Ἔσται δὴ ἀντιπεπονθός, ὅταν ἰσασθῇ, ὥστε ὅπερ γεωργὸς πρὸς σκυτοτόμον, τὸ ἔργον τὸ τοῦ σκυτοτόμου πρὸς τὸ τοῦ γεωργοῦ.
[1133b] εἰς σχῆμα δ᾽ ἀναλογίας οὐ δεῖ ἄγειν, ὅταν ἀλλάξωνται (εἰ δὲ μή, ἀμφοτέρας ἕξει τὰς ὑπεροχὰς τὸ ἕτερον ἄκρον), ἀλλ᾽ ὅταν ἔχωσι τὰ αὑτῶν. οὕτως ἴσοι καὶ κοινωνοί, ὅτι αὕτη ἡ ἰσότης δύναται ἐπ᾽ αὐτῶν γίνεσθαι. γεωργὸς α, τροφὴ γ, σκυτοτόμος β, τὸ ἔργον αὐτοῦ τὸ ἰσασμένον δ. εἰ δ᾽ οὕτω μὴ ἦν ἀντιπεπονθέναι, οὐκ ἂν ἦν κοινωνία. ὅτι δ᾽ ἡ χρεία συνέχει ὥσπερ ἕν τι ὄν, δηλοῖ ὅτι ὅταν μὴ ἐν χρείᾳ ὦσιν ἀλλήλων, ἢ ἀμφότεροι ἢ ἅτερος, οὐκ ἀλλάττονται, ὥσπερ ὅταν οὗ ἔχει αὐτὸς δέηταί τις, οἷον οἴνου, διδόντες σίτου ἐξαγωγήν. δεῖ ἄρα τοῦτο ἰσασθῆναι. ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδὲν δεῖται, ὅτι ἔσται ἂν δεηθῇ, τὸ νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἐσθ᾽ ἡμῖν· δεῖ γὰρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν. πάσχει μὲν οὖν καὶ τοῦτο τὸ αὐτό· οὐ γὰρ ἀεὶ ἴσον δύναται· ὅμως δὲ βούλεται μένειν μᾶλλον. διὸ δεῖ πάντα τετιμῆσθαι· οὕτω γὰρ ἀεὶ ἔσται ἀλλαγή, εἰ δὲ τοῦτο, κοινωνία. τὸ δὴ νόμισμα ὥσπερ μέτρον σύμμετρα ποιῆσαν ἰσάζει· οὔτε γὰρ ἂν μὴ οὔσης ἀλλαγῆς κοινωνία ἦν, οὔτ᾽ ἀλλαγὴ ἰσότητος μὴ οὔσης, οὔτ᾽ ἰσότης μὴ οὔσης συμμετρίας. τῇ μὲν οὖν ἀληθείᾳ ἀδύνατον τὰ τοσοῦτον διαφέροντα σύμμετρα γενέσθαι, πρὸς δὲ τὴν χρείαν ἐνδέχεται ἱκανῶς. ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ᾽ ἐξ ὑποθέσεως· διὸ νόμισμα καλεῖται· τοῦτο γὰρ πάντα ποιεῖ σύμμετρα· μετρεῖται γὰρ πάντα νομίσματι. οἰκία α, μναῖ δέκα β, κλίνη γ. τὸ α τοῦ β ἥμισυ, εἰ πέντε μνῶν ἀξία ἡ οἰκία, ἢ ἴσον· ἡ δὲ κλίνη δέκατον μέρος, τὸ γ τοῦ β· δῆλον τοίνυν πόσαι κλῖναι ἴσον οἰκίᾳ, ὅτι πέντε. ὅτι δ᾽ οὕτως ἡ ἀλλαγὴ ἦν πρὶν τὸ νόμισμα εἶναι, δῆλον· διαφέρει γὰρ οὐδὲν ἢ κλῖναι πέντε ἀντὶ οἰκίας, ἢ ὅσου αἱ πέντε κλῖναι.
Τί μὲν οὖν τὸ ἄδικον καὶ τί τὸ δίκαιόν ἐστιν, εἴρηται. διωρισμένων δὲ τούτων δῆλον ὅτι ἡ δικαιοπραγία μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι· τὸ μὲν γὰρ πλέον ἔχειν τὸ δ᾽ ἔλαττόν ἐστιν. ἡ δὲ δικαιοσύνη μεσότης τίς ἐστιν, οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ἀλλ᾽ ὅτι μέσου ἐστίν·
[1134a] ἡ δ᾽ ἀδικία τῶν ἄκρων. καὶ ἡ μὲν δικαιοσύνη ἐστὶ καθ᾽ ἣν ὁ δίκαιος λέγεται πρακτικὸς κατὰ προαίρεσιν τοῦ δικαίου, καὶ διανεμητικὸς καὶ αὑτῷ πρὸς ἄλλον καὶ ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον οὐχ οὕτως ὥστε τοῦ μὲν αἱρετοῦ πλέον αὑτῷ ἔλαττον δὲ τῷ πλησίον, τοῦ βλαβεροῦ δ᾽ ἀνάπαλιν, ἀλλὰ τοῦ ἴσου τοῦ κατ᾽ ἀναλογίαν, ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλῳ πρὸς ἄλλον. ἡ δ᾽ ἀδικία τοὐναντίον τοῦ ἀδίκου. τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις τοῦ ὠφελίμου ἢ βλαβεροῦ παρὰ τὸ ἀνάλογον. διὸ ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις ἡ ἀδικία, ὅτι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεώς ἐστιν, ἐφ᾽ αὑτοῦ μὲν ὑπερβολῆς μὲν τοῦ ἁπλῶς ὠφελίμου, ἐλλείψεως δὲ τοῦ βλαβεροῦ· ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων τὸ μὲν ὅλον ὁμοίως, τὸ δὲ παρὰ τὸ ἀνάλογον, ὁποτέρως ἔτυχεν. τοῦ δὲ ἀδικήματος τὸ μὲν ἔλαττον ἀδικεῖσθαί ἐστι, τὸ δὲ μεῖζον τὸ ἀδικεῖν. περὶ μὲν οὖν δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας, τίς ἑκατέρας ἐστὶν ἡ φύσις, εἰρήσθω τοῦτον τὸν τρόπον, ὁμοίως δὲ καὶ περὶ δικαίου καὶ ἀδίκου καθόλου.
***
Αμοιβαιότητα θα υπάρξει, όταν θα έχει υπάρξει εξίσωση των προϊόντων, έτσι ώστε ο λόγος του γεωργού προς τον τσαγκάρη να είναι ό,τι ο λόγος του προϊόντος του τσαγκάρη προς το προϊόν του γεωργού.
[1133b] Στο σχήμα όμως της αναλογίας δεν πρέπει να φτάσουν, αφού πρώτα θα έχουν κάνει την ανταλλαγή (αλλιώς το ένα από τα δύο άκρα θα έχει και τις δύο υπεροχές), αλλά όταν ο καθένας τους έχει ακόμη τα δικά του προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές είναι ίσες και μπορούν να κάνουν συναλλαγές, ακριβώς γιατί η ισότητα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί στην περίπτωσή τους. Ας πούμε ότι α είναι ο γεωργός, γ τα τρόφιμα, β ο σκυτοτόμος, δ το προϊόν του ύστερα από την εξίσωσή του προς τα τρόφιμα: αν θα ήταν αδύνατο να γίνει η αμοιβαία ανταλλαγή με αυτόν τον τρόπο, καμιά συναλλαγή δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ των δύο πλευρών. Ότι, τώρα, η ανάγκη σαν ένα είδος ενιαίας μονάδας-μέτρου συνέχει τα πάντα, γίνεται φανερό από το ότι, όταν οι δύο πλευρές δεν χρειάζονται η μια την άλλη, όταν δηλαδή καμιά από τις δύο δεν χρειάζεται την άλλη ή όταν μία από αυτές δεν χρειάζεται την άλλη, δεν κάνουν μεταξύ τους ανταλλαγές, κάτι όμως που το κάνουν όταν ένας έχει κάτι που το χρειάζεται κάποιος άλλος, π.χ. κρασί, δίνοντας σε ανταλλαγή σιτάρι για εξαγωγή. Εδώ λοιπόν πρέπει να γίνει εξίσωση.
Όσο για τις μελλοντικές ανταλλαγές, το νόμισμα είναι για μας ένα είδος εγγύησης ότι η ανταλλαγή θα μπορεί πάντοτε να γίνεται, αν υπάρχει ανάγκη, έστω και αν τώρα δεν έχουμε ανάγκη κανενός πράγματος. Γιατί όταν ένας δίνει νόμισμα, πρέπει να μπορεί να πάρει αυτό που του χρειάζεται. Συμβαίνει όμως και στο νόμισμα ό,τι και στα άλλα αγαθά: δεν έχει πάντοτε την ίδια αξία· παρ᾽ όλα αυτά έχει σε μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα να παραμένει σταθερό. Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα αγαθά πρέπει να έχουν μια ορισμένη τιμή· γιατί τότε θα υπάρχει πάντοτε ανταλλαγή, και αν θα υπάρχει ανταλλαγή, θα υπάρχουν και σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το νόμισμα λοιπόν ως μέτρο αξίας, έχοντας κάνει όλα τα αγαθά σύμμετρα, τα εξισώνει· γιατί αν δεν υπήρχε ανταλλαγή, δεν θα υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων· ούτε ανταλλαγή θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε ισότητα· ούτε ισότητα, αν όλα τα αγαθά δεν μπορούσαν να μετρηθούν με ένα κοινό μέτρο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι αδύνατο τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα να μετρηθούν με ένα κοινό μέτρο, για τους πρακτικούς όμως σκοπούς που σχετίζονται με την ανάγκη μπορεί αυτό να πραγματοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει ένα είδος ενιαίας μονάδας-μέτρου, και με κοινή συμφωνία· αυτός είναι και ο λόγος που λέγεται νόμισμα· αυτό, πράγματι, κάνει όλα τα πράγματα σύμμετρα, αφού όλα τα πράγματα μετριούνται με το νόμισμα. Ας πούμε ότι το α είναι ένα σπίτι, το β δέκα μνες, το γ ένα κρεβάτι, το α είναι το μισό του β, αν η αξία του σπιτιού είναι πέντε μνες, δηλαδή ίσο με πέντε μνες, το κρεβάτι γ είναι το ένα δέκατο του β· είναι, τότε, φανερό πόσα κρεβάτια είναι ίσα με το σπίτι: πέντε. Ότι η ανταλλαγή γινόταν έτσι προτού να υπάρξει το νόμισμα, είναι φανερό· γιατί δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν δώσουμε πέντε κρεβάτια για ένα σπίτι ή την τιμή των πέντε κρεβατιών.
Είπαμε λοιπόν τί είναι το άδικο και τί το δίκαιο. Τώρα που έχουμε δώσει τον ορισμό τους είναι πια φανερό ότι η δικαιοπραγία είναι το μέσον ανάμεσα στο να αδικούμε και στο να αδικούμαστε· γιατί «αδικούμε» θα πει: έχουμε περισσότερα από αυτό που μας ανήκει, και «αδικούμαστε» θα πει: έχουμε λιγότερα από αυτό που μας ανήκει. Η δικαιοσύνη είναι ένα είδος μεσότητας, όχι πάντως με τον ίδιο τρόπο όπως στις άλλες αρετές, αλλά με το νόημα ότι επιδιώκει και πραγματοποιεί το ίσον,
[1134a] ενώ η αδικία έχει σχέση με τα δύο άκρα. Έτσι η δικαιοσύνη είναι η κατάσταση που μας επιτρέπει να λέμε για τον δίκαιο ότι είναι ο άνθρωπος που πράττει, κατά δική του επιλογή και προτίμηση, το δίκαιο, και που κάνει τη διανομή διαφόρων πραγμάτων, είτε μεταξύ του ίδιου του εαυτού του και κάποιου άλλου προσώπου είτε μεταξύ δύο άλλων προσώπων, όχι έτσι ώστε από το επιθυμητό να δίνει μεγαλύτερο μέρος στον εαυτό του και μικρότερο στον άλλον (και από το βλαβερό με τον αντίθετο τρόπο), αλλά έτσι ώστε να δίνει στον εαυτό του και στον άλλον αυτό που είναι ίσο κατά την αναλογία — το ίδιο και στην περίπτωση διανομής μεταξύ δύο άλλων προσώπων. Η αδικία, αντίθετα, έχει την τάση να πράττει το άδικο, και αυτό, πάλι, είναι υπερβολή ή έλλειψη ενσχέσει προς το ωφέλιμο ή το βλαβερό με παραβίαση της αναλογίας. Γι᾽ αυτόν τον λόγο η αδικία είναι υπερβολή και έλλειψη, γιατί από αυτήν ξεκινάει η υπερβολή και η έλλειψη: ενσχέσει με τον εαυτό του υπερβολή σε ό,τι είναι ολοκάθαρα ωφέλιμο και έλλειψη σε ό,τι είναι βλαβερό, ενώ ενσχέσει με τους άλλους γίνεται γενικά το ίδιο όπως στην προηγούμενη περίπτωση, μόνο που η παραβίαση της αναλογίας μπορεί να γίνεται σε βάρος της μιας ή της άλλης πλευράς — όπως τύχει. Όσο, τώρα, για την άδικη πράξη: αν ύστερα από αυτήν έχει κανείς το μικρότερο μέρος, θα πει ότι αδικείται, ενώ αν έχει το μεγαλύτερο μέρος, θα πει ότι αδικεί.
Ας αρκεσθούμε λοιπόν σε αυτά για τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας, όπως και για το δίκαιο και το άδικο γενικώς.
[1133b] εἰς σχῆμα δ᾽ ἀναλογίας οὐ δεῖ ἄγειν, ὅταν ἀλλάξωνται (εἰ δὲ μή, ἀμφοτέρας ἕξει τὰς ὑπεροχὰς τὸ ἕτερον ἄκρον), ἀλλ᾽ ὅταν ἔχωσι τὰ αὑτῶν. οὕτως ἴσοι καὶ κοινωνοί, ὅτι αὕτη ἡ ἰσότης δύναται ἐπ᾽ αὐτῶν γίνεσθαι. γεωργὸς α, τροφὴ γ, σκυτοτόμος β, τὸ ἔργον αὐτοῦ τὸ ἰσασμένον δ. εἰ δ᾽ οὕτω μὴ ἦν ἀντιπεπονθέναι, οὐκ ἂν ἦν κοινωνία. ὅτι δ᾽ ἡ χρεία συνέχει ὥσπερ ἕν τι ὄν, δηλοῖ ὅτι ὅταν μὴ ἐν χρείᾳ ὦσιν ἀλλήλων, ἢ ἀμφότεροι ἢ ἅτερος, οὐκ ἀλλάττονται, ὥσπερ ὅταν οὗ ἔχει αὐτὸς δέηταί τις, οἷον οἴνου, διδόντες σίτου ἐξαγωγήν. δεῖ ἄρα τοῦτο ἰσασθῆναι. ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς, εἰ νῦν μηδὲν δεῖται, ὅτι ἔσται ἂν δεηθῇ, τὸ νόμισμα οἷον ἐγγυητής ἐσθ᾽ ἡμῖν· δεῖ γὰρ τοῦτο φέροντι εἶναι λαβεῖν. πάσχει μὲν οὖν καὶ τοῦτο τὸ αὐτό· οὐ γὰρ ἀεὶ ἴσον δύναται· ὅμως δὲ βούλεται μένειν μᾶλλον. διὸ δεῖ πάντα τετιμῆσθαι· οὕτω γὰρ ἀεὶ ἔσται ἀλλαγή, εἰ δὲ τοῦτο, κοινωνία. τὸ δὴ νόμισμα ὥσπερ μέτρον σύμμετρα ποιῆσαν ἰσάζει· οὔτε γὰρ ἂν μὴ οὔσης ἀλλαγῆς κοινωνία ἦν, οὔτ᾽ ἀλλαγὴ ἰσότητος μὴ οὔσης, οὔτ᾽ ἰσότης μὴ οὔσης συμμετρίας. τῇ μὲν οὖν ἀληθείᾳ ἀδύνατον τὰ τοσοῦτον διαφέροντα σύμμετρα γενέσθαι, πρὸς δὲ τὴν χρείαν ἐνδέχεται ἱκανῶς. ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ᾽ ἐξ ὑποθέσεως· διὸ νόμισμα καλεῖται· τοῦτο γὰρ πάντα ποιεῖ σύμμετρα· μετρεῖται γὰρ πάντα νομίσματι. οἰκία α, μναῖ δέκα β, κλίνη γ. τὸ α τοῦ β ἥμισυ, εἰ πέντε μνῶν ἀξία ἡ οἰκία, ἢ ἴσον· ἡ δὲ κλίνη δέκατον μέρος, τὸ γ τοῦ β· δῆλον τοίνυν πόσαι κλῖναι ἴσον οἰκίᾳ, ὅτι πέντε. ὅτι δ᾽ οὕτως ἡ ἀλλαγὴ ἦν πρὶν τὸ νόμισμα εἶναι, δῆλον· διαφέρει γὰρ οὐδὲν ἢ κλῖναι πέντε ἀντὶ οἰκίας, ἢ ὅσου αἱ πέντε κλῖναι.
Τί μὲν οὖν τὸ ἄδικον καὶ τί τὸ δίκαιόν ἐστιν, εἴρηται. διωρισμένων δὲ τούτων δῆλον ὅτι ἡ δικαιοπραγία μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι· τὸ μὲν γὰρ πλέον ἔχειν τὸ δ᾽ ἔλαττόν ἐστιν. ἡ δὲ δικαιοσύνη μεσότης τίς ἐστιν, οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ἀλλ᾽ ὅτι μέσου ἐστίν·
[1134a] ἡ δ᾽ ἀδικία τῶν ἄκρων. καὶ ἡ μὲν δικαιοσύνη ἐστὶ καθ᾽ ἣν ὁ δίκαιος λέγεται πρακτικὸς κατὰ προαίρεσιν τοῦ δικαίου, καὶ διανεμητικὸς καὶ αὑτῷ πρὸς ἄλλον καὶ ἑτέρῳ πρὸς ἕτερον οὐχ οὕτως ὥστε τοῦ μὲν αἱρετοῦ πλέον αὑτῷ ἔλαττον δὲ τῷ πλησίον, τοῦ βλαβεροῦ δ᾽ ἀνάπαλιν, ἀλλὰ τοῦ ἴσου τοῦ κατ᾽ ἀναλογίαν, ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλῳ πρὸς ἄλλον. ἡ δ᾽ ἀδικία τοὐναντίον τοῦ ἀδίκου. τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις τοῦ ὠφελίμου ἢ βλαβεροῦ παρὰ τὸ ἀνάλογον. διὸ ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις ἡ ἀδικία, ὅτι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεώς ἐστιν, ἐφ᾽ αὑτοῦ μὲν ὑπερβολῆς μὲν τοῦ ἁπλῶς ὠφελίμου, ἐλλείψεως δὲ τοῦ βλαβεροῦ· ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων τὸ μὲν ὅλον ὁμοίως, τὸ δὲ παρὰ τὸ ἀνάλογον, ὁποτέρως ἔτυχεν. τοῦ δὲ ἀδικήματος τὸ μὲν ἔλαττον ἀδικεῖσθαί ἐστι, τὸ δὲ μεῖζον τὸ ἀδικεῖν. περὶ μὲν οὖν δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας, τίς ἑκατέρας ἐστὶν ἡ φύσις, εἰρήσθω τοῦτον τὸν τρόπον, ὁμοίως δὲ καὶ περὶ δικαίου καὶ ἀδίκου καθόλου.
***
Αμοιβαιότητα θα υπάρξει, όταν θα έχει υπάρξει εξίσωση των προϊόντων, έτσι ώστε ο λόγος του γεωργού προς τον τσαγκάρη να είναι ό,τι ο λόγος του προϊόντος του τσαγκάρη προς το προϊόν του γεωργού.
[1133b] Στο σχήμα όμως της αναλογίας δεν πρέπει να φτάσουν, αφού πρώτα θα έχουν κάνει την ανταλλαγή (αλλιώς το ένα από τα δύο άκρα θα έχει και τις δύο υπεροχές), αλλά όταν ο καθένας τους έχει ακόμη τα δικά του προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πλευρές είναι ίσες και μπορούν να κάνουν συναλλαγές, ακριβώς γιατί η ισότητα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί στην περίπτωσή τους. Ας πούμε ότι α είναι ο γεωργός, γ τα τρόφιμα, β ο σκυτοτόμος, δ το προϊόν του ύστερα από την εξίσωσή του προς τα τρόφιμα: αν θα ήταν αδύνατο να γίνει η αμοιβαία ανταλλαγή με αυτόν τον τρόπο, καμιά συναλλαγή δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεταξύ των δύο πλευρών. Ότι, τώρα, η ανάγκη σαν ένα είδος ενιαίας μονάδας-μέτρου συνέχει τα πάντα, γίνεται φανερό από το ότι, όταν οι δύο πλευρές δεν χρειάζονται η μια την άλλη, όταν δηλαδή καμιά από τις δύο δεν χρειάζεται την άλλη ή όταν μία από αυτές δεν χρειάζεται την άλλη, δεν κάνουν μεταξύ τους ανταλλαγές, κάτι όμως που το κάνουν όταν ένας έχει κάτι που το χρειάζεται κάποιος άλλος, π.χ. κρασί, δίνοντας σε ανταλλαγή σιτάρι για εξαγωγή. Εδώ λοιπόν πρέπει να γίνει εξίσωση.
Όσο για τις μελλοντικές ανταλλαγές, το νόμισμα είναι για μας ένα είδος εγγύησης ότι η ανταλλαγή θα μπορεί πάντοτε να γίνεται, αν υπάρχει ανάγκη, έστω και αν τώρα δεν έχουμε ανάγκη κανενός πράγματος. Γιατί όταν ένας δίνει νόμισμα, πρέπει να μπορεί να πάρει αυτό που του χρειάζεται. Συμβαίνει όμως και στο νόμισμα ό,τι και στα άλλα αγαθά: δεν έχει πάντοτε την ίδια αξία· παρ᾽ όλα αυτά έχει σε μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα να παραμένει σταθερό. Αυτός είναι ο λόγος που όλα τα αγαθά πρέπει να έχουν μια ορισμένη τιμή· γιατί τότε θα υπάρχει πάντοτε ανταλλαγή, και αν θα υπάρχει ανταλλαγή, θα υπάρχουν και σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το νόμισμα λοιπόν ως μέτρο αξίας, έχοντας κάνει όλα τα αγαθά σύμμετρα, τα εξισώνει· γιατί αν δεν υπήρχε ανταλλαγή, δεν θα υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων· ούτε ανταλλαγή θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε ισότητα· ούτε ισότητα, αν όλα τα αγαθά δεν μπορούσαν να μετρηθούν με ένα κοινό μέτρο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι αδύνατο τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα να μετρηθούν με ένα κοινό μέτρο, για τους πρακτικούς όμως σκοπούς που σχετίζονται με την ανάγκη μπορεί αυτό να πραγματοποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει ένα είδος ενιαίας μονάδας-μέτρου, και με κοινή συμφωνία· αυτός είναι και ο λόγος που λέγεται νόμισμα· αυτό, πράγματι, κάνει όλα τα πράγματα σύμμετρα, αφού όλα τα πράγματα μετριούνται με το νόμισμα. Ας πούμε ότι το α είναι ένα σπίτι, το β δέκα μνες, το γ ένα κρεβάτι, το α είναι το μισό του β, αν η αξία του σπιτιού είναι πέντε μνες, δηλαδή ίσο με πέντε μνες, το κρεβάτι γ είναι το ένα δέκατο του β· είναι, τότε, φανερό πόσα κρεβάτια είναι ίσα με το σπίτι: πέντε. Ότι η ανταλλαγή γινόταν έτσι προτού να υπάρξει το νόμισμα, είναι φανερό· γιατί δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν δώσουμε πέντε κρεβάτια για ένα σπίτι ή την τιμή των πέντε κρεβατιών.
Είπαμε λοιπόν τί είναι το άδικο και τί το δίκαιο. Τώρα που έχουμε δώσει τον ορισμό τους είναι πια φανερό ότι η δικαιοπραγία είναι το μέσον ανάμεσα στο να αδικούμε και στο να αδικούμαστε· γιατί «αδικούμε» θα πει: έχουμε περισσότερα από αυτό που μας ανήκει, και «αδικούμαστε» θα πει: έχουμε λιγότερα από αυτό που μας ανήκει. Η δικαιοσύνη είναι ένα είδος μεσότητας, όχι πάντως με τον ίδιο τρόπο όπως στις άλλες αρετές, αλλά με το νόημα ότι επιδιώκει και πραγματοποιεί το ίσον,
[1134a] ενώ η αδικία έχει σχέση με τα δύο άκρα. Έτσι η δικαιοσύνη είναι η κατάσταση που μας επιτρέπει να λέμε για τον δίκαιο ότι είναι ο άνθρωπος που πράττει, κατά δική του επιλογή και προτίμηση, το δίκαιο, και που κάνει τη διανομή διαφόρων πραγμάτων, είτε μεταξύ του ίδιου του εαυτού του και κάποιου άλλου προσώπου είτε μεταξύ δύο άλλων προσώπων, όχι έτσι ώστε από το επιθυμητό να δίνει μεγαλύτερο μέρος στον εαυτό του και μικρότερο στον άλλον (και από το βλαβερό με τον αντίθετο τρόπο), αλλά έτσι ώστε να δίνει στον εαυτό του και στον άλλον αυτό που είναι ίσο κατά την αναλογία — το ίδιο και στην περίπτωση διανομής μεταξύ δύο άλλων προσώπων. Η αδικία, αντίθετα, έχει την τάση να πράττει το άδικο, και αυτό, πάλι, είναι υπερβολή ή έλλειψη ενσχέσει προς το ωφέλιμο ή το βλαβερό με παραβίαση της αναλογίας. Γι᾽ αυτόν τον λόγο η αδικία είναι υπερβολή και έλλειψη, γιατί από αυτήν ξεκινάει η υπερβολή και η έλλειψη: ενσχέσει με τον εαυτό του υπερβολή σε ό,τι είναι ολοκάθαρα ωφέλιμο και έλλειψη σε ό,τι είναι βλαβερό, ενώ ενσχέσει με τους άλλους γίνεται γενικά το ίδιο όπως στην προηγούμενη περίπτωση, μόνο που η παραβίαση της αναλογίας μπορεί να γίνεται σε βάρος της μιας ή της άλλης πλευράς — όπως τύχει. Όσο, τώρα, για την άδικη πράξη: αν ύστερα από αυτήν έχει κανείς το μικρότερο μέρος, θα πει ότι αδικείται, ενώ αν έχει το μεγαλύτερο μέρος, θα πει ότι αδικεί.
Ας αρκεσθούμε λοιπόν σε αυτά για τη φύση της δικαιοσύνης και της αδικίας, όπως και για το δίκαιο και το άδικο γενικώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου