Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (506-542)

ΑΓΑ. αἰνῶ σε, Μενέλα᾽, ὅτι παρὰ γνώμην ἐμὴν
ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους σοῦ τ᾽ ἀξίως.
ταραχὴ δ᾽ ἀδελφῶν διά τ᾽ ἔρωτα γίγνεται
πλεονεξίαν τε δωμάτων· ἀπέπτυσα
510 τοιάνδε συγγένειαν ἀλλήλοιν πικράν.
ἀλλ᾽ ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας,
θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον.
ΜΕ. πῶς; τίς δ᾽ ἀναγκάσει σε τήν γε σὴν κτανεῖν;
ΑΓΑ. ἅπας Ἀχαιῶν σύλλογος στρατεύματος.
515 ΜΕ. οὔκ, ἤν νιν εἰς Ἄργος γ᾽ ἀποστείλῃς πάλιν.
ΑΓΑ. λάθοιμι τοῦτ᾽ ἄν. ἀλλ᾽ ἐκεῖν᾽ οὐ λήσομεν.
ΜΕ. τὸ ποῖον; οὔτοι χρὴ λίαν ταρβεῖν ὄχλον.
ΑΓΑ. Κάλχας ἐρεῖ μαντεύματ᾽ Ἀργείων στρατῷ.
ΜΕ. οὔκ, ἢν θάνῃ γε πρόσθε· τοῦτο δ᾽ εὐμαρές.
520 ΑΓΑ. τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φιλότιμον κακόν.
ΜΕ.†κοὐδέν γ᾽ ἄχρηστον, οὐδὲ χρήσιμον παρόν.†
ΑΓΑ. ἐκεῖνο δ᾽ οὐ δέδοικας ὃ ἔμ᾽ ἐσέρχεται;
ΜΕ. ὃν μὴ σὺ φράζεις, πῶς ἂν ὑπολάβοιμ᾽ ἂν λόγον;
ΑΓΑ. τὸ Σισύφειον σπέρμα πάντ᾽ οἶδεν τάδε.
525 ΜΕ. οὐκ ἔστ᾽ Ὀδυσσεὺς ὅ τι σὲ κἀμὲ πημανεῖ.
ΑΓΑ. ποικίλος ἀεὶ πέφυκε τοῦ τ᾽ ὄχλου μέτα.
ΜΕ. φιλοτιμίᾳ μὲν ἐνέχεται, δεινῷ κακῷ.
ΑΓΑ. οὐκ οὖν δοκεῖς νιν στάντ᾽ ἐν Ἀργείοις μέσοις
λέξειν ἃ Κάλχας θέσφατ᾽ ἐξηγήσατο,
530 κἄμ᾽ ὡς ὑπέστην θῦμα, κᾆτ᾽ ἐψευδόμην,
Ἀρτέμιδι θύσειν; οὐ ξυναρπάσας στρατόν,
σὲ κἄμ᾽ ἀποκτείναντας Ἀργείους κόρην
σφάξαι κελεύσει; κἂν πρὸς Ἄργος ἐκφύγω,
ἐλθόντες αὐτοῖς τείχεσιν Κυκλωπίοις
535 συναρπάσουσι καὶ κατασκάψουσι γῆν.
τοιαῦτα τἀμὰ πήματ᾽. ὦ τάλας ἐγώ,
ὡς ἠπόρημαι πρὸς θεῶν τὰ νῦν τάδε.
ἕν μοι φύλαξον, Μενέλεως, ἀνὰ στρατὸν
ἐλθών, ὅπως ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε
540 μάθῃ, πρὶν Ἅιδῃ παῖδ᾽ ἐμὴν προσθῶ λαβών,
ὡς ἐπ᾽ ἐλαχίστοις δακρύοις πράσσω κακῶς.
ὑμεῖς τε σιγήν, ὦ ξέναι, φυλάσσετε.

***
ΑΓΑ. Εύγε, Μενέλαε· δίχως να το ελπίζω,
γερό στα λόγια σου έβαλες θεμέλιο
κι όπως σου αξίζει. Ο έρωτας χωρίζει
κι η αχορταγιά στις μοιρασιές τ᾽ αδέρφια.
510 Συγγένεια που ποτίζει πίκρες ο ένας
τον άλλο δεν τη θέλω. Μα η ανάγκη
με πιέζει πια την κόρη μου να σφάξω.
ΜΕΝ. Πώς; ποιός θα σ᾽ αναγκάσει να το κάμεις;
ΑΓΑ. Ο ελληνικός στρατός που εδώ εμαζεύτη.
ΜΕΝ. Όχι, αν τη στείλεις πάλι πίσω στο Άργος.
ΑΓΑ. Σ᾽ αυτό ξεφεύγω· δεν ξεφεύγω στο άλλο.
ΜΕΝ. Σε ποιό; Το λαό να μην τον παρατρέμεις.
ΑΓΑ. Σ᾽ όλους θα πει το μάντεμά του ο Κάλχας.
ΜΕΝ. Όχι, αν πεθάνει· κι εύκολο είναι τούτο.
520 ΑΓΑ. Οι μάντηδες πληγή· φιλόδοξοι όλοι.
ΜΕΝ. Κι άχρηστοι· κι όμως πάλι πώς να λείψουν;
ΑΓΑ. Σκέφτομαι κι άλλο· αυτό δεν το φοβάσαι;
ΜΕΝ. Αν δεν το πεις, πώς θες να το μαντέψω;
ΑΓΑ. Όλα η σπορά του Σίσυφου τα ξέρει.
ΜΕΝ. Σ᾽ εμάς κακό δεν κάνει ο Οδυσσέας.
ΑΓΑ. Πάντα του πονηρός και δημοκόπος.
ΜΕΝ. Κακό η φιλοδοξία· κι αυτή την έχει.
ΑΓΑ. Λοιπόν τί λες; στη μέση των Αργείων
δε θα σταθεί, και τις μαντείες του Κάλχα
530 δε θα τις πει, κι ότι σφαχτό είχα τάξει
στην Άρτεμη, κι ότι ύστερα τ᾽ αρνιόμουν;
Και δε θα ξεσηκώσει το στρατό
και δε θα βάλει τους Αργείους να σφάξουν
την κόρη μου, αφού πρώτα εμάς σκοτώσουν;
Κι αν φύγω στο Άργος, θά ᾽ρθουν, θα χαλάσουν
κι όλη μαζί με τα κυκλώπεια τείχη
θα μου ξεθεμελιώσουνε τη χώρα.
Νά οι συμφορές μου, νά οι θεοί σε τί
αδιέξοδο το δύστυχο με φέραν.
Μια χάρη σού ζητώ, Μενέλαε: όταν
πας στο στρατό, να μην το μάθει κοίτα
η Κλυταιμήστρα, πριν στον Άδη δώσω
540 την κόρη μου· να ρέουν στη συμφορά μου,
όσο είναι βολετό, πιο λίγα δάκρυα.
Στις γυναίκες του Χορού.
Κι εσείς γι᾽ αυτά λέξη μην πείτε, ξένες.
Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στη σκηνή του· ο Μενέλαος φεύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου