Καὶ μήν, ὦ φίλε Ἀγάθων, καλῶς μοι ἔδοξας καθηγήσασθαι τοῦ λόγου, λέγων ὅτι πρῶτον μὲν δέοι αὐτὸν ἐπιδεῖξαι ὁποῖός τίς ἐστιν ὁ Ἔρως, ὕστερον δὲ τὰ ἔργα αὐτοῦ. ταύτην τὴν ἀρχὴν πάνυ ἄγαμαι. ἴθι οὖν μοι περὶ Ἔρωτος, ἐπειδὴ καὶ τἆλλα καλῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς διῆλθες οἷός ἐστι, καὶ [199d] τόδε εἰπέ· πότερόν ἐστι τοιοῦτος οἷος εἶναί τινος ὁ Ἔρως ἔρως, ἢ οὐδενός; ἐρωτῶ δ᾽ οὐκ εἰ μητρός τινος ἢ πατρός ἐστιν —γελοῖον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐρώτημα εἰ Ἔρως ἐστὶν ἔρως μητρὸς ἢ πατρός— ἀλλ᾽ ὥσπερ ἂν εἰ αὐτὸ τοῦτο πατέρα ἠρώτων, ἆρα ὁ πατήρ ἐστι πατήρ τινος ἢ οὔ; εἶπες ἂν δήπου μοι, εἰ ἐβούλου καλῶς ἀποκρίνασθαι, ὅτι ἔστιν ὑέος γε ἢ θυγατρὸς ὁ πατὴρ πατήρ· ἢ οὔ;
Πάνυ γε, φάναι τὸν Ἀγάθωνα.
Οὐκοῦν καὶ ἡ μήτηρ ὡσαύτως; Ὁμολογεῖσθαι καὶ τοῦτο.
[199e] Ἔτι τοίνυν, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, ἀπόκριναι ὀλίγῳ πλείω, ἵνα μᾶλλον καταμάθῃς ὃ βούλομαι. εἰ γὰρ ἐροίμην, «Τί δέ; ἀδελφός, αὐτὸ τοῦθ᾽ ὅπερ ἔστιν, ἔστι τινὸς ἀδελφὸς ἢ οὔ;» Φάναι εἶναι.
Οὐκοῦν ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς; Ὁμολογεῖν.
Πειρῶ δή, φάναι, καὶ τὸν ἔρωτα εἰπεῖν. ὁ Ἔρως ἔρως ἐστὶν οὐδενὸς ἢ τινός;
Πάνυ μὲν οὖν ἔστιν.
[200a] Τοῦτο μὲν τοίνυν, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, φύλαξον παρὰ σαυτῷ μεμνημένος ὅτου· τοσόνδε δὲ εἰπέ, πότερον ὁ Ἔρως ἐκείνου οὗ ἔστιν ἔρως, ἐπιθυμεῖ αὐτοῦ ἢ οὔ;
Πάνυ γε, φάναι.
Πότερον ἔχων αὐτὸ οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ, εἶτα ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ, ἢ οὐκ ἔχων;
Οὐκ ἔχων, ὡς τὸ εἰκός γε, φάναι.
Σκόπει δή, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, ἀντὶ τοῦ εἰκότος εἰ ἀνάγκη οὕτως, τὸ ἐπιθυμοῦν ἐπιθυμεῖν οὗ ἐνδεές ἐστιν, ἢ μὴ [200b] ἐπιθυμεῖν, ἐὰν μὴ ἐνδεὲς ᾖ; ἐμοὶ μὲν γὰρ θαυμαστῶς δοκεῖ, ὦ Ἀγάθων, ὡς ἀνάγκη εἶναι· σοὶ δὲ πῶς;
Κἀμοί, φάναι, δοκεῖ.
Καλῶς λέγεις. ἆρ᾽ οὖν βούλοιτ᾽ ἄν τις μέγας ὢν μέγας εἶναι, ἢ ἰσχυρὸς ὢν ἰσχυρός;
Ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων.
Οὐ γάρ που ἐνδεὴς ἂν εἴη τούτων ὅ γε ὤν.
Ἀληθῆ λέγεις.
Πάνυ γε, φάναι τὸν Ἀγάθωνα.
Οὐκοῦν καὶ ἡ μήτηρ ὡσαύτως; Ὁμολογεῖσθαι καὶ τοῦτο.
[199e] Ἔτι τοίνυν, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, ἀπόκριναι ὀλίγῳ πλείω, ἵνα μᾶλλον καταμάθῃς ὃ βούλομαι. εἰ γὰρ ἐροίμην, «Τί δέ; ἀδελφός, αὐτὸ τοῦθ᾽ ὅπερ ἔστιν, ἔστι τινὸς ἀδελφὸς ἢ οὔ;» Φάναι εἶναι.
Οὐκοῦν ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς; Ὁμολογεῖν.
Πειρῶ δή, φάναι, καὶ τὸν ἔρωτα εἰπεῖν. ὁ Ἔρως ἔρως ἐστὶν οὐδενὸς ἢ τινός;
Πάνυ μὲν οὖν ἔστιν.
[200a] Τοῦτο μὲν τοίνυν, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, φύλαξον παρὰ σαυτῷ μεμνημένος ὅτου· τοσόνδε δὲ εἰπέ, πότερον ὁ Ἔρως ἐκείνου οὗ ἔστιν ἔρως, ἐπιθυμεῖ αὐτοῦ ἢ οὔ;
Πάνυ γε, φάναι.
Πότερον ἔχων αὐτὸ οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ, εἶτα ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ, ἢ οὐκ ἔχων;
Οὐκ ἔχων, ὡς τὸ εἰκός γε, φάναι.
Σκόπει δή, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, ἀντὶ τοῦ εἰκότος εἰ ἀνάγκη οὕτως, τὸ ἐπιθυμοῦν ἐπιθυμεῖν οὗ ἐνδεές ἐστιν, ἢ μὴ [200b] ἐπιθυμεῖν, ἐὰν μὴ ἐνδεὲς ᾖ; ἐμοὶ μὲν γὰρ θαυμαστῶς δοκεῖ, ὦ Ἀγάθων, ὡς ἀνάγκη εἶναι· σοὶ δὲ πῶς;
Κἀμοί, φάναι, δοκεῖ.
Καλῶς λέγεις. ἆρ᾽ οὖν βούλοιτ᾽ ἄν τις μέγας ὢν μέγας εἶναι, ἢ ἰσχυρὸς ὢν ἰσχυρός;
Ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων.
Οὐ γάρ που ἐνδεὴς ἂν εἴη τούτων ὅ γε ὤν.
Ἀληθῆ λέγεις.
***
[199c] «Εντάξει, τον έχεις από μένα, είπε ο Φαίδρος· εμπρός, κάνε την ερώτηση σου».
Κι ύστερα ο Σωκράτης άρχισε απ᾽ αυτό περίπου το σημείο: «Λοιπόν, αγαπητέ μου Αγάθων, έμεινα με την εντύπωση ότι ωραίο ήταν το προοίμιο της ομιλίας σου, που έλεγες ότι πρέπει αρχικά να παρουσιάσεις τον ίδιο, ποιά είναι η φύση του Έρωτα, και κατόπι τα έργα του. Αυτό το προοίμιο το θαυμάζω ανεπιφύλακτα. Έλα λοιπόν, για το θέμα του Έρωτα, αφού ανέπτυξες όμορφα κι εντυπωσιακά τις άλλες πλευρές της φύσης του, πες μου [199d] και τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρωτας, από τη φύση του, είναι έρωτας κάποιου ή κανενός; και δε σε ρωτώ αν είναι έρωτας κάποιας μητέρας ή κάποιου πατέρα — γιατί τότε θα ήταν γελοίο το ερώτημα, αν ο Έρως είναι ερωτικό συναίσθημα για μητέρα ή πατέρα — αλλά νά, πες πως είχα θέσει το ίδιο ερώτημα για τη λέξη “πατέρας”: ο πατέρας είναι πατέρας κάποιου ή όχι; θα μου απαντήσεις, φαντάζομαι, αν είχες τη διάθεση να δώσεις ορθή απάντηση, ότι ο πατέρας είναι πατέρας ενός γιου ή μιας θυγατέρας — ή όχι;».
«Σίγουρα ναι», παραδέχτηκε ο Αγάθων.
«Δε θα λέγαμε το ίδιο πράγμα και για τη μητέρα;».
Το παραδέχτηκε κι αυτό.
[199e] «Πάμε παρακάτω, είπε ο Σωκράτης· απάντησέ μου σε μερικές πρόσθετες ερωτήσεις, για να κατανοήσεις καλύτερα πού το πάω. Δηλαδή, αν σε ρωτούσα: «Τί λοιπόν; ο αδερφός, με ό,τι εννοεί η λέξη, είναι αδερφός κάποιου ή όχι;». Παραδέχτηκε, «Είναι».
«Βέβαια, είναι αδερφός ενός αδερφού ή μιας αδερφής». Το παραδέχτηκε.
«Δοκίμασε λοιπόν, είπε, ν᾽ απαντήσεις και για τον Έρωτα: ο Έρως είναι έρωτας κανενός ή κάποιου;».
«Αναμφίβολα λοιπόν είναι κάποιου».
[200a] «Ετούτο το “κάποιου”, είπε ο Σωκράτης, κράτησέ το στο νου σου και να το θυμάσαι· για την ώρα απάντησέ μου μόνο σε τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρως εκείνο, για το οποίο νιώθει έρωτα, το ποθεί ή όχι;»
«Σίγουρα το ποθεί», αποκρίθηκε.
«Σε ποιά περίπτωση; κατέχοντας αυτό που ποθεί και νιώθει έρωτα γι᾽ αυτό, το ποθεί κι έχει έρωτα γι᾽ αυτό, ή μη κατέχοντάς το;».
«Μη κατέχοντάς το, πιθανότατα», αποκρίθηκε.
«Πρόσεξε λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, κι αντί “πιθανότατα” μήπως “οπωσδήποτε” έτσι έχουν τα πράγματα: το πρόσωπο που ποθεί, ποθεί ό,τι του λείπει — ή, [200b] αν δεν του λείπει κάτι, δεν το ποθεί· γιατί εγώ είμαι απόλυτα πεπεισμένος, Αγάθων, ότι οπωσδήποτε έτσι έχουν τα πράματα· εσύ, πώς το βλέπεις;».
«Κι εγώ, αποκρίθηκε, αυτή τη γνώμη έχω».
«Πολύ καλά. Λοιπόν, θα επιθυμούσε κανείς, όντας μεγαλόσωμος, να είναι μεγαλόσωμος, ή, όντας ρωμαλέος, να είναι ρωμαλέος;».
«Ύστερ᾽ απ᾽ όσα αποδεχτήκαμε, αδύνατο».
«Αφού βέβαια αυτός που τα κατέχει αυτά δε θα ᾽νιωθε ότι του λείπουν».
«Την αλήθεια λες».
[199c] «Εντάξει, τον έχεις από μένα, είπε ο Φαίδρος· εμπρός, κάνε την ερώτηση σου».
Κι ύστερα ο Σωκράτης άρχισε απ᾽ αυτό περίπου το σημείο: «Λοιπόν, αγαπητέ μου Αγάθων, έμεινα με την εντύπωση ότι ωραίο ήταν το προοίμιο της ομιλίας σου, που έλεγες ότι πρέπει αρχικά να παρουσιάσεις τον ίδιο, ποιά είναι η φύση του Έρωτα, και κατόπι τα έργα του. Αυτό το προοίμιο το θαυμάζω ανεπιφύλακτα. Έλα λοιπόν, για το θέμα του Έρωτα, αφού ανέπτυξες όμορφα κι εντυπωσιακά τις άλλες πλευρές της φύσης του, πες μου [199d] και τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρωτας, από τη φύση του, είναι έρωτας κάποιου ή κανενός; και δε σε ρωτώ αν είναι έρωτας κάποιας μητέρας ή κάποιου πατέρα — γιατί τότε θα ήταν γελοίο το ερώτημα, αν ο Έρως είναι ερωτικό συναίσθημα για μητέρα ή πατέρα — αλλά νά, πες πως είχα θέσει το ίδιο ερώτημα για τη λέξη “πατέρας”: ο πατέρας είναι πατέρας κάποιου ή όχι; θα μου απαντήσεις, φαντάζομαι, αν είχες τη διάθεση να δώσεις ορθή απάντηση, ότι ο πατέρας είναι πατέρας ενός γιου ή μιας θυγατέρας — ή όχι;».
«Σίγουρα ναι», παραδέχτηκε ο Αγάθων.
«Δε θα λέγαμε το ίδιο πράγμα και για τη μητέρα;».
Το παραδέχτηκε κι αυτό.
[199e] «Πάμε παρακάτω, είπε ο Σωκράτης· απάντησέ μου σε μερικές πρόσθετες ερωτήσεις, για να κατανοήσεις καλύτερα πού το πάω. Δηλαδή, αν σε ρωτούσα: «Τί λοιπόν; ο αδερφός, με ό,τι εννοεί η λέξη, είναι αδερφός κάποιου ή όχι;». Παραδέχτηκε, «Είναι».
«Βέβαια, είναι αδερφός ενός αδερφού ή μιας αδερφής». Το παραδέχτηκε.
«Δοκίμασε λοιπόν, είπε, ν᾽ απαντήσεις και για τον Έρωτα: ο Έρως είναι έρωτας κανενός ή κάποιου;».
«Αναμφίβολα λοιπόν είναι κάποιου».
[200a] «Ετούτο το “κάποιου”, είπε ο Σωκράτης, κράτησέ το στο νου σου και να το θυμάσαι· για την ώρα απάντησέ μου μόνο σε τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρως εκείνο, για το οποίο νιώθει έρωτα, το ποθεί ή όχι;»
«Σίγουρα το ποθεί», αποκρίθηκε.
«Σε ποιά περίπτωση; κατέχοντας αυτό που ποθεί και νιώθει έρωτα γι᾽ αυτό, το ποθεί κι έχει έρωτα γι᾽ αυτό, ή μη κατέχοντάς το;».
«Μη κατέχοντάς το, πιθανότατα», αποκρίθηκε.
«Πρόσεξε λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, κι αντί “πιθανότατα” μήπως “οπωσδήποτε” έτσι έχουν τα πράγματα: το πρόσωπο που ποθεί, ποθεί ό,τι του λείπει — ή, [200b] αν δεν του λείπει κάτι, δεν το ποθεί· γιατί εγώ είμαι απόλυτα πεπεισμένος, Αγάθων, ότι οπωσδήποτε έτσι έχουν τα πράματα· εσύ, πώς το βλέπεις;».
«Κι εγώ, αποκρίθηκε, αυτή τη γνώμη έχω».
«Πολύ καλά. Λοιπόν, θα επιθυμούσε κανείς, όντας μεγαλόσωμος, να είναι μεγαλόσωμος, ή, όντας ρωμαλέος, να είναι ρωμαλέος;».
«Ύστερ᾽ απ᾽ όσα αποδεχτήκαμε, αδύνατο».
«Αφού βέβαια αυτός που τα κατέχει αυτά δε θα ᾽νιωθε ότι του λείπουν».
«Την αλήθεια λες».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου