Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Η «σκοτεινή πλευρά» της αυτοεκτίμησης

Όλοι θέλουν να έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση και αν κρίνουμε από την τεράστια ποικιλία περιοδικών, βιβλίων, προγραμμάτων, προϊόντων και αυτοαποκαλούμενων γκουρού που υπόσχονται να την παρέχουν, ο καθένας μπορεί να την έχει. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η βιομηχανία δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι αξιοσημείωτο, παίρνοντας ως δεδομένο ότι δεκαετίες έρευνας και χιλιάδες επιστημονικές μελέτες έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προγραμμάτων αυτοεκτίμησης απλώς δεν λειτουργούν.

Είναι κρίμα, επειδή η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι παρόμοια με ένα αδύναμο συναισθηματικό ανοσοποιητικό σύστημα: Μας καθιστά πιο ευάλωτους σε πολλούς ψυχο-λογικούς τραυματισμούς που βιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή, όπως η αποτυχία και η απόρριψη. Επιπλέον, οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι συνήθως λιγότερο χαρούμενοι, πιο απαισιόδοξοι και έχουν μικρότερο κίνητρο από εκείνους που διαθέτουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση. Έχουν επίσης πολύ χειρότερη διάθεση, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης, άγχους και διατροφικών διαταραχών και βιώνουν τις σχέσεις τους ως λιγότερο ικανοποιητικές απ’ ό,τι οι άνθρωποι με υψηλότερη αυτοεκτίμηση.

Τα καλά νέα είναι ότι παρά τις πολλές αποτυχημένες υποσχέσεις της βιομηχανίας αυτοεκτίμησης, οι ερευνητές βρήκαν τρόπους να τονώσουν την αυτοεκτίμησή μας και το συναισθηματικό ανοσοποιητικό μας σύστημα. Ενώ τέτοιες προσεγγίσεις δεν μπορούν να εκτοξεύσουν τη χαμηλή αυτοεκτίμηση κάποιου σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, αυτό είναι ίσως για καλό.

Η πολύ υψηλή αυτοεκτίμηση ενέχει τις δικές της παγίδες. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι με πολύ υψηλή αυτοεκτίμηση τείνουν να κατηγορούν τους άλλους για τα δικά τους λάθη, απορρίπτουν την αρνητική κρίση, θεωρώντας την αναξιόπιστη, και συχνά δυσκολεύονται να αποδεχτούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Αυτές οι τάσεις καθιστούν πιθανόν να επαναλάβουν τα ίδια λάθη, και ως αποτέλεσμα να έχουν σημαντικά προβλήματα στο χώρο εργασίας, στις σχέσεις τους και στην προσωπική τους ζωή.

Σε πολύ υψηλό βαθμό αυτοεκτίμησης, οι ναρκισσιστές έχουν μια υπερβολικά υψηλή και μεγαλοπρεπή άποψη για τον εαυτό τους, αλλά γρήγορα πληγώνονται και θυμώνουν όταν επικρίνονται ή υποτιμούνται, ακόμη και αν η κριτική είναι μικρή (δηλαδή δεν υπάρχουν μικρές προσβολές για έναν ναρκισσιστή). Επειδή νιώθουν τόσο συντετριμμένοι εξαιτίας ακόμη και ασήμαντων αδυναμιών, συχνά έχουν τη δυσάρεστη συνήθεια να επιδιώκουν αντίποινα εναντίον των ανθρώπων που «τρυπούν» τη φουσκωμένη αίσθηση του εαυτού τους.

Ίσως οι επιστήμονες πρέπει να αναζητήσουν λύσεις για τον ναρκισσισμό, αντί για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά πάλι η ζωή συχνά βρίσκει τρόπους να μοιράσει ταπεινότητα σε όσους τη χρειάζονται πραγματικά. Ενώ ελάχιστοι είμαστε πραγματικά ναρκισσιστές, έχει παρατηρηθεί ένας γενικός «βαθμός μεγιστοποίησης» της αυτοεκτίμησής μας τις τελευταίες δεκαετίες, υποκινούμενος εν μέρει από το μεγάλο ενδιαφέρον της βιομηχανίας αυτοεκτίμησης.

Συνεπώς, οι μελέτες δείχνουν ότι σήμερα οι περισσότεροι έχουμε δύο απόψεις όταν πρόκειται για την αυτοεκτίμησή μας: από τη μια πλευρά, νιώθουμε ανεπαρκείς ως άτομα, αλλά από την άλλη, πιστεύουμε ότι είμαστε καλύτεροι από τον «μέσο» όρο. Πράγματι, η ίδια η φράση «μέσος όρος» έχει δημιουργήσει παράξενα αρνητικούς συνειρμούς. Λέω «παράξενα», επειδή εξ ορισμού τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι «στον μέσο όρο» σε οποιοδήποτε πράγμα (με το ένα έκτο των ατόμων να είναι πάνω από τον μέσο όρο και το ένα έκτο πιο κάτω).

Ωστόσο, σήμερα το να πούμε σε έναν φοιτητή, έναν υπάλληλο ή έναν εραστή ότι οι δεξιότητες και οι ικανότητές του είναι «μέτριες» αποτελεί προσβολή και πλήγμα στην αυτοεκτίμησή του. Οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι είμαστε καλύτεροι οδηγοί από τον μέσο όρο, ότι είμαστε πιο αστείοι, πιο λογικοί, πιο δημοφιλείς, πιο όμορφοι, καλύτεροι, πιο αξιόπιστοι, σοφότεροι και πιο έξυπνοι από τον μέσο όρο.

Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ έχουμε αναπτύξει μια αποστροφή στη μετριότητα, οι επιστήμονες αυτοεκτίμησης έχουν συγκεντρώσει αμέτρητα αποδεικτικά στοιχεία, υποδεικνύοντας ότι το καλύτερο για μας είναι η αυτοεκτίμησή μας να είναι μέτρια (ούτε πολύ υψηλή ούτε πολύ χαμηλή). Ιδανικά η αυτοεκτίμησή μας θα πρέπει να βρίσκεται σε ένα εύρος όπου τα συναισθήματα της αυτοεκτίμησής μας να είναι και ισχυρά (όχι πολύ χαμηλά) και σταθερά (όχι πολύ υψηλά και εύθραυστα).

Πράγματι, τα άτομα με ισχυρή και σταθερή αυτοεκτίμηση βλέπουν πιο ρεαλιστικά τις δυνάμεις και τις αδυναμίες τους, καθώς και το πώς τους βλέπουν οι άλλοι και είναι συνήθως οι «πιο υγιείς» ψυχολογικά. Φυσικά, αυτό γεννά ένα άλλο ερώτημα. Πόσο ρεαλιστικές είναι οι εκτιμήσεις που κάνουμε για τον εαυτό μας; Με άλλα λόγια, η αυτοεκτίμησή μας αντικατοπτρίζει την πραγματική αξία των δεξιοτήτων και των χαρακτηριστικών μας σε σύγκριση με άλλους ή αντικατοπτρίζει τις υποκειμενικές και συχνά ανακριβείς εκτιμήσεις αυτών των ιδιοτήτων βάσει των δικών μας ψυχολογικών προκαταλήψεων;

Ας χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα την εξωτερική εμφάνιση. Οι μελέτες δείχνουν σαφώς ότι τα άτομα που έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση πιστεύουν ότι είναι πιο ελκυστικά απ’ ό,τι οι άνθρωποι με χαμηλότερη αυτοεκτίμηση. Αλλά όταν οι επιστήμονες συνέκριναν τις φωτογραφίες των ατόμων με υψηλότερη και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση (χωρίς κοσμήματα ή μακιγιάζ, απλώς τα πρόσωπα), αμέσως φάνηκε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Οι άνθρωποι με χαμηλότερη αυτοεκτίμηση βρέθηκαν να είναι εξίσου ελκυστικοί με τους ανθρώπους με υψηλότερη αυτοεκτίμηση. Αλλά επειδή η χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να μας κάνει να υποτιμάμε την εμφάνισή μας, υποβαθμίζουμε συχνά τα δυνατά μας σημεία και ως εκ τούτου λαμβάνουμε λιγότερα θετικά σχόλια σχετικά με την εμφάνισή μας. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι με υψηλότερη αυτοεκτίμηση ντύνονται πιο ωραία από εκείνους με χαμηλή αυτοεκτίμηση, γεγονός που τους κάνει να δέχονται πιο θετικά σχόλια και τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο την αυτοεκτίμησή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου