Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (988-1032)

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θήβης ἄνακτες, ἥκομεν κοινὴν ὁδὸν
δύ᾽ ἐξ ἑνὸς βλέποντε· τοῖς τυφλοῖσι γὰρ
990 αὕτη κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ γεραιὲ Τειρεσία, νέον;
ΤΕ. ἐγὼ διδάξω, καὶ σὺ τῷ μάντει πιθοῦ.
ΚΡ. οὔκουν πάρος γε σῆς ἀπεστάτουν φρενός.
ΤΕ. τοιγὰρ δι᾽ ὀρθῆς τήνδ᾽ ναυκληρεῖς πόλιν.
995 ΚΡ. ἔχω πεπονθὼς μαρτυρεῖν ὀνήσιμα.
ΤΕ. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης.
ΚΡ. τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἐγὼ τὸ σὸν φρίσσω στόμα.
ΤΕ. γνώσῃ, τέχνης σημεῖα τῆς ἐμῆς κλύων.
ἐς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον
1000 ἵζων, ἵν᾽ ἦν μοι παντὸς οἰωνοῦ λιμήν,;
ἀγνῶτ᾽ ἀκούω φθόγγον ὀρνίθων, κακῷ
κλάζοντας οἴστρῳ καὶ βεβαρβαρωμένῳ·
καὶ σπῶντας ἐν χηλαῖσιν ἀλλήλους φοναῖς
ἔγνων· πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄσημος ἦν.
1005 εὐθὺς δὲ δείσας ἐμπύρων ἐγευόμην
βωμοῖσι παμφλέκτοισιν· ἐκ δὲ θυμάτων
Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμπεν, ἀλλ᾽ ἐπὶ σποδῷ
μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο
κἄτυφε κἀνέπτυε, καὶ μετάρσιοι
1010 χολαὶ διεσπείροντο, καὶ καταρρυεῖς
μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς.
τοιαῦτα παιδὸς τοῦδ᾽ ἐμάνθανον πάρα
φθίνοντ᾽ ἀσήμων ὀργίων μαντεύματα.
ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών, ἄλλοις δ᾽ ἐγώ.
1015 καὶ ταῦτα τῆς σῆς ἐκ φρενὸς νοσεῖ πόλις.
βωμοὶ γὰρ ἡμῖν ἐσχάραι τε παντελεῖς
πλήρεις ὑπ᾽ οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς
τοῦ δυσμόρου πεπτῶτος Οἰδίπου γόνου.
κᾆτ᾽ οὐ δέχονται θυστάδας λιτὰς ἔτι
1020 θεοὶ παρ᾽ ἡμῶν οὐδὲ μηρίων φλόγα,
οὐδ᾽ ὄρνις εὐσήμους ἀπορροιβδεῖ βοάς,
ἀνδροφθόρου βεβρῶτες αἵματος λίπος.
ταῦτ᾽ οὖν, τέκνον, φρόνησον. ἀνθρώποισι γὰρ
τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν·
1025 ἐπεὶ δ᾽ ἁμάρτῃ, κεῖνος οὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀνὴρ
ἄβουλος οὐδ᾽ ἄνολβος, ὅστις ἐς κακὸν
πεσὼν ἀκεῖται μηδ᾽ ἀκίνητος πέλει.
αὐθαδία τοι σκαιότητ᾽ ὀφλισκάνει.
ἀλλ᾽ εἶκε τῷ θανόντι, μηδ᾽ ὀλωλότα
1030 κέντει. τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ᾽ ἐπικτανεῖν;
εὖ σοι φρονήσας εὖ λέγω· τὸ μανθάνειν δ᾽
ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος φέρει.

***
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άρχοντες των Θηβών, τον ίδιο δρόμο
ήρθαμε δυο μαζί, που με τα μάτια
βλέπουν του ενός· γιατ᾽ αυτός είναι ο δρόμος
990 του τυφλού, να ᾽χει απ᾽ οδηγόν ανάγκη.
ΚΡΕ. Τί τρέχει, γέροντά μου Τειρεσία;
ΤΕΙ. Θα σου το μάθω κι άκουε εσύ το μάντη.
ΚΡΕ. Μα ούτε και πριν απ᾽ τη δική σου γνώμη
ξεμάκραινα. ΤΕΙ. Γι᾽ αυτό κι αυτή την πόλη
τιμόνευες απ᾽ το σωστό το δρόμο.
ΚΡΕ. Έχω να μαρτυρώ το καλό που είδα.
ΤΕΙ. Μα τώρα μάθε πως η τύχη σου
από μια τρίχα κρέμεται. ΚΡΕ. Τί τρέχει;
Τρομάρ᾽ απ᾽ τα λόγια σου με πιάνει.
ΤΕΙ. Θα το μάθεις ακούοντας τα σημάδια
που θα σου πω της τέχνης μου: Καθόμουν
στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο,
1000 που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι,
όταν άξαφν᾽ ακούω παράξενες
κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια
παραφορά κι ακατανόητο τρόπο·
κατάλαβα πως με τα φονικά τους
τ᾽ αρπάγια σπαραζότανε, γιατ᾽ ήταν
όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των·
και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως
πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω
μαντεία απ᾽ τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος
δεν έλαμπε απ᾽ τα θύματα κι απάνω
στη στάχτη απ᾽ τα μεριά αχνιστό το πάχος
ανάλιωνε και κάπνιζε και σκούσε
1010 και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν·
μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω
η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν.
Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια
της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν
απ᾽ το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι
οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων·
γιατ᾽ οι βωμοί και των θεών οι εστίες
έχουν γιομίσει απ᾽ τα σκυλιά και τα όρνια
με τ᾽ αποφάγια από του σκοτωμένου
άμοιρου γιου τού Οιδίποδα τις σάρκες·
και γι᾽ αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται
από μας ούτε προσευχές θυσίας,
1020 ούτε τη φλόγα από μεριά καμένα,
κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει
με καλοσήμαδες φωνές, γιατ᾽ έχουν
γευτεί πηγμένο γαίμα πεθαμένου.
Αυτά λοιπόν βάλε, γιε μου, στο νου σου·
κοινό είναι βέβαια σ᾽ όλους τους ανθρώπους
να σφάλουνε, μα όταν κανένας σφάλει,
δεν είναι ανόητος πια και δυστυχής
όποιος το κακό πὄκαμε γιατρεύει
και δε μένει μ᾽ αγύριστο κεφάλι·
με αναποδιές πλερώνεται το πείσμα·
μα στο νεκρό υποχώρησε και πάψε
να κεντάς ένα πτώμα· είναι αντρεία
1030 τον πεθαμένο να ξανασκοτώνεις;
Εγώ καθώς σου θέλω το καλό σου,
έτσι και σου μιλώ· κι άλλο δεν είναι
καλύτερο, παρά ν᾽ ακούει κανείς
σαν του μιλούν καλά για ωφέλειά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου