Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Η τύχη πάντα μες στις ατυχίες αφήνει μια πόρτα ανοιχτή, για να τους δίνει τη λύση

Ο Σαλβαδόρ δελ Πόθο γεννήθηκε το 1968 στη Μαδρίτη από Ισπανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Η απώλεια της όρασής του σε νηπιακή ηλικία τον έκανε να προσκολληθεί στη μητέρα του, η οποία, αφιερώνοντάς του όλο τον χρόνο της, του έμαθε ελληνικά και —φιλόλογος ούσα- του ενέπνευσε αγάπη τόσο για την ελληνική, όσο και για την ισπανική λογοτεχνία, μια αγάπη που λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί παρηγορητικά και υποστηρικτικά για εκείνον. Σήμερα, θέλοντας αφενός να τιμήσει τη μνήμη της μητέρας του και αφετέρου να παρακινήσει ανθρώπους που δοκιμάζονται να αναζητήσουν ζωτικά στηρίγματα στη λογοτεχνία, γράφει στην ελληνική γλώσσα βιβλία εμπνευσμένα από έργα Ισπανών ποιητών και πεζογράφων, τα οποία διανθίζει με ελληνικά κείμενα, βασιζόμενος περισσότερο στην ακουστική του μνήμη.

«Πολύ σοφή κουβέντα, Σάλβο μου, είναι αυτή που λέει ο δον Κιχώτης στον Σάντσο. Να τη θυμάσαι πάντα!» μου είπε σ’ αυτό το σημείο η μητέρα μου με τον ενθουσιασμό του ερευνητή μπροστά σε μια τυχαία ανακάλυψη.

«Μαμά, μιλάς σε μένα για ατυχίες;» τη διέκοψα και συνέχισα με παράπονο: «Στη δική μου ατυχία, ποια πόρτα έχει μείνει ανοιχτή για τη λύση της; Μου λες εσύ που τα ξέρεις όλα;».

Δεν πρόλαβα να αισθανθώ ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα- η μητέρα μου, ίσως λόγω των παιδαγωγικών σπουδών της, συγκράτησε την ψυχραιμία της κι άρχισε να μου εξηγεί με επισημότητα αλλά και με όλη την τρυφερότητα του κόσμου.

«Δεν τα ξέρω όλα. Κανένας δεν τα ξέρει όλα. Και η ατυχία σου να χάσεις ξαφνικά την όρασή σου είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να μετρηθεί. Aλλά, όσο μεγάλη και να είναι η ατυχία, η ζωή πάντα είναι μεγαλύτερη».

«Μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι; Να βλέπω τον ήλιο μόνο στα όνειρά μου, που μου γίνονται εφιάλτες από τον πόνο; Καλύτερα να μην είχα προλάβει να τον δω, καλύτερα να είχα γεννηθεί τυφλός, να μην ήξερα το φως τι σημαίνει».

«Σάλβο μου, νομίζεις ότι όλοι όσοι έχουν την όρασή τους ξέρουν και τι σημαίνει φως; Στο μυαλό και στην ψυχή πολλών ανθρώπων κατοικεί μόνο το σκοτάδι και, το χειρότερο, δεν ξέρουν πώς να το διώξουν».

«Μαμά, μήπως αμπελοφιλοσοφείς;» τη διέκοψα.

«Όχι, γιε μου. Ακούς πόσος φανατισμός, πόση βία και μισαλλοδοξία επικρατούν στον κόσμο. Και ξέρεις τι τα γεννάει όλα αυτά τα κακά συναισθήματα; Το σκοτάδι του μυαλού και της ψυχής!»
«Έχεις δίκιο» Θυμάμαι ότι ψέλλισα.

«Ας πάμε όμως και σ’ έναν άλλο συλλογισμό: Η τυφλότητα για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ιερή -γι’ αυτό και οι μάντεις ήταν τυφλοί, ενώ η τύφλωση είχε την έννοια της τιμωρίας. Βασικά παραδείγματα η αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και η τύφλωση από τον Οδυσσέα του Κύκλωπα Πολύφημου. Στους χριστιανικούς χρόνους η τύφλωση χρησιμοποιήθηκε ως βασανιστήριο» .

«Κι όλα αυτά γιατί μου τα λες;» τη ρώτησα με απορία.

«Για να σκεφτείς με τι θα ταυτίσεις την ατυχία σου: Με την τυφλότητα ή με την τύφλωση; Με την ιερότητα ή με την τιμωρία;»

«Μα…»

«Σου μιλάω σκληρά, το ξέρω, αλλά, ως μητέρα σου, οφείλω να σε βοηθήσω να ενδυναμώσεις τον νου και, κατά συνέπεια, τον χαρακτήρα σου. Λοιπόν;»

«Δεν ξέρω…»

«Τι προτιμάς; Να κάνεις αυτή σου την αδυναμία δύναμή σου, να πάρεις τη μοίρα σου στα χέρια σου και να τραβήξεις μπροστά ή να τη δεχτείς μοιρολατρικά και να μείνεις πίσω τιμωρώντας τον εαυτό σου και καταδικάζοντάς τον;»

«Το πρώτο θέλω, σίγουρα, όμως πώς θα το καταφέρω;» της απάντησα σαν να μη μιλούσα εγώ αλλά μια άλλη φωνή από μέσα μου, κι ένιωσα μια ζεστή αύρα να με τυλίγει: Η μαμά μου μου κρατούσε τα χέρια και τα φιλούσε υγραίνοντάς τα με τα δάκρυα της χαράς της για την επιλογή μου. Κι έπειτα από λίγο μού πρότεινε: «Με το να γίνεις συγγραφέας, για παράδειγμα!».

«Μα δεν πρόλαβα να μάθω να γράφω…» αντέτεινα.

«Αυτό δεν είναι εμπόδιο» προέβαλε εκείνη και, μπρος στη σιγουριά της, άρχισα να την ακούω με περισσότερο θάρρος και προσοχή. «Μπορείς να υπαγορεύεις τα κείμενά σου σε κάποιον, όπως συνήθιζαν οι παλιοί συγγραφείς, ή να τα μαγνητοφωνείς και μια δακτυλογράφος να κάνει την απομαγνητοφώνηση. Αρκεί να ξεκλειδώσεις τα πέλαγα της φαντασίας σου, να ελευθερώσεις τα κύματα των ιδεών σου… Μα, για μια στιγμή! Λυτό με το ξεκλείδωμα των πελαγών από κάπου το έχω πάρει… Ναι! Από ένα διήγημα του Μπόρχες, του Αργεντινού που η απώλεια της όρασής του δεν τον εμπόδισε να εξελιχθεί σε μέγιστο συγγραφέα παγκόσμιας εμβέλειας».

«Μου λες δηλαδή να τα βλέπω όλα με άλλα μάτια. Άλλα μάτια;… μάτια του άλλου;… μάτια της πούλιας!

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω

Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας…»

«Αχ, μπράβο! Γιατί κι ο Έρωτας είναι τυφλός!»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου