Οι φιλελεύθερες ιδέες που διατύπωσε ο Mill δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των βιωμάτων του, αλλά και των ωφελιμιστικών απόψεων που είχε υιοθετήσει τόσο από τον πατέρα του όσο και από τον Jeremy Bentham, ο οποίος συνέβαλε εξίσου στη διαπαιδαγώγησή του. Στο έργο του “Utilitarianism” (1861) φαίνεται να υποστηρίζει τη βασική αρχή του ωφελιμισμού, σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες πράξεις για να θεωρούνται ορθές πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να προάγουν τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Έκδηλη όμως παρουσιάζεται η αποστασιοποίηση των απόψεών του από αυτές των βασικών εκπροσώπων της θεωρίας του ωφελιμισμού, εκφράζοντας τη διακριτική επαναστατική του διάθεση. Η διαφοροποίησή του έγκειται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κατακτηθεί η πολυπόθητη ευτυχία.
Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι με τις πράξεις τους επιδιώκουν την ευτυχία. Το αν αυτές οι πράξεις είναι ηθικά σωστές ή λανθασμένες κρίνεται από τις συνέπειές τους. Ο Bentham θεωρώντας ότι η ευτυχία εμπεριέχει το στοιχείο της ηδονής προτείνει ένα αριθμητικό υπολογιστικό σύστημα των ηδονών προκειμένου να κριθεί η ηθικότητα της ανθρώπινης πράξης. Συγκεκριμένα, το μέγεθος της ηδονής καθορίζεται από: α) την έντασή της, β) τη διάρκειά της, γ) τη βεβαιότητά της, δ) από το εάν τίθεται στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρο ο υπολογισμός της, ε) τη γονιμότητά της, εάν δηλαδή συνεπάγεται άλλες ομοειδείς ηδονές, στ) την καθαρότητά της, εάν δηλαδή προκαλούν ταυτόχρονα δυσάρεστα συναισθήματα και ζ) την έκτασή της, εάν μπορεί δηλαδή να προκαλέσει
ηδονικές καταστάσεις και σε άλλα άτομα, πέρα από τα άτομα που σχετίζονται άμεσα με την ηδονική πράξη.
Αυτός ο ποσοτικός υπολογισμός των ηδονών απορρίπτεται από τον Mill, ο οποίος στο έργο του «Ωφελιμισμός» διατυπώνει την έμμεση κριτική του στον Bentham: «Η παραδοχή του γεγονότος ότι κάποια είδη ηδονής είναι περισσότερο επιθυμητά και αξιόλογα από κάποια άλλα είναι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή της ωφέλειας. Θα ήταν άτοπο τη στιγμή που κατά την αξιολόγηση άλλων πραγμάτων συνυπολογίζουμε την ποιότητα με την ποσότητα να θεωρούμε ότι η αξιολόγηση των ηδονών πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητά τους».
Η ποιοτική αξιολόγηση των ηδονών που προτείνει ο Mill έχει να κάνει με το διαχωρισμό τους σε ανώτερες και σε κατώτερες. Στις ανώτερες ηδονές κατατάσσει τις πνευματικές ηδονές, οι οποίες είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, προτιμητέες από κάθε αξιοπρεπές έλλογο όν, προκειμένου να αποκτήσουν την πραγματική ευτυχία. Όσοι αρκούνται στις σωματικές και στις αισθησιακές απολαύσεις δε θεωρούνται από τον Mill πραγματικά ευτυχείς, αλλά ικανοποιημένοι ως ένα βαθμό. Αυτός ο συμβιβασμός όμως πολύ λίγο απέχει από τη δυστυχία.
Ο δρόμος για την απόκτηση της ευτυχίας για τον Mill δεν είναι μονόδρομος. Πρόκειται για μια διαδικασία πλουραλιστική και είναι τέτοια εξαιτίας του πολυδιάστατου της ανθρώπινης φύσης και των ποικίλων δυνατοτήτων της. Προτείνει το συνδυασμό της βασικής ωφελιμιστικής αρχής με άλλες αρχές, όπως είναι η αρετή. Ο Mill δεν ικανοποιείται με αυτό που προτείνει η μπενθαμική θεωρία, η οποία προϋποθέτει τη μεγιστοποίηση της ηδονής και την ελαχιστοποίηση του πόνου, αλλά ζητά από τα άτομα να ενεργούν έτσι ώστε να επιζητούν διαρκώς την ενάρετη ζωή, την πρόοδο, που θα ανάγει σε αυτοσκοπό όχι το ατομικό συμφέρον, αλλά την αυτοβελτίωση.
Προτείνει την καλλιέργεια των αισθημάτων και της ανθρώπινης φαντασίας, την καλλιέργεια των διανοητικών ικανοτήτων με την παράλληλη ανάπτυξη των συναισθημάτων του εσωτερικού κόσμου. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτήν την ισορροπία πηγάζει φυσικά από τη συναισθηματική αναπηρία που βίωσε κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων. Έτσι, η καλλιέργεια των συναισθημάτων έγινε ένα από τα κύρια σημεία στην ηθική και φιλοσοφική του θεωρία.
Η μπενθαμική θεωρία υποστήριζε ότι υπήρχε ασυμφωνία ανάμεσα στην ανάπτυξη της διανόησης των ατόμων και στην καλλιέργεια των ηθικών και αισθητικών αισθημάτων τους και καθώς θεώρησε ότι τα τελευταία δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στους σκοπούς της κοινωνικής μεταρρύθμισης, τα αγνόησε. Έτσι, ο Mill απομακρύνεται από τις θέσεις των υποστηρικτών του κλασικού ωφελιμισμού, δίνοντας στον ωφελιμισμό μια νέα διάσταση και ένα ευρύτερο περιεχόμενο.
Χαρακτήρισε τον άνθρωπο ως ον προοδευτικό, που δεν υπολογίζει τις ηδονές και τα συμφέροντά του μηχανικά, αλλά επιζητά την αυτοανάπτυξή του. Αυτό το ον δεν είναι ανταγωνιστικό, ούτε νιώθει ευτυχία με την ήττα των υπολοίπων προκειμένου να επιτύχει το ίδιο τις επιδιώξεις του, όπως ισχυρίστηκε ο Bentham. Αυτό που προσπαθεί είναι να εναρμονίσει τα αισθήματα και τους στόχους του με εκείνα των υπολοίπων συνανθρώπων του.
Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι με τις πράξεις τους επιδιώκουν την ευτυχία. Το αν αυτές οι πράξεις είναι ηθικά σωστές ή λανθασμένες κρίνεται από τις συνέπειές τους. Ο Bentham θεωρώντας ότι η ευτυχία εμπεριέχει το στοιχείο της ηδονής προτείνει ένα αριθμητικό υπολογιστικό σύστημα των ηδονών προκειμένου να κριθεί η ηθικότητα της ανθρώπινης πράξης. Συγκεκριμένα, το μέγεθος της ηδονής καθορίζεται από: α) την έντασή της, β) τη διάρκειά της, γ) τη βεβαιότητά της, δ) από το εάν τίθεται στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρο ο υπολογισμός της, ε) τη γονιμότητά της, εάν δηλαδή συνεπάγεται άλλες ομοειδείς ηδονές, στ) την καθαρότητά της, εάν δηλαδή προκαλούν ταυτόχρονα δυσάρεστα συναισθήματα και ζ) την έκτασή της, εάν μπορεί δηλαδή να προκαλέσει
ηδονικές καταστάσεις και σε άλλα άτομα, πέρα από τα άτομα που σχετίζονται άμεσα με την ηδονική πράξη.
Αυτός ο ποσοτικός υπολογισμός των ηδονών απορρίπτεται από τον Mill, ο οποίος στο έργο του «Ωφελιμισμός» διατυπώνει την έμμεση κριτική του στον Bentham: «Η παραδοχή του γεγονότος ότι κάποια είδη ηδονής είναι περισσότερο επιθυμητά και αξιόλογα από κάποια άλλα είναι απόλυτα σύμφωνη με την αρχή της ωφέλειας. Θα ήταν άτοπο τη στιγμή που κατά την αξιολόγηση άλλων πραγμάτων συνυπολογίζουμε την ποιότητα με την ποσότητα να θεωρούμε ότι η αξιολόγηση των ηδονών πρέπει να εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητά τους».
Η ποιοτική αξιολόγηση των ηδονών που προτείνει ο Mill έχει να κάνει με το διαχωρισμό τους σε ανώτερες και σε κατώτερες. Στις ανώτερες ηδονές κατατάσσει τις πνευματικές ηδονές, οι οποίες είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, προτιμητέες από κάθε αξιοπρεπές έλλογο όν, προκειμένου να αποκτήσουν την πραγματική ευτυχία. Όσοι αρκούνται στις σωματικές και στις αισθησιακές απολαύσεις δε θεωρούνται από τον Mill πραγματικά ευτυχείς, αλλά ικανοποιημένοι ως ένα βαθμό. Αυτός ο συμβιβασμός όμως πολύ λίγο απέχει από τη δυστυχία.
Ο δρόμος για την απόκτηση της ευτυχίας για τον Mill δεν είναι μονόδρομος. Πρόκειται για μια διαδικασία πλουραλιστική και είναι τέτοια εξαιτίας του πολυδιάστατου της ανθρώπινης φύσης και των ποικίλων δυνατοτήτων της. Προτείνει το συνδυασμό της βασικής ωφελιμιστικής αρχής με άλλες αρχές, όπως είναι η αρετή. Ο Mill δεν ικανοποιείται με αυτό που προτείνει η μπενθαμική θεωρία, η οποία προϋποθέτει τη μεγιστοποίηση της ηδονής και την ελαχιστοποίηση του πόνου, αλλά ζητά από τα άτομα να ενεργούν έτσι ώστε να επιζητούν διαρκώς την ενάρετη ζωή, την πρόοδο, που θα ανάγει σε αυτοσκοπό όχι το ατομικό συμφέρον, αλλά την αυτοβελτίωση.
Προτείνει την καλλιέργεια των αισθημάτων και της ανθρώπινης φαντασίας, την καλλιέργεια των διανοητικών ικανοτήτων με την παράλληλη ανάπτυξη των συναισθημάτων του εσωτερικού κόσμου. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτήν την ισορροπία πηγάζει φυσικά από τη συναισθηματική αναπηρία που βίωσε κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων. Έτσι, η καλλιέργεια των συναισθημάτων έγινε ένα από τα κύρια σημεία στην ηθική και φιλοσοφική του θεωρία.
Η μπενθαμική θεωρία υποστήριζε ότι υπήρχε ασυμφωνία ανάμεσα στην ανάπτυξη της διανόησης των ατόμων και στην καλλιέργεια των ηθικών και αισθητικών αισθημάτων τους και καθώς θεώρησε ότι τα τελευταία δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στους σκοπούς της κοινωνικής μεταρρύθμισης, τα αγνόησε. Έτσι, ο Mill απομακρύνεται από τις θέσεις των υποστηρικτών του κλασικού ωφελιμισμού, δίνοντας στον ωφελιμισμό μια νέα διάσταση και ένα ευρύτερο περιεχόμενο.
Χαρακτήρισε τον άνθρωπο ως ον προοδευτικό, που δεν υπολογίζει τις ηδονές και τα συμφέροντά του μηχανικά, αλλά επιζητά την αυτοανάπτυξή του. Αυτό το ον δεν είναι ανταγωνιστικό, ούτε νιώθει ευτυχία με την ήττα των υπολοίπων προκειμένου να επιτύχει το ίδιο τις επιδιώξεις του, όπως ισχυρίστηκε ο Bentham. Αυτό που προσπαθεί είναι να εναρμονίσει τα αισθήματα και τους στόχους του με εκείνα των υπολοίπων συνανθρώπων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου