Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (413b-414c)

[413b] Οὐκοῦν κλαπέντες ἢ γοητευθέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν; Οὐδὲ νῦν, ἔφη, μανθάνω.Τραγικῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, κινδυνεύω λέγειν. κλαπέντας μὲν γὰρ τοὺς μεταπεισθέντας λέγω καὶ τοὺς ἐπιλανθανομένους, ὅτι τῶν μὲν χρόνος, τῶν δὲ λόγος ἐξαιρούμενος λανθάνει· νῦν γάρ που μανθάνεις;
Ναί.Τοὺς τοίνυν βιασθέντας λέγω οὓς ἂν ὀδύνη τις ἢ ἀλγηδὼν μεταδοξάσαι ποιήσῃ.
Καὶ τοῦτ᾽, ἔφη, ἔμαθον, καὶ ὀρθῶς λέγεις.
[413c] Τοὺς μὴν γοητευθέντας, ὡς ἐγᾦμαι, κἂν σὺ φαίης εἶναι οἳ ἂν μεταδοξάσωσιν ἢ ὑφ᾽ ἡδονῆς κηληθέντες ἢ ὑπὸ φόβου τι δείσαντες.
Ἔοικε γάρ, ἦ δ᾽ ὅς, γοητεύειν πάντα ὅσα ἀπατᾷ.
Ὃ τοίνυν ἄρτι ἔλεγον, ζητητέον τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ᾽ αὑτοῖς δόγματος, τοῦτο ὡς ποιητέον ὃ ἂν τῇ πόλει ἀεὶ δοκῶσι βέλτιστον εἶναι [αὑτοῖς ποιεῖν]. τηρητέον δὴ εὐθὺς ἐκ παίδων προθεμένοις ἔργα ἐν οἷς ἄν τις τὸ τοιοῦτον μάλιστα ἐπιλανθάνοιτο καὶ ἐξαπατῷτο, καὶ τὸν μὲν μνήμονα [413d] καὶ δυσεξαπάτητον ἐγκριτέον, τὸν δὲ μὴ ἀποκριτέον. ἦ γάρ;
Ναί.
Καὶ πόνους γε αὖ καὶ ἀλγηδόνας καὶ ἀγῶνας αὐτοῖς θετέον, ἐν οἷς ταὐτὰ ταῦτα τηρητέον.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τρίτου εἴδους τούτοις γοητείας ἅμιλλαν ποιητέον, καὶ θεατέον —ὥσπερ τοὺς πώλους ἐπὶ τοὺς ψόφους τε καὶ θορύβους ἄγοντες σκοποῦσιν εἰ φοβεροί, οὕτω νέους ὄντας εἰς δείματ᾽ ἄττα κομιστέον καὶ εἰς ἡδονὰς [413e] αὖ μεταβλητέον, βασανίζοντας πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί— εἰ δυσγοήτευτος καὶ εὐσχήμων ἐν πᾶσι φαίνεται, φύλαξ αὑτοῦ ὢν ἀγαθὸς καὶ μουσικῆς ἧς ἐμάνθανεν, εὔρυθμόν τε καὶ εὐάρμοστον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι τούτοις παρέχων, οἷος δὴ ἂν ὢν καὶ ἑαυτῷ καὶ πόλει χρησιμώτατος εἴη. καὶ τὸν ἀεὶ ἔν τε παισὶ καὶ νεανίσκοις καὶ ἐν ἀνδράσι βασανιζόμενον [414a] καὶ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα καταστατέον ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ φύλακα, καὶ τιμὰς δοτέον καὶ ζῶντι καὶ τελευτήσαντι, τάφων τε καὶ τῶν ἄλλων μνημείων μέγιστα γέρα λαγχάνοντα· τὸν δὲ μὴ τοιοῦτον ἀποκριτέον. τοιαύτη τις, ἦν δ᾽ ἐγώ, δοκεῖ μοι, ὦ Γλαύκων, ἡ ἐκλογὴ εἶναι καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων, ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι᾽ ἀκριβείας, εἰρῆσθαι.
Καὶ ἐμοί, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως πῃ φαίνεται.
[414b] Ἆρ᾽ οὖν ὡς ἀληθῶς ὀρθότατον καλεῖν τούτους μὲν φύλακας παντελεῖς τῶν τε ἔξωθεν πολεμίων τῶν τε ἐντὸς φιλίων, ὅπως οἱ μὲν μὴ βουλήσονται, οἱ δὲ μὴ δυνήσονται κακουργεῖν, τοὺς δὲ νέους, οὓς δὴ νῦν φύλακας ἐκαλοῦμεν, ἐπικούρους τε καὶ βοηθοὺς τοῖς τῶν ἀρχόντων δόγμασιν;
Ἔμοιγε δοκεῖ, ἔφη.
Τίς ἂν οὖν ἡμῖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μηχανὴ γένοιτο τῶν ψευδῶν τῶν ἐν δέοντι γιγνομένων, ὧν δὴ νῦν ἐλέγομεν, γενναῖόν [414c] τι ἓν ψευδομένους πεῖσαι μάλιστα μὲν καὶ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας, εἰ δὲ μή, τὴν ἄλλην πόλιν;
Ποῖόν τι; ἔφη.
Μηδὲν καινόν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλὰ Φοινικικόν τι, πρότερον μὲν ἤδη πολλαχοῦ γεγονός, ὥς φασιν οἱ ποιηταὶ καὶ πεπείκασιν, ἐφ᾽ ἡμῶν δὲ οὐ γεγονὸς οὐδ᾽ οἶδα εἰ γενόμενον ἄν, πεῖσαι δὲ συχνῆς πειθοῦς.
Ὡς ἔοικας, ἔφη, ὀκνοῦντι λέγειν.
Δόξω δέ σοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ μάλ᾽ εἰκότως ὀκνεῖν, ἐπειδὰν εἴπω.
Λέγ᾽, ἔφη, καὶ μὴ φοβοῦ.

***
[413b] Και δεν το παθαίνουν αυτό, είτε αν ξεγελαστούν, είτε αν πλανευτούν, είτε να με τη βία αναγκαστούν;
Κι αυτό πάλι δεν το κατάλαβα.
Κινδυνεύω, φαίνεται, να μιλώ σκοτεινά σαν τραγικός ποιητής. Να, πως ξεγελιούνται, λέγω, εκείνοι που τους πείθουν ν᾽ αλλάξουν την ιδέα τους ή που τη λησμονούνε· επειδή στην πρώτη περίπτωση τους την υπεξαιρεί, χωρίς να το πάρουν είδηση, ο λόγος, και στη δεύτερη, ο χρόνος. Πιστεύω πως θα κατάλαβες τώρα.
Ναι.
Πως αναγκάζονται πάλι με τη βία, λέγω, εκείνοι που ένας σωματικός ή ψυχικός πόνος τούς κάνει ν᾽ αλλάξουν την ιδέα τους.
Το κατάλαβα κι αυτό κι έχεις δίκιο.
[413c] Όσο για κείνους που πλανεύονται, και συ, υποθέτω, να το παραδέχεσαι πως είναι αυτοί που αλλάζουν ιδέα ή μαγεμένοι από την ηδονή ή φοβισμένοι από κάποιο τρομερό πράγμα.
Πραγματικώς μάγια φαίνεται μας κάνουν όλα όσα μας ξεγελούν.
Πρέπει λοιπόν να εξετάσομε, όπως έλεγα πριν, ποιοί θα είναι οι πιο ικανοί να φυλάξουν το δικό τους αυτό το δόγμα: πως χρωστούν πάντα να κάνουν εκείνο που κρίνουν πως είναι το καλύτερο για την πολιτεία. Και να τους δοκιμάζομε ευθύς από την παιδική τους ηλικία με το να τους αναθέτομε τέτοια έργα, όπου προπάντων θα μπορούσε κανείς να το ξεχάσει και να εξαπατηθεί· και εκείνους που δειχτούν ικανοί να το φυλάγουν στη μνήμη τους [413d] και να μην ξεγελιούνται εύκολα να τους εγκρίνομε, κι όσους όχι, να τους αφήνομε κατά μέρος. Δεν είναι έτσι;
Μάλιστα.
Και σε κόπους ακόμη και πόνους και αγώνες να τους υποβάλομε για να τους δοκιμάσομε το ίδιο και σ᾽ αυτά.
Πολύ σωστά.
Και τέλος ενός τρίτου είδους δοκιμασία πρέπει να τους κάμομε, δοκιμασία στους πειρασμούς· καθώς δηλαδή πηγαίνουν και εκθέτουν τα νέα πουλάρια σε κρότους και θορύβους, για να ιδούνε αν είναι φοβιτσιάρικα, έτσι κι αυτούς, όταν είναι ακόμα νέοι, να τους οδηγούμε έξαφνα μπρος σε τίποτα πράγματα τρομαχτικά και να τους γυρίζομε έπειτα και να τους βάζομε [413e] μέσα σε ηδονές, για να εξακριβώσομε πολύ καλύτερα παρ᾽ όταν δοκιμάζομε το χρυσάφι στη φωτιά, αν δύσκολα νικούν τον νέο μας οι πειρασμοί, αν φαίνεται σε κάθε του περίπτωση κόσμιος, αν είναι ικανός να φυλάγει τον εαυτό του και τη μουσική που έμαθε, και για να αποδείξει πως είναι σύμφωνη η διαγωγή του σ᾽ όλ᾽ αυτά με τους νόμους της αρμονίας και του ρυθμού, έτσι που να είναι χρησιμότατος και στον εαυτό του και στην πολιτεία. Και όποιος βγει καθαρός κάθε φορά απ᾽ όλες αυτές τις δοκιμασίες, και στην παιδική και στη νεανική και στην ανδρική του ηλικία, [414a] να τον διορίζομε άρχοντα και φύλακα της πολιτείας και να τον γεμίζομε τιμές όσο ζει, κι όταν πεθάνει να τον τιμούμε με τάφους και με τα μεγαλύτερα δείγματα σεβασμού της μνήμης του· κάθε όμως άλλον που δεν θα είναι τέτοιος, θα τον βγάζομε έξω. Τέτοια λοιπόν μου φαίνεται, Γλαύκων, πως θα είναι, σ᾽ ένα πρώτο σχέδιο και χωρίς να μπαίνομε σ᾽ όλες τις λεπτομέρειες, η εκλογή και ο διορισμός των αρχόντων και των φρουρών.
Έτσι κάπως μου φαίνεται και μένα.
[414b] Δεν θα ήταν λοιπόν αληθινά σωστότερο αυτούς να ονομάζομε πραγματικούς και τέλειους φρουρούς, που θα φυλάγουν την πόλη και από τους εξωτερικούς εχθρούς της και από τους ίδιους τους πολίτες της, ώστε ούτε εκείνοι να μπορέσουν, ούτε αυτοί να θελήσουν ποτέ να της κάμουν κακό, ενώ οι νέοι, που τους ελέγαμε ως τώρα με το ίδιο όνομα φρουρούς, θα είναι επίκουροι και βοηθοί στις αποφάσεις των αρχόντων;
Έτσι λέγω κι εγώ.
Τώρα πώς θα κάνομε να βρούμε τρόπο για να πείσομε τους ίδιους τους άρχοντες προπάντων, ειδεμή, τους άλλους τουλάχιστο πολίτες, να παραδεχτούν ένα από [414c] εκείνα τα γενναία ψέματα, που δικαιολογούνται, καθώς είχαμε πει, από κάποια ιδιαίτερη ανάγκη;
Σαν τί ψέμα;
Όχι και τίποτα καινούργιο· έχει την καταγωγή του από τη Φοινίκη, και καθώς λένε οι ποιηταί που το έκαμαν πιστευτό, σε πολλά μέρη ως τώρα έχει συμβεί σε παλαιότερες εποχές, στην εποχή μας όμως δεν έγινε, ούτε και ξέρω αν μπορεί να γίνει και χρειάζεται βέβαια πολύ για να το πιστέψει κανείς.
Πόσο φαίνεσαι πως φοβάσαι να το βγάλεις από το στόμα σου!
Θα ομολογήσεις και συ πόσο πολύ δίκιο έχω να διστάζω, όταν θα τ᾽ ακούσεις.
Λέγε το και μη φοβάσαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου