Αυτό που επιθυμούμε να γίνει πραγματικότητα είναι η αύξηση της σχόλης, μιας κατηγορίας η οποία – ορθά νοούμενη – όχι μόνο δε συμπίπτει με την αδράνεια αλλά βρίσκεται σχεδόν στους αντίποδές της. Η σχόλη, με την πραγματική, λησμονημένη σχεδόν έννοια του όρου, συνιστά δραστηριότητα δίχως εξωτερική επιδίωξη, “σκοπιμότητα χωρίς σκοπό” κατά τον Kant. Ο γλύπτης που είναι απορροφημένος στην κοπή του μαρμάρου, ο δάσκαλος που επιδιώκει να μεταδώσει μια δύσκολη έννοια στους μαθητές του, ο μουσικός που παλεύει με μια παρτιτούρα, ο επιστήμονας που εξερευνά τα μυστήρια του χώρου και του χρόνου είναι άνθρωποι που επιδιώκουν κάτι άλλο πέραν του να κάνουν αυτό που γνωρίζουν να κάνουν καλά. Μπορεί οι προσπάθειές τους να τους αποφέρουν κάποιο εισόδημα, αλλά αυτό δεν αποτελεί το κίνητρό τους.
Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, αυτοί μετέχουν της σχόλης και όχι του μόχθου. Πρόκειται, φυσικά, για εξιδανίκευση. Στον πραγματικό κόσμο, οι εξωτερικές ανταμοιβές, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά οφέλη, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ εντελώς από το μυαλό των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η δράση προχωρά όχι από ανάγκη αλλά από κλίση, εφόσον είναι αυθόρμητη και όχι επιβεβλημένη και μηχανική, επιφέρει το τέλος του μόχθου και την έναρξη της σχόλης. Αυτό – και όχι η αδράνεια – είναι το ιδανικό μας. Ο πολιτισμός μας, με τη φαντασιωτική ένδεια που τον διακρίνει, πιστεύει ότι σε κάθε έκφανση δημιουργικότητας και καινοτομίας – σε αντιδιαστολή με το είδος εκείνο που στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών διαδικασιών – οφείλει να έχει ως γνώμονα το χρήμα.
“Ωραία όλα αυτά” θα μπορούσε να αντιτείνει ένας επικριτής μας, “αλλά μάλλον μοιάζει εντελώς απίθανο η μείωση της εξωγενώς παρακινούμενης δραστηριότητας να οδηγήσει σε αύξηση της σχόλης, με τη μεγαλόπνοη έννοια που αποδίδετε στον όρο. Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε. Χωρίς το χρήμα, η τεμπελιά – που μας χαρακτηρίζει εκ φύσεως – έρχεται στην επιφάνεια, οδηγώντας μας όχι στο ευ ζην, αλλά στην πλήξη , τη νεύρωση και τον αλκοολισμό. Διαβάστε μερικά ρωσικά μυθιστορήματα και θα δείτε τι εννοώ.”
Σε μια τέτοια ένσταση δεν μπορούμε παρά να αντιπαραθέσουμε μια δήλωση πίστης. Καθώς ποτέ δεν έχει επιχειρηθεί η μείωση της εργασίας σε τόσο ευρεία βάση, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις πιθανές συνέπειες. Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε ότι αυτές θα ήταν τόσο ολέθριες όσο υποστηρίζει ο επικριτής μας, ειδάλλως το κύριο εγχείρημα του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού να βελτιώσει την ευημερία των ανθρώπων θα ήταν ανούσιο και μάταιο. Αν ο τελικός σκοπός της εργατικότητας είναι η οκνηρία, αν εργαζόμαστε και δημιουργούμε απλώς και μόνο για να μπορούν οι απόγονοί μας να παρακολουθούν ολημερίς τηλεόραση, τότε η πρόοδος στην ολότητά της δεν είναι, κατά τον Orwell, παρά “ένας ξέφρενος αγώνας για μια επιδίωξη που ευελπιστούμε και προσευχόμαστε να μην επιτευχθεί ποτέ”. Βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση να ωθούμε τον εαυτό μας συνεχώς σε νέα εγχειρήματα, όχι επειδή πιστεύουμε ότι αυτά αξίζουν τον κόπο, αλλά επειδή κάθε δραστηριότητα, όσο άσκοπη κι αν είναι, είναι καλύτερη από το τίποτα. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα της πραγματικής σχόλης – ειδάλλως θα βρεθούμε πράγματι σε απελπιστική κατάσταση.
Θα ήταν ελπιδοφόρο να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική συλλογιστική γραμμή. Η αντίληψη του ανθρώπου ως εκ γενετής τεμπέλη που ωθείται να δράσει μονάχα από την προοπτική του κέρδους χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους νεότερους χρόνους. Οι οικονομολόγοι, ειδικότερα, βλέπουν τους ανθρώπους σαν υποζύγια τα οποία, για να κάνουν το παραμικρό, χρειάζονται το κίνητρο του καρότου ή του μαστιγίου. Ο William Stanley Jevons, πρωτοπόρος της νεότερης οικονομικής θεωρίας, ορίζει το ανθρώπινο πρόβλημα ως το “να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο έπακρο με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια”. Στην αρχαιότητα η αντίληψη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Οι πολίτες της Αθήνας και της Ρώμης, αν και οικονομικά αντιπαραγωγικοί, ήταν ενεργοί στον υπέρτατο βαθμό – στην πολιτική, τον πόλεμο, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.
Γιατί να μην παραδειγματιστούμε από αυτούς και γιατί πρέπει να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια; Φυσικά, οι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι πολίτες, είχαν εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στη συνετή χρήση της σχόλης. Το εγχείρημα που έχουμε κατά νου συνεπάγεται ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια κοινωνία που έχει εκπαιδευτεί σε επιβεβλημένες και μηχανικές χρήσεις του χρόνου να γίνει εν μια νυκτί κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Δεν πρέπει όμως να έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το έργο αυτό είναι θεωρητικά εφικτό. Ο Bertrand Russell, σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε δύο μόλις χρόνια μετά τις “Οικονομικές δυνατότητες”, προβαίνει σε μια πιο διεξοδική εικονογράφηση των προωθητικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης και θέτει το ζήτημα με τη σαφήνεια που τον χαρακτηρίζει συνήθως:
Θα ισχυριστούν κάποιοι ότι, ενώ ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους, αν εργάζονταν μονάχα τέσσερις από τις είκοσι τέσσερις ώρες. Στον όποιο βαθμό αυτό ισχύει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μομφή προς τον πολιτισμό μας, και δεν θα μπορούσε να ισχύει σε καμιά προγενέστερη περίοδο. Κατά το παρελθόν οι άνθρωποι διέθεταν ακόμη την ικανότητα για ξεγνοιασιά και παιχνίδι, αυτή όμως έχει σε κάποιο βαθμό ανασταλεί από τη λατρεία της αποδοτικότητας… Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών έχουν γίνει κατά βάση παθητικές: βλέπουν κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακούνε ραδιόφωνο και ούτω καθεξής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενεργητικότητά τους διοχετεύεται πλήρως στην εργασία, αν διέθεταν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα ξανάβρισκαν ικανοποίηση σε δραστηριότητες στις οποίες θα λάμβαναν ενεργό μέρος.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά – ως το μη χείρον βέλτιστον – είναι ακριβώς επειδή η σχόλη έχει χάσει το αληθινό νόημά της, της αυθόρμητης δραστηριότητας, και έχει εκφυλιστεί σε παθητική κατανάλωση. “ Πρέπει να δουλεύει κανείς” γράφει ο Baudelaire στο έργο του Journaux Intimes, “αν όχι από επιθυμία, τουλάχιστον από απελπισία. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, η εργασία είναι λιγότερο βαρετή από τη διασκέδαση”.
Σύμφωνα με τη δική μας θεώρηση, αυτοί μετέχουν της σχόλης και όχι του μόχθου. Πρόκειται, φυσικά, για εξιδανίκευση. Στον πραγματικό κόσμο, οι εξωτερικές ανταμοιβές, μεταξύ των οποίων και τα οικονομικά οφέλη, δεν μπορούν να εξαλειφθούν ποτέ εντελώς από το μυαλό των ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον η δράση προχωρά όχι από ανάγκη αλλά από κλίση, εφόσον είναι αυθόρμητη και όχι επιβεβλημένη και μηχανική, επιφέρει το τέλος του μόχθου και την έναρξη της σχόλης. Αυτό – και όχι η αδράνεια – είναι το ιδανικό μας. Ο πολιτισμός μας, με τη φαντασιωτική ένδεια που τον διακρίνει, πιστεύει ότι σε κάθε έκφανση δημιουργικότητας και καινοτομίας – σε αντιδιαστολή με το είδος εκείνο που στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών διαδικασιών – οφείλει να έχει ως γνώμονα το χρήμα.
“Ωραία όλα αυτά” θα μπορούσε να αντιτείνει ένας επικριτής μας, “αλλά μάλλον μοιάζει εντελώς απίθανο η μείωση της εξωγενώς παρακινούμενης δραστηριότητας να οδηγήσει σε αύξηση της σχόλης, με τη μεγαλόπνοη έννοια που αποδίδετε στον όρο. Άνθρωποι φυγόπονοι όπως εμείς χρειάζονται το χρηματικό κίνητρο για να κάνουν οτιδήποτε. Χωρίς το χρήμα, η τεμπελιά – που μας χαρακτηρίζει εκ φύσεως – έρχεται στην επιφάνεια, οδηγώντας μας όχι στο ευ ζην, αλλά στην πλήξη , τη νεύρωση και τον αλκοολισμό. Διαβάστε μερικά ρωσικά μυθιστορήματα και θα δείτε τι εννοώ.”
Σε μια τέτοια ένσταση δεν μπορούμε παρά να αντιπαραθέσουμε μια δήλωση πίστης. Καθώς ποτέ δεν έχει επιχειρηθεί η μείωση της εργασίας σε τόσο ευρεία βάση, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις πιθανές συνέπειες. Δεν μπορούμε όμως να πιστέψουμε ότι αυτές θα ήταν τόσο ολέθριες όσο υποστηρίζει ο επικριτής μας, ειδάλλως το κύριο εγχείρημα του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού να βελτιώσει την ευημερία των ανθρώπων θα ήταν ανούσιο και μάταιο. Αν ο τελικός σκοπός της εργατικότητας είναι η οκνηρία, αν εργαζόμαστε και δημιουργούμε απλώς και μόνο για να μπορούν οι απόγονοί μας να παρακολουθούν ολημερίς τηλεόραση, τότε η πρόοδος στην ολότητά της δεν είναι, κατά τον Orwell, παρά “ένας ξέφρενος αγώνας για μια επιδίωξη που ευελπιστούμε και προσευχόμαστε να μην επιτευχθεί ποτέ”. Βρισκόμαστε στην παράδοξη κατάσταση να ωθούμε τον εαυτό μας συνεχώς σε νέα εγχειρήματα, όχι επειδή πιστεύουμε ότι αυτά αξίζουν τον κόπο, αλλά επειδή κάθε δραστηριότητα, όσο άσκοπη κι αν είναι, είναι καλύτερη από το τίποτα. Πρέπει να πιστέψουμε στη δυνατότητα της πραγματικής σχόλης – ειδάλλως θα βρεθούμε πράγματι σε απελπιστική κατάσταση.
Θα ήταν ελπιδοφόρο να δούμε τα πράγματα από μια διαφορετική συλλογιστική γραμμή. Η αντίληψη του ανθρώπου ως εκ γενετής τεμπέλη που ωθείται να δράσει μονάχα από την προοπτική του κέρδους χαρακτηρίζει αποκλειστικά τους νεότερους χρόνους. Οι οικονομολόγοι, ειδικότερα, βλέπουν τους ανθρώπους σαν υποζύγια τα οποία, για να κάνουν το παραμικρό, χρειάζονται το κίνητρο του καρότου ή του μαστιγίου. Ο William Stanley Jevons, πρωτοπόρος της νεότερης οικονομικής θεωρίας, ορίζει το ανθρώπινο πρόβλημα ως το “να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας στο έπακρο με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια”. Στην αρχαιότητα η αντίληψη των πραγμάτων ήταν διαφορετική. Οι πολίτες της Αθήνας και της Ρώμης, αν και οικονομικά αντιπαραγωγικοί, ήταν ενεργοί στον υπέρτατο βαθμό – στην πολιτική, τον πόλεμο, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.
Γιατί να μην παραδειγματιστούμε από αυτούς και γιατί πρέπει να δουλεύουμε σαν γαϊδούρια; Φυσικά, οι Αθηναίοι και οι Ρωμαίοι πολίτες, είχαν εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία στη συνετή χρήση της σχόλης. Το εγχείρημα που έχουμε κατά νου συνεπάγεται ανάλογη εκπαιδευτική προσπάθεια. Δεν μπορούμε να περιμένουμε μια κοινωνία που έχει εκπαιδευτεί σε επιβεβλημένες και μηχανικές χρήσεις του χρόνου να γίνει εν μια νυκτί κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Δεν πρέπει όμως να έχουμε καμιά αμφιβολία ότι το έργο αυτό είναι θεωρητικά εφικτό. Ο Bertrand Russell, σε ένα δοκίμιο που γράφτηκε δύο μόλις χρόνια μετά τις “Οικονομικές δυνατότητες”, προβαίνει σε μια πιο διεξοδική εικονογράφηση των προωθητικών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης και θέτει το ζήτημα με τη σαφήνεια που τον χαρακτηρίζει συνήθως:
Θα ισχυριστούν κάποιοι ότι, ενώ ο λιγοστός ελεύθερος χρόνος είναι ευχάριστος, οι άνθρωποι δεν θα ήξεραν πώς να γεμίσουν τις μέρες τους, αν εργάζονταν μονάχα τέσσερις από τις είκοσι τέσσερις ώρες. Στον όποιο βαθμό αυτό ισχύει στον σύγχρονο κόσμο, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μομφή προς τον πολιτισμό μας, και δεν θα μπορούσε να ισχύει σε καμιά προγενέστερη περίοδο. Κατά το παρελθόν οι άνθρωποι διέθεταν ακόμη την ικανότητα για ξεγνοιασιά και παιχνίδι, αυτή όμως έχει σε κάποιο βαθμό ανασταλεί από τη λατρεία της αποδοτικότητας… Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών έχουν γίνει κατά βάση παθητικές: βλέπουν κινηματογραφικές ταινίες, παρακολουθούν ποδοσφαιρικούς αγώνες, ακούνε ραδιόφωνο και ούτω καθεξής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ενεργητικότητά τους διοχετεύεται πλήρως στην εργασία, αν διέθεταν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θα ξανάβρισκαν ικανοποίηση σε δραστηριότητες στις οποίες θα λάμβαναν ενεργό μέρος.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά – ως το μη χείρον βέλτιστον – είναι ακριβώς επειδή η σχόλη έχει χάσει το αληθινό νόημά της, της αυθόρμητης δραστηριότητας, και έχει εκφυλιστεί σε παθητική κατανάλωση. “ Πρέπει να δουλεύει κανείς” γράφει ο Baudelaire στο έργο του Journaux Intimes, “αν όχι από επιθυμία, τουλάχιστον από απελπισία. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, η εργασία είναι λιγότερο βαρετή από τη διασκέδαση”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου