Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΓΟΡΓΙΑΣ: Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον

ΓΟΡΓΙΑΣ, σπου­δαῖ­ος σο­φι­στής καί ρή­το­ρας ἀ­πό τούς Λε­ον­τίνους τῆς Σι­κε­λί­ας. Τά ἀκριβῆ ὁ­ρι­α τῆς ζω­ῆς του δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά. Γεν­νή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα με­τά τό 490 π.Χ. (ἴ­σως τό 483) καί πέ­θα­νε με­τά τό 380 (ἴ­σως τό 376). Ἔ­ζη­σε, πάν­τως, σί­γου­ρα πά­νω ἀ­πό 100 χρό­νι­α-ἡ Σού­δα ἀ­να­φέ­ρει 109 χρό­νι­α- κα­λύ­πτον­τας μέ τή ζω­ή του ὁ­λό­κλη­ρο σχε­δόν τόν 5ο αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 4ου.
 
Ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ τοῦ Ἀ­κρα­γαντί­νου μέσω τοῦ ὁποίου ἦρ­θε σέ ἐπαφή μέ τίς ἰ­δέ­ες τῶν φυ­σι­κῶν φι­λο­σό­φων. Καρ­πός τῆς ἐ­να­σχό­λη­σής του μέ τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, πού ἐκείνη τήν ἐποχή -πρῶ­το μι­σό τοῦ 5ου αἰώνα- ἄκ­μα­ζε στή Σι­κε­λί­α καί τήν Κά­τω Ἰ­τα­λί­α, ὑπῆρξε ἕ­να σύγ­γραμ­μα μέ τί­τλο Πε­ρί Φύο­ε­ως ἤ πε­ρί το­ῦ μή ὄν­τος γραμ­μέ­νο λί­γο πρίν ἀ­πό τό 440 π.Χ., ὅπου ἀν­τι­στρέ­φον­τας τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τῶν Ἐ­λε­α­τῶν καί ἰ­δί­ως τοῦ Παρ­με­νί­δη γιά τήν ὕ­παρ­ξη ἑνός Ὄν­τος, αἰ­ω­νί­ου καί ἀ­κί­νη­του, προ­σπά­θη­σε νά ἀ­πο­δεί­ξει ὅτι: α) τί­πο­τε δέν ὑ­πάρ­χει, β) κι ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τό γνω­ρί­σου­με, γ) κι ἄν τό γνω­ρί­ζα­με δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τό δι­α­τυ­πώ­σου­με καί νά τό με­τα­δώ­σου­με στούς ἄλ­λους (DK 82 Β3: ἕν μέν καί πρῶ­τον ὅτι οὐ­δέν ἔ­στιν, δεύ­τε­ρον ὅτι εἰ καί ἔ­στιν, ἀ­κατά­λη­πτον ἀν­θρώ­πῳ, τρί­τον ὅτι εἰ καί κα­τα­λη­πτόν, ἀλ­λά τοί γε ἀ­νέ­ξοι­σ­τον καί ἀ­νερ­μή­νεν­τον τῷ πέ­λας).
 
Πολ­λοί ἔ­χουν ἑρ­μη­νεύ­σει τό σύγ­γραμ­μα ὡς δεῖγ­μα το­ῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ μη­δε­νι­σμοῦ τοῦ Γορ­γί­α, θά ἦ­ταν, ὅμως, ὀρ­θό­τε­ρο νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς δε­ϊγ­μα φι­λο­σο­φι­κοῦ σχε­τι­κι­σμοῦ. Τό πρό­βλη­μα ἔγ­κει­ται στήν ἑρ­μηνεί­α τῆς ἐ­ναρ­κτή­ρι­ας φρά­σης τοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ (οὐδέν ἔ­στιν). Μέ τή φρά­ση αὐ­τή ὁ Γορ­γί­ας δέν δι­α­κη­ρύσ­σει τήν ἀ­νυ­παρ­ξί­α τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀλ­λά μᾶλ­λον τήν πο­λυ­πρι­σμα­τι­κό­τη­τά της: ἡ φρά­ση οὐδέν ἔ­στιν ση­μαί­νει πώς τί­πο­τε δέν ὑ­πάρ­χει μέ μί­α μό­νον ἰ­δι­ό­τη­τα, τό οὐ­δέν ἔ­στιν, δη­λα­δή, δέν ἰ­σο­δυνα­μεῖ μέ τήν ἀ­νυ­παρ­ξί­α, ἄλ­λα μέ τό φαί­νε­σθαι. Ὁ Γορ­γί­ας σέ αὐ­τό τό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ του, λοι­πόν, ἀν­τι­στρέ­φει τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό τοῦ Παρ­με­νί­δη ὅτι τό ὄν εἶ­ναι ἕ­να καί συ­νε­χές (DK 28 Β8, 5-6: οὐ­δέ πότ’ ἦν οὐδ’ ἔ­σται, ἐ­πεί νῦν ἔ­στιν ὁ­μο­ῦ πᾶν, ἕν, συ­νε­χές). Στή συ­νέ­χει­α δη­λώ­νει ὅτι, καί ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τό γνω­ρί­σου­με, θί­γον­τας ἔ­τσι ἕ­να ἀ­πό τά βα­σι­κά φι­λο­σο­φι­κά προ­βλή­μα­τα, τό πρό­βλη­μα τῆς σχέ­σης τῆς γνώ­σης μέ τό εἶ­ναι: αὐτό πού σκε­φτό­μα­στε γιά τά πράγ­μα­τα δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­λη­θι­νή οὐ­σί­α τους, γιά τόν πο­λύ ἁ­πλό λό­γο ὅτι κά­νου­με σκέ­ψεις καί γιά πράγ­μα­τα πού δέν ὑ­πάρ­χουν (ὅπως γιά τό ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος πε­τά­ει). Ὁ Γορ­γί­ας, ὅμως, δέν ἐν­το­πί­ζει τό πρό­βλη­μα μό­νο στή σχέ­ση τῆς γνώ­σης μέ τό εἶ­ναι, ἀλλά καί στή σχέ­ση τῆς γνώ­σης μέ τή γλωσ­σι­κή ἔκ­φρα­ση: κι ἄν ἀ­κό­μα εἴ­χα­με γνώ­ση τοῦ ὄν­τος δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τήν ἐκ­φρά­σου­με οὔ­τε νά τή με­τα­δώ­σου­με στούς ἄλ­λους, για­τί «ὁ λό­γος δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πο­τέ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού ἐμ­φανί­ζε­ται ὅτι δη­λώ­νει» (Kerferd, 1996, 146-156).
 
           Τό Πε­ρί τοῦ μή ὄν­τος τοῦ Γορ­γί­α μαρ­τυ­ρεῖ τήν ἀ­πό­στα­ση πού τόν χω­ρί­ζει ἀ­πό τούς ἕλ­λη­νες φι­λό­σο­φους τῆς Δύ­σης καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά μι­ά ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κή προ­σέγ­γι­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πού προ­οι­κο­νο­μεῖ τή στρο­φή του πρός τή σο­φι­στι­κή καί τή ρη­το­ρι­κή.
 
Στή Σι­κε­λί­α ἡ ρη­το­ρι­κή εἶ­χε ἤδη ἀρ­χί­σει νά δι­δά­σκε­ται καί νά καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­πό τόν πρώ­ι­μο 5ο αἰώνα· ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης μά­λι­στα θε­ω­ρεῖ πῶς ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἔ­δω­σε πρῶ­τος ὤ­θη­ση στή ρη­το­ρι­κή (DK 82 A3). Ἀ­πό τή Σι­κε­λί­α προ­ερ­χό­ταν καί τό πρῶ­το δι­δα­κτι­κό βι­βλί­ο ρη­το­ρι­κῆς πού γνω­ρί­ζου­με, γραμ­μέ­νο ἀ­πό τόν Κό­ρα­κα τόν Συ­ρα­κού­σι­ο ἤ ἀ­πό τόν μα­θη­τή του Τει­σί­α. Αὐτοί ἦ­ταν καί οἱ πρῶ­τοι πού χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τόν ὄ­ρο εἰ­κός πού δη­λώ­νει τό ἀ­λη- θο­φα­νές ἐ­κεῖ­νο ἐ­πι­χεί­ρη­μα, τό ὁποῖο ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ­ται βά­σει τῆς σχέ­σης του μέ τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί προ­σπα­θεῖ νά ἐμ­φα­νί­σει τά σπου­δαῖ­α ὡς ἀ­σή­μαν­τα καί τά ἀ­σή­μαν­τα ὡς σπου­δαῖ­α (βλ. Πλάτ. Φαῖ­δρος 267a).
 
Ὁ Γορ­γί­ας ἦρ­θε σέ ἐπαφή μα­ζί τους -πι­θα­νό­τατα μα­θή­τευσ­ε κον­τά τους- καί ἔ­γι­νε ρη­το­ρο­δι­δάσκά­λος καλ­λι­ερ­γών­τας τήν τέ­χνη τοῦ ὀ­έ τέ­τοιο βαθ­μό, ὥ­στε νά θε­ω­ρη­θεῖ ἱ­δρυ­τής της. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α του ἀ­πο­σκο­πού­σε στό νά κά­νει τούς νέ­ους ἄ­ξι­ους ἀ­γο­ρη­τές, ἱ­κα­νούς νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γο­ῦν πει­στι­κά γιά ὁποιο­δή­πο­τε ζή­τη­μα. Αὐτό, ἐ­ξάλ­λου, ἦ­ταν καί τό αἴ­τη­μα τῆς ἐ­πο­χῆς: τόν 5ο αἰώνα ἡ ἀλλα­γή στόν τρό­πο δι­α­κυ­βέρ­νη­σης μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α πό­λε­ων- κρα­τῶν καί τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τῆς δη­μο­κρα­τί­ας στήν Ἀ­θή­να, κέν­τρο τῶν τό­τε ἐ­ξε­λί­ξε­ων, εἶ­χε ὡς ἀ­ποτέ­λε­σμα τή δι­εύ­ρυν­ση τῆς συμ­με­το­χῆς τῶν πο­λι­τῶν στά κοι­νά, πού προϋ­πέ­θε­τε μι­άν ἀν­τί­στοι­χη δι­εύ­ρυν­ση τῆς παι­δεί­ας τῶν νέ­ων, ὥ­στε νά εἶ­ναι γό­νι­μη καί δη­μι­ουρ­γι­κή ἡ συμ­με­το­χή τους στή δι­α­χεί­ρι­ση καί ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τήν ἀ­πάν­τη­ση στό αἴ­τη­μα αὐτό τήν ἔ­δι­νε ἡ ρη­το­ρι­κή, πού δί­δα­σκε στούς νέ­ους τήν τέ­χνη τῆς πει­θοῦς. Αὐτή ἀ­κρι­βῶς ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου νά πεί­θει, νά με­τα­βάλ­λει τή γνώ­μη τοῦ ἀ­πο­δέ­κτη του, ἦ­ταν πού συ­νάρ­πα­ζε τόν Γορ­γί­α καί ἀ­πο­τε­λοῦ­σε πρό­κλη­ση μέ τήν ὁ­ποί­α δέν ἔ­χα­νε εὐ­και­ρί­α νά ἀ­να­με­τρη­θεῖ.
 
Ὁ Γορ­γί­ας ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν πει­θώ ὡς μί­α ψυ­χο­λο­γι­κή δύ­να­μη πού βα­σί­ζε­ται ἀφ’ ἑνός στή σωστή χρή­ση ἀ­λη­θο­φα­νῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των (εἰ­κό­των) καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου στήν αἴ­σθη­ση τοῦ ὁ­μι­λη­τῆ νά προ­κρί­νει τήν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή γιά νά δι­α­τυ­πώ­σει τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα (λέ­ξαι τό δέ­ον ὀρ­θῶς, Ἑλ. Ἐγκ.). Ἡ αἴ­σθη­ση αὐτή ὀ­νο­μά­ζε­ται και­ρός καί ἔ­χει ψυ­χο­λο­γι­κή βά­ση. Φαί­νε­ται μά­λι­στα ὅτι ὁ Γορ­γί­ας τῆς εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει καί σχε­τι­κό σύγ­γραμ­μα (Δι­ον. Ἀ­λι­καρν. Πε­ρί συν­θέ­σε­ως ὀ­νο­μά­των 12, 6).
 
Στήν προ­ο­πά­θει­ά του νά πεί­σει, ὁ Γορ­γί­ας ἔ­δω­σε ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α στό ὕ­φος, ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας στό ἔ­πα­κρον τίς τε­ρά­στι­ες δυ­να­τό­τη­τες το­ῦ λό­γου. Καλ­λι­έρ­γη­σε τόν ἔν­τε­χνο πε­ζό λό­γο υἱ­ο­θε­τών­τας ποι­η­τι­κές φόρ­μες, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο νά ἐ­πι­τύ­χει ἕ­να αἰ­σθη­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­νά­λο­γο μέ ἐ­κεῖ­νο πού προ­κα­λο­ῦσε ἡ ποί­η­ση, ἀλλά καί γιά νά ἀ­φή­σει δι­αρ­κέ­στε­ρη ἐν­τύ­πω­ση στή σκέ­ψη καί στά συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του: για­τί γνώ­ρι­ζε πώς, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων, ὁ λό­γος τῆς ποί­η­σης ὡς λό­γος θε­ϊ­κός, ἐμ­πνευσμέ­νος ἀ­πό τίς Μοῦ­σες, ἦ­ταν καί λό­γος πει­θο­ῦς, ἱ­κα­νός νά προ­κα­λεῖ ἐν­τύ­πω­ση στούς ἀ­κρο­α­τές του καί νά δι­α­μορ­φώ­νει συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη γιά τά πράγ­μα­τα (ἡ τῶν ποι­η­τῶν ἀ­κου­σάν­των πί­σ­τις, Ἑλ. Ἐγκ.).
 
Δη­μι­ούρ­γη­σε, λοι­πόν, ἕ­ναν λό­γο πε­ρί­τε­χνο, πλού­σι­ο σέ ρη­το­ρι­κά σχή­μα­τα -ἀν­τι­θέ­σεις, πα­ρι­σώ­σεις, ἰ­σό­κω­λα, ὁ­μοι­ο­τέ­λευ­τα- πού ἔ­μει­ναν γνω­στά ὡς γορ­γί­ει­α σχή­μα­τα, ὄ­χι ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τά ἐ­φεῦ­ρε -ἦ­ταν ἤδη γνω­στά ἀ­πό τους προ­σω­κρατι­κούς φι­λο­σό­φους καί ἀ­πό τήν ποί­η­ση- ἀλλά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τά καλ­λι­έρ­γη­σε τό­σο πο­λύ, ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν τό σῆ­μα κα­τα­τε­θέν τοῦ ὕ­φους του. Τό πε­ρί­τε­χνο αὐτό ὕ­φος σέ συν­δυ­α­σμό μέ τή ρη­το­ρι­κή του δει­νό­τη­τα τόν ἔ­κα­ναν νά ξε­χω­ρί­σει ἀ­πό τους ἄλ­λους ρή­το­ρες τῆς ἐ­πο­χῆς του καί νά ἀ­ποκτή­σει φή­μη ὡς ρη­το­ρο­δι­δά­σκα­λος. Γι’ αὐτό καί οἱ συμ­πο­λί­τες του στά 427 π.Χ. τόν ἔ­θε­σαν ἐ­πι­κε­φαλῆς μι­ᾶς πρε­σβεί­ας στήν Ἀ­θή­να μέ σκο­πό νά πεί­σει τούς Ἀ­θη­ναί­ους νά προ­σφέ­ρουν βο­ή­θει­α στήν πό­λη τῶν Λε­ον­τί­νων, πού κιν­δύ­νευ­ε νά κα­τα­λη­φθεῖ ἀ­πό τους Συ­ρα­κού­σι­ους. Μαρ­τυ­ρεῖ­ται πώς ἦ­ταν τό­σο ἰ­σχυ­ρή ἡ ἐν­τύ­πω­ση πού προ­κά­λε­σε στούς Ἀ­θη­ναί­ους μέ τό ἀ­συ­νή­θι­στο ὕ­φος του, ὥ­στε κα­τά­φε­ρε νά τούς πεί­σει νά συ­νά­ψουν συμ­μα­χί­α μέ τούς Λε­ον­τί­νους (DK 82 Α4). Αὐ­τή ἦ­ταν καί ἡ πρώ­τη του ἐ­πί­σκε­ψη στήν Ἀ­θή­να.
 
Ἔ­κτο­τε τήν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε πολ­λές φο­ρές καί τα­ξί­δε­ψε καί σέ ἄλ­λες πό­λεις δι­δά­σκον­τας τή ρη­το­ρι­κή. Ὡς μα­θη­τές του ἀ­να­φέ­ρον­ται πολ­λά σπου­δαῖ­α ὀ­νό­μα­τα τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρά­της, ὁ Ἀλ­κιδά­μας, ὁ Πῶ­λος ὁ Ἀ­κρα­γαν­τί­νος, ὁ τρα­γι­κός ποι­η­τής Ἀ­γά­θων κ.α., ἐ­νῷ μέ τό ὕ­φος του ἐ­πη­ρέ­α­σε πολ­λούς συγ­γρα­φεῖς (ὅπως ὁ Θου­κυ­δί­δης, ὁ Ἀν­τιφῶν, ὁ Ἰ­σο­κρά­της κ.α.).
 
Πάν­τως, ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς ρη­το­ρι­κῆς πρέ­πει νά τοῦ ἀ­πέ­φε­ρε πολ­λά χρή­μα­τα (σύμ­φω­να μέ τή Σούδα λάμ­βα­νε ἑ­κα­τό μνᾶς ἀ­πό κά­θε μα­θη­τή), για­τί ἀ­να­φέ­ρε­ται πώς εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει στό ἱ­ε­ρό τῶν Δελ­φῶν ἕ­ναν ἀν­δρι­άν­τα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του ἀ­πό ἀ­τό­φιο χρυ­σά­φι (DK 8 2 A1, Α7). Στούς Δελ­φούς ἐκ­φώ­νησε κι ἕ­ναν Πυ­θι­κό λό­γο, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ὁποίου, ὅπως καί ἡ πε­ρί­στα­ση γιά τήν ὁ­ποί­α ἐκ­φω­νή­θη­κε, δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά.
 
Πε­ρισ­σό­τε­ρα γνω­ρί­ζου­με γιά ἕ­ναν Ἐ­πι­τά­φι­ο πού ἔ­γρα­ψε πι­θα­νό­τα­τα γιά τούς νε­κρούς του Πε­λο­ποννη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου, ἀ­πό τόν ὁποῖο γνω­στή θά μεί­νει ἡ φρά­ση πού πα­ρα­δί­δει ὁ Φι­λό­στρα­τος (DK 82 5b: Τά μέν κα­τά τῶν βαρ­βά­ρων τρό­παι­α ὕ­μνους ἀ­παι­τεῖ τά δέ κα­τά τῶν Ἑλ­λή­νων θρή­νους), μέ τήν ὁ­ποι­α πα­ραι­νοῦ­σε τούς Ἕλ­λη­νες γιά ὁ­μό­νοι­α.
 
Τήν ἴ­δια συμ­βου­λή ἀ­πηύ­θυ­νε καί μέ ἕ­ναν Ὀ­λυμπι­κό λό­γο του, πού ἐκ­φω­νή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα τό 392 π.Χ. στή δι­άρ­κει­α τῆς 97ης Ὀ­λυμ­πι­ά­δας, δέ­κα μό­λις χρό­νι­α δη­λα­δή με­τά τό τέ­λος τοῦ Πε­λο­ποννη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου, σέ μί­α πε­ρί­ο­δο ἀν­τα­γω­νι­σμο­ῦ καί δι­χό­νοι­ας με­τα­ξύ τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων. Ἔ­τσι, ὁ Γορ­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἐκ­φρα­σ­τής τοῦ ὁ­ρά­μα­τος γιά πα­νελ­λή­νι­α συμ­φι­λί­ω­ση καί συμ­μα­χί­α ἐ­νάν­τι­ον τῶν βαρ­βά­ρων, πο­λύ πρίν ἀ­πό τόν Ἰ­σο­κρά­τη.
 
Πέ­ρα, ὅμως, ἀ­πό τους λό­γους μέ πο­λι­τι­κό καί πα­ραι­νε­τι­κό χαρακτήρα, ὁ Γορ­γί­ας ἔ­γρα­ψε καί ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κούς λό­γους πού ἀ­πο­τε­λο­ῦσαν ρη­το­ρι­κά γυ­μνά­σμα­τα καί πρό­τυ­πα γιά τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν μα­θη­τῶν του. Σέ αὐ­τούς συγ­κα­τα­λέ­γον­ται οἱ μο­να­δι­κοί λό­γοι τοῦ Γορ­γί­α πού σῴ­ζον­ται ὁ­λό­κλη­ροι: τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον, ὅπου ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­παλ­λά­ξει τήν ὡ­ραί­α Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τίς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­κρι­τῶν της, καί ἡ Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α, ὅπου προ­σπα­θεῖ νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­θῳ­ό­τη­τα τοῦ ὁ­μη­ρι­κοῦ ἥ­ρω­α Πα­λα­μή­δη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε ἄ­δι­κα κα­τη­γο­ρη­θεῖ ἀ­πό τόν Ὀ­δυσ­σέ­α ὅτι εἶ­χε προ­δώ­σει τούς Ἕλ­λη­νες στούς βάρ­βα­ρους Τρῶ­ες, πράγμα πού ὁ­δή­γη­σε στή θα­νά­τω­σή του.
 
Πρέ­πει, ἐ­πί­σης, νά εἶ­χε συγ­γρά­ψει καί μί­α Τέ­χνην, μέ τίς θε­ω­ρη­τι­κές του ἀ­πό­ψεις πε­ρί ρη­το­ρι­κῆς, στήν ὁ­ποί­α ἐν­δέ­χε­ται νά συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν ἡ θε­ω­ρί­α γιά τόν και­ρόν.
 
Ἀ­να­φέ­ρε­ται, τέ­λος, καί ἕ­να Ἐγ­κώ­μι­ον εἰς Ἠ­λεί­ους, συμ­βου­λευ­τι­κοῦ -πι­θα­νό­τα­τα- χαρακτήρα, γιά τό ὁποῖο, ὡ­στό­σο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στό.
     
Ἡ δό­μη­ση τῆς επιχειρηματολογίας
 
Ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς φή­μης τῆς Ἑ­λέ­νης δι­ά τῆς ἀ­λή­θει­ας τοῦ ρη­το­ρι­κοῦ λό­γου ἀ­φορ­μᾶ­ται ἀ­πό τήν πρό­θε­ση τοῦ ρή­το­ρα νά ἔρ­θει ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ αὐτό πού λέ­με «δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση»· δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση, κα­θώς ἀ­κό­μη καί ἡ ὑ­πε­ρά­σπι­ση πα­ρα­δέ­χε­ται τήν τέ­λε­ση τῆς πρά­ξε­ως (εἰ­κός ἦν γε­νέ­σθαι τόν τῆς Ἑ­λέ­νης εἰς τήν Τροί­αν στό­λον).
 
Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πρα­ξεν ἅ ἔ­πρα­ξεν, αὐτό δέν τό ἀμ­φισβη­τεῖ κα­νείς. Ἐ­κεῖ­νο πού ἐν­δι­α­φέ­ρει, ὅμως, εἶ­ναι τί τήν ὁ­δή­γη­σε νά τά πρά­ξει. Ἡ ἴ­δια ἡ Ἑ­λέ­νη σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι ἀ­θώ­α, κα­θώς ὑπῆρξε θύμα ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς βί­ας. Ὅ,τι κι ἄν συ­νέ­βη δέν εἶ­ναι συ­νέ­πει­α τῶν δι­κῶν της ἐ­πι­λο­γῶν, οὔτε δι­κή της εὐ­θύ­νη. Δέν εἶ­ναι ἄλ­λω­στε τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅτι τό ὄ­νο­μά της σπα­νί­ως ἀ­να­φέ­ρε­ται στό κεί­με­νο. Τό πρᾶτ­τον ὑ­πο­κεί­με­νο ἐν προ­κει­μέ­νῳ εἶ­ναι οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πό τίς εὐ­θύ­νες του, οἱ δέ πρά­ξεις του ὑ­πό­κειν­ται στήν κα­θο­λι­κή ἰ­σχύ τῶν πι­θα­νο­τή­των.
 
Οἱ αἰ­τί­ες, λοι­πόν, πού ὁ­δή­γη­σαν την Ἑ­λέ­νη στό τα­ξί­δι της εἶ­ναι τέσ­σε­ρις: ἡ θε­ϊ­κή δύ­να­μη, ἡ βί­αι­η ἁρ­πα­γή, ἡ πει­στι­κό­τη­τα τοῦ λό­γου, ὁ ἔ­ρω­τας. Καμ­μί­α ἀ­πό τίς τέσ­σε­ρις αὐτές αἰ­τί­ες δέν ἀ­πο­κλεί­ει ἀ­μοι­βαί­α κά­ποιαν ἄλ­λη, οὔ­τε ὅμως μᾶς ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά φαν­τα­στοῦ­με κά­ποιαν ἀ­κό­μη. Ὅλες εἶ­ναι ἐ­ξί­σου πι­θα­νές καί ὅλες ἔ­χουν ἕναν κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή: τόν πα­ρά­γον­τα τῆς ἐ­πι­βαλ­λό­με­νης βί­ας.
 
Ἄν, λοι­πόν, ἰ­σχύ­ει τό πρῶ­το, δέν πρέ­πει νά κα­τη­γο­ροῦ­με τήν Ἑ­λέ­νη, για­τί εἶ­ναι φυ­σι­κό (πέ­φυκεν), ὁ ἀ­νώ­τε­ρος νά ὁ­δη­γεῖ τόν κα­τώ­τε­ρο καί ὁ κα­τώ­τε­ρος νά ὑ­πο­κύ­πτει στή βού­λη­ση τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου.
 
Ἡ βί­αι­η ἁρ­πα­γή της Ἑ­λέ­νης εἶ­ναι ἡ δεύ­τε­ρη πι­θα­νή αἰ­τί­α πού προ­βάλ­λει ὁ ρή­το­ρας. Ἄν ἡ Ἑ­λέ­νη ὑ­πῆρ­ξε θύμα ἀ­πα­γω­γῆς, τό­τε ἡ ἴ­δια εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη πα­ρά ἀ­ξι­ό­μεμ­πτη γι’ αὐτό πού ἔ­πα­θε. Εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το ὅτι ὁ Γορ­γί­ας δέν μι­λᾶ ἁ­πλῶς γιά τή σω­μα­τι­κή βί­α, ἀλλά εἰ­σά­γον­τας ἐνα λε­ξι­λό­γι­ο δι­κα­στι­κό στόν λό­γο τοῦ κά­νει λό­γο γιά ὕ­βριν, τήν ἄ­σκη­ση δη­λα­δή βί­ας μέ σκο­πό τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό καί τήν προ­σβο­λή τοῦ θύ­μα­τος ἀ­πό ἕναν βάρ­βα­ρο.
 
Ἡ τρί­τη πι­θα­νό­τη­τα, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ δι’ ἐ­πι­χει­ρημά­των ὑ­πο­στή­ρι­ξη κα­τα­λαμ­βά­νει καί τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου, εἶ­ναι αὐτή το­ῦ λό­γου. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα δο­μεῖ­ται ὡς ἑ­ξῆς: ἀρ­χι­κά ὁ Γορ­γί­ας ὁ­ρί­ζει τόν λό­γον ὡς δυ­νά­στη, ἐ­νῷ ἤδη ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐτό ὑ­παι­νίσ­σε­ται μι­ά σύν­δε­ση τοῦ λό­γου μέ ψυ­χο­λο­γι­κές πα­ρα­μέ­τρους. Στίς δύ­ο ἑ­πό­με­νες πα­ρα­γρά­φους, δί­νει δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα λει­τουρ­γί­ας τοῦ λό­γου μέ τά ὁ­ποῖα στη­ρί­ζει τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό του ὡς δυ­νά­στη: τό πρῶ­το πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι αὐτό της λει­τουρ­γί­ας τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου πού ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν ἴδ­ι­ο ὡς λό­γος ἔ­χων μέ­τρον καί τό δεύ­τε­ρο, αὐτό τῶν ἐν­θέ­ων δι­ά λό­γων ἐ­πῳ­δῶν. Ὅσα λέ­γον­ται ἐ­δῶ δί­νουν λα­βή σ­έ πολ­λούς με­λε­τη­τές νά μι­λή­σουν γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση μι­ᾶς θε­ω­ρί­ας τοῦ λό­γου ἤ μί­ας πρώ­ι­μης ποι­η­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Ἡ δό­ξα τῆς πα­ρα­γρά­φου 9 ἀ­ναγγέλ­λει πράγ­μα­τι τή δι­α­τύ­πω­ση μι­ᾶς θε­ω­ρί­ας τοῦ λό­γου. Αὐτή, ὅμως, ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γου εἶ­ναι τό μέ­σο, ὁ δρό­μος τόν ὁποῖον ἐ­πι­λέ­γει ὁ Γορ­γί­ας προ­κει­μένου νά πεί­σει καί νά ἀ­παλ­λά­ξει τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τίς κα­τη­γο­ρί­ες. Μέ ἄλλα λό­γι­α ἡ προ­βαλ­λό­με­νη θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γον, ὡς γνώ­ση τῶν μη­χα­νι­σμῶν δι­ά τῶν ὁ­ποίων ὁ λό­γος ἐ­πι­δρᾶ στήν ψυ­χή, συν­τεί­νει στήν πει­στι­κό­τη­τα τοῦ λό­γου του.
 
Με­τά τά δύ­ο αὐ­τά πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος προ­ω­θεῖ­ται μέ τήν εἰ­σα­γω­γή τῆς ἔν­νοι­ας τῆς πει­θοῦς. Ἡ πει­στι­κό­τη­τα ἑνός λό­γου δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κά ἐγ­γε­νές χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του: προ­ϋ­πο­θέ­τει καί ἕναν δέ­κτη ἐ­πιρ­ρε­πή στήν ἐ­ξα­πά­τη­ση. Ὁ δέ­κτης αὐτός δι­έ­πε­ται ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τρι­ῶν ἱ­κα­νο­τή­των: νά θυ­μᾶ­ται ὅσα συ­νέ­βη - σάν στό πα­ρελ­θόν, νά ἐ­κτι­μᾶ σω­στά ὅσα συμ­βαί­νουν στό πα­ρόν καί νά προ­βλέ­πει τά μελ­λού­με­να. Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α αὐτή κά­νει τούς ἀν­θρώ­πους νά ἐμ­πιστεύ­ον­ται τήν δό­ξαν, μι­ά γνώ­μη δη­λα­δή κι ὄ­χι μι­ά γνώ­ση. Ὁ λό­γος κα­τά συ­νέ­πει­α - κα­λύ­τε­ρα ὁ λό­γος πει­θοῦς - λει­τουρ­γεῖ σέ συν­δυ­α­σμό μέ τήν δό­ξαν, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σύμ­βου­λος τῆς ψυ­χῆς. Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ πει­θώ τοῦ λό­γου, ὁ πει­στι­κός λό­γος, ἐ­ξα­ναγκά­ζει), για­τί ἀ­κρι­βῶς ὁ ρή­το­ρας ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τήν ἄ­γνοι­α τοῦ ἀ­κρο­α­τῆ καί ἐ­πι­βάλ­λει χή δι­κή του γνώ­μη.
 
Τό εὐ­με­τά­βο­λο τῆς γνώ­μης (δό­ξης), ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ πει­στι­κοῦ λό­γου νά πλά­θει τήν ψυ­χή ἀ­νάλογα μέ τήν ἑ­κά­στο­τε πρό­θε­ση τοῦ ρή­το­ρα, φαί­νε­ται ἀ­πό τά πα­ρα­δείγ­μα­τα πού πα­ρα­τί­θεν­ται στήν πα­ρά­γρα­φο 13. Τά πα­ρα­δείγ­μα­τα αὐτά ἀν­τι­στοι­χο­ῦν σέ τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές συν­θῆ­κες ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας: α) στούς λό­γους τῶν με­τε­ω­ρο­λό­γων, β) στούς δι­κα­νικούς καί γε­νι­κά στούς ρη­το­ρι­κούς λό­γους, γ) στίς δι­α­μά­χες τῶν φι­λο­σό­φων. Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση οἱ με­τε­ω­ρο­λό­γοι με­τα­κι­νού­με­νοι συ­νε­χῶς στίς ἀ­πόψεις τους κα­θι­στοῦν πράγ­μα­τα ἀ­ό­ρα­τα σ­τά μά­τια, ὁ­ρα­τά στά μά­τια τῆς δό­ξης· στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση οἱ ρή­το­ρες γρά­φον­τας ἕναν λό­γο μέ τέ­χνη, ἐ­φαρμό­ζον­τας δη­λα­δή τίς γνώ­σεις τῆς τέ­χνης τους, τέρ­πουν καί πεί­θουν τούς ἀ­κρο­α­τές. Τό τερ­πνόν, ἄλ­λω­στε, τοῦ λό­γου - ὅπως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τήν πα­ρά­γρα­φο 5 - εἶ­ναι προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς πει­στι­κό­τητάς του. Στήν τρί­τη καί τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση, ἡ τα­χύ­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α προ­βάλ­λον­ται οἱ σκέ­ψεις ἀ­πό τους φι­λο­σό­φους κα­θι­στᾶ τίς ἀ­πό­ψεις τους ἀ­να­ξι­ό­πι­στες.
 
Ἡ τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φος μέ ἀν­τι­κεί­με­νο τόν λό­γο χρη­σι­μο­ποι­εῖ μι­άν ἀ­να­λο­γί­α: ἡ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ λό­γου στήν ψυ­χή εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν φαρ­μά­κων στό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα. Καί ἐ­δῶ, ὁ λό­γος ἐ­ξε­τά­ζε­ται ὡς πρός τίς ψυ­χο­λο­γι­κές πα­ρα­μέ­τρους του καί κυ­ρί­ως ἐν ἀ­να­φο­ρᾷ πρός τά συ­ναι­σθή­μα­τα πού προ­κα­λεῖ (λύ­πη, τέρ­ψις, φό­βος, θάρ­ρος). To νέ­ο στοι­χεῖ­ο πού προ­στί­θε­ται μέ τήν πα­ρά­γρα­φο 14 εἶ­ναι τό στοι­χεῖ­ο τῆς κα­κῆς πει­θο­ῦς. Ἡ κα­κή πει­θώ, ἡ δο­λε­ρή δη­λα­δή χρή­ση τοῦ πει­στι­κοῦ λό­γου, φαρ­μα­κεύ­ει καί γο­η­τεύ­ει τήν ψυ­χή, ὅπως ἀ­κρι­βῶς κά­ποια φάρ­μα­κα προ­κα­λοῦν τόν θά­να­το (βί­ου παύ­ει). Ἀ­νε­ξάρ­τη­τα, λοι­πόν, ἀ­πό τά θε­τι­κά (τέρ­ψις, θάρ­ρος), ἤ τά ἀρ­νη­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα (λύ­πη, φό­βος), ἡ κα­κή πει­θώ προ­κα­λεῖ τήν ἀ­πο­νέ­κρω­ση τῶν ψυ­χι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν, στε­ρών­τας τή μέν ψυ­χή ἀ­πό τή δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς, τό δέ ὑ­πο­κεί­με­νο ἀ­πό τήν ἴ­δια του τή βού­λη­ση.
 
Ἡ τέ­ταρ­τη πι­θα­νή αἰ­τί­α πού προ­βάλ­λει ὁ Γορ­γί­ας εἶ­ναι ὁ ἔ­ρω­τας. Ἡ δό­μη­ση τῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­τολο­γί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ ἐκεί­νη της πραγ­μάτευ­σης τοῦ λό­γου. Ὅπως ὁ λό­γος εἰ­σχω­ρεῖ στήν ψυ­χή ἐ­πι­δρών­τας στόν συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κό­σμο τοῦ ὑ­ποκει­μέ­νου, ἔ­τσι καί ἡ σε­ξου­α­λι­κή ἐ­πι­θυ­μί­α πρό­καλεῖϊ­ται ἀ­πό τήν ὄψιν: ἡ ὄ­ψις ἐν προ­κει­μέ­νω ἔ­χει διτ­τή ση­μα­σί­α: ἀφ’ ἑνός δη­λώ­νει τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐμ­φά­νι­ση ἑνός ἐ­ρε­θί­σμα­τος τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος κό­σμου, ἀφ’ ἑ­τέ­ρου τήν αἴ­σθη­ση τῆς ὁ­ρά­σε­ως, ὡς μέ­σου δι­ά τοῦ ὁποίου τά ἐ­ρε­θί­σμα­τα τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου ἐγγρά­φον­ται (ἐνέ­γρα­ψεν) στήν ψυ­χή.
 
Ὅπως καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ λό­γου, ἔ­τσι καί ἐ­δῶ ὁ Γορ­γί­ας ξε­κι­νᾶ ἀ­πό μι­ά φρά­ση δί­κην ἀ­ξιώμα­τος: αὐτά πού βλέ­που­με δέν εἶ­ναι φτιαγ­μέ­να ὅπως ἐμεῖς θέ­λου­με, ἀλλά ὅπως συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση του τό κα­θέ­να. Ἡ ψυ­χή, συ­να­κο­λού­θως, δι­α­μορ­φώ­νει τή συμ­πε­ρι­φο­ρά της ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή δι­κή μας βού­λη­ση, ἀλλά σύμ­φω­να μέ τή βού­λη­ο­η τῆς ὄ­ψε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός στη­ρί­ζε­ται καί σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση στό πα­ρά­δειγ­μα πού ἀ­κο­λου­θεῖ: ὅταν οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀν­τι­κρί­σουν τόν ὁ­πλι­σμό τῶν ἐ­χθρῶν, τρέ­πον­ται σέ φυ­γή. Ἡ ὄ­ψις δε­χό­με­νη τό ἐ­ρέ­θι­σμα (τόν ἐ­χθρι­κό ὁ­πλι­σμό) τα­ράσ­σε­ται καί τα­ράσ­σει τήν ψυ­χή. Ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐκ­δή­λω­ση αὐ­τῆς τῆς δι­α­δι­κα­σί­ας εἶ­ναι ἡ φυ­γή, ἡ ὑ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ στρα­τοῦ. Ἡ πο­δη­γέ­τη­ση τῆς ψυ­χῆς ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς παν­το­δυ­να­μί­ας τῆς ὄ­ψε­ως ἐ­δῶ δέν δη­λώ­νε­ται ἄ­με­σα, ὅπως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ λό­γου (λό­γος δυ­νά­στης μέ­γας ἔ­στιν): κα­θί­στα­ται φα­νε­ρή ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι μπο­ρεῖ νά ξε­πε­ρά­σει καί τήν ἰ­σχύ τοῦ νό­μου καί τό προ­σω­πι­κό ὄ­φε­λος πού προ­κύ­πτει ἀ­πό τή νί­κη.
 
Ἡ συ­ζή­τη­ση τῆς ὄ­ψε­ως ἀ­πα­σχο­λεῖ τόν Γορ­γί­α καί στήν πα­ρά­γρα­φο 17, ὅπου ἀ­να­φέ­ρον­ται γε­νι­κά οἱ συ­νέ­πει­ες τοῦ φό­βου πού προ­κα­λεῖ­ται ἀ­πό τήν ὄ­ψιν. Ἐ­δῶ κλι­μα­κώ­νον­ται τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ φό­βου, χω­ρίς νά ἀ­να­φέ­ρον­ται συγ­κε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ἕ­να φο­βε­ρό θέ­α­μα ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο σέ πα­θο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις, ὅπως εἶ­ναι ἡ μα­νί­α, ἐκ­δή­λω­ση τῆς ὁ­ποί­ας συ­νι­στοῦν οἱ μά­ται­οι πό­νοι, οἱ πρά­ξεις δη­λα­δή ἐ­κεῖ­νες πού δέν ξε­κι­νοῦν καί δέν κα­τα­λή­γουν σέ κά­ποιο συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὡς ἐ­δῶ, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ὄ­ψε­ως φαί­νε­ται ἀ­σύν­δε­τη μέ τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς Ἑ­λέ­νης, ὅπως καί ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γου. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅμως, ἡ ἐ­πί­δει­ξη γνώ­σε­ων ἐκ μέ­ρους τοῦ ρή­το­ρα ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στήν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α του καί ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­ρος τῆς ἀ­ναπό­σπα­στο. Ἡ δό­ξα τοῦ ρή­το­ρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς γνώ­σ­η. Ἡ ἀρ­χι­κά ἀ­θώ­α πε­ρι­γρα­φή τῆς λει­τουρ­γί­ας τῶν μη­χα­νι­σμῶν τῆς ὄ­ψε­ως καί τῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων τους σ­τήν ψυ­χή προ­ε­τοι­μά­ζει τή με­τά­βα­ση στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἑ­λέ­νης.
 
Ἡ με­τά­βα­ση αὐτή γί­νε­ται μέ τήν πα­ρεμ­βο­λή τῆς πα­ρα­γρά­φου 18, ἡ ὁ­ποί­α ξε­κι­νᾶ μέ μι­ά γε­νι­κή πραμά­τευ­ση τῆς ὄ­ψε­ως γιά νά κα­τα­λή­ξει στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἡ πα­ρά­γρα­φος αὐτή ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς εἰ­κα­στι­κές τέ­χνες, τή ζω­γρα­φι­κή καί τή γλυ­πτι­κή συγ­κε­κρι­μέ­να, τῶν ὁ­ποίων τά ἔρ­γα εἶ­ναι πλα­σμέ­να γιά νά τέρ­πουν τήν ὄ­ψιν καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο νά προ­κα­λο­ῦν τόν ἔ­ρω­τα. Ἡ ὄ­ψις καί ὁ ἔ­ρως συν­ται­ρι­ά­ζον­ται ἐδῶ, ὥ­στε στήν ἑ­πό­μενη πα­ρά­γρα­φο νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἐνα ἀ­διάσπαστο ζε­ῦ­γος.
 
Ἄν, λοι­πόν, ἡ Ἑ­λέ­νη - ἤ κα­λύ­τε­ρα τά μά­τια τῆς Ἑ­λέ­νης - εἶ­δε τόν Πά­ρη καί πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή της στόν ἔ­ρω­τα, τό­τε δέν πρέ­πει νά τήν κα­τη­γο­ροῦ­με. Ἡ ψυ­χή ἐ­ξάλ­λου, ὅπως μᾶς εἶ­πε ἤδη ὁ Γορ­γί­ας, παίρ­νει τή μορ­φή πού τῆς δί­νει ἡ ὄ­ψις καί συμ­πε­ριφέ­ρε­ται ἀ­να­λό­γως. Ὁ ἔ­ρω­τας, ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι θε­ός, καί κα­τά συ­νέ­πει­α ἀ­νώ­τε­ρος τοῦ ἀν­θρώ­που.
 
Τό Ἐγ­κώ­μι­ον κλεί­νει μέ μι­άν ἀν­τί­στρο­φη ἀ­ναφο­ρά στίς αἰ­τί­ες πού ἔ­φε­ραν τήν Ἑ­λέ­νη στήν Τροί­α. Ὁ ρή­το­ρας σέ μι­άν αὐ­το­α­να­φο­ρι­κή ἀ­πο­στρο­φή του ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅτι ἐ­πέ­τυ­χε στόν στό­χο πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε θέ­σει στήν ἀρ­χή του λό­γου του: νά ἀ­παλ­λά­ξει δη­λα­δή τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τήν ἄ­δι­κη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη γνώ­μη (δό­ξαν) πού εἶ­χε σχη­μα­τι­στεῖ γι’ αὐ­τήν.
 
Ἡ ἔκ­πλη­ξη, τό νέ­ο στοι­χεῖ­ο, μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται γιά τό τέ­λος: ὁ Γορ­γί­ας μᾶς λέ­ει πώς ὅ,­τι ἀ­κού­σαμε, ἐ­κτός ἀ­πό ἐγ­κώ­μι­ο γιά τήν Ἑ­λέ­νη, ἦ­ταν γιά τόν ἴ­διον ἐνα παί­γνι­ον. Ἕ­να παι­χνί­δι εἶ­ναι, λοι­πόν, ὅσα λέ­γον­ται τό­σο σο­βα­ρο­φα­νῶς· παί­γνι­ον, ἑνός ἀνθρώ­που πού ξέ­ρει νά δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ ἴ­διος τόν ζω­τι­κό χῶ­ρο τοῦ λό­γου του.
     
Χρο­νο­λό­γη­ση το­ῦ Ἐγ­κω­μί­ου
 
Ἡ χρο­νο­λό­γη­ση το­ῦ ’Ἐγ­κω­μί­ου τῆς Ἑ­λέ­νης εἶ­ναι μι­ά ἀρ­κε­τά δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση. Κα­θώς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον καί ἡ Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α εἶ­ναι τά μό­να ρη­το­ρι­κά κεί­με­να τοῦ Γορ­γί­α πού σῴ­ζον­ται ὁ­λό­κλη­ρα - ἐ­νῷ ἀ­πό τά ὑ­πό­λοι­πα ἔρ­γα του ἐ­λά­χι­στα μό­νον ἀ­πο­σπά­σμα­τα δι­α­θέ­του­με, κι αὐτά ἀ­πό ἔμ­με­σες πη­γές - ἡ χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου θά πρέ­πει ἀ­ναγ­κα­στι­κά νά στη­ρι­χθεῖ ἀφ’ ἑνός στή σύγ­κρι­ση μέ τήν Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α καί ἀφ’ ἕ­τε­ρου σέ πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ἀν­τλοῦ­με ἀ­πό ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων.
 
Ὁ Maass (1888, σ. 578) ὑ­πο­στή­ρι­ξε πῶς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον προ­η­γεῖ­ται χρο­νο­λο­γι­κά της Ἀ­πο­λο­γί­ας καί στη­ρί­ζει τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό του στό ὅτι τό Ἐγ­κώ­μι­ον εἶ­ναι πι­ό ἄ­τε­χνο ὑ­φο­λο­γι­κά, ὅπως μαρ­τυ­ροῦν οἱ πε­ρι­πτώ­σεις χα­σμω­δί­ας, πού στήν Ἀ­πο­λο­γί­α σχε­δόν ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται. Θέ­τει δέ ὡς terminus ante quem γιά τή συγ­γρα­φή καί τῶν δύ­ο ἔρ­γων τό 411 π.Χ., χρο­νιά θα­νά­του το­ῦ Ἀν­τι­φών­τα τοῦ Ρα­μνού­σι­ου, μα­θη­τῆ τοῦ Γορ­γί­α, ὁ ὁποῖος στό τέ­λος το­ῦ λό­γου του Πε­ρί το­ῦ Ἡ­ρώ­δου Φό­νου χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς ἴ­δι­ες με­τα­φο­ρές πού εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Γορ­γί­ας σέ ἐνα χω­ρί­ο τῆς Ἀ­πο­λο­γί­ας.
 
Με­τα­γε­νέ­στε­ροι με­λε­τη­τές προ­σπά­θη­σαν νά προσ­δι­ο­ρί­σουν ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τή χρο­νο­λο­γί­α συγ­γρα­φῆς τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου σέ σχέ­ση μέ δύ­ο τρα­γῳ­δί­ες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, πού ἔ­χουν ὡς ἡ­ρω­ί­δα τήν Ἑ­λέ­νη, τίς Τρω­ά­δες καί τήν Ἑ­λέ­νη, οἱ ὁ­ποιες πα­ρα­στά­θη­καν τό 415 καί 412 ἀν­τί­στοι­χα.
 
Ὁ Preuss (1911, σ. 9) ὑ­πο­στη­ρί­ζει πῶς τό Ἐγ­κώ­μι­ον γρά­φτη­κε με­τα­ξύ το­ῦ 415 καί το­ῦ 412, ἐ­πει­δή θε­ω­ρεῖ πῶς μέ­ρος τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Γορ­γί­ας γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς Ἑ­λέ­νης βρί­σκε­ται καί στίς Τρω­ά­δες.
 
Τήν ἄ­πο­ψη αὐτή ἀ­να­σκεύ­α­σε μέ ἀρ­κε­τά πει­στι­κή ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α ἡ Orsini (1956) ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅτι τό Ἐγ­κώ­μι­ον γρά­φτη­κε πρίν ἀ­πό τίς Τρω­ά­δες, ὅπως μαρ­τυ­ροῦν οἱ στ. 981-990, ὅπου ὁ Εὐ­ρι­πί­δης φαί­νε­ται νά ἀ­σκε­ῖ κρι­τι­κή στόν Γορ­γί­α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν στ. 989 ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δι­ά στό­μα­τος Ἑ­κά­βης γε­λοι­ο­ποι­εῖ τήν ἀ­πό­δο­ση τῆς εὐ­θύ­νης στόν θε­ό Ἔ­ρω­τα λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: τά μῶ­ρα γάρ πάντ' ἐ­στίν Ἀ­φρο­δί­τη βρο­τοῖς: μέ ἄλλα λό­γι­α, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­νο­η­σί­α δι­α­πράτ­τουν οἱ θνη­τοί τήν ἀ­πο­δί­δουν στήν Ἀ­φρο­δί­τη (στόν ἔ­ρω­τα).
 
Ἐ­πί­σης, σ­τούς στ. 998-1001 ἡ Ἑ­κά­βη συ­νε­χί­ζον­τας τό κα­τη­γο­ρη­τή­ρι­ό της πρός τήν Ἑ­λέ­νη τῆς λέ­ει πώς δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι ὁ Πά­ρις τήν ἅρ­πα­ξε μέ τή βί­α, ἀ­φο­ῦ ἡ ἴ­δια συ­ναί­νε­σε χω­ρίς νά προ­βά­λει ἀν­τί­στα­ση, καί τά λό­γι­α αὐτά φαί­νε­ται ὅτι ἀ­παν­τοῦν σ­τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Γορ­γί­α πώς ἡ Ἑ­λέ­νη δέν εὐ­θύ­νε­ται, ἐ­πει­δή ἁρ­πά­χθη­κε μέ τή βί­α (Ἑλ. Ἐγκ.).
 
Ή Orsini (1956, ο. 85) ἀ­να­φέ­ρει καί ἐνα τρί­το χω­ρί­ο τῶν Τρω­ά­δων, πι­ό ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό, ὅπου ἡ Ἑ­κά­βη δη­λώ­νει πώς ἡ Ἑ­λέ­νη δέν θά κα­τα­φέ­ρει, ὡ­ραι­ο­ποι­ών­τας τό σφάλ­μα της, νά πεί­σει αὐ­τούς πού εἶ­ναι σο­φοί (στ. 981-82), φρά­ση μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ Εὐ­ρι­πί­δης μοιά­ζει νά ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Γορ­γί­α, πού μέ τήν τέ­χνη τῆς πει­θο­ῦς καί μέ τά πε­ρί­τε­χνα ὑ­φο­λο­γι­κά του σχή­μα­τα ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ὑ­πο­βά­λει στούς ἀ­κρο­α­τές του συγ­κε­κρι­μέ­νη ἄ­πο­ψη γιά τά πράγ­μα­τα καί δι­α­τεί­νε­ται ὅτι μπο­ρεῖ νά τό ἐ­πι­τύχει, ἐ­πει­δή οἱ ἀ­κρο­α­τές του ἔ­χουν ὡς σύμ­βου­λο τῆς ψυ­χῆς τους τή γνώ­μη (δό­ξαν) καί ὄ­χι τή γνώ­ση (σο­φί­α).
 
Ἄν δε­χτοῦ­με τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τῆς Orsini, τό­τε τό Ἐγ­κώ­μι­ον θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ χρο­νο­λο­γι­κά πρίν ἀ­πό τό 415 π.Χ. Θέ­τον­τας καί ὡς terminus post quem τό 430 π.Χ., ἐ­πει­δή τό­τε ἄρ­χι­σε ἡ συ­στη­μα­τι­κή ἐ­να­σχό­λη­ση τοῦ Γορ­γί­α μέ τή ρη­το­ρι­κή, μπο­ροῦ­με νά πού­με πώς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς πρῶ­τες - ἄν ὄ­χι ἡ ἀρ­χαιότε­ρη - μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ ἔν­τε­χνου ἀτ­τι­κοῦ πε­ζοῦ λό­γου (βλ. Orsini 1956, σ. 86).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου