Ωστόσο, ούτε καν αυτός που διατύπωσε την αρχή δεν θέλησε να περάσει απαρατήρητος, διότι είπε αυτή ακριβώς την πρόταση για να μην περάσει απαρατήρητος, και απέκτησε με άδικο τρόπο δόξα ανθρώπου με σοφία ξεχωριστή, συστήνοντας την έλλειψη δόξας.
«Μισώ τον σοφιστή, που δεν είναι σοφός για τον εαυτό του».
Για τον Φιλόξενο, τον γιο του Ερύξιδος, και τον Γνάθωνα τον Σικελιώτη, που ήταν τόσο κοιλιόδουλοι, λέγεται ότι φύσαγαν τις μύτες τους στα πιάτα με τις λιχουδιές, ώστε να αποθαρρύνουν τους άλλους συνδαιτυμόνες και να καταβροχθίσουν μόνοι τους τα φαγητά στο τραπέζι. Οι άνθρωποι με ασυγκράτητη και ακόρεστη φιλοδοξία κατηγορούν τη δόξα στους άλλους, σαν να είναι αντεραστές τους, για να την κερδίσουν χωρίς ανταγωνισμούς και κάνουν τα ίδια με τους κωπηλάτες. Όπως εκείνοι, κοιτάζοντας προς την πρύμνη του πλοίου συμβάλλουν στην ορμητική κίνηση στην πλώρη, εφόσον το νερό, που πηγαίνει προς τα πίσω και επιστρέφει, αγκαλιάζει το σκάφος και το βοηθάει να κινηθεί προς τα εμπρός, έτσι και όσοι δίνουν ανάλογες συμβουλές, κυνηγούν τη δόξα, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη. Πράγματι, τι χρειαζόταν να το πει, τι χρειαζόταν να το γράψει και να το εκδώσει μετά για τους χρόνους που θα έρθουν, αν ήθελε να περάσει απαρατήρητος; Ή μήπως ήθελε να περάσει απαρατήρητος από τους ανθρώπους του καιρού του αυτός που δεν ήθελε να περάσει απαρατήρητος ούτε από τους ανθρώπους του μέλλοντος; Τούτο ας το αφήσουμε. Το ίδιο το απόφθεγμα δεν είναι όμως εκ του πονηρού;
«Να περνάς απαρατήρητος» —σαν να είσαι τυμβωρύχος; Άραγε είναι ξεδιάντροπη πράξη η ζωή, ώστε να περνούμε όλοι απαρατήρητοι; Εγώ προσωπικά θα έλεγα:
«Να μην περνάς απαρατήρητος ούτε όταν ζεις άσχημη ζωή, αλλά ας γίνει γνωστή, ας σωφρονιστείς, ας μετανοήσεις. Αν έχεις αρετές, ας μη μείνεις άχρηστος, αν έχεις κακίες, ας μη μείνεις αθεράπευτος».
Καλύτερα είναι να διακρίνεις και να προσδιορίσεις σε ποιον απευθύνεις τη σύστασή σου. Αν (την απευθύνεις) σε κάποιον αμαθή, φαύλο και αναίσθητο, δεν διαφέρεις απ’ αυτόν που λέει:
«Μη δείχνεις ότι έχεις πυρετό» και «μη δείχνεις ότι είσαι φρενοβλαβής για να μη σε καταλάβει ο γιατρός. Πήγαινε να ριχτείς σε κάποιο σκοτεινό μέρος, χωρίς να σε παίρνουν είδηση, εσένα και τις αρρώστιες σου».
Και συ θα πεις:
«Πήγαινε εσύ, που πάσχεις από κακία, αρρώστια ανήκεστη και ολέθρια, και κρύψε τον φθόνο, τη δεισιδαιμονία, όπως τις φλεγμονές, εφόσον φοβάσαι να τις δείξεις σε όσους είναι σε θέση να νουθετούν και να γιατρεύουν».
Ωστόσο, στα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι περιποιούνταν φανερά τους αρρώστους, και ο καθένας που είχε κάτι να προσφέρει, όντας παθός ο ίδιος ή έχοντας θεραπεύσει παθόντα, το έλεγε σε όποιον είχε ανάγκη- έτσι μάλιστα, λένε, γεννήθηκε τέχνη σπουδαία, που συγκεντρώθηκε από την εμπειρία. Θα έπρεπε όμως, από την άλλη, να δείχνει κανείς γυμνές και τις αρρωστημένες ζωές και τις αρρώστιες της ψυχής, να τις αγγίζει ο καθένας και να λέει, παρατηρώντας την κατάσταση (του ασθενούς):
«Είσαι οργισμένος; Πάρε αυτή την προφύλαξη. Είσαι ζηλότυπος; Ακολούθησε αυτή τη θεραπεία. Είσαι ερωτευμένος; Κι εγώ κάποτε ερωτεύτηκα αλλά το μετάνιωσα».
Τώρα όμως αρνούνται, κρύβουν, σκεπάζουν και σπρώχνουν πιο βαθιά την κακία μέσα τους. Από την άλλη, αν συμβουλεύεις τους τίμιους να περνούν απαρατήρητοι και να μένουν στο περιθώριο, τότε λες στον Επαμεινώνδα:
«Μην ασκείς τη στρατηγία», στον Λυκούργο: «Μην ορίζεις νόμους», στον Θρασύβουλο: «Μη σκοτώνεις τους τυράννους», στον Πυθαγόρα: «Μη διδάσκεις», στον Σωκράτη: «Μην κάνεις διαλεκτικές συζητήσεις» και στον εαυτό σου πρώτα, Επίκουρε: «Μη στέλνεις γράμματα στους φίλους της Ασίας, μη στρατολογείς ανθρώπους από την Αίγυπτο, μην προστατεύεις του εφήβους της Λαμψάκου, μη στέλνεις βιβλία σε όλους και σε όλες, μην κανονίζεις τα της ταφής σου».
Τι νόημα έχουν τα κοινά τραπέζια; Τι νόημα έχουν οι συγκεντρώσεις των φίλων και των άξιων; Τι νόημα έχουν οι τόσες χιλιάδες στίχοι για,τον Μητρόδωρο, τον Αριστόβουλο, τον Χαιρέδημο, που γράφονται και συντάσσονται με τόσους κόπους για να μην περάσουν απαρατήρητοι ούτε μετά θάνατον, αν ορίζεις με νόμο να λησμονιέται η αρετή, να μένει άπρακτη η τέχνη, η φιλοσοφία να σιωπά και η ευεργεσία να ξεχνιέται;
Αν από τη ζωή αφαιρείς την αναγνώριση όπως από συμπόσιο το φως, επειδή άνθρωποι που περνούν απαρατήρητοι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τα πάντα για την ηδονή, τότε λέγε μου «ζήσε απαρατήρητος». Πολύ ευχαρίστως, αν πρόκειται να ζω με την Ηδεία την εταίρα, να περάσω τη ζωή μου με το Λεόντιο, «να φτύνω το καλό» και να τοποθετώ το αγαθό «στη σάρκα και στους ερεθισμούς».
Αυτές οι τελετές χρειάζονται το σκοτάδι, αυτές (χρειάζονται) τη νύχτα, αυτές ας σκεπάσει η λησμονιά και η ανωνυμία. Αν όμως κάποιος στη σφαίρα της φυσικής φιλοσοφίας εξυμνεί τον θεό, τη δικαιοσύνη και την πρόνοια, στη σφαίρα της ηθικής τον νόμο, την κοινωνία και τη συμμετοχή στη ζωή της πόλης, ενώ στην πολιτική ζωή το σωστό και όχι το ωφελιμιστικό, γιατί να ζήσει απαρατήρητος; Για να μην εκπαιδεύσει κανένα, για να μην εμπνεύσει σε κανένα ζήλο για την αρετή και να μη γίνει καλό παράδειγμα;
Αν ο Θεμιστοκλής ήταν άγνωστος στους Αθηναίους, η Ελλάδα δεν θα είχε απωθήσει τον Ξέρξη, αν στους Ρωμαίους (έμενε άγνωστος) ο Κάμιλλος, η Ρώμη δεν θα παρέμενε πόλη, αν στον Δίωνα (ήταν άγνωστος) ο Πλάτων, δεν θα είχε ελευθερωθεί η Σικελία. Κατά την άποψή μου, όπως το φως δεν κάνει μόνο να φαινόμαστε αλλά και να είμαστε χρήσιμοι ο ένας για τον άλλο, έτσι και η έξοδος από την αφάνεια δίνει στις αρετές τη δυνατότητα όχι μόνο να δοξαστούν αλλά και να εφαρμοστούν στην πράξη. Ο Επαμεινώνδας, που έμεινε ανώνυμος μέχρι τα σαράντα του χρόνια, δεν ωφέλησε σε τίποτε τους Θηβαίους. Ύστερα όμως, που τον εμπιστεύτηκαν και του ανέθεσαν αξιώματα, έσωσε την πόλη από την καταστροφή και ελευθέρωσε την υπόδουλη Ελλάδα, δείχνοντας μέσα στο φως της δόξας την αρετή του εν δράσει στην κατάλληλη στιγμή.
«Γίνεται λαμπερό με τη χρήση, σαν καθαρός χαλκός, ενώ, αν για καιρό μείνει αργό, καταρρέει»,
όχι μόνο «το σπίτι», όπως λέει ο Σοφοκλής, αλλά και το ήθος του ανθρώπου, που στο σκοτάδι της ανωνυμίας και της απραξίας μαζεύει κρούστα μούχλας. Ο υποτονικός βίος που δεν ακτινοβολεί και η ασάλευτη ζωή που ακινητοποιείται στη σχόλη μαραίνει όχι μόνο τα σώματα αλλά και τις ψυχές. Όπως ακριβώς τα κρυμμένα νερά, επειδή καλύπτονται γύρω γύρω από σκιά και κατακάθονται, εφόσον δεν ρέουν, σαπίζουν, έτσι και με τις αδρανείς ζωές, καθώς φαίνεται, αν τύχει να διαθέτουν κάτι χρήσιμο, οι σύμφυτες δυνάμεις τους φθείρονται και γερνάνε.
Δεν παρατηρείς πως, όταν πέσει η νύχτα, τα σώματα καταλαμβάνει, δυσκαμψία και βάρος αλλά και τις ψυχές οκνηρία και αδράνεια, ενώ ο λογισμός, καθώς συρρικνώνεται σαν αμυδρή φωτιά, λόγω της νωθρότητας και της κατάθλιψης, πάλλεται ελαφρά με διακεκομμένες παραστάσεις της φαντασίας και ίσα που δηλώνει ότι ο άνθρωπος ζει.
«Όταν όμως διώξει μακριά τα απατηλά όνειρα» ο ήλιος ανατέλλοντας και, αφού αναμείξει σε ένα μείγμα τα όσα πράττουν και νοούν όλοι οι άνθρωποι, τα φέρει πίσω και τα κάνει να κινηθούν ορμητικά μαζί με το φως, οι άνθρωποι «με καινούριο μυαλό κάθε μέρα», όπως λέει ο Δημόκριτος, που έλκονται από την αμοιβαία έλξη σαν από μεγάλο βάρος, (δεν βλέπεις που) σηκώνονται ο καθένας από διάφορες μεριές για να κάνουν τις δουλειές τους;
Προσωπικά πιστεύω ότι η ίδια η ζωή και γενικά το ότι αναφύεται και μετέχει ο άνθρωπος στη γένεση του έχουν δοθεί από τον θεό για μη μείνει στην αφάνεια. Πράγματι, κινούμενος σε μικρά και διεσπαρμένα σωματίδια μέσα στον θόλο του παντός, είναι αφανής και άγνωστος. Όταν όμως γεννηθεί, καθώς συνενώνεται στον εαυτό του και λαμβάνει μέγεθος, κάνει την εμφάνισή του και γίνεται φανερός από αφανής και ορατός από αόρατος. Η γένεση δεν είναι πέρασμα στην ουσία, όπως λένε ορισμένοι, αλλά πέρασμα της ουσίας στη φανέρωση, διότι δεν δημιουργεί το καθετί απ’ αυτά που γίνονται αλλά το φανερώνει, όπως ακριβώς ούτε η φθορά είναι αναίρεση του όντος στο μη ον, αλλά περισσότερο απομάκρυνση αυτού που διαλύθηκε στην αφάνεια.
Για τον λόγο αυτό, θεωρώντας οι άνθρωποι, σύμφωνα με τους πάτριους και αρχαίους θεσμούς, τον ήλιο ως Απόλλωνα, τον αποκαλούν Δήλιο και Πύθιο, ενώ τον κυρίαρχο του αντίθετου βασιλείου, είτε θεός είναι είτε δαίμων, τον ονομάζουν -λες κι εμείς, όταν διαλυθούμε, βαδίζουμε προς το ανίδωτο και το αόρατο— «άνακτα της αόρατης νύχτας και του άπρακτου ύπνου».
Νομίζω μάλιστα πως και τον ίδιο τον άνθρωπο αποκαλούσαν φώτα οι παλιοί, επειδή στον καθένα λόγω της συγγένειας έχει εμφυτευτεί έρωτας σφοδρός να γίνεται γνωστός και να γνωρίζει. Μα και για την ίδια την ψυχή ορισμένοι φιλόσοφοι θεωρούν πως είναι ως προς την ουσία της φως και μεταξύ άλλων τεκμηρίων αναφέρουν ότι απ’ όλα τα πράγματα η ψυχή δυσανασχετεί προπάντων με την άγνοια (και την αφάνεια), μισεί καθετί χωρίς φέγγος και ταράζεται με καθετί σκοτεινό, εφόσον γι’ αυτή είναι γεμάτα φόβο και υποψία.
Το φως, αντίθετα, της είναι τόσο ευχάριστο και ποθητό, ώστε εξαιτίας του ,σκότους να μην την ευχαριστεί καν κάποιο άλλο από τα φύσει τερπνά πράγματα χωρίς φως, αλλά τούτο, καθώς ανακατεύεται σαν ευχάριστο για όλους καρύκευμα, κάνει κάθε ηδονή, κάθε ασχολία και απόλαυση ιλαρή και ανθρωπινή. Όποιος όμως ρίχνει τον εαυτό του στην αφάνεια, τυλίγεται στο σκοτάδι και θάβει τη ζωή του σε κενό τάφο μοιάζει να τον βαραίνει η ίδια η γένεση και να αποκάμνει με το είναι. Ωστόσο της δόξας και του είναι… χώρος των ευσεβών:
“Γι’ αυτούς λάμπει ζωηρός ο ήλιος,
την ώρα, που εδώ κάτω είναι νύχτα, σε ροδοκόκκινα λιβάδια”,
ενώ… η πεδιάδα ανοίγεται και θάλλει με άνθη δέντρων που δεν βγάζουν καρπό αλλά μπουμπουκιάζουν, και…, ποτάμια ατάραχα και ήρεμα τη διαρρέουν, και περνούν τον καιρό τους παρέα, παραδομένοι στην ανάμνηση και τη συζήτηση του παρελθόντος και του Παρόντος. Η τρίτη είναι η οδός των όσων έζησαν ανόσια και παράνομα, που σπρώχνει τις ψυχές σε ερεβώδες βάραθρο,
«απ’ όπου το απέραντο σκοτάδι ξεφυσούν ποταμοί θολοί ζοφερής νύχτας»,
που δέχονται και κρύβουν με την αφάνεια και τη λήθη τους τιμωρημένους. Ούτε καν γύπες δεν ξεριζώνουν ξανά και ξανά το συκώτι των φαύλων που κείτονται στη γη (αφού έχει καεί ή σαπίσει) ούτε το κουβάλημα βαριών φορτίων πιέζει και καταπονεί τα σώματα των τιμωρουμένων («διότι ίνες δεν συγκρατούν πια τις σάρκες και τα οστά», ούτε στους πεθαμένους υπάρχει υπόλειμμα σώματος που να μπορεί να δεχτεί την επιβολή της σκληρής τιμωρίας). Ένα είναι το κολαστήριο όσων έζησαν κακά, η έλλειψη δόξας, η αφάνεια και η πλήρης εξαφάνιση, που τους τραβάει στον αγέλαστο ποταμό της Λήθης και τους καταποντίζει σε άβυσσο και αχανές πέλαγος, παρασέρνοντας μαζί την αχρηστία, την απραξία, κάθε αφάνεια και αδοξία.
Πλούταρχος, Ηθικά
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου