Στέλνει λοιπόν ανθρώπους του σε όλα τα βασίλεια, να διαλαλήσουν την απόφασή του: εκείνοι που ήθελαν την όμορφη βασιλοπούλα, να μαζευτούνε στο παλάτι του∙ εκεί θα έκαναν αγώνες και τσιμπούσια, κι ο βασιλιάς θα διάλεγε στο τέλος τον καλύτερο.
Σαν τ’ άκουσαν αυτό τα βασιλόπουλα, ξεκίνησαν για το παλάτι του Κλεισθένη.
Άλλος ξεχώριζε για ομορφιά, άλλος για την παλικαριά του, άλλος για την καταγωγή του και άλλος για τα πλούτη του.
Μα απ’ όλους ξεχώριζε ο Ιπποκλείδης, το πρώτο της Αθήνας αρχοντόπουλο, που έσκιζε σε ομορφιά και τσαχπινιά.
Αυτόν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα ο Κλεισθένης.
Σαν ήρθε ο καιρός να γίνει η κρίση, κι αφού τελείωσαν οι αγώνες, ο βασιλιάς οργάνωσε συμπόσια και γλέντια.
Τρεις μέρες τρώγαν κι έπιναν με μουσικούς και αυλητρίδες∙ και ξαφνικά την τρίτη μέρα, σηκώνεται ο Ιπποκλείδης μες στη σούρα του κι αρχίζει να χορεύει ένα χορό από αυτούς που ξέραν μόνοι οι ηνίοχοι, και δώσ’ του να λυγάει μαργιόλικα τη μέση του, και δώσ’ του οι άλλοι ένα γύρο παλαμάκια.
Ύστερα σάλταρε επάνω στο τραπέζι, στηρίχτηκε με το κεφάλι κάτω κι άρχισε να χορεύει με τα πόδια στον αέρα, χωρίς ούτε στιγμή να χάσει την ισορροπία του.
Σε λίγο κατεβαίνει, αρπάζει το τραπέζι με τα δόντια του και το σηκώνει αψηλά, κι αρχίζει να χορεύει έναν κόρδακα, δίχως ν’ αφήσει να του πέσει ούτε ένα κύπελλο.
Όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους από θαυμασμό – ποιος να φανταζόταν τόση μαγκιά μες στο παλάτι!
Μα ο Κλεισθένης, βλέποντάς τα όλα αυτά, άφριζε μέσα του απ’ το κακό του.
Όσο κι αν συμπαθούσε το αρχοντόπουλο, τον διάδοχο τον ήθελε συμμαζεμένο και κιμπάρη, όχι μαγκάκι των χαμαιτυπείων.
Γι’ αυτό και μόλις τέλειωσε ο χορός, κατέβηκε οργισμένος απ’ το θρόνο του και είπε στον Ιπποκλείδη:
«Κρίμα, λεβέντη μου∙ μ’ αυτά σου τα καμώματα έχασες και το θρόνο και τη νύφη».
Κι ο Ιπποκλείδης τού απάντησε κοφτά: «Σκασίλα μου!»
Έτσι έχασε και πλούτη και τιμές, για ένα κέφι, μα κέρδισε όλων τις καρδιές ο Ιπποκλείδης.
Και έμεινε αθάνατος στην ιστορία, πρώτος μάγκας του ντουνιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου