Με τον όρο «ασυνείδητο», ορίζουμε το ψυχικό σύστημα ή τόπο ή ψυχική ιδιότητα, που εμπεριέχει αρχαϊκά στοιχεία της ανθρώπινης γενεαλογίας, όπως και απωθημένες αναπαραστάσεις και φαντασιώσεις της προσωπικής μας ιστορίας. Συνεπώς είναι αχρονικό και αγνοείται από το εγώ-συνείδηση.
Είναι ένας ενεργειακός ποταμός όπου συνυπάρχουν αντίθετα ψυχικά περιεχόμενα (αναπαραστάσεις και συναισθήματα) τα οποία επιδιώκουν να ικανοποιηθούν άμεσα, μέσω των ενορμήσεων (ενέργεια). Τοπογραφικά εκφράζεται από το αυτό.
Οι ενορμήσεις επενδύουν σε αντικείμενα (ανθρώπους, ιδέες, πράγματα) χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις όποιες συνέπειες, αφού το ασυνείδητο δεν εντάσσεται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο αναφοράς, αγνοεί τους κανόνες, τα πλαίσια και την πραγματικότητα.
Γενικότερα, ο ψυχισμός είναι δομημένος με βάση την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ψυχικών συμφερόντων τα οποία εκφράζονται από τις βασικές ψυχικές βαθμίδες: το αυτό, το εγώ και το υπερεγώ. Κάθε τι το οποίο παράγεται είναι αποτέλεσμα της δυναμικής της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα, π.χ. εγώ-αυτό.
Δύο από τις μείζονες ενορμήσεις του ψυχισμού είναι η ενόρμηση αυτοσυντήρησης και η σεξουαλική (λίμπιντο). Αυτές οι δύο στην ενοποιημένη τους μορφή επιδιώκουν τη ζωή. Αντίθετα όταν υπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα, συγκρούονται, μεταξύ τους, προκαλώντας μια ενδοψυχική σύγκρουση που μπορεί να οδηγεί στην παθολογία, π.χ. άγχος. Αυτή την ψυχική λειτουργία στην πλέον εκφραστική της μορφή μπορούμε να την παρατηρήσουμε στους πρώτους μήνες της ζωής ενός βρέφους, όταν μια ενόρμηση ενεργοποιείται για να ικανοποιηθεί επενδύοντας στο αντικείμενο που την ενδιαφέρει, σε βάρος μιας άλλης, η σεξουαλική ενάντια στην αυτοσυντήρηση, π.χ. όταν ένα βρέφος σταματάει το θηλασμό για να πιπιλίσει τη θηλή αντλώντας μόνο ευχαρίστηση.
Το εγώ είναι η ψυχική βαθμίδα που διαχειρίζεται τις ενέργειες του ασυνειδήτου και τις ανάλογες συγκρούσεις μέσω των μηχανισμών άμυνας που εκπορεύονται από το ίδιο, π.χ. απώθηση, καθήλωση, προβολή, κλπ. Το εγώ καλείται επίσης να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της ηθικής συνείδησης (υπερεγώ) και της εξωτερικής πραγματικότητας (γονείς, περιβάλλον). Είναι συνεπώς κατά ένα τρόπο ο διαχειριστής των απαιτήσεων του «μέσα» και του «έξω». Το «μέσα» είναι πάντα ισχυρότερο από το «έξω», ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες όπου το εγώ δεν έχει ακόμα ισχυροποιηθεί επαρκώς.
Κάθε ικανοποίηση της επιθυμίας, ενισχύει το εγώ, αντίθετα κάθε ματαίωση το αποδυναμώνει. Η ιδανική συνθήκη είναι να υπάρχει μια εξισορρόπηση ανάμεσα στις δύο. Ένα ισχυρό εγώ που μπορεί και αντιμετωπίζει τις ματαιώσεις χωρίς να αποδυναμώνεται χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς άμυνας μ’ ένα ώριμο τρόπο, π.χ. απωθεί την επιθυμία ή ένα δυσάρεστο περιστατικό και δεν επανέρχεται.
Κάπως έτσι, σχηματικά, είναι δομημένος και λειτουργεί ο ψυχισμός μας, οδεύοντας προς την ενηλικίωση. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτήν τη διαδικασία παίζει ο παράγων εξωτερική πραγματικότητα (γονείς και δάσκαλοι). Είναι αυτός ο παράγων ο οποίος μέσω της διαπαιδαγώγησης θα θέσει τα βασικά πλαίσια/όρια στον ψυχισμό του παιδιού, ως τα βασικά πολιτισμικά στοιχεία, ενάντια στις απαιτήσεις του αυτό, π.χ. το φραγμό της αιμομιξίας.
Ο πολιτισμός και η διαπαιδαγώγηση «έρχονται» να οριοθετήσουν το εγώ ενός παιδιού διαμορφώνοντας στον ψυχισμό του την ηθική του συνείδηση (υπερεγώ). Το υπερεγώ ενός παιδιού κατασκευάζεται, ως ένα βαθμό, με βάση το υπερεγώ του περιβάλλοντος. Ιδανικά σ’ αυτήν την περίπτωση η ενόρμηση αυτοσυντήρησης συναντάται με τη σεξουαλική και το παιδί, μελλοντικός ενήλικας εντάσσεται αρμονικά στο κοινωνικό περιβάλλον.
Ωστόσο η οριοθέτηση του εγώ-συνείδηση και η δόμηση του υπερεγώ δεν προϋποθέτουν σε καμία περίπτωση και την οριοθέτηση του ασυνειδήτου. Συνεπώς ότι υπάρχει υπό την μορφή της ανεκπλήρωτης επιθυμίας στο ασυνείδητο, συνεχίζει να υπάρχει και επιδιώκει να βρει τρόπο να ικανοποιηθεί. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια δυνάμει ενδοψυχική σύγκρουση. Σ’ αυτή τη διαδικασία του πιθανού διλήμματος «να το κάνω και να παραβώ τον κανόνα ή να μην το κάνω», ή ακόμα στην αποτροπή μιας παρόρμησης πριν αυτή γίνει πράξη, είναι το εγώ-πραγματικότητα εκείνο που θα αποφασίσει με βάση την ψυχική του ωριμότητα. Δηλαδή με βάση το κατά πόσον έχουν εγκατασταθεί μέσα του ο συμβολικός και ο πραγματικός νόμος.
Η διαπαιδαγώγηση αφορά στη εγκατάσταση μιας συγκεκριμένης ηθικής συνείδησης που εμπεριέχεται σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, με έναν διανοητικό τρόπο, και χωρίς να εξασφαλίζει την ψυχική ισορροπία, π.χ. έχει αναδειχθεί ερευνητικά ότι η πλειονότητα των αιμομικτών «έχουν» υψηλή ηθική συνείδηση.
Η ψυχική πραγματικότητα αφορά στην ασυνείδητη διαδικασία η οποία είναι πέραν της όποιας πολιτισμικής πραγματικότητας, αφορά και παραπέμπει στο «μέσα». Για να μπορούμε να αποφασίζουμε «σωστά» ψυχικά, και με βάση την αρχή της πραγματικότητας, χρειάζεται να μάθουμε να κατανοούμε το «μέσα» μας, χωρίς αναστολές και αυτολογοκρισία μέσω της συστηματικής παράθεσης και ανάλυσης των βιωμάτων, επιθυμιών και των αναστολών. Πρόκειται για την «ανάλυση εαυτού».
Αντίθετα εκείνο που επιχειρείται από την παιδαγωγική αφορά στο γνωστικό επίπεδο, παραπέμπει στην ηθική συνείδηση του παιδαγωγού και εύκολα εκλογικεύεται ή απορρίπτεται. Γι’ αυτό η ψυχολογία και η παιδαγωγική ως έννοιες είναι αντίθετες.
Συνεπώς με τη διαπαιδαγώγηση, που είναι και μια διανοητική εργασία, δεν αποφεύγεται η «φυλακή». Αντίθετα με την αποφυγή της «ψυχικής μας φυλακής» μπορεί και να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα εγώ ισορροπημένο με το «μέσα» μας και το «έξω».
Είναι ένας ενεργειακός ποταμός όπου συνυπάρχουν αντίθετα ψυχικά περιεχόμενα (αναπαραστάσεις και συναισθήματα) τα οποία επιδιώκουν να ικανοποιηθούν άμεσα, μέσω των ενορμήσεων (ενέργεια). Τοπογραφικά εκφράζεται από το αυτό.
Οι ενορμήσεις επενδύουν σε αντικείμενα (ανθρώπους, ιδέες, πράγματα) χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις όποιες συνέπειες, αφού το ασυνείδητο δεν εντάσσεται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο αναφοράς, αγνοεί τους κανόνες, τα πλαίσια και την πραγματικότητα.
Γενικότερα, ο ψυχισμός είναι δομημένος με βάση την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ψυχικών συμφερόντων τα οποία εκφράζονται από τις βασικές ψυχικές βαθμίδες: το αυτό, το εγώ και το υπερεγώ. Κάθε τι το οποίο παράγεται είναι αποτέλεσμα της δυναμικής της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα, π.χ. εγώ-αυτό.
Δύο από τις μείζονες ενορμήσεις του ψυχισμού είναι η ενόρμηση αυτοσυντήρησης και η σεξουαλική (λίμπιντο). Αυτές οι δύο στην ενοποιημένη τους μορφή επιδιώκουν τη ζωή. Αντίθετα όταν υπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα, συγκρούονται, μεταξύ τους, προκαλώντας μια ενδοψυχική σύγκρουση που μπορεί να οδηγεί στην παθολογία, π.χ. άγχος. Αυτή την ψυχική λειτουργία στην πλέον εκφραστική της μορφή μπορούμε να την παρατηρήσουμε στους πρώτους μήνες της ζωής ενός βρέφους, όταν μια ενόρμηση ενεργοποιείται για να ικανοποιηθεί επενδύοντας στο αντικείμενο που την ενδιαφέρει, σε βάρος μιας άλλης, η σεξουαλική ενάντια στην αυτοσυντήρηση, π.χ. όταν ένα βρέφος σταματάει το θηλασμό για να πιπιλίσει τη θηλή αντλώντας μόνο ευχαρίστηση.
Το εγώ είναι η ψυχική βαθμίδα που διαχειρίζεται τις ενέργειες του ασυνειδήτου και τις ανάλογες συγκρούσεις μέσω των μηχανισμών άμυνας που εκπορεύονται από το ίδιο, π.χ. απώθηση, καθήλωση, προβολή, κλπ. Το εγώ καλείται επίσης να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της ηθικής συνείδησης (υπερεγώ) και της εξωτερικής πραγματικότητας (γονείς, περιβάλλον). Είναι συνεπώς κατά ένα τρόπο ο διαχειριστής των απαιτήσεων του «μέσα» και του «έξω». Το «μέσα» είναι πάντα ισχυρότερο από το «έξω», ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες όπου το εγώ δεν έχει ακόμα ισχυροποιηθεί επαρκώς.
Κάθε ικανοποίηση της επιθυμίας, ενισχύει το εγώ, αντίθετα κάθε ματαίωση το αποδυναμώνει. Η ιδανική συνθήκη είναι να υπάρχει μια εξισορρόπηση ανάμεσα στις δύο. Ένα ισχυρό εγώ που μπορεί και αντιμετωπίζει τις ματαιώσεις χωρίς να αποδυναμώνεται χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς άμυνας μ’ ένα ώριμο τρόπο, π.χ. απωθεί την επιθυμία ή ένα δυσάρεστο περιστατικό και δεν επανέρχεται.
Κάπως έτσι, σχηματικά, είναι δομημένος και λειτουργεί ο ψυχισμός μας, οδεύοντας προς την ενηλικίωση. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτήν τη διαδικασία παίζει ο παράγων εξωτερική πραγματικότητα (γονείς και δάσκαλοι). Είναι αυτός ο παράγων ο οποίος μέσω της διαπαιδαγώγησης θα θέσει τα βασικά πλαίσια/όρια στον ψυχισμό του παιδιού, ως τα βασικά πολιτισμικά στοιχεία, ενάντια στις απαιτήσεις του αυτό, π.χ. το φραγμό της αιμομιξίας.
Ο πολιτισμός και η διαπαιδαγώγηση «έρχονται» να οριοθετήσουν το εγώ ενός παιδιού διαμορφώνοντας στον ψυχισμό του την ηθική του συνείδηση (υπερεγώ). Το υπερεγώ ενός παιδιού κατασκευάζεται, ως ένα βαθμό, με βάση το υπερεγώ του περιβάλλοντος. Ιδανικά σ’ αυτήν την περίπτωση η ενόρμηση αυτοσυντήρησης συναντάται με τη σεξουαλική και το παιδί, μελλοντικός ενήλικας εντάσσεται αρμονικά στο κοινωνικό περιβάλλον.
Ωστόσο η οριοθέτηση του εγώ-συνείδηση και η δόμηση του υπερεγώ δεν προϋποθέτουν σε καμία περίπτωση και την οριοθέτηση του ασυνειδήτου. Συνεπώς ότι υπάρχει υπό την μορφή της ανεκπλήρωτης επιθυμίας στο ασυνείδητο, συνεχίζει να υπάρχει και επιδιώκει να βρει τρόπο να ικανοποιηθεί. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια δυνάμει ενδοψυχική σύγκρουση. Σ’ αυτή τη διαδικασία του πιθανού διλήμματος «να το κάνω και να παραβώ τον κανόνα ή να μην το κάνω», ή ακόμα στην αποτροπή μιας παρόρμησης πριν αυτή γίνει πράξη, είναι το εγώ-πραγματικότητα εκείνο που θα αποφασίσει με βάση την ψυχική του ωριμότητα. Δηλαδή με βάση το κατά πόσον έχουν εγκατασταθεί μέσα του ο συμβολικός και ο πραγματικός νόμος.
Η διαπαιδαγώγηση αφορά στη εγκατάσταση μιας συγκεκριμένης ηθικής συνείδησης που εμπεριέχεται σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, με έναν διανοητικό τρόπο, και χωρίς να εξασφαλίζει την ψυχική ισορροπία, π.χ. έχει αναδειχθεί ερευνητικά ότι η πλειονότητα των αιμομικτών «έχουν» υψηλή ηθική συνείδηση.
Η ψυχική πραγματικότητα αφορά στην ασυνείδητη διαδικασία η οποία είναι πέραν της όποιας πολιτισμικής πραγματικότητας, αφορά και παραπέμπει στο «μέσα». Για να μπορούμε να αποφασίζουμε «σωστά» ψυχικά, και με βάση την αρχή της πραγματικότητας, χρειάζεται να μάθουμε να κατανοούμε το «μέσα» μας, χωρίς αναστολές και αυτολογοκρισία μέσω της συστηματικής παράθεσης και ανάλυσης των βιωμάτων, επιθυμιών και των αναστολών. Πρόκειται για την «ανάλυση εαυτού».
Αντίθετα εκείνο που επιχειρείται από την παιδαγωγική αφορά στο γνωστικό επίπεδο, παραπέμπει στην ηθική συνείδηση του παιδαγωγού και εύκολα εκλογικεύεται ή απορρίπτεται. Γι’ αυτό η ψυχολογία και η παιδαγωγική ως έννοιες είναι αντίθετες.
Συνεπώς με τη διαπαιδαγώγηση, που είναι και μια διανοητική εργασία, δεν αποφεύγεται η «φυλακή». Αντίθετα με την αποφυγή της «ψυχικής μας φυλακής» μπορεί και να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα εγώ ισορροπημένο με το «μέσα» μας και το «έξω».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου