Τρίτη 20 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (364-393)

ΑΙ. ὁρᾷς τὸν θρασύν, τὸν εὐκάρδιον, [στρ. β]
365 τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαις,
ἐν ἀφόβοις με θηρσὶ δεινὸν χέρας;
οἴμοι γέλωτος, οἷον ὑβρίσθην ἄρα.
ΤΕΚ. μή, δέσποτ᾽ Αἴας, λίσσομαί σ᾽, αὔδα τάδε.
ΑΙ. οὐκ ἐκτός; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα;
370 αἰαῖ αἰαῖ.
ΤΕΚ. ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ.
ΑΙ. ὢ δύσμορος, ὃς χεροῖν
μεθῆκα τοὺς ἀλάστορας,
ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ
375 κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις
ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἀλγοίης ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις;
οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ταῦθ᾽ ὅπως οὐχ ὧδ᾽ ἔχοι.

ΑΙ. ἰὼ πάντα δρῶν, ἁπάντων τ᾽ ἀεὶ [ἀντ. β]
380 κακῶν ὄργανον, τέκνον Λαρτίου,
κακοπινέστατόν τ᾽ ἄλημα στρατοῦ,
ἦ που πολὺν γέλωθ᾽ ὑφ᾽ ἡδονῆς ἄγεις.
ΧΟ. ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται.
ΑΙ. ἴδοιμι δή νιν, καίπερ ὧδ᾽ ἀτώμενος.
385 ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. μηδὲν μέγ᾽ εἴπῃς· οὐχ ὁρᾷς ἵν᾽ εἶ κακοῦ;
ΑΙ. ὦ Ζεῦ, προγόνων πάτερ,
πῶς ἂν τὸν αἱμυλώτατον,
ἐχθρὸν ἄλημα, τούς τε δισ-
390 σάρχας ὀλέσσας βασιλῆς,
τέλος θάνοιμι καὐτός;
ΤΕΚ. ὅταν κατεύχῃ ταῦθ᾽, ὁμοῦ κἀμοὶ θανεῖν
εὔχου· τί γὰρ δεῖ ζῆν με σοῦ τεθνηκότος;

***
ΑΙ. Καμάρωσε τον θαρραλέο εμένα, τον άφοβο
κι ατρόμητο στης μάχης τη σφαγή,
ν᾽ απλώνει τώρα χέρι φονικό σε ζώα αθώα.
Ω πράξη καταγέλαστη, τί εξευτελισμός.
ΤΕ. Μη, κύριέ μου, πάψε, σε ικετεύω, Αίαντα.
ΑΙ. Δεν πας μέσα καλύτερα; Πάρε τα πόδια σου
370 κι εξαφανίσου. Αιαί σ᾽ εμένα.
ΤΕ. Μη, προς θεού, άλλαξε τρόπο, σκέψου λογικά.
ΑΙ. Κατάρα, ο δύσμοιρος εγώ, που μέσα
από τα χέρια μου, τ᾽ άφησα άθικτα εκείνα
τα καθάρματα, και πέφτοντας σε βόδια ελικοκέρατα,
κοπάδια διαλεχτά, στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
ΧΟ. Γιατί σε σφάζει τόσος πόνος για πράγματα
που έχουν γίνει, και δεν υπάρχει τρόπος να ξεγίνουν;

ΑΙ. Άτιμε εσύ, παντού χώνεις τη μύτη σου, όργανο
380 του κακού, βρόμικε σπόρε του Λαέρτη,
ξέπλυμα του στρατού.
Σίγουρα τώρα θα ξεσπάς σε γέλιο ακράτητο,
από ηδονή σκασμένος.
ΧΟ. Μόνο με θέλημα θεού γελά κι οδύρεται ο καθένας.
ΑΙ. Μονάχα να τον έβλεπα μπροστά μου,
έστω και μες στην τόση συμφορά μου.
Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Μη λες μεγάλο λόγο· δεν βλέπεις τί κακό σε βρήκε;
ΑΙ. Ω Δία, ρίζα των προγόνων μου,
πώς θα μπορούσα εκείνη την παμπόνηρη αλεπού,
τη λέρα που μισώ, μαζί του και τους δυο
390 βασιλικούς μας ηγεμόνες, πρώτα να τους αφάνιζα
κι ύστερα να πεθάνω;
ΤΕ. Όταν για σένα ξεστομίζεις τέτοια ευχή, ευχήσου
και για μένα θάνατο. Τί να την κάνω τη ζωή,
μ᾽ εσένα πεθαμένο;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου