Η ιαμβική ποίηση αποτελεί χαρακτηριστικό είδος της αρχαϊκής εποχής με κύριο γνώρισμα τον επιθετικό σατιρικό και σκωπτικό τόνο-αυτό που οι φιλόλογοι ονομάζουν ἰαμβική ἰδέα. Η ιαμβική ποίηση κατάγεται από προλογοτεχνικά είδη, τα οποία συνόδευαν τις τελετές γονιμότητας προς τιμήν της Δήμητρας και είχαν άσεμνο θέμα. Παγιώθηκαν λογοτεχνικά από τον Αρχίλοχο και τον Ιππώνακτα∙ ο πρώτος έγινε διάσημος για τις προσωπικές επιθέσεις που εξαπέλυε με τα ποιήματά του και ο δεύτερος διότι επινόησε τον «χωλό» ίαμβο.
Οι Ίαμβοι του Καλλίμαχου του Κυρηναίου είναι μια συλλογή 13 ποιημάτων γραμμένα σε διάφορα μέτρα (ιαμβο-τροχαϊκά ή λυρικά) και διαλέκτους. Οι καλλιμαχικοί Ίαμβοι διακρίνονται για τη θεματική και υφολογική ποικιλία τους, αφού απομακρύνονται σημαντικά από τα αρχαϊκά πρότυπα, τον Ιππώνακτα και τον Αρχίλοχο. Σε αυτή την ετερόκλητη συλλογή φιλοξενούνται ποιήματα λογοτεχνικής πολεμικής (Ία. 1 και 13), αίνοι εμπνευσμένοι από τους μύθους του Αισώπου (Ία. 2), προσωπικές επιθέσεις σε συγχρόνους (Ία. 4), περιγραφές έργων τέχνης όπως του αγάλματος του Δία στην Ολυμπία (Ία. 6) και αιτιολογικές αφηγήσεις (Ία. 7 και 10).
Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο κωμικός ποιητής Μάχων από την Κόρινθο που έδρασε στην Αλεξάδρεια στα μέσα του 3ου αι. Ανάμεσα στα έργα του είναι και ένα ιαμβικό ποίημα με τον τίτλο Χρεῖαι, δηλαδή «Χρήσιμα ανέκδοτα», με σχόλια για τη συμπεριφορά εταιρών και παρασίτων σε κωμικούς και άσεμνους τόνους.
Καθαρή σάτιρα κατά ποιητών, φιλοσόφων, αλλά και λογοτεχνικών ειδών έγραψε ο σκεπτικός φιλόσοφος Τίμων ο Φλειάσιος (320-230 π.Χ.). Το δημοφιλέστερο έργο του είναι μια συλλογή λιβέλλων, γραμμένων σε εξαμέτρους, με τον τίτλο Σίλλοι. Η ουσία του σκωπτικού του πνεύματος αντικατοπτρίζει την τάση κριτικής και αμφισβήτησης των πάντων, μια τάση πολύ χαρακτηριστική των σκεπτικών φιλοσόφων. Περίφημη είναι η επίθεσή του κατά των φιλολόγων του Αλεξανδρινού Μουσείου (απ. 786 SH):
Στην Αίγυπτο με τις πολλές φυλές πολλοί ανατρέφονται, έγκλειστοι μέσα στα βιβλία, και αδιάκοπα τσακώνονται μέσα στην κλούβα των Μουσών.
Ο Τίμων συνέθεσε επίσης επικές παρωδίες, ένα είδος που καλλιεργήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τον Αρχέστρατο από τη Γέλα (μέσα 4ου αι. π.Χ.) και κυρίως τον Μάτρωνα από την Πιτάνη (τέλη 4ου αι.). Και οι δύο έγραψαν σε εξαμέτρους γαστρονομικά ποιήματα που παρωδούσαν σκηνές, χαρακτήρες αλλά και συγκεκριμένους στίχους από το ομηρικό και ησιόδειο έπος. Αρκεί να αναφερθεί ο πρώτος στίχος από το Αττικό Δείπνο του Μάτρωνα για να καταδειχθεί το ύφος αυτής της παρωδίας:
Δεῖπνά μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροφα καὶ μάλα πολλά,/ ἃ Ξενοκλῆς ῥήτωρ ἐν Ἀθήναις δείπνισεν ἡμᾶς.
Κείμενα:
· Καλλίμαχος, Ία. 1 (H επιστροφή του Ιππώνακτα από τον Άδη),
· Καλλίμαχος, Ία. 13 (Yπεράσπιση της πολυειδείας στην ποίηση)
· Ηρώνδας, Ία. 3 (O κακός μαθητής)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου