Μπορεί κανείς να βρη τις αφετηρίες, από τις οποίες, ξεκινώντας, είναι δυνατόν να παρακολουθήσει τις κινήσεις του Nietzsche, συνοδευμένες από την αποκλειστικά δική του κριτική. Δυο δρόμους πρέπει ν’ ακολουθήσουμε συνειδητά:
Οι δυο δρόμοι προς το όλον.— Οι σκέψεις του Nietzsche είναι δυνατόν, κατά πρώτον λόγον, χωρίς να λάβει κανείς υπ’ όψιν την χρονολογική διαδοχή της γενέσεώς των, να υπαχθούν στο υπαρκτό όλον αναγκαίων διανοητικών συναφειών. Δεύτερον, είναι δυνατόν και πρέπει να παρατηρηθούν, εφ’ όσον ανήκουν στην εξέλιξη δεκαετιών, στη χρονική τους μορφή ως το όλον μιας ζωής. Κάθε σκέψη του Nietzsche είναι δυνατόν να νοηθή πρώτον εφ’ όσον γίνεται νοητή μέσα στις ουσιαστικές συνάφειές της ανάλογα με τις μεταβολές, τις αντιφάσεις και δυνατότητες κινήσεώς της˙ δεύτερον όμως θα γίνη νοητή πέρα ως πέρα μόνον αν συνδυασθή με τη στιγμή, που γεννήθηκε˙ όταν διαβάζουμε, πρέπει να ξέρουμε πάντα, πότε γράφηκε εκείνο που διαβάζουμε.
Οι δυο δρόμοι μοιάζουν σα ν’ αποκλείει ο ένας τον άλλον. Το αίτημα, που συνίσταται στο να ανάγουμε, παρατηρώντας ένα συστηματικό όλον, τα πάντα στα πάντα και να τα συλλαμβάνουμε στον άχρονο τόπο τους, έρχεται σε αντίφαση με το αίτημα, που μας λέει να ιδούμε αυτό το όλον στη βιογραφική χρονολογική του διαδοχή και να εξαρτήσουμε το νόημα κάθε πράγματος από την χρονική θέση, που έχει καταλάβει επάνω στον δρόμο της ζωής.
Πράγματι υπάρχουν στον Nietzsche βασικές σκέψεις, που εμφανίζονται, παρ’ όλες έστω τις εξαιρετικές μεταβολές τους, όμοιες από την πρώτη νεότητά του -αυτές είναι oι περισσότερες και είναι εκπληκτικό, πώς διασχίζουν κυριαρχικά ολόκληρη τη ζωή του-˙ άλλες πάλι, που μ’ ένα πήδημα ξαναγυρίζουν, ενώ είχαν εγκαταλειφθή˙ υπάρχουν όμως κι’ άλλες, που σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα παρουσιάζονται για να ξεχασθούν φαινομενικά τελείως. Αυτές όμως είναι εξαιρετικές και σπάνιες περιπτώσεις. Κι αυτές πρέπει να υπαχθούν στη μιαν εκείνη μεγάλη διαδικασία, που είναι συστηματική και βιογραφική˙ είναι η ίδια η πραγματικότητα του ανθρώπου, που επιβάλλει να εμφανίζεται το πιο βαθύ και αληθινό σύστημα της σκέψεώς του κάτω από μια χρονική μορφή. Άλλοτε βέβαια είναι η χρονική μορφή φυσική και ανταποκρίνεται στην ουσία, άλλοτε πάλι μπορεί να θολωθή βιογραφικά ή και να καταστραφή από άσχετες προς την ουσία αιτιώδεις συνάφειες, που κάνουν την εμπειρική πραγματικότητα ενός ορισμένου ανθρώπου να παρεκκλίνει. Και τα δυο συνέβησαν στην περίπτωση του Nietzsche μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό.
Η απασχόληση λοιπόν με την σκέψη του Nietzsche απαιτεί κατά πρώτον λόγον -αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στους πιο πολλούς από τους μεγάλους φιλοσόφους- μια ταυτόχρονη συναναστροφή με την πραγματικότητα της ζωής του. Μας ενδιαφέρουν όσα έζησε ο Nietzsche και μας ενδιαφέρει η στάση του στις διάφορες περιστάσεις για να ιδούμε ακριβώς τη φιλοσοφική του ουσία, που είναι ταυτόχρονα κι' αδιάρρηκτα ο βίος και η σκέψη του. Μας ενδιαφέρει η πορεία της ζωής του για να ιδούμε και να γνωρίσουμε την κίνηση, μέσ’ στην οποίαν κάθε σύγγραμμά του έχει την θέση του.
Η απασχόληση με τη ζωή του Nietzsche χάνει αντιθέτως τον σκοπό της, αν συμπαρατεθούν χωρίς συσχετισμό η πραγματικότητα του βίου του και ο κόσμος των ιδεών του.
Κατά δεύτερον λόγον απαιτεί η σκέψη του Nietzsche την εμβάθυνση σε συστηματικές συνάφειες. Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει στα μεγάλα συστήματα της φιλοσοφίας, εμφανίζεται στον Nietzsche το σύστημα, που μπορεί να συγκροτηθή, σαν μια φάση μόνον ή σαν μια λειτουργία μέσα στο γενικό όλον, που δεν είναι δυνατόν πια να αναπτυχθή ως σύστημα. Αντ’ αυτού όμως πρέπει η ερμηνεία να παρακολουθήσει όλες τις στροφές της σκέψεως -που κατόρθωσε να περισυλλέξει, αίροντας το σκόρπισμά τους- και όλες τις αντιφάσεις, για να περάσει μέσα από όλες τις δυνατότητες σα να υπήρχε η πιθανότητα να βρει το όλον. Στο τέλος βέβαια όλα ανήκουν μαζί, μόνο που σκορπίζονται στην χρονική έκταση ενός σχηματισμού από δρόμους της σκέψεως, ενός σχηματισμού, που δεν αναπτύχθηκε ακριβώς ως σύστημα.
Τα τρία κύρια μέρη της αναπτύξεώς μας.—Φανερό είναι, ότι ο Nietzsche ούτε ως κλειστή μορφή της ουσιαστικής του υπάρξεως, ούτε ώς φιλοσοφικό σύστημα είναι κάτι το σταθερό. Θέλοντας κανείς να τον συλλάβει, ανάγοντάς τον σε κάτι το στερεό, θα πέσει έξω. Εφ’ όσον είναι ο Nietzsche μια ύπαρξη, που εκδηλώνεται έμμεσα σε μια κίνηση, δεν είναι δυνατό να φθάσουμε κοντά του παρά μόνο με μια δική μας επίσης κίνηση.
Μόνο από τη δική του εργασία θα βγάλει ο καθένας τον Nietzsche, που του ταιριάζει. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας δεν μπορεί να το προεξοφλήσει, αλλά το προετοιμάζει απλώς μια ανάπτυξη, σαν κι αυτήν, που σκεπτόμαστε να κάνουμε. Σκοπός της είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, που είναι ικανές να διευκολύνουν κάπως αποτελεσματικώτερα την κατανόηση του Nietzsche, είτε μια κατανόηση, που οδηγεί σε θετική συμμετοχή, είτε μια κατανόηση, που οδηγεί στην απόρριψη.
Κανένας δρόμος δεν οδηγεί την ανάπτυξη άμεσα στο κέντρο του Nietzsche. Με την υποτιθέμενη ανακάλυψη ενός κέντρου θα εχάναμε το μεγαλείο του, που προκαλεί ακριβώς μέσα μας μια καρποφόρα ανησυχία. Γι’ αυτό πρέπει κανείς πολλούς δρόμους να πορευθή, τον έναν μετά τον άλλον. Αυτός ο χωρισμός στην παρουσίαση του Nietzsche δεν φθάνει ποτέ σε μια σύνθεση, αλλά βρίσκει το τέλος του σε μια διαφώτιση του βάθους, που αποκαλύπτεται σε όλες τις εκδηλώσεις, όσες αθέλητα ή συνειδητά έχει ο Nietzsche προκαλέσει.
Οι δρόμοι που θ’ ακολουθήσουμε στην ανάπτυξη, έχουν όλοι τον ίδιο σκοπό: να εντείνουν την ικανότητα για μια καθολική αφομοίωση του Nietzsche, ξεκαθαρίζοντας τη γνώση του ειδικού˙ και ξεκινούν όλοι oι δρόμοι από την ίδια αρχή: από την πείρα ενός βυθού, που είναι λόγω του ότι παρουσιάζεται πάντα διαφορετικός, ασύλληπτος. Η αρχή και ο σκοπός δεν μπορούν άμεσα να μεταδοθούν˙ μόνον όμως μέσω αυτών έχουν oι δρόμοι στην διάκρισή τους και στην αντικειμενική καθαρότητά τους νόημα και αξία. Ο Nietzsche δεν μπορεί να εξαντληθή. Δεν αποτελεί ως όλον ένα πρόβλημα, που θα μπορούσε και θάπρεπε να λυθή. Γιατί ό,τι είναι ο Nietzsche, αυτό θα φανεί ακόμα αργότερα με την μεταμόρφωση, που θα υποστή, όταν θα τον αφομοιώσουν κι’ άλλοι άνθρωποι, εκείνοι που θαρθούν στο μέλλον.
Σε τρία κύρια μέρη θα χωρίσουμε την ανάπτυξή μας˙ το πρώτο είναι η ζωή του˙ το δεύτερο είναι oι θεμελιώδεις σκέψεις του ως η εκδήλωση των αρχικών του κινήτρων μέσα στην πολλαπλότητα των είδικών περιεχομένων της σκέψεώς του˙ το τρίτο θα μας πάει στο όλον του ρυθμού της σκέψεώς του σε αναφορά προς την ύπαρξή του. Ως βάση θα χρησιμεύσουν πάντα γεγονότα, που μας φαίνονται αναγκαία για την κατανόηση του Nietzsche. Πάντως όμως σε καθεμιά από τις τρεις απόψεις θα θεωρήσουμε τον εαυτό μας δεσμευμένο σε μιαν ειδικήν αποστολή:
Στην περιγραφή της ζωής του Nietzsche θ’ αποκαλύψουμε τα άκρα. Αντί να χαθούμε στα γεγονότα (που στην αναζήτησή τους δεν γνωρίζει όρια όποιος έχει συγκινηθή πραγματικά από τον Nietzsche), σκοπός μας πρέπει να είναι (χωρίς καμμιά συγκάλυψη ή και έξαρση του εμπειρικά πραγματικού) να κάνουμε αισθητές τις εμπειρικές προϋποθέσεις της εξαιρετικότητάς του και μάλιστα έτσι, σαν να ήταν oι προϋποθέσεις αυτές η μυθική πραγματικότητα αυτής της ζωής, που ήταν καμωμένη να προσφέρεται ή να παρασύρεται πάντα σε θυσίες.
Η ανάπτυξη των θεμελιωδών σκέψεων του Nietzsche έχει σκοπό να δείξει, ταξινομώντας τα βασικά τους κίνητρα, ότι καμιά σκέψη δεν είναι σταθερή, αλλά ότι όλες αμφιβάλλουν πάντα για τον εαυτό τους. Τις μορφές της υπάρξεως, όσες συνέλαβε το μάτι του Nietzsche, πρέπει να παρακολουθήσουμε ως εκεί, που χάνουν την ισορροπία τους. Ο σκοπός είναι να μη σταματάει κανείς ποτέ ούτε στο άκρως αρνητικό, ούτε στο άκρως θετικό.
Η ερμηνεία του τρόπου της σκέψεως του Nietzsche στην ολότητά του, μια ερμηνεία, που, οδηγημένη από την αυτοκατανόηση του Nietzsche, πρέπει να γίνει από μας τους άλλους, έχει ως σκοπό να διευκρινήσει την υπαρξιακή σημασία της ζωής και σκέψεώς του. Πρέπει να αποβλέψουμε να μείνει ανοιχτή η οδός προς την αφομοίωση του Nietzsche και μάλιστα όχι μόνον αποφεύγοντας κάθε οριστική τοποθέτηση της ουσίας του σε κάτι το μερικό, αλλά και κατανοώντας την υψηλή απαίτηση, που προβάλλει απέναντί μας. Ο Nietzsche εκδηλώνεται σαν μια κατά βάθος ασύλληπτη εξαίρεση, που, χωρίς να αποτελεί πρότυπο για απομίμηση, είναι απολύτως αναντικατάστατη στην αφυπνιστική επίδραση επάνω σε μας τους άλλους, που δεν αποτελούμε εξαίρεση. Στο τέλος προβάλλει η ερώτηση, πώς ένας ανθρωπος, που δεν είναι για όλους αντιπροσωπευτικός, κατορθώνει να αποκτήσει μια κυριαρχική σημασία, σα να εξέφραζε το ανθρώπινο έν γένει.
Μέθοδος της αναπτύξεως— Εκείνο, που προέχει στην ανάπτυξη της σκέψεως του Nietzsche, είναι να φέρουμε στην επιφάνεια τις φιλοσοφικές ιδέες του.
Επίσης, πρέπει η ανάπτυξη να είναι πέρα ως πέρα θεμελιωμένη στα κείμενα. Είναι βέβαια πιο άνετο να αναπτύξει κανείς τις ιδέες του Nietzsche φαινομενικά «δι' ιδίων μέσων». Έτσι όμως πάει χαμένο ακριβώς εκείνο, που σαγηνεύει και που υπάρχει μέσα στην ασυμφωνία. Η συμπαράθεση των ιδεών, από την οποία θα προκύψει το πώς συμπληρώνονται, αλληλοσυγκρούονται και κινούνται, είναι τόσο πιο αποτελεσματική για την κατανόηση του Nietzsche, όσον πιο πολύ αναφέρεται κάθε βήμα της αναπτύξεως -και μάλιστα κατά λέξιν- στα κείμενα.
Γι’ αυτόν τον λόγο είναι σχεδόν ολόκληρη η φιλολογία, που αναφέρεται στον Nietzsche, πλούσια σε παράθεση κειμένων. Πάντως: εκείνο, που αξίζει, είναι να φέρνουν oι αναφορές αυτές στα κείμενα κάτι το νέο στο φως και να μην αποτελούν μια απλή χρηστομάθεια ωραίων αποσπασμάτων, ούτε να προκαλούν πνευματώδεις τυχαίους συσχετισμούς, ούτε να απομονώνουν αυθαίρετα μεμονωμένες κατευθύνσεις σκέψεως ή να δίνουν αφορμή σε επιδερμικές συγκινήσεις. Ο σκοπός είναι να αναπτυχθούν ορισμένες σκέψεις με μια συνοχή, που ουσιαστικά υπάρχει μέσα τους, χωρίς να την έχει ο Nietzsche ο ίδιος τονίσει. Γιατί, ενώ η λάμψη του συγγραφέα χτυπάει στα μάτια του αναγνώστη σε κάθε σελίδα του Nietzsche, η λάμψη του φιλοσόφου μένει ως προς το μεγαλύτερο μέρος της κρυμμένη. Αποσπάσματα λοιπόν, που μνημονεύονται κατ’ αρέσκειαν, ή ορισμένες, χρήσιμες για ένα μεμονωμένο σκοπό κατασκευές, θαμπώνουν μόνο τα μάτια και οδηγούν φιλοσοφικά σε δρόμο στραβό.
Το να παραθέτει κανείς χωρία είναι στην ιδεώδη εκδήλωσή του σαν την εργασία του χρυσοχόου: πρέπει oι πολύτιμοι λίθοι των φιλοσοφικών σκέψεων να συλληφθούν σωστά και να ταξινομηθούν ύστερα έτσι, ώστε να μην ισχύουν μόνο στη μεμονωμένη παρουσία τους, αλλά και να αποτελούν στο σύνολό τους κάτι περισσότερο από ό,τι θα εσήμαιναν στην μεμονωμένη παρουσία τους ή στην απλή συσσώρευσή τους. Οι ίδιοι λίθοι μπορούν σε άλλους συνδυασμούς ν’ αποκαλύψουν νέα φώτα˙ δεν είναι δυνατόν να δείξουν το φως τους τα πάντα μονομιάς.
Με την συμπαράθεση κατορθώνουμε και κάτι αλλο: κατορθώνουμε να φέρουμε τις σκέψεις σε τέτοια επαφή, ώστε από την τριβή, που θα σημειωθεί μεταξύ τους, να προκύψει η αυτοκριτική του ίδιου του Nietzsche. Μόνο με την προβολή των ασυμφωνιών κάτω από το όλον της σκέψεώς του, μόνο με το φανέρωμα των ορίων και των βάθρων, που προβάλλουν από μέσα της, γίνεται δυνατή η κριτική, που κατά βάθος ο ίδιος ο Nietzsche ασκεί, γιατί ανήκει στην ουσία της αλήθειας του, που πάντα ξεπερνάει τον εαυτό της και πάει εμπρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου