συνάντησε τρικυμία στ’ ἀνοιχτά τοῦ Αἰγαίου,
μόλις το μαῦρο σύννεφο κάλυψε τή σελήνη
καί τά ἄστρα δέν λάμπουν μέ ἀσφάλεια γιά τούς ναυτικούς.
Τή γαλήνη θέλει ἡ πολεμοχαρής Θράκη,
τή γαλήνη καί οἱ Μῆδοι στολισμένοι με φαρέτρες.
Ἐκείνη ὃμως, Γρόσφε, δέν ἀγοράζεται μέ πολύτιμους
λίθους οὔτε μέ πορφύρα οὔτε μέ χρυσό.
Διότι οὒτε οἱ θησαυροί οὒτε ὁ ὑπατικός ραβδοῦχος
ἀπομακρύνουν τὴν ἂθλια ταραχή τοῦ νοῦ
καί τίς μέριμνες πού πετοῦν γύρω
ἀπό τίς περίτεχνα διακοσμημένες στέγες.
Ζεῖ κανείς καλά μέ τά ὀλίγα, ὃταν λάμπει
τό πατρικό του ἀλατοδοχεῖο, πάνω στό λιτό
τραπέζι, ἐνῶ ὁ φόβος καί ἡ αἰσχρή ἐπιθυμία
δέν αφαιροῦν τόν ἐλαφρό του ὓπνο.
Γιατί ἐμείς οἱ γενναῖοι ἀσχολούμαστε μέ τόσο
πολλά στή σύντομη ζωή μας; Γιατί μεταβαίνουμε
σε χῶρες πού θερμαίνονται ἀπό ἂλλον ἣλιο;
Ποιός φυγάς ἀπό τήν πατρίδα φεύγει ἐπίσης καί ἀπό τόν ἑαυτό του;
Ἡ ἐνοχλητική Μέριμνα ἐπιβαίνει στά πλοῖα τά ἐπενδυμένα
μέ χαλκό καί δέν ἐγκαταλείπει οὒτε τίς ἲλες τῶν ἱππέων,
καθώς εἶναι ταχύτερη ἀπό τά ἐλάφια
καί τόν Σιρόκο πού φέρνει τίς βροχές.
Ὁ νοῦς πού χαίρεται μέ τό παρόν ᾂς μισεῖ
τήν ἐνασχόληση μέ τά περαιτέρω καί ἂς
μετριάζει τίς πίκρες μέ ἢρεμο γέλωτα.
Τέλεια εὐδαιμονία δέν ὑπάρχει.
Ταχύς ὁ θάνατος ἃρπαξε τόν ἒνδοξο Ἀχιλλέα·
τόν Τιθωνό* κατέφθειρε τό πολυετές γῆρας.
Σέ μένα ἲσως προσφέρει ἡ ὣρα
ὃ,τι ἀρνήθηκε σέ σένα.
Γύρω σου μυκῶνται ἑκατό ποίμνια καί σικελικές
ἀγελάδες. Γιά χάρη σου ἀφήνει χρεμετισμό
ἡ κατάλληλη γιά τό τέθριππο ἃρμα φοράδα.
Σέ περιβάλλουν μάλλινα ἐνδύματα δύο φορές βαμμένα
μέ ἀφρικανική πορφύρα. Σέ μένα ἒδωσε
ἡ ἀψευδής Μοῖρα ἓνα μικρό ἀγρόκτημα,
τό λεπτοφυές πνεῦμα τῇς ἑλληνικῆς Μούσας
καί τό νά περιφρονῶ τόν κακόβουλο ὂχλο.
*Ὁ Τιθωνός ἦταν γυιός τοῦ Λαομέδοντα, ἀδελφός τοῦ Πριάμου καί
σύζυγος τῆς Ἠοῦς (Αὐγής). Ὁ Δίας τοῦ δώρησε τήν ἀθανασία ὂχι ὃμως καί τήν
αἰώνια νεότητα. Τελικά λόγω τοῦ μακροῦ γήρατος συρρικνώθηκε καί
μεταμορφώθηκε ἀπό τήν Ἠῶ σέ τζιτζίκι.
Ὁρατίου, οἱ Ὠδές – Β΄- 16 (OTIUM DIVOS)
Ζεῖ κανείς καλά μέ τά ὀλίγα, ὃταν λάμπει
τό πατρικό του ἀλατοδοχεῖο, πάνω στό λιτό
τραπέζι, ἐνῶ ὁ φόβος καί ἡ αἰσχρή ἐπιθυμία
δέν αφαιροῦν τόν ἐλαφρό του ὓπνο.
Γιατί ἐμείς οἱ γενναῖοι ἀσχολούμαστε μέ τόσο
πολλά στή σύντομη ζωή μας; Γιατί μεταβαίνουμε
σε χῶρες πού θερμαίνονται ἀπό ἂλλον ἣλιο;
Ποιός φυγάς ἀπό τήν πατρίδα φεύγει ἐπίσης καί ἀπό τόν ἑαυτό του;
Ἡ ἐνοχλητική Μέριμνα ἐπιβαίνει στά πλοῖα τά ἐπενδυμένα
μέ χαλκό καί δέν ἐγκαταλείπει οὒτε τίς ἲλες τῶν ἱππέων,
καθώς εἶναι ταχύτερη ἀπό τά ἐλάφια
καί τόν Σιρόκο πού φέρνει τίς βροχές.
Ὁ νοῦς πού χαίρεται μέ τό παρόν ᾂς μισεῖ
τήν ἐνασχόληση μέ τά περαιτέρω καί ἂς
μετριάζει τίς πίκρες μέ ἢρεμο γέλωτα.
Τέλεια εὐδαιμονία δέν ὑπάρχει.
Ταχύς ὁ θάνατος ἃρπαξε τόν ἒνδοξο Ἀχιλλέα·
τόν Τιθωνό* κατέφθειρε τό πολυετές γῆρας.
Σέ μένα ἲσως προσφέρει ἡ ὣρα
ὃ,τι ἀρνήθηκε σέ σένα.
Γύρω σου μυκῶνται ἑκατό ποίμνια καί σικελικές
ἀγελάδες. Γιά χάρη σου ἀφήνει χρεμετισμό
ἡ κατάλληλη γιά τό τέθριππο ἃρμα φοράδα.
Σέ περιβάλλουν μάλλινα ἐνδύματα δύο φορές βαμμένα
μέ ἀφρικανική πορφύρα. Σέ μένα ἒδωσε
ἡ ἀψευδής Μοῖρα ἓνα μικρό ἀγρόκτημα,
τό λεπτοφυές πνεῦμα τῇς ἑλληνικῆς Μούσας
καί τό νά περιφρονῶ τόν κακόβουλο ὂχλο.
*Ὁ Τιθωνός ἦταν γυιός τοῦ Λαομέδοντα, ἀδελφός τοῦ Πριάμου καί
σύζυγος τῆς Ἠοῦς (Αὐγής). Ὁ Δίας τοῦ δώρησε τήν ἀθανασία ὂχι ὃμως καί τήν
αἰώνια νεότητα. Τελικά λόγω τοῦ μακροῦ γήρατος συρρικνώθηκε καί
μεταμορφώθηκε ἀπό τήν Ἠῶ σέ τζιτζίκι.
Ὁρατίου, οἱ Ὠδές – Β΄- 16 (OTIUM DIVOS)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου