Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (657-686)

ΟΡ. Πυλάδη, πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί;
ΠΥ. οὐκ οἶδ᾽· ἐρωτᾷς οὐ λέγειν ἔχοντά με.
660 ΟΡ. τίς ἐστὶν ἡ νεᾶνις; ὡς Ἑλληνικῶς
ἀνήρεθ᾽ ἡμᾶς τούς τ᾽ ἐν Ἰλίῳ πόνους
νόστον τ᾽ Ἀχαιῶν τόν τ᾽ ἐν οἰωνοῖς σοφὸν
Κάλχαντ᾽ Ἀχιλλέως τ᾽ ὄνομα, καὶ τὸν ἄθλιον
Ἀγαμέμνον᾽ ὡς ᾤκτειρ᾽ ἀνηρώτα τέ με
665 γυναῖκα παῖδάς τ᾽. ἔστιν ἡ ξένη γένος
ἐκεῖθεν Ἀργεία τις· οὐ γὰρ ἄν ποτε
δέλτον τ᾽ ἔπεμπε καὶ τάδ᾽ ἐξεμάνθανεν,
ὡς κοινὰ πράσσουσ᾽, Ἄργος εἰ πράσσει καλῶς.
ΠΥ. ἔφθης με μικρόν· ταὐτὰ δὲ φθάσας λέγεις,
670 πλὴν ἕν· τὰ γάρ τῶν βασιλέων παθήματα
ἴσασι πάντες, ὧν ἐπιστροφή τις ἦν.
ἀτὰρ διῆλθον χἅτερον λόγον τινά.
ΟΡ. τίν᾽; ἐς τὸ κοινὸν δοὺς ἄμεινον ἂν μάθοις.
ΠΥ. αἰσχρὸν θανόντος σοῦ βλέπειν ἡμᾶς φάος,
675 κοινῇ τ᾽ ἔπλευσα … δεῖ με καὶ κοινῇ θανεῖν.
καὶ δειλίαν γὰρ καὶ κάκην κεκτήσομαι
Ἄργει τε Φωκέων τ᾽ ἐν πολυπτύχῳ χθονί,
δόξω δὲ τοῖς πολλοῖσι —πολλοὶ γὰρ κακοί—
προδοὺς σεσῷσθαί σ᾽ αὐτὸς εἰς οἴκους μόνος
680 ἢ καὶ φονεύσας ἐπὶ νοσοῦσι δώμασι
ῥάψαι μόρον σοι σῆς τυραννίδος χάριν,
ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν.
ταῦτ᾽ οὖν φοβοῦμαι καὶ δι᾽ αἰσχύνης ἔχω,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι
685 καὶ σὺν σφαγῆναι καὶ πυρωθῆναι δέμας,
φίλον γεγῶτα καὶ φοβούμενον ψόγον.

***
ΟΡΕ. Πυλάδη, έχεις κι εσύ την ίδια σκέψη;
ΠΥΛ. Όπως ρωτάς δεν ξέρω ν᾽ απαντήσω.
660 ΟΡΕ. Ποιά να ᾽ναι η νέα; Σαν καθαυτό Ελληνίδα
μας ρώταε για τον πόλεμο της Τροίας,
για των Αχαιών το γυρισμό, το μάντη
τον Κάλχα και τον ένδοξο Αχιλλέα·
πώς πόνεσε το δύστυχο Αγαμέμνονα!
Ρώταε για τη γυναίκα, τα παιδιά του.
Αργίτισσα είναι, κείθε θα βαστάει·
αλλιώς, γραφή δε θα ᾽στελνε ούτε τόσα
θα ζητούσε να μάθει, ως να κρεμόταν
από την τύχη του Άργους και η δική της.
ΠΥΛ. Με πρόλαβες· να πω σκεφτόμουν τα ίδια,
670 εξόν ένα: όσοι σμίγουνε με κόσμο,
μαθαίνουνε τα νέα των βασιλιάδων.
Κάτι άλλο σκέφτομαι όμως. ΟΡΕ. Τί; Όταν κι άλλος
τ᾽ ακούσει, πιο καλά θα βρεις τη λύση.
ΠΥΛ. Ντροπή να ζήσω, όταν εσύ πεθάνεις·
μαζί σου στο ταξίδι, πρέπει νά ᾽ρθω
μαζί σου και στον Άδη. Αλλιώς, και στο Άργος
και μες στην πολυχάραδρη Φωκίδα
άναντρο και δειλό θα με νομίσουν·
θα κρίνουν οι πολλοί ‒γιατί είναι κιόλας
πολλοί οι δειλοί‒ πως γλίτωσα και μόνος
γύρισα πίσω, αφού σε πρόδωσα· ίσως
πως, βλέποντας τα πάθια του σπιτιού σας,
680 σου ᾽στησα ενέδρα, σου ᾽σκαψα το λάκκο,
το θρόνο για να πάρω εγώ, σαν άντρας
της αδερφής σου, μόνης κληρονόμας.
Αυτά φοβούμαι, αυτά ντροπή μού φέρνουν,
κι αδύνατο να μη σ᾽ ακολουθήσω
στη σφαγή, στη θανή, στο κάψιμο σου,
σα φίλος. κι από φόβο κατηγόριας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου