Αντιδράς. Κάποιος σε προσβάλει, σου πατάει ένα κουμπί κι εσύ αντιδράς – θυμώνεις, του βάζεις τις φωνές. Κι αυτό εσύ το λες δράση; Δεν είναι δράση, έχε το υπόψη σου, είναι αντίδραση. Εκείνος σε κατευθύνει κι εσύ κατευθύνεσαι. Σου έχει πατήσει ένα κουμπί κι εσύ αρχίζεις να λειτουργείς σαν μηχανή.
Όπως πατάς ένα κουμπί κι ανάβει το φως, όπως πατάς ένα κουμπί και σβήνει το φως, αυτό ακριβώς κάνουν και σ’ εσένα οι άνθρωποι.
Σε ανάβουν και σε σβήνουν.
Κάποιος έρχεται και σε επαινεί και φουσκώνει το εγώ σου κι εσύ νιώθεις πολύ σπουδαίος. Κι ύστερα έρχεται κάποιος άλλος και σε κεντρίζει κι εσύ ξεφουσκώνεις και πέφτεις σαν άδειο σακί στο χώμα.
Δεν είσαι κύριος του εαυτού σου.
Ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε προσβάλει και να σε κάνει στεναχωρημένο, θυμωμένο, εξοργισμένο, ταραγμένο, βίαιο, τρελό.
Και ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε επαινέσει και να σε κάνει να νιώσεις πως είσαι μεγάλος και σπουδαίος, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είναι τίποτα συγκρινόμενος μ’ εσένα.
Κι εσύ αντιδράς σύμφωνα με το πως σε κατευθύνουν οι άλλοι.
Αυτό δεν είναι πραγματική δράση.
Ο Βούδας περνούσε από ένα χωριό και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τον προσβάλλουν. Και χρησιμοποιούσαν τις προσβλητικότερες λέξεις που μπορούσαν να βρουν.
Ο Βούδας στάθηκε, τους άκουσε σιωπηλά κι ύστερα είπε:
“Σας ευχαριστώ που ήρθατε για μένα, εγώ όμως βιάζομαι. Πρέπει να φτάσω στο επόμενο χωριό, που με περιμένουν. Δεν μπορώ να σας δώσω περισσότερο χρόνο σήμερα. Αύριο όμως που θα επιστρέψω, θα έχω περισσότερο χρόνο. Μπορείτε να ξαναμαζευτείτε κι αν αύριο έχει απομείνει κάτι που θέλατε να πείτε σήμερα και δεν μπορέσατε, ελάτε να μου το πείτε.
Σήμερα όμως, συγχωρείστε με.”
Εκείνοι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά και στα μάτια τους: Αυτός ο άνθρωπος έμεινε εντελώς ατάραχος. Ένας από αυτούς ρώτησε: “Δεν μας άκουσες; Τόσα πράγματα σου είπαμε κι εσύ δεν έδωσες καμία απάντηση!”
Ο Βούδας είπε: “Αν θέλατε να απαντήσω, τότε ήρθατε αργά. Έπρεπε να είχατε έρθει πριν δέκα χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια όμως, έχω σταματήσει να κατευθύνομαι από τους άλλους. Δεν είμαι πια σκλάβος, είμαι κύριος του εαυτού μου. Δρω σύμφωνα με τον εαυτό μου, δρω σύμφωνα με την εσωτερική μου ανάγκη. Δεν μπορείτε να με αναγκάσετε να κάνω τίποτα. Θέλατε να με προσβάλλετε και είπατε ό,τι είχατε να πείτε. Πολύ καλά. Νιώστε ικανοποιημένοι. Σε ό,τι αφορά όμως εμένα, εγώ δεν παίρνω τις προσβολές σας. Κι αν δεν τις πάρω, δεν έχουν κανένα νόημα”.
Όταν κάποιος σε προσβάλλει, πρέπει να αποδεχτείς αυτό που λέει – μόνο τότε μπορείς να αντιδράσεις. Αν όμως δεν το αποδεχτείς, αν κρατήσεις απόσταση, αν παραμείνεις ψύχραιμος, τότε τι μπορεί να κάνει εκείνος;
Ο Βούδας είπε: “Αν ρίξετε έναν αναμμένο πυρσό μέσα στο ποτάμι, θα παραμείνει αναμμένος μέχρι να φτάσει στο ποτάμι. Τη στιγμή που πέφτει μέσα στο ποτάμι, όλη η φωτιά φεύγει – το ποτάμι τη σβήνει. Εγώ έχω γίνει ποτάμι. Ρίχνετε προσβολές πάνω μου. Τη στιγμή που τις ρίχνετε, είναι φωτιά, τη στιγμή όμως που φτάνουν σ’ εμένα, όλη η φωτιά τους σβήνει. Δεν πληγώνουν πια. Εσείς πετάτε αγκάθια, καθώς όμως πέφτουν μέσα στη σιωπή μου, γίνονται τριαντάφυλλα.
Εγώ δρω από τη δική μου εσωτερική φύση”.
Όπως πατάς ένα κουμπί κι ανάβει το φως, όπως πατάς ένα κουμπί και σβήνει το φως, αυτό ακριβώς κάνουν και σ’ εσένα οι άνθρωποι.
Σε ανάβουν και σε σβήνουν.
Κάποιος έρχεται και σε επαινεί και φουσκώνει το εγώ σου κι εσύ νιώθεις πολύ σπουδαίος. Κι ύστερα έρχεται κάποιος άλλος και σε κεντρίζει κι εσύ ξεφουσκώνεις και πέφτεις σαν άδειο σακί στο χώμα.
Δεν είσαι κύριος του εαυτού σου.
Ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε προσβάλει και να σε κάνει στεναχωρημένο, θυμωμένο, εξοργισμένο, ταραγμένο, βίαιο, τρελό.
Και ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε επαινέσει και να σε κάνει να νιώσεις πως είσαι μεγάλος και σπουδαίος, ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είναι τίποτα συγκρινόμενος μ’ εσένα.
Κι εσύ αντιδράς σύμφωνα με το πως σε κατευθύνουν οι άλλοι.
Αυτό δεν είναι πραγματική δράση.
Ο Βούδας περνούσε από ένα χωριό και οι άνθρωποι μαζεύτηκαν κι άρχισαν να τον προσβάλλουν. Και χρησιμοποιούσαν τις προσβλητικότερες λέξεις που μπορούσαν να βρουν.
Ο Βούδας στάθηκε, τους άκουσε σιωπηλά κι ύστερα είπε:
“Σας ευχαριστώ που ήρθατε για μένα, εγώ όμως βιάζομαι. Πρέπει να φτάσω στο επόμενο χωριό, που με περιμένουν. Δεν μπορώ να σας δώσω περισσότερο χρόνο σήμερα. Αύριο όμως που θα επιστρέψω, θα έχω περισσότερο χρόνο. Μπορείτε να ξαναμαζευτείτε κι αν αύριο έχει απομείνει κάτι που θέλατε να πείτε σήμερα και δεν μπορέσατε, ελάτε να μου το πείτε.
Σήμερα όμως, συγχωρείστε με.”
Εκείνοι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα αυτιά και στα μάτια τους: Αυτός ο άνθρωπος έμεινε εντελώς ατάραχος. Ένας από αυτούς ρώτησε: “Δεν μας άκουσες; Τόσα πράγματα σου είπαμε κι εσύ δεν έδωσες καμία απάντηση!”
Ο Βούδας είπε: “Αν θέλατε να απαντήσω, τότε ήρθατε αργά. Έπρεπε να είχατε έρθει πριν δέκα χρόνια. Μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια όμως, έχω σταματήσει να κατευθύνομαι από τους άλλους. Δεν είμαι πια σκλάβος, είμαι κύριος του εαυτού μου. Δρω σύμφωνα με τον εαυτό μου, δρω σύμφωνα με την εσωτερική μου ανάγκη. Δεν μπορείτε να με αναγκάσετε να κάνω τίποτα. Θέλατε να με προσβάλλετε και είπατε ό,τι είχατε να πείτε. Πολύ καλά. Νιώστε ικανοποιημένοι. Σε ό,τι αφορά όμως εμένα, εγώ δεν παίρνω τις προσβολές σας. Κι αν δεν τις πάρω, δεν έχουν κανένα νόημα”.
Όταν κάποιος σε προσβάλλει, πρέπει να αποδεχτείς αυτό που λέει – μόνο τότε μπορείς να αντιδράσεις. Αν όμως δεν το αποδεχτείς, αν κρατήσεις απόσταση, αν παραμείνεις ψύχραιμος, τότε τι μπορεί να κάνει εκείνος;
Ο Βούδας είπε: “Αν ρίξετε έναν αναμμένο πυρσό μέσα στο ποτάμι, θα παραμείνει αναμμένος μέχρι να φτάσει στο ποτάμι. Τη στιγμή που πέφτει μέσα στο ποτάμι, όλη η φωτιά φεύγει – το ποτάμι τη σβήνει. Εγώ έχω γίνει ποτάμι. Ρίχνετε προσβολές πάνω μου. Τη στιγμή που τις ρίχνετε, είναι φωτιά, τη στιγμή όμως που φτάνουν σ’ εμένα, όλη η φωτιά τους σβήνει. Δεν πληγώνουν πια. Εσείς πετάτε αγκάθια, καθώς όμως πέφτουν μέσα στη σιωπή μου, γίνονται τριαντάφυλλα.
Εγώ δρω από τη δική μου εσωτερική φύση”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου