1. Η άβυσσος: το 1936 σε μια έκθεση των υπερρεαλιστών στο Λονδίνο, ανάμεσα στους άλλους είχε προσκληθεί να κάνει διάλεξη και ο τριανταδυάχρονος Σαλβαντόρ Νταλί, ο ήδη διάσημος ισπανός εκκεντρικός ζωγράφος που είχε κιόλας κατακτήσει την Ευρώπη και την Αμερική. Εκεί που όλοι οι προσκεκλημένοι περίμεναν να δούνε την γνωστή φιγούρα του τρομερού Ισπανού με το τσιγκελωτό μουστάκι και την αλλοπαρμένη ματιά, αίφνης είδαν έναν δύτη ντυμένο με τη στολή κατάδυσης και το σκάφανδρο. Ήταν ο Νταλί που μέσα από το γιαλί φώναζε σαφώς τις προθέσεις του: θα κατέβω στην άβυσσο του υποσυνειδήτου και αμέσως μετά θα ανέβω.
Ωστόσο κάποτε άρχισε να παραπατάει, τότε όλοι διαπίστωσαν πως είχε ξεχάσει να συνδέσει με την στολή τον μηχανισμό τροφοδοσίας του αέρα. Οι παρευρισκόμενοι (ανάμεσά τους και ο Ελυάρ) όρμησαν να τον απεγκλωβίσουν, μα οι βίδες της στολής είχαν σφηνώσει. Εν τέλει το σκαφανδρο άνοιξε με σφυρί, λίγο πριν ο Νταλί σκάσει από ασφυξία. Όταν συνήλθε κάπως, δεν δυσκολεύτηκε να βρει την ατάκα – πιθανώς και να την προετοίμαζε: όλος αυτός ο εγκλεισμός κι έπειτα η έξοδος, κάτι μου θυμίζουν.
2. Οικογένεια: σαφώς και όλα αυτά κάτι του θύμιζαν. Αυτός που στοίχειωσε την τέχνη του εικοστού αιώνα, χρωστούσε την ύπαρξή του στον θάνατο ενός μεγαλύτερου αδελφού με το ίδιο όνομα: γεννήθηκε ακριβώς εννιά μήνες μετά – στις έντεκα Μαϊου του 1904 στην Φιγκέρα της Καταλωνίας. Ο πατέρας του ήταν φιλελεύθερος συμβολαιογράφος, ωστόσο η φαναντική καθολική μητέρα του τον επηρέασε βαθύτατα. Ο Νταλί μεγάλωσε με το φάσμα του χαμένου Σαλβαδόρ και με το φάσμα του Χριστού του Βελάσκεθ – εκείνου δηλαδή που σκύβει το κεφάλι μπροστά στον Πατέρα του πόνου του.
3. Έξοδος: ήταν ολοφάνερο πως ή θα σκλαβωνόταν ή θα έβρισκε έναν τρόπο να ξεφύγει από τα φάσματα. Προτού καν μιλήσει να κρύβει τα κακά του στις πιο απίθανες γωνίες του σπιτιού’ γρήγορα οι γονείς του κατάλαβαν πως το παιδί τους δεν ήταν ακριβώς όπως όλα τα υπόλοιπα. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να βλέπει μαγικές εικόνες που κρύβαν ζώα: φυσικά έβλεπε ό,τι ήθελε. Μεγαλώνοντας συνέχισε στο ίδιο ρυθμό: επινοούσε εφιάλτες και αρρώστιες προκειμένου να του ικανοποιήσουν την κάθε του επιθυμία. Όταν κατάλαβαν ότι παίζει θέατρο, δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάει παρακάτω: πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι πυρετοί και οι αιμορραγίες.
4. Έξαψη: στις αυτοβιογραφίες του μίλησε για ένα γκρεμό που πρωτοείδε ως παιδί και τον γέμισε έξαψη. Το ανεπίστρεπτο του θανάτου τον έλκει απεριόριστα’ ένα παιδικό παιχνίδι με μια συνομήλική του κοπέλα γίνεται μα φαντασίωση φόνου που ευτυχώς δεν πραγματοποιήτε. Ωστόσο ο γκρεμός θα τον ακολουθεί, τουλάχιστον μέχρι την συνάντησή του με την Γκαλά – το χάιδεμα με τον θάνατο θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος. Ναι, μπαίνουμε στους ποταμούς – μα πού θα βγούμε;
5. Ζωντανή τέχνη: από τούτη την άποψη ολόκληρη η ζωή του Νταλί ήταν μια διαρκής ακροβασία στην άκρη της τύχης, μια συνεχής εξωφρενική σκηνοθεσία – μια εξωφρενική ζωντανή τέχνη, απεικόνιση ενός οργανωμένου παραληρήματος (προσεκτικά προϋπολογισμένου, θα διόρθωναν οι αρνητές του). Η αλήθεια είναι πως εξαργύρωσε όσο κανένας άλλος αυτό που οι συγκαιρινοί του ονόμασαν τρέλα: κάποτε ο γενάρχης του Υπερρεαλισμού Αντρέας Μπρετόν αηδιασμένος από την φιλοχρηματία του έκανε έναν αναγραμματισμό του ονόματός του τον ονόμασε Avida dollars, δηλαδή μανιασμένο για δολάρια – κι ο Νταλί καμάρωνε για τούτο τον χαρακτηρισμό.
Ναι, ήταν φιλάργυρος, επηρμένος, έρμαιο της φιλαυτίας του, των εγωκεντρικών εμμονών του, κοιτούσε μονίμως στον καθρέφτη τα μουστάκια του, αναγνώριζε μονάχα την Γκαλά και τον ίσκιο του μα όταν ερχόταν η ώρα για τις μαγικές εικόνες, έπαιζε μπάλα μόνος του: θαρρείς και είχε μέσα του τον Μπος, το Βελάσκεθ, τον Γκαουντί, τον καθολικό μεσαίωνα, την Αναγέννηση και την την Αντιμεταρρύθμιση, τον καθολικό φανατισμό, το ισπανικό παράλογο μα και τον πιο άγριο υπερρεαλισμό.
Ήταν αυτός που έβαλε κεφάλι ψαριού στην Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, συρτάρια στο σώμα της Αφροδίτης της Μήλου, έναν διάσημο αστακό πάνω σε ένα μαύρο τηλέφωνο, αυτός που κινηματογράφησε ξυράφια να κόβουν γυναικεία μάτια και ψαλίδια μέσα στο όνειρα του Χίτσκοκ, αυτός που ζωγράφισε παπούτσια πάνω σε κύβους ζάχαρης που στην συνέχεια έλιωσε μέσα σε χλιαρό γάλα, ανθισμένα αβγά, λιωμένα ρολόγια, ελέφαντες πάνω σε ξυλοπόδαρα και κάμποσους προοπτικά μεγαλειώδεις Ναζωραίους. Ήτανε γιος του Φρόιντ και της νέας μεγάλης αλήθειας που κυβέρνησε την Δύση στον εικοστό αιώνα κι όταν (μετά από μεσολάβηση του Στέφαν Τβάιχ) συναντήθηκε με τον Φρόιντ φρόντισε να πει κάτι αντάξιο του πατέρα του: το κεφάλι του είναι σαν σαλιγκάρι, αν θελήσω να φάω την σκέψη του, πρέπει να την βγάλω με μια καρφίτσα.
6. Ατάκες: Η μόνη διαφορά σε μένα και σε έναν τρελό, είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός. Στα σίγουρα ο Νταλί ήταν υπερβολικά έξυπνος: ήξερε να παίζει με τους αστούς που κυβέρνησαν τον καιρό του, να τους ερεθίζει, να τους προγκάρει, να τους αφήνει με ανοιχτό το στόμα, να τους γαργαλά – και στο τέλος να τους κάνει και το χατίρι: σαφώς και ο κάθε αστός γουστάρει έναν εκκεντρικό θαυματοποιό με στριφτά μουστάκια που ζωγραφίζει τον κόσμο γυρισμένο ανάποδα, για να ξεπλύνει το αστικό του κενό. Τον αγάπησαν πολύ αυτοί οι αστοί τον Νταλί – αγάπησαν πολύ την τρέλα του, ακριβώς γιατί δεν ήτανε αληθινή τρέλα, μα στάση, γι’ αυτό και δεν του στείλανε τους ψυχόμπατσους, όπως τους έστειλαν στον Βαν Γκογκ.
Ακόμη περισσότερο τον αγάπησαν οι Αμερικάνοι λογαριάζοντάς τον περισσότερο για καλλιτεχνικό διασκεδαστή παρά για ζωγράφο – τρεις δεκαετίες αργότερα βρήκανε και τον αληθινό διασκεδαστή τους στο πρόσωπο του Άντι Γουόλχολ. Ο Νταλί φρόντιζε να ικανοποιεί όλον τον κόσμο: και τους φιλότεχνους και τους δημοσιογράφους και τους φωτογράφους – να μοιράζει τις κατάλληλες ατάκες αλαζονείας, έπαρσης και μεγαλείου. Στα εικοσιδύο του αρνήθηκε να δώσει τις απολυτήριες εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης δηλώνοντας: δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός να με κρίνει. Δυο χρόνια νωρίτερα είχε ξεσηκώσει τους συμφοιτητές του εναντίων των άχρηστων καθηγητών του: κατηγορήθηκε για αναρχικός και πέρασε μερικές εβδομάδες στην φυλακή. Συνέχισε στο ίδιο τέμπο για τα επόμενα εξηνταπέντε χρόνια. Στα ογδόντα του φρόντισε να προειδοποιήσει τους πάντες: Μην ετοιμάζετε νεκρολογίες, είμαι αθάνατος. Μια μεγαλοφυία δεν έχει δικαίωμα να πεθάνει.
7. Υπερρεαλισμός; – ω ναι. Εκτός από ατάκες, ο Νταλί ήξερε να διαλέγει και τους κατάλληλους ανθρώπους: στα εικοσιένα του όταν πήγε στο Παρίσι πρωτού πάει στο Λούβρο πέρασε από τον Πικάσο, στα εικοσιτρία του έκανε τα σκηνικά της Μαριάνας Πινέδα του Λόρκα, ήτανε στα εικοσιπέντε του έφτιαξε με τον Μπονιουέλ την πρώτη ταινία του υπερρεαλισμού, τον Ανδαλουσιανό σκύλο, εκεί όπου οι θεατές έντρομοι είδαν ένα ξυράφι να κόβει τον βοβλό ενός ματιού, και την επόμενη χρονιά, μέσω του Χουάν Μιρό, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο των γάλλων υπερρεαλιστών – την μεγαλύτερη καλλιτεχνική επανάσταση του εικοστού αιώνα.
Ο Μπρετόν είδε στο πρόσωπο (πιο σωστά: πίσω από το πρόσωπο) του καταλανού νάρκισσου αυτό που ευαγγελιζόταν στα μανιφέστα του: την ένωση του ονείρου, του ενστίκτου και της εξέγερσης. Δίχως αμφιβολία δικός τους: μετά από χρόνια ο Νταλί θα του αντιγυρίσει τούτη την υποστήριξη: Ποιος Μπρετόν; – εγώ είμαι ο υπερρεαλισμός. Από τον άλλο μεγάλο της παρέας των υπερρεαλιστών, τον Πολ Ελυάρ, θα πάρει κάτι πολύ περισσότερο.
8. Γκαλά: τη λέγανε Έλενα Ντιακόναβα, ήταν ρωσίδα, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, σύζυγος του Πολ Ελυάρ. Είχε σχεδόν αντρικό πρόσωπο μα πραγματικά τέλειο σώμα – όσοι την ξέρανε λέγανε πως ήταν αφάνταστα επηρμένη, εγωκεντρική και εξαιρετικά σκληρή. Συναντήθηκε με τον Νταλί στις διακοπές του καλοκαιριού του 1929 στο Καντακές: ο εικοσιπεντάχρονος Σαλβαντόρ δεν είχε κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα. Ο Νταλί ήτανε βέβαιος πως την είχε ξαναδεί σε ένα καλειδοσκόπιο όταν ήταν παιδί’ φυσικά άρχισε να λέει τις συνηθισμένες του εξυπνάδες προκειμένου να την εντυπωσιάσει. Η Γκαλά δεν αστειευόταν, τον ξεμονάχιασε στα βράχια και του ζήτησε να την σπρώξει στον γκρεμό, ενεργοποιώντας την παιδική εμμονή του – φυσικά εκείνος ορκίστηκε να μην την ξαναφήσει ποτέ.
Ήταν ίσως το μόνο σημείο της ζωής του που δέχτηκε να βάλει το εγώ του σε δεύτερη μοίρα – στο εξής όλη του η ζωή ήταν η Γκαλά. Τη λάτρεψε (και, βέβαια, τη ζωγράφισε) με τον ίδιο τρόπο που οι καθολικοί λατρεύουν την Παναγία – για αυτό και της έδωσε δεκάδες λατρευτικά παρονόματα. Στην δεκαετία του ’50 κι ενώ η Γκαλαρίνα του ήτανε πια εξήντα χρονών, ο Νταλί διακήρυσσε πως είχε σώμα έφηβης κι έτσι το ζωγράφιζε. Λένε πως για πενήντα χρόνια η Γκαλά είχε απόλυτη εξουσία απάνω του πως κατηύθυνε κάθε του πράξη. Ωστόσο τούτη η παράδοση του Νταλί σε τούτη την μάγισσα-Παναγία-Λήδα είναι για μένα η πιο συγκινητική εκδοχή του. Φυσικά ο πατέρας του αποκήρυξε τούτη τη σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα: ο γιος του σε ένδειξη θλίψης ξύρισε το κεφάλι του και εμφανίστηκε με έναν αχινό πάνω στο κρανίο του.
9. Η εμμονή της μνήμης: ήταν ο πίνακας με τα ρολόγια που λιώνουν σαν καμαμπέρ που σαπίζει, ζωγραφισμένος το 1931. Είναι η πιο διάσημη εικόνα του Νταλί – αυτή όπου η εμμονή της μνήμης γεμίζει την έρημη χώρα. Σαφώς τούτη η εικόνα, που τρία χρόνια αργότερα (και μέσα από μια περιπετειώδη διαδρομή) κατέληξε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στάθηκε η γέφυρα για την κατάκτηση της Αμερικής: το πρώτο ταξίδι έγινε το 1934 με πεντακόσια δολλάρια που του δώρισε ο Πικάσο. Ο Νταλί ήξερε πως να γίνει πρωτοσέλιδο: εμφανίστηκε στους φωτογράφους κρατώντας μια τεράστια μπαγκέτα ψωμιού. Οι ουρανοξύστες σας μοιάζουν με ροκφόρ κι είναι ωραίο το ροκφόρ με το ψωμί. Ο Ζυλιέν Λεβί του διοργανώνει μια θριαμευτική έκθεση: αλλόκοτες συνεντεύξεις, ακόμη πιο αλλόκοτες διαλέξεις και χοροί μεταμφιεσμένων, το ζεύγος Νταλί στο στοιχείο του.
10. Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου: Το 1939 ο Νταλί με τη Γκαλά ξαναφεύγουν για την Αμερική και τούτη τη φορά θα μείνουν εκεί για μια δεκαετία. Έχουν προηγηθεί το εξώφυλλο στο περιοδικό Time (τον Δεκέμριο του 1936, μόλις στα τριανταδύο του χρόνια), η οριστική ρήξη του με τον κύκλο του Μπρετόν, το αιματοκύλισμα της Ισπανίας από τους φασίστες και τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου που μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη. Ο Νταλί πάει στα σίγουρα, στην Αμερική γράφει λιμπρέτα για μπαλέτα, κάνει σκηνογραφίες, εκδίδει το 1942 (στα τριανταοχτώ του χρόνια) την αυτοβιογραφία του (Η μυστική ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί), σχεδιάζει το όνειρο με τα ψαλίδια για τη Νύχτα αγωνίας του Χίτσκοκ, στήνει μια ταινία με το Γουόλτ Ντίσνεϊ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (θα την λέγανε Destino – έξι δεκαετίες αργότερα μια εκδοχή τούτης της ταινίας είναι έτοιμη για προβολή), ζωγραφίζει φορέματα, σχεδιάζει κοσμήματα, δακρυσμένα μάτια, κόκκινα χείλη με λευκά δόντια, καρδιές με παλλόμενα διαμάντια στο κέντρο τους.
Φυσικά και ζωγραφίζει ακατάπαυστα: οι Πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου περισσότερο από αγώνας εγκράτειας, περισσότερο από υπόσχεση ενός αχαλίνωτου σεξουαλικού ερεθισμού που διαστέλλει τον κόσμο – πιθανώς μια αποθέωση του αυνανισμού, πράξη την οποία ο Νταλί θεωρούσε ιερή- είναι η μεγάλη μάχη της Ιστορίας: ο Σταυρός ενάντια στο γυναικείο στήθος – η ιδέα εναντίων της σάρκας. Έχει έρθει πια η ώρα για το σώμα της Λήδας και για το σώμα του Ναζωραίου.
11. Η Λήδα και ο Ναζωραίος: η επιστροφή στην Ευρώπη θα γίνει το 1948 και πάλι στα σίγουρα. Το σπίτι του Νταλί και της Γκαλά στο Πορτ Γιγάτ της Χάβρης γίνεται το σκηνικό της ζωής τους: εκεί θα παντρευτούν με καθολικό γάμο το 1956. Έχει προηγηθεί η συνάντηση του Νταλί με τον Πάπα το 1949, οι ατομικές Γαλάτειες και Παναγίες, καθώς και η Λήδα του Λεονάρντο ως Γκάλα, όλες καμωμένες με αντιπρωτόνια, το Ραφαηλικό κεφάλι γυναίκας ως θόλος του Πάνθεον, ο Πυρηνικός Σταυρός – δηλαδή η εντός του παλινόστηση της Ιταλικής Αναγέννησης και του Ισπανικού Μυστικισμού.
Όταν στα 1951, με αφορμή ένα σχέδιο που πιθανώς να έγινε από τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού (τον μυστικό ισπανό ποιητή του 16ου αιώνα), ζωγράφισε τον διασημότερο Εσταυρωμένο του εικοστού αιώνα, στα σίγουρα είχε στον νου του να ξεπεράσει τον Βελάσκεθ: ωστόσο ζωγράφισε περισσότερο έναν Εσταυρωμένο-Νάρκισσο από έναν Εσταυρωμένο θυσιασμένο – ίσως γιατί έτσι τον κατανοούσε: στο κέντρο του κόσμου, υπεριπτάμενο, δίχως να γέρνει το κεφάλι από συντριβή παρά μονάχα για να δει την επικράτεια της δόξας του. Μπήκαμε στους ποταμούς, λοιπόν;
12. Πάρτε με, είμαι ναρκωτικό. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Νταλί παραδόθηκε στο μπαρόκ στην δεκαετία του 1960 δεν δίστασε να αγκαλιαστεί με τον Φράνκο προκειμένου να γίνει το Μουσείο Νταλί στη Φιγέρα. Γερνώντας παθιάστηκε με τα ολογράμματα, την στερεοσκοπία, τα οπτικά τρικ: η γενιά των λουλουδιών τον ανακήρυξε φωτεινό οδηγό της, ο Τίμοθι Λίρι έγραψε πως είναι ο μόνος ζωγράφος του L.S.D. που πίνει μονάχα νερό. Γέμισε με παράσημα και τίτλους, το όραμα του μεγαλείου του βρέθηκε στο απόγειό του: ωστόσο το καλοκαίρι του 1982 η Γκαλά πεθαίνει. Ο Νταλί κλείνεται στον πύργο του στο Πουμπόλ, αφού ανακηρύσσει τον εαυτό του μαρκήσιο. Πια είναι μόνος με τον θάνατό του, τα μουστάκια του δείχνουν μόνο τον ουρανό.
13. Κι η μοναξιά; Να σκεφτούμε τη μοναξιά.
14. Νάρκισσος: Ξυπνάω κάθε πρωί και σκέφτομαι: τι ευτυχία να είσαι ο Νταλί. Κι ακόμη: τι από την μεγαλοφυία του θα αποκαλύψει σήμερα ο Νταλί στους ανθρώπους. Αναμφίβολα ήταν ο μεγαλύτερος νάρκισσος του αιώνα του κι έτσι ερμήνευε και τον γύρω του κόσμο. Με την ίδια οπτική ζωγράφισε και τον Ναζωραίο: ως κάποιον που υπήρχε μονάχα επειδή βρισκόταν στο κέντρο. Έβαλε την φλόγα της τέχνης του (εκείνη που ο Βαν Γκογκ την μοίρασε ως πυρετό στους ανθρώπους) στο εσωτερικό του κεφαλιού του, όπως ένα παιδί γυρεύει να εντυπωσιάσει κλείνοντας τα φώτα και βάζοντας τον φακό κάτω από το σαγόνι του. Το πρόβλημα με τον Νταλί είναι πως δεν ήταν παιδί.
Στα σίγουρα όταν ακούς κάποιον να αποκαλεί την ατομική έκρηξη της Χιροσίμα καλλιτεχνική πράξη και να κηρύσσει την αρχή της πυρηνικής τέχνης, κατανοείς πως είναι περισσότερο αδίστακτος από καλλιτέχνης. Ο Νταλί δεν είχε πρόβλημα να να χαϊδευτεί με τους κομμουνιστές μέχρι να αγκαλιαστεί με τους φασίστες, να διακηρύξει την αθεΐα του μέχρι να φιλήσει το χέρι του πάπα, να χαϊδέψει τα αυτιά των αμερικάνων λέγοντας σαχλαμαρίτσες προκειμένου να κουκουλώσει το αδιανόητο έγκλημα της Χιροσίμα.
Φωνάζοντας πως η τέχνη είναι πέρα από το καλό και το κακό (που πιθανώς να είναι – με την έννοια ότι αυτή διαμορφώνει τα όριά της), ουσιαστικά φορμάρισε το γκελ του με τους αστούς και με τις εξουσίες στην χαριτωμένη «τρέλα και κορδέλα» του» κρατώντας κατά βάθος την χρυσή ουδετερότητα (αυτήν που μερικοί ονομάζουν Σοφία). Το ερώτημα δεν είναι αν ήτανε ένας μοναδικός διαχειριστής του εαυτού του, το ερώτημα είναι τι μένει πέρα από όλα αυτά.
15. Ωστόσο, το μαργαριτάρι: πάντοτε μένουν οι εικόνες, πάντοτε υπάρχουν οι εικόνες – και είναι οι εικόνες μιας τέχνης έτσι και αλλιώς αναποδογυρισμένης, ακριβώς διότι δεν γινόταν να χωρέσει άλλη στο ποτήρι της, στον κουβά της, στη σκάφη της. Ο εικοστός αιώνας στη ζωγραφική άρχισε μετά τον Μονέ, τον Γκογκέν, τον Σεζάν, την Ματίς, τον Κλιμτ, τον ροζ Πικάσο, επί της ουσίας ο εικοστός αιώνας άρχισε όταν ο Μπρετόν, ο Τζάρα κι όλη η παλιοπαρέα αποφάσισαν να ξανααρχίζουν την τέχνη και την ιστορία, οι περισσότεροι από αυτούς μάνιασαν να ξεμοντάρουν τον κόσμο ως βούληση και ως παράσταση, όπως τον είχε θελήσει ο Σοπενχάουερ.
Δεν έχω αμφιβολία: ο Νταλί μπορούσε περισσότερα. Μπήκε, λοιπόν, στην ντρόγκα να τα ξαναβάλει όλα από την αρχή, λογάριαζε πως είχε την ιδιοφυΐα για να γίνει ο νέος Λεονάρντο και το χέρι για να γίνει ο νέος Βελάσκεθ. Ωστόσο εκεί που ο Λεονάρντο έστησε κάτοπτρα μπροστά στα αινίγματα κι ο Βελάσκεθ έναν καθρέφτη μπροστά στην εικόνα, ο Νταλί έστησε έναν καθρέφτη μπροστα στον εαυτό του. Τίποτε που να είναι πιο πέρα από το εγώ του δεν τον αφορά, τόσο που ο Γκόμπριτς μπροστά στην δική του εικόνα βρήκε την αφορμή να μιλήσει για εκείνο τον κόκο μυθικής αλήθειας που γύρω του γίνεται το μαργαριτάρι και που δίχως αυτόν όλα καταλήγουν ως άμορφη μάζα.
Μιλώντας γενικά για την τέχνη του 20ου αιώνα ο Γκόμπριτς μάλλον έχει δίκιο, μα αδικεί τον Νταλί. Αν δούμε τις μαγικές εικόνες του καταλανού νάρκισσου, πέρα από τις προϋπολογισμένες ανοησίες του, πέρα από την δημοσιογραφική ή την σκανδαλογραφική ανάγνωση (την οποία ωστόσο εκείνος τόσο γύρεψε), θα δούμε πως ό,τι λογαριάζουμε για εγωκεντρική άμορφη μάζα είναι ένα ακόμη μαργαριτάρι όχι άμορφο, όπως νομίζουμε, μα τετηγμένο: τετηγμένο από την ανεξέλεγκτο χρόνο του αιώνα του, από την ανεξέλεγκτη ιστορία του καιρού του, από τα ανεξέλεγκτα όνειρα του μέλλοντος. Ναι, ο Νταλί είναι αντιπαθής και εξοργιστικός και εξοργιστικά ουδέτερος, μα ήταν αυτός που στη καρδιά του εικοστού αιώνα ζωγράφισε τον ερχόμενο κόσμο.
16. Εντέλει ο κόσμος: ένα ερχόμενο άρμα, όπως το έγραψε ο Ηράκλειτος, στροβιλισμένο όχι πια από την Ιστορία, μα από την τύχη – δηλαδή όπως τα είχε πει ο σκοτεινός γέροντας της Εφέσσου. Τι είναι η τύχη, λοιπόν; – ψάξε την απάντηση στις εικόνες: τύχη είναι οτιδήποτε δεν μπορεί να ελεγχθεί, να ιδεολογικοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί ως κανόνας ηθικής τάξης, να προσφερθεί ως σύστημα ηθικής σκλαβιάς. Τύχη είναι ο Νάρκισσος που μεταμορφώνεται σε θάνατο, το νερό που γίνεται έρημος, η σάρκα που γίνεται πέτρα, μα εντός της πέτρας κρύβεται η υπόσχεση της ανθοφορίας. Ιδού, λοιπόν, το αβγό ραγίζει. Τύχη είναι η εμμονή της μνήμης, ο σταθμός του Περπινιάν, η ανακάλυψη της Αμερικής, η νεαρή παρθένα που αυτοσοδομίζεται από την ίδια της την αγνότητα, το παιδικό φέρετρο που κρύβεται κάτω από το καλάθι στον πίνακα του Μιλέ, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ που γενήθηκε ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Σαλβαδόρ Νταλί που πέθανε εννιά μήνες νωρίτερα από την γέννηση του Σαλαδόρ Νταλί, το ψάρεμα του τόνου, η Γκαλά που κοιτάζει την θάλασσα της Μεσογείου μα στα είκοσι μέτρα γίνεται το πορτραίτο του Αβραάμ Λίνκολ.
Ο Παύλος μιλάει στην Προς Κορινθίους Α’ για το έσοπτρο εν αινίγματι: όλα εξαρτόνται από ποια πλευρά του καθρέφτη βρίσκεσαι. Ο Νταλί με την απάνθρωπη φαντασία του μπήκε στην μέσα πλευρά του καθρέφτη: τι είδε εκεί; Υποσχέσεις αχαλίνωτης ψυχής, σεξουαλικές εκρήξεις, Παναγίες, Λήδες, Γαλάτειες καμωμένες από αντι-πρωτόνια, την παιδική του έξαψη να πολλαπλασιάζεται μέχρι το άπειρο. Με την έξαψη γίνεται η τέχνη, με κορίτσια του Επιταφίου που έχουν κόκκινα μάγουλα. Ω ναι, βλέπομεν, βλέπουμε και θα βλέπουμε μέσα από τον ανθισμένο καθρέφτη. Να ο κόσμος, λοιπόν. Τα βράχια του Λεονάρντο ανθίζουν. Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου ανθίζουν. Τα κορίτσια του Επιταφίου δωρίζουν ανθισμένους πειρασμούς.
17. Κι η μοναξιά; Αχ η μοναξιά.
18. Εντέλει ο θάνατος: είναι κάτι που γίνεται. Ο Σαλβαδόρ Νταλί, παρά τις υποσχέσεις του περί αθανασίας κι αφού γλίτωσε από την πυρκαγιά του πύργου στο Πουμπόλ, πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1989, στα ογδονταπέντε του χρόνια, στο δωμάτιο Γαλάτεια του Τεατρο Νταλί στη Φιγέρα. Πέρα από την σκανδαλωδώς δημόσια ζωή του, τα μεγάλα λόγια, τις υπερφίαλες πόζες, τις προκλητικές φωτογραφήσεις, το στριφτό μουστάκι και το αλαζονικό ύφος, άφησε πίσω του τις εικόνες, κάποιος που με το καθρεφτάκι ρίχνει το φως στα μάτια μας και μας στραβώνει. Κάποιος που παίζει με τον χρόνο, μέσα στον χρόνο, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιος που έρχεται μέσα από το έσοπτρο εν αινίγματι.
Στο τέλος, ωστόσο, ο χρόνος βρίσκει το απολωλός πρόβατο και το τρώγει. Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που έπαιζε με τις αγαπημένες του οφθαλμαπάτες ζωγράφισε μια στερεοσκοπική εικόνα με τον εαυτό του να ζωγραφίζει την Γκαλά μπροστά στον καθρέφτη. Ο Νταλί άφησε τον πίνακα ανολοκλήρωτο. Σήμερα βλέπουμε στον καθρέφτη το πρόσωπο της Γκαλά να θαμπώνει, το δεξί της μάτι να σβήνεται, να μην υπάρχει, νάτο, λοιπόν, το σκιάγμα του θανάτου. Πίσω της με το πινέλο στο χέρι ο Σαλβαδόρ – Βελάσκεθ γεμάτος με αγάπη και γεμάτος με τρόμο (ιδού ο τρόμος της αγάπης) να βλέπει τούτον τον επερχόμενο θάνατο και να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να τον ζωγραφίσει. Δεν ξέρω να έγινε άλλη τέτοια εικόνα στον εικοστό αιώνα, στα σίγουρα ο Βελάσκεθ και ο Βερμέερ μπορούν πια να γαληνέψουν. Ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομεν τε και ουκ εμβαίνομεν – όπως τότε, όπως πάντα.
Ωστόσο κάποτε άρχισε να παραπατάει, τότε όλοι διαπίστωσαν πως είχε ξεχάσει να συνδέσει με την στολή τον μηχανισμό τροφοδοσίας του αέρα. Οι παρευρισκόμενοι (ανάμεσά τους και ο Ελυάρ) όρμησαν να τον απεγκλωβίσουν, μα οι βίδες της στολής είχαν σφηνώσει. Εν τέλει το σκαφανδρο άνοιξε με σφυρί, λίγο πριν ο Νταλί σκάσει από ασφυξία. Όταν συνήλθε κάπως, δεν δυσκολεύτηκε να βρει την ατάκα – πιθανώς και να την προετοίμαζε: όλος αυτός ο εγκλεισμός κι έπειτα η έξοδος, κάτι μου θυμίζουν.
2. Οικογένεια: σαφώς και όλα αυτά κάτι του θύμιζαν. Αυτός που στοίχειωσε την τέχνη του εικοστού αιώνα, χρωστούσε την ύπαρξή του στον θάνατο ενός μεγαλύτερου αδελφού με το ίδιο όνομα: γεννήθηκε ακριβώς εννιά μήνες μετά – στις έντεκα Μαϊου του 1904 στην Φιγκέρα της Καταλωνίας. Ο πατέρας του ήταν φιλελεύθερος συμβολαιογράφος, ωστόσο η φαναντική καθολική μητέρα του τον επηρέασε βαθύτατα. Ο Νταλί μεγάλωσε με το φάσμα του χαμένου Σαλβαδόρ και με το φάσμα του Χριστού του Βελάσκεθ – εκείνου δηλαδή που σκύβει το κεφάλι μπροστά στον Πατέρα του πόνου του.
3. Έξοδος: ήταν ολοφάνερο πως ή θα σκλαβωνόταν ή θα έβρισκε έναν τρόπο να ξεφύγει από τα φάσματα. Προτού καν μιλήσει να κρύβει τα κακά του στις πιο απίθανες γωνίες του σπιτιού’ γρήγορα οι γονείς του κατάλαβαν πως το παιδί τους δεν ήταν ακριβώς όπως όλα τα υπόλοιπα. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να βλέπει μαγικές εικόνες που κρύβαν ζώα: φυσικά έβλεπε ό,τι ήθελε. Μεγαλώνοντας συνέχισε στο ίδιο ρυθμό: επινοούσε εφιάλτες και αρρώστιες προκειμένου να του ικανοποιήσουν την κάθε του επιθυμία. Όταν κατάλαβαν ότι παίζει θέατρο, δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάει παρακάτω: πολύ γρήγορα εμφανίστηκαν οι πυρετοί και οι αιμορραγίες.
4. Έξαψη: στις αυτοβιογραφίες του μίλησε για ένα γκρεμό που πρωτοείδε ως παιδί και τον γέμισε έξαψη. Το ανεπίστρεπτο του θανάτου τον έλκει απεριόριστα’ ένα παιδικό παιχνίδι με μια συνομήλική του κοπέλα γίνεται μα φαντασίωση φόνου που ευτυχώς δεν πραγματοποιήτε. Ωστόσο ο γκρεμός θα τον ακολουθεί, τουλάχιστον μέχρι την συνάντησή του με την Γκαλά – το χάιδεμα με τον θάνατο θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος. Ναι, μπαίνουμε στους ποταμούς – μα πού θα βγούμε;
5. Ζωντανή τέχνη: από τούτη την άποψη ολόκληρη η ζωή του Νταλί ήταν μια διαρκής ακροβασία στην άκρη της τύχης, μια συνεχής εξωφρενική σκηνοθεσία – μια εξωφρενική ζωντανή τέχνη, απεικόνιση ενός οργανωμένου παραληρήματος (προσεκτικά προϋπολογισμένου, θα διόρθωναν οι αρνητές του). Η αλήθεια είναι πως εξαργύρωσε όσο κανένας άλλος αυτό που οι συγκαιρινοί του ονόμασαν τρέλα: κάποτε ο γενάρχης του Υπερρεαλισμού Αντρέας Μπρετόν αηδιασμένος από την φιλοχρηματία του έκανε έναν αναγραμματισμό του ονόματός του τον ονόμασε Avida dollars, δηλαδή μανιασμένο για δολάρια – κι ο Νταλί καμάρωνε για τούτο τον χαρακτηρισμό.
Ναι, ήταν φιλάργυρος, επηρμένος, έρμαιο της φιλαυτίας του, των εγωκεντρικών εμμονών του, κοιτούσε μονίμως στον καθρέφτη τα μουστάκια του, αναγνώριζε μονάχα την Γκαλά και τον ίσκιο του μα όταν ερχόταν η ώρα για τις μαγικές εικόνες, έπαιζε μπάλα μόνος του: θαρρείς και είχε μέσα του τον Μπος, το Βελάσκεθ, τον Γκαουντί, τον καθολικό μεσαίωνα, την Αναγέννηση και την την Αντιμεταρρύθμιση, τον καθολικό φανατισμό, το ισπανικό παράλογο μα και τον πιο άγριο υπερρεαλισμό.
Ήταν αυτός που έβαλε κεφάλι ψαριού στην Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, συρτάρια στο σώμα της Αφροδίτης της Μήλου, έναν διάσημο αστακό πάνω σε ένα μαύρο τηλέφωνο, αυτός που κινηματογράφησε ξυράφια να κόβουν γυναικεία μάτια και ψαλίδια μέσα στο όνειρα του Χίτσκοκ, αυτός που ζωγράφισε παπούτσια πάνω σε κύβους ζάχαρης που στην συνέχεια έλιωσε μέσα σε χλιαρό γάλα, ανθισμένα αβγά, λιωμένα ρολόγια, ελέφαντες πάνω σε ξυλοπόδαρα και κάμποσους προοπτικά μεγαλειώδεις Ναζωραίους. Ήτανε γιος του Φρόιντ και της νέας μεγάλης αλήθειας που κυβέρνησε την Δύση στον εικοστό αιώνα κι όταν (μετά από μεσολάβηση του Στέφαν Τβάιχ) συναντήθηκε με τον Φρόιντ φρόντισε να πει κάτι αντάξιο του πατέρα του: το κεφάλι του είναι σαν σαλιγκάρι, αν θελήσω να φάω την σκέψη του, πρέπει να την βγάλω με μια καρφίτσα.
6. Ατάκες: Η μόνη διαφορά σε μένα και σε έναν τρελό, είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός. Στα σίγουρα ο Νταλί ήταν υπερβολικά έξυπνος: ήξερε να παίζει με τους αστούς που κυβέρνησαν τον καιρό του, να τους ερεθίζει, να τους προγκάρει, να τους αφήνει με ανοιχτό το στόμα, να τους γαργαλά – και στο τέλος να τους κάνει και το χατίρι: σαφώς και ο κάθε αστός γουστάρει έναν εκκεντρικό θαυματοποιό με στριφτά μουστάκια που ζωγραφίζει τον κόσμο γυρισμένο ανάποδα, για να ξεπλύνει το αστικό του κενό. Τον αγάπησαν πολύ αυτοί οι αστοί τον Νταλί – αγάπησαν πολύ την τρέλα του, ακριβώς γιατί δεν ήτανε αληθινή τρέλα, μα στάση, γι’ αυτό και δεν του στείλανε τους ψυχόμπατσους, όπως τους έστειλαν στον Βαν Γκογκ.
Ακόμη περισσότερο τον αγάπησαν οι Αμερικάνοι λογαριάζοντάς τον περισσότερο για καλλιτεχνικό διασκεδαστή παρά για ζωγράφο – τρεις δεκαετίες αργότερα βρήκανε και τον αληθινό διασκεδαστή τους στο πρόσωπο του Άντι Γουόλχολ. Ο Νταλί φρόντιζε να ικανοποιεί όλον τον κόσμο: και τους φιλότεχνους και τους δημοσιογράφους και τους φωτογράφους – να μοιράζει τις κατάλληλες ατάκες αλαζονείας, έπαρσης και μεγαλείου. Στα εικοσιδύο του αρνήθηκε να δώσει τις απολυτήριες εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης δηλώνοντας: δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός να με κρίνει. Δυο χρόνια νωρίτερα είχε ξεσηκώσει τους συμφοιτητές του εναντίων των άχρηστων καθηγητών του: κατηγορήθηκε για αναρχικός και πέρασε μερικές εβδομάδες στην φυλακή. Συνέχισε στο ίδιο τέμπο για τα επόμενα εξηνταπέντε χρόνια. Στα ογδόντα του φρόντισε να προειδοποιήσει τους πάντες: Μην ετοιμάζετε νεκρολογίες, είμαι αθάνατος. Μια μεγαλοφυία δεν έχει δικαίωμα να πεθάνει.
7. Υπερρεαλισμός; – ω ναι. Εκτός από ατάκες, ο Νταλί ήξερε να διαλέγει και τους κατάλληλους ανθρώπους: στα εικοσιένα του όταν πήγε στο Παρίσι πρωτού πάει στο Λούβρο πέρασε από τον Πικάσο, στα εικοσιτρία του έκανε τα σκηνικά της Μαριάνας Πινέδα του Λόρκα, ήτανε στα εικοσιπέντε του έφτιαξε με τον Μπονιουέλ την πρώτη ταινία του υπερρεαλισμού, τον Ανδαλουσιανό σκύλο, εκεί όπου οι θεατές έντρομοι είδαν ένα ξυράφι να κόβει τον βοβλό ενός ματιού, και την επόμενη χρονιά, μέσω του Χουάν Μιρό, ήρθε σε επαφή με τον κύκλο των γάλλων υπερρεαλιστών – την μεγαλύτερη καλλιτεχνική επανάσταση του εικοστού αιώνα.
Ο Μπρετόν είδε στο πρόσωπο (πιο σωστά: πίσω από το πρόσωπο) του καταλανού νάρκισσου αυτό που ευαγγελιζόταν στα μανιφέστα του: την ένωση του ονείρου, του ενστίκτου και της εξέγερσης. Δίχως αμφιβολία δικός τους: μετά από χρόνια ο Νταλί θα του αντιγυρίσει τούτη την υποστήριξη: Ποιος Μπρετόν; – εγώ είμαι ο υπερρεαλισμός. Από τον άλλο μεγάλο της παρέας των υπερρεαλιστών, τον Πολ Ελυάρ, θα πάρει κάτι πολύ περισσότερο.
8. Γκαλά: τη λέγανε Έλενα Ντιακόναβα, ήταν ρωσίδα, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, σύζυγος του Πολ Ελυάρ. Είχε σχεδόν αντρικό πρόσωπο μα πραγματικά τέλειο σώμα – όσοι την ξέρανε λέγανε πως ήταν αφάνταστα επηρμένη, εγωκεντρική και εξαιρετικά σκληρή. Συναντήθηκε με τον Νταλί στις διακοπές του καλοκαιριού του 1929 στο Καντακές: ο εικοσιπεντάχρονος Σαλβαντόρ δεν είχε κάνει ακόμη έρωτα με γυναίκα. Ο Νταλί ήτανε βέβαιος πως την είχε ξαναδεί σε ένα καλειδοσκόπιο όταν ήταν παιδί’ φυσικά άρχισε να λέει τις συνηθισμένες του εξυπνάδες προκειμένου να την εντυπωσιάσει. Η Γκαλά δεν αστειευόταν, τον ξεμονάχιασε στα βράχια και του ζήτησε να την σπρώξει στον γκρεμό, ενεργοποιώντας την παιδική εμμονή του – φυσικά εκείνος ορκίστηκε να μην την ξαναφήσει ποτέ.
Ήταν ίσως το μόνο σημείο της ζωής του που δέχτηκε να βάλει το εγώ του σε δεύτερη μοίρα – στο εξής όλη του η ζωή ήταν η Γκαλά. Τη λάτρεψε (και, βέβαια, τη ζωγράφισε) με τον ίδιο τρόπο που οι καθολικοί λατρεύουν την Παναγία – για αυτό και της έδωσε δεκάδες λατρευτικά παρονόματα. Στην δεκαετία του ’50 κι ενώ η Γκαλαρίνα του ήτανε πια εξήντα χρονών, ο Νταλί διακήρυσσε πως είχε σώμα έφηβης κι έτσι το ζωγράφιζε. Λένε πως για πενήντα χρόνια η Γκαλά είχε απόλυτη εξουσία απάνω του πως κατηύθυνε κάθε του πράξη. Ωστόσο τούτη η παράδοση του Νταλί σε τούτη την μάγισσα-Παναγία-Λήδα είναι για μένα η πιο συγκινητική εκδοχή του. Φυσικά ο πατέρας του αποκήρυξε τούτη τη σχέση με μια παντρεμένη γυναίκα: ο γιος του σε ένδειξη θλίψης ξύρισε το κεφάλι του και εμφανίστηκε με έναν αχινό πάνω στο κρανίο του.
9. Η εμμονή της μνήμης: ήταν ο πίνακας με τα ρολόγια που λιώνουν σαν καμαμπέρ που σαπίζει, ζωγραφισμένος το 1931. Είναι η πιο διάσημη εικόνα του Νταλί – αυτή όπου η εμμονή της μνήμης γεμίζει την έρημη χώρα. Σαφώς τούτη η εικόνα, που τρία χρόνια αργότερα (και μέσα από μια περιπετειώδη διαδρομή) κατέληξε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στάθηκε η γέφυρα για την κατάκτηση της Αμερικής: το πρώτο ταξίδι έγινε το 1934 με πεντακόσια δολλάρια που του δώρισε ο Πικάσο. Ο Νταλί ήξερε πως να γίνει πρωτοσέλιδο: εμφανίστηκε στους φωτογράφους κρατώντας μια τεράστια μπαγκέτα ψωμιού. Οι ουρανοξύστες σας μοιάζουν με ροκφόρ κι είναι ωραίο το ροκφόρ με το ψωμί. Ο Ζυλιέν Λεβί του διοργανώνει μια θριαμευτική έκθεση: αλλόκοτες συνεντεύξεις, ακόμη πιο αλλόκοτες διαλέξεις και χοροί μεταμφιεσμένων, το ζεύγος Νταλί στο στοιχείο του.
10. Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου: Το 1939 ο Νταλί με τη Γκαλά ξαναφεύγουν για την Αμερική και τούτη τη φορά θα μείνουν εκεί για μια δεκαετία. Έχουν προηγηθεί το εξώφυλλο στο περιοδικό Time (τον Δεκέμριο του 1936, μόλις στα τριανταδύο του χρόνια), η οριστική ρήξη του με τον κύκλο του Μπρετόν, το αιματοκύλισμα της Ισπανίας από τους φασίστες και τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου που μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη. Ο Νταλί πάει στα σίγουρα, στην Αμερική γράφει λιμπρέτα για μπαλέτα, κάνει σκηνογραφίες, εκδίδει το 1942 (στα τριανταοχτώ του χρόνια) την αυτοβιογραφία του (Η μυστική ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί), σχεδιάζει το όνειρο με τα ψαλίδια για τη Νύχτα αγωνίας του Χίτσκοκ, στήνει μια ταινία με το Γουόλτ Ντίσνεϊ που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (θα την λέγανε Destino – έξι δεκαετίες αργότερα μια εκδοχή τούτης της ταινίας είναι έτοιμη για προβολή), ζωγραφίζει φορέματα, σχεδιάζει κοσμήματα, δακρυσμένα μάτια, κόκκινα χείλη με λευκά δόντια, καρδιές με παλλόμενα διαμάντια στο κέντρο τους.
Φυσικά και ζωγραφίζει ακατάπαυστα: οι Πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου περισσότερο από αγώνας εγκράτειας, περισσότερο από υπόσχεση ενός αχαλίνωτου σεξουαλικού ερεθισμού που διαστέλλει τον κόσμο – πιθανώς μια αποθέωση του αυνανισμού, πράξη την οποία ο Νταλί θεωρούσε ιερή- είναι η μεγάλη μάχη της Ιστορίας: ο Σταυρός ενάντια στο γυναικείο στήθος – η ιδέα εναντίων της σάρκας. Έχει έρθει πια η ώρα για το σώμα της Λήδας και για το σώμα του Ναζωραίου.
11. Η Λήδα και ο Ναζωραίος: η επιστροφή στην Ευρώπη θα γίνει το 1948 και πάλι στα σίγουρα. Το σπίτι του Νταλί και της Γκαλά στο Πορτ Γιγάτ της Χάβρης γίνεται το σκηνικό της ζωής τους: εκεί θα παντρευτούν με καθολικό γάμο το 1956. Έχει προηγηθεί η συνάντηση του Νταλί με τον Πάπα το 1949, οι ατομικές Γαλάτειες και Παναγίες, καθώς και η Λήδα του Λεονάρντο ως Γκάλα, όλες καμωμένες με αντιπρωτόνια, το Ραφαηλικό κεφάλι γυναίκας ως θόλος του Πάνθεον, ο Πυρηνικός Σταυρός – δηλαδή η εντός του παλινόστηση της Ιταλικής Αναγέννησης και του Ισπανικού Μυστικισμού.
Όταν στα 1951, με αφορμή ένα σχέδιο που πιθανώς να έγινε από τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού (τον μυστικό ισπανό ποιητή του 16ου αιώνα), ζωγράφισε τον διασημότερο Εσταυρωμένο του εικοστού αιώνα, στα σίγουρα είχε στον νου του να ξεπεράσει τον Βελάσκεθ: ωστόσο ζωγράφισε περισσότερο έναν Εσταυρωμένο-Νάρκισσο από έναν Εσταυρωμένο θυσιασμένο – ίσως γιατί έτσι τον κατανοούσε: στο κέντρο του κόσμου, υπεριπτάμενο, δίχως να γέρνει το κεφάλι από συντριβή παρά μονάχα για να δει την επικράτεια της δόξας του. Μπήκαμε στους ποταμούς, λοιπόν;
12. Πάρτε με, είμαι ναρκωτικό. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Νταλί παραδόθηκε στο μπαρόκ στην δεκαετία του 1960 δεν δίστασε να αγκαλιαστεί με τον Φράνκο προκειμένου να γίνει το Μουσείο Νταλί στη Φιγέρα. Γερνώντας παθιάστηκε με τα ολογράμματα, την στερεοσκοπία, τα οπτικά τρικ: η γενιά των λουλουδιών τον ανακήρυξε φωτεινό οδηγό της, ο Τίμοθι Λίρι έγραψε πως είναι ο μόνος ζωγράφος του L.S.D. που πίνει μονάχα νερό. Γέμισε με παράσημα και τίτλους, το όραμα του μεγαλείου του βρέθηκε στο απόγειό του: ωστόσο το καλοκαίρι του 1982 η Γκαλά πεθαίνει. Ο Νταλί κλείνεται στον πύργο του στο Πουμπόλ, αφού ανακηρύσσει τον εαυτό του μαρκήσιο. Πια είναι μόνος με τον θάνατό του, τα μουστάκια του δείχνουν μόνο τον ουρανό.
13. Κι η μοναξιά; Να σκεφτούμε τη μοναξιά.
14. Νάρκισσος: Ξυπνάω κάθε πρωί και σκέφτομαι: τι ευτυχία να είσαι ο Νταλί. Κι ακόμη: τι από την μεγαλοφυία του θα αποκαλύψει σήμερα ο Νταλί στους ανθρώπους. Αναμφίβολα ήταν ο μεγαλύτερος νάρκισσος του αιώνα του κι έτσι ερμήνευε και τον γύρω του κόσμο. Με την ίδια οπτική ζωγράφισε και τον Ναζωραίο: ως κάποιον που υπήρχε μονάχα επειδή βρισκόταν στο κέντρο. Έβαλε την φλόγα της τέχνης του (εκείνη που ο Βαν Γκογκ την μοίρασε ως πυρετό στους ανθρώπους) στο εσωτερικό του κεφαλιού του, όπως ένα παιδί γυρεύει να εντυπωσιάσει κλείνοντας τα φώτα και βάζοντας τον φακό κάτω από το σαγόνι του. Το πρόβλημα με τον Νταλί είναι πως δεν ήταν παιδί.
Στα σίγουρα όταν ακούς κάποιον να αποκαλεί την ατομική έκρηξη της Χιροσίμα καλλιτεχνική πράξη και να κηρύσσει την αρχή της πυρηνικής τέχνης, κατανοείς πως είναι περισσότερο αδίστακτος από καλλιτέχνης. Ο Νταλί δεν είχε πρόβλημα να να χαϊδευτεί με τους κομμουνιστές μέχρι να αγκαλιαστεί με τους φασίστες, να διακηρύξει την αθεΐα του μέχρι να φιλήσει το χέρι του πάπα, να χαϊδέψει τα αυτιά των αμερικάνων λέγοντας σαχλαμαρίτσες προκειμένου να κουκουλώσει το αδιανόητο έγκλημα της Χιροσίμα.
Φωνάζοντας πως η τέχνη είναι πέρα από το καλό και το κακό (που πιθανώς να είναι – με την έννοια ότι αυτή διαμορφώνει τα όριά της), ουσιαστικά φορμάρισε το γκελ του με τους αστούς και με τις εξουσίες στην χαριτωμένη «τρέλα και κορδέλα» του» κρατώντας κατά βάθος την χρυσή ουδετερότητα (αυτήν που μερικοί ονομάζουν Σοφία). Το ερώτημα δεν είναι αν ήτανε ένας μοναδικός διαχειριστής του εαυτού του, το ερώτημα είναι τι μένει πέρα από όλα αυτά.
15. Ωστόσο, το μαργαριτάρι: πάντοτε μένουν οι εικόνες, πάντοτε υπάρχουν οι εικόνες – και είναι οι εικόνες μιας τέχνης έτσι και αλλιώς αναποδογυρισμένης, ακριβώς διότι δεν γινόταν να χωρέσει άλλη στο ποτήρι της, στον κουβά της, στη σκάφη της. Ο εικοστός αιώνας στη ζωγραφική άρχισε μετά τον Μονέ, τον Γκογκέν, τον Σεζάν, την Ματίς, τον Κλιμτ, τον ροζ Πικάσο, επί της ουσίας ο εικοστός αιώνας άρχισε όταν ο Μπρετόν, ο Τζάρα κι όλη η παλιοπαρέα αποφάσισαν να ξανααρχίζουν την τέχνη και την ιστορία, οι περισσότεροι από αυτούς μάνιασαν να ξεμοντάρουν τον κόσμο ως βούληση και ως παράσταση, όπως τον είχε θελήσει ο Σοπενχάουερ.
Δεν έχω αμφιβολία: ο Νταλί μπορούσε περισσότερα. Μπήκε, λοιπόν, στην ντρόγκα να τα ξαναβάλει όλα από την αρχή, λογάριαζε πως είχε την ιδιοφυΐα για να γίνει ο νέος Λεονάρντο και το χέρι για να γίνει ο νέος Βελάσκεθ. Ωστόσο εκεί που ο Λεονάρντο έστησε κάτοπτρα μπροστά στα αινίγματα κι ο Βελάσκεθ έναν καθρέφτη μπροστά στην εικόνα, ο Νταλί έστησε έναν καθρέφτη μπροστα στον εαυτό του. Τίποτε που να είναι πιο πέρα από το εγώ του δεν τον αφορά, τόσο που ο Γκόμπριτς μπροστά στην δική του εικόνα βρήκε την αφορμή να μιλήσει για εκείνο τον κόκο μυθικής αλήθειας που γύρω του γίνεται το μαργαριτάρι και που δίχως αυτόν όλα καταλήγουν ως άμορφη μάζα.
Μιλώντας γενικά για την τέχνη του 20ου αιώνα ο Γκόμπριτς μάλλον έχει δίκιο, μα αδικεί τον Νταλί. Αν δούμε τις μαγικές εικόνες του καταλανού νάρκισσου, πέρα από τις προϋπολογισμένες ανοησίες του, πέρα από την δημοσιογραφική ή την σκανδαλογραφική ανάγνωση (την οποία ωστόσο εκείνος τόσο γύρεψε), θα δούμε πως ό,τι λογαριάζουμε για εγωκεντρική άμορφη μάζα είναι ένα ακόμη μαργαριτάρι όχι άμορφο, όπως νομίζουμε, μα τετηγμένο: τετηγμένο από την ανεξέλεγκτο χρόνο του αιώνα του, από την ανεξέλεγκτη ιστορία του καιρού του, από τα ανεξέλεγκτα όνειρα του μέλλοντος. Ναι, ο Νταλί είναι αντιπαθής και εξοργιστικός και εξοργιστικά ουδέτερος, μα ήταν αυτός που στη καρδιά του εικοστού αιώνα ζωγράφισε τον ερχόμενο κόσμο.
16. Εντέλει ο κόσμος: ένα ερχόμενο άρμα, όπως το έγραψε ο Ηράκλειτος, στροβιλισμένο όχι πια από την Ιστορία, μα από την τύχη – δηλαδή όπως τα είχε πει ο σκοτεινός γέροντας της Εφέσσου. Τι είναι η τύχη, λοιπόν; – ψάξε την απάντηση στις εικόνες: τύχη είναι οτιδήποτε δεν μπορεί να ελεγχθεί, να ιδεολογικοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί ως κανόνας ηθικής τάξης, να προσφερθεί ως σύστημα ηθικής σκλαβιάς. Τύχη είναι ο Νάρκισσος που μεταμορφώνεται σε θάνατο, το νερό που γίνεται έρημος, η σάρκα που γίνεται πέτρα, μα εντός της πέτρας κρύβεται η υπόσχεση της ανθοφορίας. Ιδού, λοιπόν, το αβγό ραγίζει. Τύχη είναι η εμμονή της μνήμης, ο σταθμός του Περπινιάν, η ανακάλυψη της Αμερικής, η νεαρή παρθένα που αυτοσοδομίζεται από την ίδια της την αγνότητα, το παιδικό φέρετρο που κρύβεται κάτω από το καλάθι στον πίνακα του Μιλέ, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ που γενήθηκε ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο Σαλβαδόρ Νταλί που πέθανε εννιά μήνες νωρίτερα από την γέννηση του Σαλαδόρ Νταλί, το ψάρεμα του τόνου, η Γκαλά που κοιτάζει την θάλασσα της Μεσογείου μα στα είκοσι μέτρα γίνεται το πορτραίτο του Αβραάμ Λίνκολ.
Ο Παύλος μιλάει στην Προς Κορινθίους Α’ για το έσοπτρο εν αινίγματι: όλα εξαρτόνται από ποια πλευρά του καθρέφτη βρίσκεσαι. Ο Νταλί με την απάνθρωπη φαντασία του μπήκε στην μέσα πλευρά του καθρέφτη: τι είδε εκεί; Υποσχέσεις αχαλίνωτης ψυχής, σεξουαλικές εκρήξεις, Παναγίες, Λήδες, Γαλάτειες καμωμένες από αντι-πρωτόνια, την παιδική του έξαψη να πολλαπλασιάζεται μέχρι το άπειρο. Με την έξαψη γίνεται η τέχνη, με κορίτσια του Επιταφίου που έχουν κόκκινα μάγουλα. Ω ναι, βλέπομεν, βλέπουμε και θα βλέπουμε μέσα από τον ανθισμένο καθρέφτη. Να ο κόσμος, λοιπόν. Τα βράχια του Λεονάρντο ανθίζουν. Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου ανθίζουν. Τα κορίτσια του Επιταφίου δωρίζουν ανθισμένους πειρασμούς.
17. Κι η μοναξιά; Αχ η μοναξιά.
18. Εντέλει ο θάνατος: είναι κάτι που γίνεται. Ο Σαλβαδόρ Νταλί, παρά τις υποσχέσεις του περί αθανασίας κι αφού γλίτωσε από την πυρκαγιά του πύργου στο Πουμπόλ, πέθανε στις 23 Ιανουαρίου του 1989, στα ογδονταπέντε του χρόνια, στο δωμάτιο Γαλάτεια του Τεατρο Νταλί στη Φιγέρα. Πέρα από την σκανδαλωδώς δημόσια ζωή του, τα μεγάλα λόγια, τις υπερφίαλες πόζες, τις προκλητικές φωτογραφήσεις, το στριφτό μουστάκι και το αλαζονικό ύφος, άφησε πίσω του τις εικόνες, κάποιος που με το καθρεφτάκι ρίχνει το φως στα μάτια μας και μας στραβώνει. Κάποιος που παίζει με τον χρόνο, μέσα στον χρόνο, μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, κάποιος που έρχεται μέσα από το έσοπτρο εν αινίγματι.
Στο τέλος, ωστόσο, ο χρόνος βρίσκει το απολωλός πρόβατο και το τρώγει. Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που έπαιζε με τις αγαπημένες του οφθαλμαπάτες ζωγράφισε μια στερεοσκοπική εικόνα με τον εαυτό του να ζωγραφίζει την Γκαλά μπροστά στον καθρέφτη. Ο Νταλί άφησε τον πίνακα ανολοκλήρωτο. Σήμερα βλέπουμε στον καθρέφτη το πρόσωπο της Γκαλά να θαμπώνει, το δεξί της μάτι να σβήνεται, να μην υπάρχει, νάτο, λοιπόν, το σκιάγμα του θανάτου. Πίσω της με το πινέλο στο χέρι ο Σαλβαδόρ – Βελάσκεθ γεμάτος με αγάπη και γεμάτος με τρόμο (ιδού ο τρόμος της αγάπης) να βλέπει τούτον τον επερχόμενο θάνατο και να μην μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να τον ζωγραφίσει. Δεν ξέρω να έγινε άλλη τέτοια εικόνα στον εικοστό αιώνα, στα σίγουρα ο Βελάσκεθ και ο Βερμέερ μπορούν πια να γαληνέψουν. Ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομεν τε και ουκ εμβαίνομεν – όπως τότε, όπως πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου