Ο τρόπος ζωής και η δράση του Σωκράτη
Ἀλλὰ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὡς μὲν ἐγὼ οὐκ ἀδικῶ κατὰ τὴν Μελήτου γραφήν, οὐ πολλῆς μοι δοκεῖ εἶναι ἀπολογίας, ἀλλὰ ἱκανὰ καὶ ταῦτα· ὃ δὲ καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἔλεγον, ὅτι πολλή μοι ἀπέχθεια γέγονεν καὶ πρὸς πολλούς, εὖ ἴστε ὅτι ἀληθές ἐστιν. καὶ τοῦτ᾽ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ, ἐάνπερ αἱρῇ, οὐ Μέλητος οὐδὲ Ἄνυτος ἀλλ᾽ ἡ τῶν πολλῶν διαβολή τε καὶ φθόνος. ἃ δὴ πολλοὺς καὶ ἄλλους καὶ ἀγαθοὺς
[28b] ἄνδρας ᾕρηκεν, οἶμαι δὲ καὶ αἱρήσει· οὐδὲν δὲ δεινὸν μὴ ἐν ἐμοὶ στῇ.
Ἴσως ἂν οὖν εἴποι τις· «Εἶτ᾽ οὐκ αἰσχύνῃ, ὦ Σώκρατες, τοιοῦτον ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύσας ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποθανεῖν;» ἐγὼ δὲ τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι, ὅτι «Οὐ καλῶς λέγεις, ὦ ἄνθρωπε, εἰ οἴει δεῖν κίνδυνον ὑπολογίζεσθαι τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι ἄνδρα ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφελός ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖν ὅταν πράττῃ, πότερον δίκαια ἢ ἄδικα πράττει, καὶ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ ἔργα ἢ κακοῦ. φαῦλοι
[28c] γὰρ ἂν τῷ γε σῷ λόγῳ εἶεν τῶν ἡμιθέων ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τῆς Θέτιδος ὑός, ὃς τοσοῦτον τοῦ κινδύνου κατεφρόνησεν παρὰ τὸ αἰσχρόν τι ὑπομεῖναι ὥστε, ἐπειδὴ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτῷ προθυμουμένῳ Ἕκτορα ἀποκτεῖναι, θεὸς οὖσα, οὑτωσί πως, ὡς ἐγὼ οἶμαι· “Ὦ παῖ, εἰ τιμωρήσεις Πατρόκλῳ τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον καὶ Ἕκτορα ἀποκτενεῖς, αὐτὸς ἀποθανῇ —αὐτίκα γάρ τοι,” φησί, “μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος”— ὁ δὲ τοῦτο ἀκούσας τοῦ μὲν θανάτου καὶ τοῦ κινδύνου ὠλιγώρησε, πολὺ δὲ
[28d] μᾶλλον δείσας τὸ ζῆν κακὸς ὢν καὶ τοῖς φίλοις μὴ τιμωρεῖν, “Αὐτίκα,” φησί, “τεθναίην, δίκην ἐπιθεὶς τῷ ἀδικοῦντι, ἵνα μὴ ἐνθάδε μένω καταγέλαστος παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν ἄχθος ἀρούρης.” μὴ αὐτὸν οἴει φροντίσαι θανάτου καὶ κινδύνου;»
***
Μα ότι εγώ δεν είμαι ένοχος, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως λέει ο Μέλητος, μου φαίνεται πως δεν χρειάζεται και μεγάλη απολογία να σας το αποδείξω. Φθάνουν αυτά που σας είπα. Εκείνο όμως που σας έλεγα πρωτύτερα, πως πολλοί μ᾽ εχθρευθήκανε, ξέρετε καλά πως είναι αλήθεια. Και αν θα με φάει κατιτί αυτό θα με φάει, όχι ο Μέλητος και ο Άνυτος, μα η διαβολή και ο φθόνος του κόσμου. Αυτά και άλλους πολλούς και καλούς ανθρώπους
[28b] φάγανε, και νομίζω πως θα φαν ακόμη, ούτε είναι φόβος να σταματήσει σ᾽ εμένα το κακό.
Ίσως θα μου ᾽λεγε όμως κανένας: «Δεν ντρέπεσαι λοιπόν, Σωκράτη, να πιάσεις ένα τέτοιο επάγγελμα που κινδυνεύεις τώρα να πεθάνεις;» Εδώ θ᾽ αποκρινόμουν σ᾽ αυτόν, με όλο μου το δίκαιο: Δεν τα λες καλά, άνθρωπέ μου, αν νομίζεις πως ένας άνθρωπος που κάνει έστω και την παραμικρή ωφέλεια στους άλλους πρέπει να λογαριάζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, αλλά να έχει μόνο του σκοπό, όταν κάνει κατιτί, αν αυτό που κάνει είναι δίκαιο ή άδικο κι αν ταιριάζει σε καλόν ή κακόν άνθρωπο. Γιατί τότε θα ήσαν φαύλοι,
[28c] κατά τα λόγια τα δικά σου, και οι ημίθεοι που σκοτώθηκαν στην Τροία και όλοι οι άλλοι και ο γιος της Θέτιδας που τόσο περιφρόνησε τον κίνδυνο, παρά να πάθει καμιά ντροπή, ώστε όταν η μητέρα του, που ήτανε θεά, στην ώρα που αυτός έβραζε να σκοτώσει τον Έκτορα, του είπε αυτά τα λόγια, όπως ξέρουμε: «Αν εκδικηθείς τον φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα και συ ο ίδιος θα πεθάνεις, γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τον θάνατο του Έκτορα, έτοιμη είναι κι η δική σου η μοίρα», εκείνος σαν τ᾽ άκουσε αυτά, δεν έδωκε προσοχή καθόλου στον θάνατο και στον κίνδυνο, του φάνηκε
[28d] μάλιστα φοβερότερο να ζήσει ντροπιασμένος, χωρίς να εκδικηθεί τον φίλο του. «Καλύτερα να πεθάνω αυτή τη στιγμή, είπε, και να εκδικηθώ τον ένοχο, παρά να μείνω εδώ καταγέλαστος κοντά στα καμαρωτά καράβια, βάρος της γης. Νομίζεις λοιπόν πως κι αυτός φρόντιζε καθόλου για τον θάνατο και τον κίνδυνο;» Έτσι είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι. Στη θέση που διαλέξει κανένας, γιατί μόνος του τη νόμισε καλύτερη, ή που τοποθετηθεί από τον αρχηγό του, πρέπει να μένει σταθερός, κατά τη γνώμη μου, με κάθε κίνδυνο, χωρίς να λογαριάζει καθόλου ούτε τον θάνατο ούτε άλλο τίποτε, μπροστά στην ατιμία.
Ἀλλὰ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὡς μὲν ἐγὼ οὐκ ἀδικῶ κατὰ τὴν Μελήτου γραφήν, οὐ πολλῆς μοι δοκεῖ εἶναι ἀπολογίας, ἀλλὰ ἱκανὰ καὶ ταῦτα· ὃ δὲ καὶ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἔλεγον, ὅτι πολλή μοι ἀπέχθεια γέγονεν καὶ πρὸς πολλούς, εὖ ἴστε ὅτι ἀληθές ἐστιν. καὶ τοῦτ᾽ ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρεῖ, ἐάνπερ αἱρῇ, οὐ Μέλητος οὐδὲ Ἄνυτος ἀλλ᾽ ἡ τῶν πολλῶν διαβολή τε καὶ φθόνος. ἃ δὴ πολλοὺς καὶ ἄλλους καὶ ἀγαθοὺς
[28b] ἄνδρας ᾕρηκεν, οἶμαι δὲ καὶ αἱρήσει· οὐδὲν δὲ δεινὸν μὴ ἐν ἐμοὶ στῇ.
Ἴσως ἂν οὖν εἴποι τις· «Εἶτ᾽ οὐκ αἰσχύνῃ, ὦ Σώκρατες, τοιοῦτον ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύσας ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποθανεῖν;» ἐγὼ δὲ τούτῳ ἂν δίκαιον λόγον ἀντείποιμι, ὅτι «Οὐ καλῶς λέγεις, ὦ ἄνθρωπε, εἰ οἴει δεῖν κίνδυνον ὑπολογίζεσθαι τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι ἄνδρα ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφελός ἐστιν, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖν ὅταν πράττῃ, πότερον δίκαια ἢ ἄδικα πράττει, καὶ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ ἔργα ἢ κακοῦ. φαῦλοι
[28c] γὰρ ἂν τῷ γε σῷ λόγῳ εἶεν τῶν ἡμιθέων ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τῆς Θέτιδος ὑός, ὃς τοσοῦτον τοῦ κινδύνου κατεφρόνησεν παρὰ τὸ αἰσχρόν τι ὑπομεῖναι ὥστε, ἐπειδὴ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτῷ προθυμουμένῳ Ἕκτορα ἀποκτεῖναι, θεὸς οὖσα, οὑτωσί πως, ὡς ἐγὼ οἶμαι· “Ὦ παῖ, εἰ τιμωρήσεις Πατρόκλῳ τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον καὶ Ἕκτορα ἀποκτενεῖς, αὐτὸς ἀποθανῇ —αὐτίκα γάρ τοι,” φησί, “μεθ᾽ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος”— ὁ δὲ τοῦτο ἀκούσας τοῦ μὲν θανάτου καὶ τοῦ κινδύνου ὠλιγώρησε, πολὺ δὲ
[28d] μᾶλλον δείσας τὸ ζῆν κακὸς ὢν καὶ τοῖς φίλοις μὴ τιμωρεῖν, “Αὐτίκα,” φησί, “τεθναίην, δίκην ἐπιθεὶς τῷ ἀδικοῦντι, ἵνα μὴ ἐνθάδε μένω καταγέλαστος παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν ἄχθος ἀρούρης.” μὴ αὐτὸν οἴει φροντίσαι θανάτου καὶ κινδύνου;»
***
Μα ότι εγώ δεν είμαι ένοχος, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως λέει ο Μέλητος, μου φαίνεται πως δεν χρειάζεται και μεγάλη απολογία να σας το αποδείξω. Φθάνουν αυτά που σας είπα. Εκείνο όμως που σας έλεγα πρωτύτερα, πως πολλοί μ᾽ εχθρευθήκανε, ξέρετε καλά πως είναι αλήθεια. Και αν θα με φάει κατιτί αυτό θα με φάει, όχι ο Μέλητος και ο Άνυτος, μα η διαβολή και ο φθόνος του κόσμου. Αυτά και άλλους πολλούς και καλούς ανθρώπους
[28b] φάγανε, και νομίζω πως θα φαν ακόμη, ούτε είναι φόβος να σταματήσει σ᾽ εμένα το κακό.
Ίσως θα μου ᾽λεγε όμως κανένας: «Δεν ντρέπεσαι λοιπόν, Σωκράτη, να πιάσεις ένα τέτοιο επάγγελμα που κινδυνεύεις τώρα να πεθάνεις;» Εδώ θ᾽ αποκρινόμουν σ᾽ αυτόν, με όλο μου το δίκαιο: Δεν τα λες καλά, άνθρωπέ μου, αν νομίζεις πως ένας άνθρωπος που κάνει έστω και την παραμικρή ωφέλεια στους άλλους πρέπει να λογαριάζει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει, αλλά να έχει μόνο του σκοπό, όταν κάνει κατιτί, αν αυτό που κάνει είναι δίκαιο ή άδικο κι αν ταιριάζει σε καλόν ή κακόν άνθρωπο. Γιατί τότε θα ήσαν φαύλοι,
[28c] κατά τα λόγια τα δικά σου, και οι ημίθεοι που σκοτώθηκαν στην Τροία και όλοι οι άλλοι και ο γιος της Θέτιδας που τόσο περιφρόνησε τον κίνδυνο, παρά να πάθει καμιά ντροπή, ώστε όταν η μητέρα του, που ήτανε θεά, στην ώρα που αυτός έβραζε να σκοτώσει τον Έκτορα, του είπε αυτά τα λόγια, όπως ξέρουμε: «Αν εκδικηθείς τον φόνο του φίλου σου του Πατρόκλου και σκοτώσεις τον Έκτορα και συ ο ίδιος θα πεθάνεις, γιατί αμέσως ύστερ᾽ από τον θάνατο του Έκτορα, έτοιμη είναι κι η δική σου η μοίρα», εκείνος σαν τ᾽ άκουσε αυτά, δεν έδωκε προσοχή καθόλου στον θάνατο και στον κίνδυνο, του φάνηκε
[28d] μάλιστα φοβερότερο να ζήσει ντροπιασμένος, χωρίς να εκδικηθεί τον φίλο του. «Καλύτερα να πεθάνω αυτή τη στιγμή, είπε, και να εκδικηθώ τον ένοχο, παρά να μείνω εδώ καταγέλαστος κοντά στα καμαρωτά καράβια, βάρος της γης. Νομίζεις λοιπόν πως κι αυτός φρόντιζε καθόλου για τον θάνατο και τον κίνδυνο;» Έτσι είναι η αλήθεια, ω άνδρες Αθηναίοι. Στη θέση που διαλέξει κανένας, γιατί μόνος του τη νόμισε καλύτερη, ή που τοποθετηθεί από τον αρχηγό του, πρέπει να μένει σταθερός, κατά τη γνώμη μου, με κάθε κίνδυνο, χωρίς να λογαριάζει καθόλου ούτε τον θάνατο ούτε άλλο τίποτε, μπροστά στην ατιμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου