ΓΡ. Α’ οὗτος, τί κόπτεις; μῶν ἐμὲ ζητεῖς; ΝΕΑΣ. πόθεν;
ΓΡ. Α’ καὶ τὴν θύραν γ᾽ ἤραττες. ΝΕΑΣ. ἀποθάνοιμ᾽ ἄρα.
ΓΡ. Α’ τοῦ δαὶ δεόμενος δᾷδ᾽ ἔχων ἐλήλυθας;
ΝΕΑΣ. Ἀναφλύστιον ζητῶν τιν᾽ ἄνθρωπον. ΓΡ. Α’ τίνα;
980 ΝΕΑΣ. οὐ τὸν Σεβῖνον, ὃν σὺ προσδοκᾷς ἴσως.
ΓΡ. Α’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή—
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ τὰς ὑπερεξηκοντέτεις
εἰσάγομεν, ἀλλ᾽ εἰσαῦθις ἀναβεβλήμεθα.
τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν.
985 ΓΡ. Α’ ἐπὶ τῆς προτέρας ἀρχῆς γε ταῦτ᾽ ἦν, ὦ γλύκων·
νυνὶ δὲ πρῶτον εἰσάγειν ἡμᾶς δοκεῖ.
ΝΕΑΣ. τῷ βουλομένῳ γε κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον.
ΓΡ. Α’ ἀλλ᾽ οὐδὲ δειπνεῖς κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον.
ΝΕΑΣ. οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι λέγεις· τηνδεδί μοι κρουστέον.
990 ΓΡ. Α’ ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν πρῶτον θύραν.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ κρησέραν αἰτούμεθα.
ΓΡ. Α’ οἶδ᾽ ὅτι φιλοῦμαι· νῦν δὲ θαυμάζεις ὅτι
θύρασί μ᾽ ηὗρες. ἀλλὰ πρόσαγε τὸ στόμα.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὀρρωδῶ τὸν ἐραστήν σου. ΓΡ. Α’ τίνα;
995 ΝΕΑΣ. τὸν τῶν γραφέων ἄριστον. ΓΡ. Α’ οὗτος δ᾽ ἐστὶ τίς;
ΝΕΑΣ. ὃς τοῖς νεκροῖσι ζωγραφεῖ τὰς ληκύθους.
ἀλλ᾽ ἄπιθ᾽, ὅπως μή σ᾽ ἐπὶ θύραισιν ὄψεται.
ΓΡ. Α’ οἶδ᾽, οἶδ᾽ ὅ τι βούλει. ΝΕΑΣ. καὶ γὰρ ἐγὼ σὲ νὴ Δία.
ΓΡ. Α’ μὰ τὴν Ἀφροδίτην, ἥ μ᾽ ἔλαχε κληρουμένη,
1000 μὴ ᾽γώ σ᾽ ἀφήσω. ΝΕΑΣ. παραφρονεῖς, ὦ γρᾴδιον.
ΓΡ. Α’ ληρεῖς· ἐγὼ δ᾽ ἄξω σ᾽ ἐπὶ τἀμὰ στρώματα.
ΝΕΑΣ. τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνοίμεθ᾽ ἄν,
ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονὶ
ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν;
1005 ΓΡ. Α’ μὴ σκῶπτέ μ᾽, ὦ τάλαν, ἀλλ᾽ ἕπου δεῦρ᾽ ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐκ ἀνάγκη μοὐστίν, εἰ μὴ τῶν ἐμῶν
τὴν πεντακοσιοστὴν κατέθηκας τῇ πόλει.
ΓΡ. Α’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, δεῖ γε μέντοι ‹σ᾽›· ὡς ἐγὼ
τοῖς τηλικούτοις ξυγκαθεύδουσ᾽ ἥδομαι.
1010 ΝΕΑΣ. ἐγὼ δὲ ταῖς γε τηλικαύταις ἄχθομαι,
κοὐκ ἂν πιθοίμην οὐδέποτ᾽. ΓΡ. Α’ ἀλλά, νὴ Δία,
ἀναγκάσει τουτί σε. ΝΕΑΣ. τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τί;
ΓΡ. Α’ ψήφισμα, καθ᾽ ὅ σε δεῖ βαδίζειν ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. λέγ᾽ αὐτὸ τί ποτε κἄστι. ΓΡ. Α’ καὶ δή σοι λέγω.
1015 ἔδοξε ταῖς γυναιξίν, ἢν ἀνὴρ νέος
νέας ἐπιθυμῇ, μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν
τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον. ἢν δὲ μὴ ᾽θέλῃ
πρότερον προκρούειν, ἀλλ᾽ ἐπιθυμῇ τῆς νέας,
ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον
1020 ἕλκειν ἀνατεὶ λαβομένας τοῦ παττάλου.
***
Α’ ΓΡ. (παρουσιάζεται και ζυγώνει)
Εσύ βροντάς την πόρτα; Τί με θέλεις;
ΠΑΛ. Πώς σου κατέβη; Α’ ΓΡ. Χτύπησες την πόρτα μου.
ΠΑΛ. Δεν πέθαινα καλύτερα; Α’ ΓΡ. Γιατί
μου ᾽ρθες εδώ με το δαδί αναμμένο;
ΠΑΛ. Κάποιον ζητάω από τον Κοπανά.
980 Α’ ΓΡ. Ποιόν; ΠΑΛ. Όχι τον Πλακιώτη που αναμένεις.
Α’ ΓΡ. (τον τραβάει από το μπράτσο)
Α, μά την Αφροδίτη, θες δε θέλεις...
ΠΑΛ. (ξεκολλώντας απ᾽ τα χέρια της)
Για σήμερα δεν έχουνε σειρά
οι εξηντάρες κι απάνου. Αυτές μεθαύριο.
Για τώρα τα εικοσάρικα πιτσούνια.
Α’ ΓΡ. Γλυκέ μου, αυτά γινότανε πρωτύτερα.
Τώρα ο καινούργιος νόμος βάζει πρώτες
τις ώριμες εμάς. ΠΑΛ. Για όποιον το θέλει.
Όπως στα ζάρια. Παίζει όποιος του αρέσει.
Α’ ΓΡ. Στο φαγί δεν περνάει αυτός ο νόμος.
ΠΑΛ. Τί θες να πεις; Δε σε καταλαβαίνω.
Πάω να χτυπήσω της μικρής την πόρτα.
990 Α’ ΓΡ. Μα τη δικιά μου πρώτα θα χτυπήσεις.
ΠΑΛ. Κορίτσι θέλω απάρθενο, όχι κόσκινο!
Α’ ΓΡ. Το ξέρω, μ᾽ αγαπάς, αλλά ξαφνιάστηκες
που μ᾽ ήβρες όξω... Δώσ᾽ μου τ᾽ αχειλάκια σου.
ΠΑΛ. Α μπα! Θα με σκοτώσει ο γκόμενός σου.
Α’ ΓΡ. Ποιός γκόμενός μου; ΠΑΛ. Ο ζωγράφος! Α’ ΓΡ. Ποιός;
ΠΑΛ. Αυτός που ζωγραφίζει τα λαγήνια
των πεθαμένων. Τρέχα να κρυφτείς
να μη σε ιδεί να τριγυρνάς στους δρόμους.
Α’ ΓΡ. Ξέρω τί θέλεις! ΠΑΛ. Μα κι εγώ σε ξέρω
τί παραθέλεις. Α’ ΓΡ. Μά την Αφροδίτη,
που σ᾽ έστειλε σ᾽ εμένανε λαχείο,
1000 δε σ᾽ αφήνω. (τον τραβάει) ΠΑΛ. Πάει, σου ᾽στριψε, γιαγιάκα.
Α’ ΓΡ. Λίγα λόγια! Περπάτα να ξαπλώσουμε.
ΠΑΛ. Τί τους θέμε τους γάντζους ν᾽ ανεβάζουμε
τους κουβάδες απ᾽ τα πηγάδια μέσα;
Κατέβαζε μια τέτοιανε μπαμπόγρια
να σου τους φέρνει απάνου να τους παίρνεις.
Α’ ΓΡ. Άσε τις εξυπνάδες κι ακολούθα με.
(τον τραβάει)
ΠΑΛ. Υποχρέωση δεν έχω, αν δεν κατάθεσες
στο Δημόσιο Ταμείο το νέο χαράτσι:
ένα στα πεντακόσια το δικό μου
το βιός. Α’ ΓΡ. Ρε τί μου λες; Θά ᾽ρθεις μ᾽ εμένα.
Μονάχα τα μικρά παλικαρόπουλα
θέλω του κρεβατιού μου συντροφιά.
1010 ΠΑΛ. Κι εγώ πάλε σιχαίνομαι τις γράδες,
δε στρέγω να τις γγίξω. Α’ ΓΡ. Μά τον Δία,
τούτο δω θα σε κάνει να με στρέξεις.
(βγάζει έναν πάπυρο)
ΠΑΛ. Και τί ᾽ναι αυτό; Α’ ΓΡ. Το ψήφισμα, που ορίζει
στο δικό μου το σπίτι να βαδίσεις.
ΠΑΛ. Γιά διάβασέ το, για να ιδώ τί λέγει.
Α’ ΓΡ. «Τω γυναικώ η κυβέρνηση διατάζει:
Όποιος νέος βουληθεί να ζευγαρώσει
με νια κοπέλα, δεν μπορεί. Πρωτύτερα
γερασμένη θα πάρει να δροσίσει·
κι αν αρνιέται, θα του βουτούν την τρόμπα του
1020 να τον τραβάνε σπίτι τους οι γράδες.»
ΓΡ. Α’ καὶ τὴν θύραν γ᾽ ἤραττες. ΝΕΑΣ. ἀποθάνοιμ᾽ ἄρα.
ΓΡ. Α’ τοῦ δαὶ δεόμενος δᾷδ᾽ ἔχων ἐλήλυθας;
ΝΕΑΣ. Ἀναφλύστιον ζητῶν τιν᾽ ἄνθρωπον. ΓΡ. Α’ τίνα;
980 ΝΕΑΣ. οὐ τὸν Σεβῖνον, ὃν σὺ προσδοκᾷς ἴσως.
ΓΡ. Α’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, ἤν τε βούλῃ γ᾽ ἤν τε μή—
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ τὰς ὑπερεξηκοντέτεις
εἰσάγομεν, ἀλλ᾽ εἰσαῦθις ἀναβεβλήμεθα.
τὰς ἐντὸς εἴκοσιν γὰρ ἐκδικάζομεν.
985 ΓΡ. Α’ ἐπὶ τῆς προτέρας ἀρχῆς γε ταῦτ᾽ ἦν, ὦ γλύκων·
νυνὶ δὲ πρῶτον εἰσάγειν ἡμᾶς δοκεῖ.
ΝΕΑΣ. τῷ βουλομένῳ γε κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον.
ΓΡ. Α’ ἀλλ᾽ οὐδὲ δειπνεῖς κατὰ τὸν ἐν πεττοῖς νόμον.
ΝΕΑΣ. οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι λέγεις· τηνδεδί μοι κρουστέον.
990 ΓΡ. Α’ ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν πρῶτον θύραν.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐχὶ νυνὶ κρησέραν αἰτούμεθα.
ΓΡ. Α’ οἶδ᾽ ὅτι φιλοῦμαι· νῦν δὲ θαυμάζεις ὅτι
θύρασί μ᾽ ηὗρες. ἀλλὰ πρόσαγε τὸ στόμα.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὀρρωδῶ τὸν ἐραστήν σου. ΓΡ. Α’ τίνα;
995 ΝΕΑΣ. τὸν τῶν γραφέων ἄριστον. ΓΡ. Α’ οὗτος δ᾽ ἐστὶ τίς;
ΝΕΑΣ. ὃς τοῖς νεκροῖσι ζωγραφεῖ τὰς ληκύθους.
ἀλλ᾽ ἄπιθ᾽, ὅπως μή σ᾽ ἐπὶ θύραισιν ὄψεται.
ΓΡ. Α’ οἶδ᾽, οἶδ᾽ ὅ τι βούλει. ΝΕΑΣ. καὶ γὰρ ἐγὼ σὲ νὴ Δία.
ΓΡ. Α’ μὰ τὴν Ἀφροδίτην, ἥ μ᾽ ἔλαχε κληρουμένη,
1000 μὴ ᾽γώ σ᾽ ἀφήσω. ΝΕΑΣ. παραφρονεῖς, ὦ γρᾴδιον.
ΓΡ. Α’ ληρεῖς· ἐγὼ δ᾽ ἄξω σ᾽ ἐπὶ τἀμὰ στρώματα.
ΝΕΑΣ. τί δῆτα κρεάγρας τοῖς κάδοις ὠνοίμεθ᾽ ἄν,
ἐξὸν καθέντα γρᾴδιον τοιουτονὶ
ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν;
1005 ΓΡ. Α’ μὴ σκῶπτέ μ᾽, ὦ τάλαν, ἀλλ᾽ ἕπου δεῦρ᾽ ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ οὐκ ἀνάγκη μοὐστίν, εἰ μὴ τῶν ἐμῶν
τὴν πεντακοσιοστὴν κατέθηκας τῇ πόλει.
ΓΡ. Α’ νὴ τὴν Ἀφροδίτην, δεῖ γε μέντοι ‹σ᾽›· ὡς ἐγὼ
τοῖς τηλικούτοις ξυγκαθεύδουσ᾽ ἥδομαι.
1010 ΝΕΑΣ. ἐγὼ δὲ ταῖς γε τηλικαύταις ἄχθομαι,
κοὐκ ἂν πιθοίμην οὐδέποτ᾽. ΓΡ. Α’ ἀλλά, νὴ Δία,
ἀναγκάσει τουτί σε. ΝΕΑΣ. τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τί;
ΓΡ. Α’ ψήφισμα, καθ᾽ ὅ σε δεῖ βαδίζειν ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. λέγ᾽ αὐτὸ τί ποτε κἄστι. ΓΡ. Α’ καὶ δή σοι λέγω.
1015 ἔδοξε ταῖς γυναιξίν, ἢν ἀνὴρ νέος
νέας ἐπιθυμῇ, μὴ σποδεῖν αὐτὴν πρὶν ἂν
τὴν γραῦν προκρούσῃ πρῶτον. ἢν δὲ μὴ ᾽θέλῃ
πρότερον προκρούειν, ἀλλ᾽ ἐπιθυμῇ τῆς νέας,
ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον
1020 ἕλκειν ἀνατεὶ λαβομένας τοῦ παττάλου.
***
Α’ ΓΡ. (παρουσιάζεται και ζυγώνει)
Εσύ βροντάς την πόρτα; Τί με θέλεις;
ΠΑΛ. Πώς σου κατέβη; Α’ ΓΡ. Χτύπησες την πόρτα μου.
ΠΑΛ. Δεν πέθαινα καλύτερα; Α’ ΓΡ. Γιατί
μου ᾽ρθες εδώ με το δαδί αναμμένο;
ΠΑΛ. Κάποιον ζητάω από τον Κοπανά.
980 Α’ ΓΡ. Ποιόν; ΠΑΛ. Όχι τον Πλακιώτη που αναμένεις.
Α’ ΓΡ. (τον τραβάει από το μπράτσο)
Α, μά την Αφροδίτη, θες δε θέλεις...
ΠΑΛ. (ξεκολλώντας απ᾽ τα χέρια της)
Για σήμερα δεν έχουνε σειρά
οι εξηντάρες κι απάνου. Αυτές μεθαύριο.
Για τώρα τα εικοσάρικα πιτσούνια.
Α’ ΓΡ. Γλυκέ μου, αυτά γινότανε πρωτύτερα.
Τώρα ο καινούργιος νόμος βάζει πρώτες
τις ώριμες εμάς. ΠΑΛ. Για όποιον το θέλει.
Όπως στα ζάρια. Παίζει όποιος του αρέσει.
Α’ ΓΡ. Στο φαγί δεν περνάει αυτός ο νόμος.
ΠΑΛ. Τί θες να πεις; Δε σε καταλαβαίνω.
Πάω να χτυπήσω της μικρής την πόρτα.
990 Α’ ΓΡ. Μα τη δικιά μου πρώτα θα χτυπήσεις.
ΠΑΛ. Κορίτσι θέλω απάρθενο, όχι κόσκινο!
Α’ ΓΡ. Το ξέρω, μ᾽ αγαπάς, αλλά ξαφνιάστηκες
που μ᾽ ήβρες όξω... Δώσ᾽ μου τ᾽ αχειλάκια σου.
ΠΑΛ. Α μπα! Θα με σκοτώσει ο γκόμενός σου.
Α’ ΓΡ. Ποιός γκόμενός μου; ΠΑΛ. Ο ζωγράφος! Α’ ΓΡ. Ποιός;
ΠΑΛ. Αυτός που ζωγραφίζει τα λαγήνια
των πεθαμένων. Τρέχα να κρυφτείς
να μη σε ιδεί να τριγυρνάς στους δρόμους.
Α’ ΓΡ. Ξέρω τί θέλεις! ΠΑΛ. Μα κι εγώ σε ξέρω
τί παραθέλεις. Α’ ΓΡ. Μά την Αφροδίτη,
που σ᾽ έστειλε σ᾽ εμένανε λαχείο,
1000 δε σ᾽ αφήνω. (τον τραβάει) ΠΑΛ. Πάει, σου ᾽στριψε, γιαγιάκα.
Α’ ΓΡ. Λίγα λόγια! Περπάτα να ξαπλώσουμε.
ΠΑΛ. Τί τους θέμε τους γάντζους ν᾽ ανεβάζουμε
τους κουβάδες απ᾽ τα πηγάδια μέσα;
Κατέβαζε μια τέτοιανε μπαμπόγρια
να σου τους φέρνει απάνου να τους παίρνεις.
Α’ ΓΡ. Άσε τις εξυπνάδες κι ακολούθα με.
(τον τραβάει)
ΠΑΛ. Υποχρέωση δεν έχω, αν δεν κατάθεσες
στο Δημόσιο Ταμείο το νέο χαράτσι:
ένα στα πεντακόσια το δικό μου
το βιός. Α’ ΓΡ. Ρε τί μου λες; Θά ᾽ρθεις μ᾽ εμένα.
Μονάχα τα μικρά παλικαρόπουλα
θέλω του κρεβατιού μου συντροφιά.
1010 ΠΑΛ. Κι εγώ πάλε σιχαίνομαι τις γράδες,
δε στρέγω να τις γγίξω. Α’ ΓΡ. Μά τον Δία,
τούτο δω θα σε κάνει να με στρέξεις.
(βγάζει έναν πάπυρο)
ΠΑΛ. Και τί ᾽ναι αυτό; Α’ ΓΡ. Το ψήφισμα, που ορίζει
στο δικό μου το σπίτι να βαδίσεις.
ΠΑΛ. Γιά διάβασέ το, για να ιδώ τί λέγει.
Α’ ΓΡ. «Τω γυναικώ η κυβέρνηση διατάζει:
Όποιος νέος βουληθεί να ζευγαρώσει
με νια κοπέλα, δεν μπορεί. Πρωτύτερα
γερασμένη θα πάρει να δροσίσει·
κι αν αρνιέται, θα του βουτούν την τρόμπα του
1020 να τον τραβάνε σπίτι τους οι γράδες.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου