Σε αντίθεση με τις περισσότερες θρησκείες και άλλα ηθικά συστήματα, η αριστοτελική ηθική είναι εκπληκτικά μη επικριτική απέναντι στους ανήθικους ανθρώπους, γιατί ο Αριστοτέλης βλέπει ότι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι.
Οι ανήθικοι άνθρωποι βιώνουν πάντα εσωτερική σύγκρουση. Κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιδίωξη της ευχαρίστησης αυτής καθαυτήν δεν οδηγεί στην ευτυχία. Εσωτερικές συγκρούσεις βιώνουν και οι άνθρωποι που γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά παρεμποδίζονται στην εφαρμογή του «από δειλία ή οκνηρία».
Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του ζούσε πολύ κοντά στη δεσποτική οικογένεια του Μακεδόνα βασιλιά, του αδίστακτου Φιλίππου Β' και των δολοπλόκων συζύγων, των παλλακίδων και των υπασπιστών που τον πλαισίωναν, παλεύοντας όλοι για μια θέση στην αυλή του, φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει ενδελεχώς τη δυστυχία των ανήθικων ανθρώπων. Γνώριζε κατά συρροή εγκληματίες που απλώς αυτοκτονούσαν. Παρακολουθούσε κακούς ανθρώπους «που αναζητούν ανθρώπους τους οποίους μπορούν να συναναστραφούν και αποφεύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, επειδή όταν είναι μόνοι τους θυμούνται πολλά και φοβερά πράγματα του παρελθόντος και αναμένουν τα ίδια για το μέλλον, ενώ με τη συντροφιά άλλων ανθρώπων μπορούν να ξεχάσουν».
Αυτοί οι δυστυχισμένοι διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι, με τον εαυτό τους, δεν μπορούν να βιώσουν απόλυτα «τις χαρές και τις λύπες τους, καθώς η ψυχή τους επαναστατεί». Νιώθουν λες και το σώμα τους είναι κομμένο στα δύο. Απολαμβάνουν να υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους για λίγα λεπτά, αλλά «αμέσως μετά το μετανιώνουν και εύχονται να μην είχαν δοκιμάσει την ευχαρίστηση. Γιατί οι κακοί άνθρωποι πάντα αλλάζουν γνώμη». Ο Λέων Τολστόι, που είχε μελετήσει την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία, μάλλον είχε διαβάσει Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στην αρχή του έργου του Άννα Καρένινα (1877) από την παρατήρηση: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.”
Γιατί ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι το “καλό είναι απλό, ενώ το κακό έχει πολλές μορφές και επίσης ο καλός άνθρωπος είναι πάντα ίδιος και δεν αλλάζει χαρακτήρα, ενώ ο κακός και ο ανόητος είναι αρκετά διαφορετικοί το βράδυ από ό,τι ήταν το πρωί”. Δεν έχει γίνει ποτέ καλύτερη ανατομή της ποικιλόμορφης ψυχολογικής δυστυχίας που οι ανήθικοι προκαλούν στον εαυτό τους λόγω της ασυνέπειας στην ίδια τη συμπεριφορά τους.
Οι ανήθικοι άνθρωποι βιώνουν πάντα εσωτερική σύγκρουση. Κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιδίωξη της ευχαρίστησης αυτής καθαυτήν δεν οδηγεί στην ευτυχία. Εσωτερικές συγκρούσεις βιώνουν και οι άνθρωποι που γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά παρεμποδίζονται στην εφαρμογή του «από δειλία ή οκνηρία».
Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του ζούσε πολύ κοντά στη δεσποτική οικογένεια του Μακεδόνα βασιλιά, του αδίστακτου Φιλίππου Β' και των δολοπλόκων συζύγων, των παλλακίδων και των υπασπιστών που τον πλαισίωναν, παλεύοντας όλοι για μια θέση στην αυλή του, φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει ενδελεχώς τη δυστυχία των ανήθικων ανθρώπων. Γνώριζε κατά συρροή εγκληματίες που απλώς αυτοκτονούσαν. Παρακολουθούσε κακούς ανθρώπους «που αναζητούν ανθρώπους τους οποίους μπορούν να συναναστραφούν και αποφεύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, επειδή όταν είναι μόνοι τους θυμούνται πολλά και φοβερά πράγματα του παρελθόντος και αναμένουν τα ίδια για το μέλλον, ενώ με τη συντροφιά άλλων ανθρώπων μπορούν να ξεχάσουν».
Αυτοί οι δυστυχισμένοι διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι, με τον εαυτό τους, δεν μπορούν να βιώσουν απόλυτα «τις χαρές και τις λύπες τους, καθώς η ψυχή τους επαναστατεί». Νιώθουν λες και το σώμα τους είναι κομμένο στα δύο. Απολαμβάνουν να υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους για λίγα λεπτά, αλλά «αμέσως μετά το μετανιώνουν και εύχονται να μην είχαν δοκιμάσει την ευχαρίστηση. Γιατί οι κακοί άνθρωποι πάντα αλλάζουν γνώμη». Ο Λέων Τολστόι, που είχε μελετήσει την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία, μάλλον είχε διαβάσει Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στην αρχή του έργου του Άννα Καρένινα (1877) από την παρατήρηση: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.”
Γιατί ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι το “καλό είναι απλό, ενώ το κακό έχει πολλές μορφές και επίσης ο καλός άνθρωπος είναι πάντα ίδιος και δεν αλλάζει χαρακτήρα, ενώ ο κακός και ο ανόητος είναι αρκετά διαφορετικοί το βράδυ από ό,τι ήταν το πρωί”. Δεν έχει γίνει ποτέ καλύτερη ανατομή της ποικιλόμορφης ψυχολογικής δυστυχίας που οι ανήθικοι προκαλούν στον εαυτό τους λόγω της ασυνέπειας στην ίδια τη συμπεριφορά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου