Πώς έγινε η μοιρασιά ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση ωμής βίας ήταν αδιανόητη. Οι άνθρωποι είναι πολύ αδύναμοι, τους αγγίζεις και γίνονται σκόνη. Επιπλέον, οι αθάνατοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν με τους θνητούς σε ισότιμη βάση. Επιβάλλεται λοιπόν μια λύση η οποία δε θα προκύψει ούτε από το δίκαιο του ισχυροτέρου ούτε από μια συνεννόηση μεταξύ ίσων. Για να βάλει σε εφαρμογή την αναγκαστικά μεσοβέζικη, παράδοξη αυτή διαδικασία, ο Δίας καλεί ένα πρόσωπο που ονομάζεται Προμηθέας. Αυτός έχει επίσης κάποια σχέση με τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο θεοί και άνθρωποι θα ξεχωρίσουν και θα διευθετηθεί ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Γιατί ο Προμηθέας είναι το κατάλληλο πρόσωπο; Διότι η θέση του στον κόσμο των θεών είναι διφορούμενη, απροσδιόριστη, παράδοξη. Τον ονομάζουν Τιτάνα. Στην πραγματικότητα είναι γιος του Ιαπετού, του αδελφού του Κρόνου. Ο Προμηθέας λοιπόν δεν είναι ο ίδιος Τιτάνας, δεν είναι όμως και ολύμπιος θεός, διότι ανήκει σε διαφορετική γενιά. Είναι σπορά των Τιτάνων, όπως και ο αδελφός του ο Άτλας, τον οποίο επίσης θα τιμωρήσει ο Δίας. Ο Προμηθέας είναι πνεύμα αντιλογίας, πονηρός και απείθαρχος, έτοιμος πάντα για κριτική. Γιατί ο Δίας του αναθέτει να διευθετήσει την υπόθεση αυτή; Διότι όντας Τιτάνας χωρίς να είναι ακριβώς Τιτάνας, ο Προμηθέας δεν πολέμησε στο πλευρό των Τιτάνων ενάντια στον Δία. Κράτησε ουδέτερη στάση, δεν έλαβε μέρος στη μάχη. Πολλές παραδόσεις μάλιστα αναφέρουν ότι ο Προμηθέας βοήθησε τον Δία και ότι χωρίς τις συμβουλές που του έδωσε —όντας πολυμήχανος και πανούργος— ο Δίας δε θα τα είχε καταφέρει. Σύμμαχος αλλά όχι οπαδός: δεν έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Δία, είναι αυτόνομος, ενεργεί για λογαριασμό του και μόνο. Ο Δίας και ο Προμηθέας έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά σε επίπεδο ευφυΐας και πνεύματος. Χαρακτηριστικό και των δύο είναι η οξύνοια και η διορατικότητα, είναι πολυμήχανοι, μια ιδιότητα την οποία στους θεούς συμβολίζει η Αθηνά και στους θνητούς ο Οδυσσέας. 0 πολυμήχανος άνθρωπος καταφέρνει και γλιτώνει ακόμα και στις πιο απελπιστικές καταστάσεις, βρίσκει λύση όταν τα πράγματα φτάνουν σε αδιέξοδο και, για να υλοποιήσει τα σχέδιά του, δε διστάζει να πει ψέματα, να στήσει παγίδες στον αντίπαλο και να χρησιμοποιήσει κάθε λογής πονηριά. Έχουν το κοινό αυτό χαρακτηριστικό. Και την ίδια στιγμή τους χωρίζει μια άβυσσος. Ο Δίας είναι ο βασιλιάς, ο κυρίαρχος που συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία. Στο πεδίο αυτό, ο Προμηθέας δεν ανταγωνίζεται διόλου το Δία. Οι Τιτάνες ήταν οι αντίπαλοι των Ολυμπίων και ο Κρόνος ο αντίπαλος του Δία, ο οποίος επιθυμούσε να διατηρήσει την εξουσία του όταν ο Δίας επεδίωκε να του πάρει τη θέση. Του Προμηθέα ούτε του πέρασε ποτέ από το νου να γίνει βασιλιάς, επ’ ουδενί δεν ανταγωνίζεται το Δία. 0 Προμηθέας ανήκει βεβαίως στον κόσμο που δημιούργησε ο Δίας, τον κόσμο της μοιρασιάς, έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαστρωματωμένο με βάση τις διάφορες θέσεις και τιμές· η θέση του όμως δεν είναι προσδιορισμένη με σαφήνεια. Και θα γίνει ακόμα πιο πολύπλοκη όταν ο Δίας θα τον καταδικάσει και θα τον αλυσοδέσει, προτού τον ελευθερώσει και συμφιλιωθεί μαζί του. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ταλάντευση στο προσωπικό του πεπρωμένο, μια παλινδρόμηση ανάμεσα στην εχθρότητα και την ομόνοια. Θα μπορούσαμε με δυο λόγια να πούμε ότι ο Προμηθέας εκφράζει, μέσα στο συγκροτημένο αυτό σύμπαν, την εσωτερική αμφισβήτηση. Δε θέλει να πάρει τη θέση του Δία, αλλά, μέσα στην τάξη που αυτός έχει εγκαθιδρύσει, είναι μια χαμηλόφωνη αμφισβήτηση, κάτι σαν Μάης του ’68 στον Όλυμπο, στους κόλπους του θεϊκού κόσμου. Η σχέση του Προμηθέα με τους ανθρώπους είναι σχέση συνενοχής, η φύση τους είναι κοινή. Η θέση του προσεγγίζει τη θέση των ανθρώπων, οι οποίοι επίσης είναι αμφίσημα πλάσματα, η μια πλευρά τους είναι θεϊκή —μοιράζονταν αρχικά την ύπαρξή τους με τους θεούς— και η άλλη ζωώδης, κτηνώδης. Και οι άνθρωποι και ο Προμηθέας έχουν λοιπόν κάποιες αντιφατικές πλευρές.
Ας δούμε λοιπόν τη σκηνή. Ως συνήθως, συγκεντρώνονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Ο Δίας κάθεται στην πρώτη σειρά και αναθέτει τη μοιρασιά στον Προμηθέα. Τι πρόκειται να κάνει εκείνος; Φέρνει ένα μεγάλο βόδι, έναν υπέροχο ταύρο, τον σφάζει και στη συνέχεια τον τεμαχίζει. Χωρίζει τα κομμάτια του σε δύο και όχι σε τρία μέρη. Το καθένα, έτσι όπως το έχει ετοιμάσει ο Προμηθέας, εκφράζει τη θέση των θεών και των ανθρώπων αντίστοιχα. Στα όρια του διαχωρισμού αυτού θα χαραχτεί, δηλαδή, η γραμμή που θα χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς. Τι κάνει ο Προμηθέας; Ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία της ελληνικής θυσίας: σφάζουμε το ζώο, το γδέρνουμε, και μετά αρχίζουμε να το τεμαχίζουμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε ειδικότερα είναι ότι ξεχωρίζουμε τα μακριά κόκαλα, τα κόκαλα των πίσω και των μπροστινών ποδιών, τα λευκά οστέα, και τα καθαρίζουμε εντελώς από το κρέας. Αφού τελείωσε αυτή τη δουλειά, ο Προμηθέας μάζεψε όλα τα λευκά οστά του ζώου. Τα έκανε ένα σωρό και τύλιξε το μερίδιο αυτό με ένα λεπτό, λευκό στρώμα λαχταριστό ξίγκι. Έχει φτιάξει λοιπόν το πρώτο δέμα. Στη συνέχεια ο Προμηθέας φτιάχνει και το δεύτερο, όπου βάζει όλα τα κρέατα, τις σάρκες, όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Αυτό το δέμα, μαζί με την πέτσα που περιβάλλει κάθε φαγώσιμο κομμάτι του ζώου, το βάζει στη συνέχεια μέσα στη γαστέρα του ζώου, στο στομάχι του, στη γλοιώδη, άσχημη, αποκρουστική στην όψη βοϊδοκοιλιά. Έχουμε λοιπόν την εξής μοιρασιά: το λευκό, λαχταριστό ξίγκι καλύπτει απλώς κόκαλα λευκά, χωρίς καθόλου κρέας, και η ελάχιστα ορεκτική βοϊδοκοιλιά περιέχει όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Ο Προμηθέας φέρνει τα δυο δέματα στο τραπέζι, μπροστά στο Δία. Αναλόγως με τη δική του επιλογή, θα χαραχτεί το όριο μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ο Δίας κοιτάζει τις δυο μερίδες και λέει: «Προμηθέα δόλιε και παμπόνηρε, η μοιρασιά σου είναι άνιση!». Ο Προμηθέας τον κοιτάζει υπομειδιώντας. Ο Δίας, φυσικά, διέβλεψε εξαρχής την πονηριά, αποδέχεται όμως τους κανόνες του παιχνιδιού. Του προτείνουν να διαλέξει πρώτος και δέχεται. Με ύφος απόλυτα ικανοποιημένο παίρνει λοιπόν την πιο όμορφη μερίδα, το δέμα με το λευκό, λαχταριστό ξίγκι. Όλος ο κόσμος τον κοιτάζει, εκείνος ανοίγει το δέμα και ανακαλύπτει τα λευκά οστά, χωρίς καθόλου κρέας πάνω τους. Τότε λοιπόν τον Δία τον πιάνει λύσσα φοβερή ενάντια σ’ αυτόν που πήγε να τον γελάσει. Έτσι τελειώνει η πρώτη πράξη της ιστορίας αυτής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις. Με το τέλος του συγκεκριμένου επεισοδίου, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τους θεούς έχει καθοριστεί, είναι η θυσία, σαν αυτήν που τέλεσε ο Προμηθέας τεμαχίζοντας το ζώο. Στο βωμό, έξω από το ναό, καίγονται θυμιάματα που βγάζουν ευωδιαστό καπνό, και στη συνέχεια πάνω τους τοποθετούνται τα λευκά οστά. Το μερίδιο των θεών είναι τα λευκά οστά, τυλιγμένα μέσα σε ξίγκι γυαλιστερό, και ανεβαίνουν, ως καπνός, στον ουρανό. Οι άνθρωποι, από την άλλη, παίρνουν το υπόλοιπο ζώο, το ψήνουν ή το βράζουν και το τρώνε. Περνάνε σε μακριές σιδερένιες ή χάλκινες σούβλες κομμάτια κρέας, ειδικά το συκώτι του ζώου και άλλα λαχταριστά κομμάτια, και τα ψήνουν στη φωτιά. Κάποια άλλα κομμάτια, πάλι, τα βάζουν σε μεγάλα καζάνια και τα βράζουν. Άλλα κομμάτια λοιπόν τα ψήνουν, άλλα τα βράζουν: οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε από δω και πέρα το κρέας των ζώων που θυσιάζουν και να στέλνουν στους θεούς το δικό τους μερίδιο, δηλαδή τον ευωδιαστό καπνό. Η ιστορία αυτή είναι εκπληκτική, αφού δείχνει, όπως φαίνεται, ότι ο Προμηθέας μπόρεσε να γελάσει το Δία, δίνοντας στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο του σφάγιου. Ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους το κομμάτι του ζώου που τρώγεται, συγκαλυμμένο, κρυμμένο, ώστε να μοιάζει μη βρώσιμο, κάτω από μια όψη αποκρουστική και στους θεούς εκείνο το μέρος που δεν τρώγεται, τυλιγμένο, κρυμμένο, καλυμμένο από ένα στρώμα λαχταριστού και γυαλιστερού λίπους. Η μοιρασιά που κάνει δεν είναι τίμια, αφού τα φαινόμενα απατούν. Το καλό κρύβεται μέσα στην ασχήμια και το κακό παρουσιάζεται ως όμορφο. Έδωσε όμως στα αλήθεια στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο; Και ως προς αυτό, επικρατεί αμφισημία. Είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι παίρνουν το βρώσιμο μέρος του ζώου, επειδή όμως είναι θνητοί και έχουν ανάγκη την τροφή. Η μοίρα τους είναι η αντίθετη από τη μοίρα των θεών, ζουν μόνο στο βαθμό που διαρκώς τρέφονται. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις, είναι αναγκασμένοι να αντλούν την ενέργεια που χρειάζονται από τον περιβάλλοντα κόσμο, διαφορετικά πεθαίνουν. Οι άνθρωποι προσδιορίζονται από το γεγονός ότι τρέφονται με ψωμί και με το κρέας των θυσιών και πίνουν το κρασί που βγαίνει από το αμπέλι. Οι θεοί δεν έχουν ανάγκη την τροφή. Το ψωμί, το κρασί, η σάρκα των σφαγίων, όλα αυτά τούς είναι άγνωστα. Ζούνε χωρίς να τρέφονται, καταναλώνοντας μόνο κάποιες ψευδοτροφές, όπως το νέκταρ και η αμβροσία, η τροφή των αθανάτων. Η ζωτικότητα των θεών είναι λοιπόν διαφορετικής υφής από των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ζωτικότητα είναι κατώτερη, το ίδιο και η ύπαρξη και η δύναμή τους: μια ενέργεια με διακυμάνσεις. Πρέπει συνεχώς να τη συντηρούν. Ένα ανθρώπινο πλάσμα, μόλις καταβάλει μια προσπάθεια, αισθάνεται κούραση, εξάντληση, πείνα. Με άλλα λόγια, στη μοιρασιά που έκανε ο Προμηθέας, το καλύτερο μερίδιο τελικά είναι αυτό που κρύβει κάτω από μια όψη λαχταριστή, τα γυμνά κόκαλα. Πράγματι, τα λευκά οστά συμβολίζουν ό,τι πραγματικά πολύτιμο, μη θνητό διαθέτει το ζώο ή το ανθρώπινο πλάσμα τα κόκαλα δε λιώνουν, συγκροτούν την αρχιτεκτονική του σώματος. Η σάρκα διαλύεται, αποσυντίθεται, ενώ ο σκελετός αποτελεί το σταθερό στοιχείο. Είναι το μέρος του ζώου που δεν τρώγεται, το κομμάτι του που δεν είναι θνητό, που παραμένει αμετάβλητο, που προσεγγίζει, συνεπώς, περισσότερο τη θεϊκή φύση. Αυτοί που έπλασαν τις ιστορίες αυτές θεωρούσαν τα κόκαλα εξαιρετικά σημαντικά για έναν ακόμη λόγο, επειδή περιέχουν το μεδούλι, το υγρό αυτό που οι Έλληνες πιστεύουν ότι σχετίζεται με τον εγκέφαλο, όπως επίσης και με το σπέρμα του άντρα. Το μεδούλι εκφράζει τη συνέχεια της ζωτικότητας ενός ζώου μέσα από τη διαδοχή των γενεών, διασφαλίζει τη γονιμότητα και την ύπαρξη απογόνων. Αποτελεί σημάδι ότι κάποιος δεν είναι μόνος και έρημος αλλά έχει τέκνα. Με όλο αυτό το θέατρο που επινόησε ο Προμηθέας, στους θεούς προσφέρεται τελικά η ζωτικότητα του ζώου, ενώ οι άνθρωποι παίρνουν το κρέας, το νεκρό ζώο δηλαδή. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τρέφονται με κομμάτια νεκρού ζώου με τη μοιρασιά αυτή, η θνητότητα σφραγίζει καταλυτικά τη μοίρα τους. Οι άνθρωποι από δω και μπρος θα είναι θνητοί, εφήμεροι, σε αντίθεση με τους θεούς, που δεν είναι θνητοί. Η συγκεκριμένη μοιρασιά της τροφής έθεσε τη σφραγίδα της θνητότητας στους ανθρώπους και, αντίστοιχα, τη σφραγίδα της αθανασίας στους θεούς. Όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Δίας. Αν ο Προμηθέας είχε μοιράσει απλώς το ζώο στα δύο και έβαζε από τη μια μεριά τα κόκαλα και από την άλλη το κρέας, τότε ο Δίας θα μπορούσε να επιλέξει τα κόκαλα και τη ζωή του ζώου. Έτσι όμως που ήταν όλα παραπλανητικά, κάτω από μια απατηλή όψη, καθώς δηλαδή ήταν το κρέας κρυμμένο μέσα στη γαστέρα, στην κοιλιά του ζώου, και τα κόκαλα ήταν σκεπασμένα με γυαλιστερό λίπος, ο Δίας είδε ότι ο Προμηθέας πήγαινε να τον γελάσει. Και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Φυσικά, στη μάχη αυτή των τεχνασμάτων ανάμεσα στο Δία και τον Τιτάνα, ο ένας προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον, είναι αντίπαλοι όπως σε μια παρτίδα σκάκι, ο καθένας παίζει μπαμπέσικα για να φέρει τον άλλον σε δύσκολη θέση και να κάνει ρουά και ματ. Στη σύγκρουση αυτή, νικητής βγαίνει τελικά ο Δίας· τουλάχιστον, όμως, ο Τιτάνας, με τις πονηριές του, τον έχει κλονίσει.
Ας δούμε λοιπόν τη σκηνή. Ως συνήθως, συγκεντρώνονται οι θεοί και οι άνθρωποι. Ο Δίας κάθεται στην πρώτη σειρά και αναθέτει τη μοιρασιά στον Προμηθέα. Τι πρόκειται να κάνει εκείνος; Φέρνει ένα μεγάλο βόδι, έναν υπέροχο ταύρο, τον σφάζει και στη συνέχεια τον τεμαχίζει. Χωρίζει τα κομμάτια του σε δύο και όχι σε τρία μέρη. Το καθένα, έτσι όπως το έχει ετοιμάσει ο Προμηθέας, εκφράζει τη θέση των θεών και των ανθρώπων αντίστοιχα. Στα όρια του διαχωρισμού αυτού θα χαραχτεί, δηλαδή, η γραμμή που θα χωρίζει τους ανθρώπους από τους θεούς. Τι κάνει ο Προμηθέας; Ακολουθεί τη συνήθη διαδικασία της ελληνικής θυσίας: σφάζουμε το ζώο, το γδέρνουμε, και μετά αρχίζουμε να το τεμαχίζουμε. Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουμε ειδικότερα είναι ότι ξεχωρίζουμε τα μακριά κόκαλα, τα κόκαλα των πίσω και των μπροστινών ποδιών, τα λευκά οστέα, και τα καθαρίζουμε εντελώς από το κρέας. Αφού τελείωσε αυτή τη δουλειά, ο Προμηθέας μάζεψε όλα τα λευκά οστά του ζώου. Τα έκανε ένα σωρό και τύλιξε το μερίδιο αυτό με ένα λεπτό, λευκό στρώμα λαχταριστό ξίγκι. Έχει φτιάξει λοιπόν το πρώτο δέμα. Στη συνέχεια ο Προμηθέας φτιάχνει και το δεύτερο, όπου βάζει όλα τα κρέατα, τις σάρκες, όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Αυτό το δέμα, μαζί με την πέτσα που περιβάλλει κάθε φαγώσιμο κομμάτι του ζώου, το βάζει στη συνέχεια μέσα στη γαστέρα του ζώου, στο στομάχι του, στη γλοιώδη, άσχημη, αποκρουστική στην όψη βοϊδοκοιλιά. Έχουμε λοιπόν την εξής μοιρασιά: το λευκό, λαχταριστό ξίγκι καλύπτει απλώς κόκαλα λευκά, χωρίς καθόλου κρέας, και η ελάχιστα ορεκτική βοϊδοκοιλιά περιέχει όλα τα κομμάτια του ζώου που τρώγονται. Ο Προμηθέας φέρνει τα δυο δέματα στο τραπέζι, μπροστά στο Δία. Αναλόγως με τη δική του επιλογή, θα χαραχτεί το όριο μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ο Δίας κοιτάζει τις δυο μερίδες και λέει: «Προμηθέα δόλιε και παμπόνηρε, η μοιρασιά σου είναι άνιση!». Ο Προμηθέας τον κοιτάζει υπομειδιώντας. Ο Δίας, φυσικά, διέβλεψε εξαρχής την πονηριά, αποδέχεται όμως τους κανόνες του παιχνιδιού. Του προτείνουν να διαλέξει πρώτος και δέχεται. Με ύφος απόλυτα ικανοποιημένο παίρνει λοιπόν την πιο όμορφη μερίδα, το δέμα με το λευκό, λαχταριστό ξίγκι. Όλος ο κόσμος τον κοιτάζει, εκείνος ανοίγει το δέμα και ανακαλύπτει τα λευκά οστά, χωρίς καθόλου κρέας πάνω τους. Τότε λοιπόν τον Δία τον πιάνει λύσσα φοβερή ενάντια σ’ αυτόν που πήγε να τον γελάσει. Έτσι τελειώνει η πρώτη πράξη της ιστορίας αυτής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις. Με το τέλος του συγκεκριμένου επεισοδίου, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τους θεούς έχει καθοριστεί, είναι η θυσία, σαν αυτήν που τέλεσε ο Προμηθέας τεμαχίζοντας το ζώο. Στο βωμό, έξω από το ναό, καίγονται θυμιάματα που βγάζουν ευωδιαστό καπνό, και στη συνέχεια πάνω τους τοποθετούνται τα λευκά οστά. Το μερίδιο των θεών είναι τα λευκά οστά, τυλιγμένα μέσα σε ξίγκι γυαλιστερό, και ανεβαίνουν, ως καπνός, στον ουρανό. Οι άνθρωποι, από την άλλη, παίρνουν το υπόλοιπο ζώο, το ψήνουν ή το βράζουν και το τρώνε. Περνάνε σε μακριές σιδερένιες ή χάλκινες σούβλες κομμάτια κρέας, ειδικά το συκώτι του ζώου και άλλα λαχταριστά κομμάτια, και τα ψήνουν στη φωτιά. Κάποια άλλα κομμάτια, πάλι, τα βάζουν σε μεγάλα καζάνια και τα βράζουν. Άλλα κομμάτια λοιπόν τα ψήνουν, άλλα τα βράζουν: οι άνθρωποι θα πρέπει να τρώνε από δω και πέρα το κρέας των ζώων που θυσιάζουν και να στέλνουν στους θεούς το δικό τους μερίδιο, δηλαδή τον ευωδιαστό καπνό. Η ιστορία αυτή είναι εκπληκτική, αφού δείχνει, όπως φαίνεται, ότι ο Προμηθέας μπόρεσε να γελάσει το Δία, δίνοντας στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο του σφάγιου. Ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους το κομμάτι του ζώου που τρώγεται, συγκαλυμμένο, κρυμμένο, ώστε να μοιάζει μη βρώσιμο, κάτω από μια όψη αποκρουστική και στους θεούς εκείνο το μέρος που δεν τρώγεται, τυλιγμένο, κρυμμένο, καλυμμένο από ένα στρώμα λαχταριστού και γυαλιστερού λίπους. Η μοιρασιά που κάνει δεν είναι τίμια, αφού τα φαινόμενα απατούν. Το καλό κρύβεται μέσα στην ασχήμια και το κακό παρουσιάζεται ως όμορφο. Έδωσε όμως στα αλήθεια στους ανθρώπους το καλύτερο μερίδιο; Και ως προς αυτό, επικρατεί αμφισημία. Είναι βέβαιο ότι οι άνθρωποι παίρνουν το βρώσιμο μέρος του ζώου, επειδή όμως είναι θνητοί και έχουν ανάγκη την τροφή. Η μοίρα τους είναι η αντίθετη από τη μοίρα των θεών, ζουν μόνο στο βαθμό που διαρκώς τρέφονται. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτάρκεις, είναι αναγκασμένοι να αντλούν την ενέργεια που χρειάζονται από τον περιβάλλοντα κόσμο, διαφορετικά πεθαίνουν. Οι άνθρωποι προσδιορίζονται από το γεγονός ότι τρέφονται με ψωμί και με το κρέας των θυσιών και πίνουν το κρασί που βγαίνει από το αμπέλι. Οι θεοί δεν έχουν ανάγκη την τροφή. Το ψωμί, το κρασί, η σάρκα των σφαγίων, όλα αυτά τούς είναι άγνωστα. Ζούνε χωρίς να τρέφονται, καταναλώνοντας μόνο κάποιες ψευδοτροφές, όπως το νέκταρ και η αμβροσία, η τροφή των αθανάτων. Η ζωτικότητα των θεών είναι λοιπόν διαφορετικής υφής από των ανθρώπων. Η ανθρώπινη ζωτικότητα είναι κατώτερη, το ίδιο και η ύπαρξη και η δύναμή τους: μια ενέργεια με διακυμάνσεις. Πρέπει συνεχώς να τη συντηρούν. Ένα ανθρώπινο πλάσμα, μόλις καταβάλει μια προσπάθεια, αισθάνεται κούραση, εξάντληση, πείνα. Με άλλα λόγια, στη μοιρασιά που έκανε ο Προμηθέας, το καλύτερο μερίδιο τελικά είναι αυτό που κρύβει κάτω από μια όψη λαχταριστή, τα γυμνά κόκαλα. Πράγματι, τα λευκά οστά συμβολίζουν ό,τι πραγματικά πολύτιμο, μη θνητό διαθέτει το ζώο ή το ανθρώπινο πλάσμα τα κόκαλα δε λιώνουν, συγκροτούν την αρχιτεκτονική του σώματος. Η σάρκα διαλύεται, αποσυντίθεται, ενώ ο σκελετός αποτελεί το σταθερό στοιχείο. Είναι το μέρος του ζώου που δεν τρώγεται, το κομμάτι του που δεν είναι θνητό, που παραμένει αμετάβλητο, που προσεγγίζει, συνεπώς, περισσότερο τη θεϊκή φύση. Αυτοί που έπλασαν τις ιστορίες αυτές θεωρούσαν τα κόκαλα εξαιρετικά σημαντικά για έναν ακόμη λόγο, επειδή περιέχουν το μεδούλι, το υγρό αυτό που οι Έλληνες πιστεύουν ότι σχετίζεται με τον εγκέφαλο, όπως επίσης και με το σπέρμα του άντρα. Το μεδούλι εκφράζει τη συνέχεια της ζωτικότητας ενός ζώου μέσα από τη διαδοχή των γενεών, διασφαλίζει τη γονιμότητα και την ύπαρξη απογόνων. Αποτελεί σημάδι ότι κάποιος δεν είναι μόνος και έρημος αλλά έχει τέκνα. Με όλο αυτό το θέατρο που επινόησε ο Προμηθέας, στους θεούς προσφέρεται τελικά η ζωτικότητα του ζώου, ενώ οι άνθρωποι παίρνουν το κρέας, το νεκρό ζώο δηλαδή. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να τρέφονται με κομμάτια νεκρού ζώου με τη μοιρασιά αυτή, η θνητότητα σφραγίζει καταλυτικά τη μοίρα τους. Οι άνθρωποι από δω και μπρος θα είναι θνητοί, εφήμεροι, σε αντίθεση με τους θεούς, που δεν είναι θνητοί. Η συγκεκριμένη μοιρασιά της τροφής έθεσε τη σφραγίδα της θνητότητας στους ανθρώπους και, αντίστοιχα, τη σφραγίδα της αθανασίας στους θεούς. Όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Δίας. Αν ο Προμηθέας είχε μοιράσει απλώς το ζώο στα δύο και έβαζε από τη μια μεριά τα κόκαλα και από την άλλη το κρέας, τότε ο Δίας θα μπορούσε να επιλέξει τα κόκαλα και τη ζωή του ζώου. Έτσι όμως που ήταν όλα παραπλανητικά, κάτω από μια απατηλή όψη, καθώς δηλαδή ήταν το κρέας κρυμμένο μέσα στη γαστέρα, στην κοιλιά του ζώου, και τα κόκαλα ήταν σκεπασμένα με γυαλιστερό λίπος, ο Δίας είδε ότι ο Προμηθέας πήγαινε να τον γελάσει. Και αποφάσισε να τον τιμωρήσει. Φυσικά, στη μάχη αυτή των τεχνασμάτων ανάμεσα στο Δία και τον Τιτάνα, ο ένας προσπαθεί να εξαπατήσει τον άλλον, είναι αντίπαλοι όπως σε μια παρτίδα σκάκι, ο καθένας παίζει μπαμπέσικα για να φέρει τον άλλον σε δύσκολη θέση και να κάνει ρουά και ματ. Στη σύγκρουση αυτή, νικητής βγαίνει τελικά ο Δίας· τουλάχιστον, όμως, ο Τιτάνας, με τις πονηριές του, τον έχει κλονίσει.
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΕΥΣΤΟΧΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή