την κραιπάλη ενώ ο άλλος την εγκράτεια και τον πλούτο, δεν συμβαίνει επειδή ο καθένας τους δεν επιδιώκει τη δική του ευτυχία, αλλά επειδή η ευτυχία αυτή επενδύθηκε από τον καθέναν τους σε διαφορετικά πράγματα. Ήταν επομένως ορθή η απάντηση που έδωσε ένας γιατρός στον ασθενή του, ο οποίος έπασχε από ερεθισμό των ματιών του: «Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα. Αν όμως η απόλαυση να βλέπεις είναι μεγαλύτερη για σένα από εκείνη του πιοτού, τότε το κρασί είναι κάτι ασήμαντο».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου