Έτσι είναι οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως. Που εργάζονται συνειδητά ώστε αυτό το φως να φέξει το δρόμο και για τους υπόλοιπους.
Αν είσαι απλά τυχερός, τους έχεις συναντήσει. Αν είσαι πολύ τυχερός, τους έχεις στη ζωή σου, πραγματικά κοντά σου. Μα, αν έχεις καρδιά και μάτια ανοιχτά, θα συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκονται παντού γύρω σου, ζεστοί, αληθινοί, γεμάτοι αγάπη. Είναι οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως. Και που εργάζονται συνειδητά ώστε αυτό το φως να φέξει το δρόμο και για τους υπόλοιπους.
Οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως έχουν ευγενική καρδιά και λόγο. Ζυγίζουν τα λόγια τους πριν μιλήσουν και ξέρουν να ακούν. Σε κοιτούν στα μάτια, αλλά βλέπουν την καρδιά και την ψυχή σου και τις αφουγκράζονται. Με σεβασμό. Σου κάνουν χώρο, σέβονται τη σιωπή σου, μα και τη φλυαρία σου. Γιατί βλέπουν, ακούν και νιώθουν πέρα από αυτό που φαίνεται. Χωρίς να βιάζονται να κρίνουν, χωρίς να σου φορούν ταμπέλες. Κι αν τους δώσεις το λόγο, φιλτράρουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους πριν μιλήσουν. Κι ο λόγος τους είναι μετρημένος κι απαλλαγμένος από περιττά.
Γι’ αυτούς μιλάει περισσότερο η στάση τους. Απέναντι στον εαυτό τους, στους άλλους και στη ζωή την ίδια.
Οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως έχουν μια χαρακτηριστική σπίθα στο βλέμμα τους. Τη σπίθα της φωτιάς και της σοφίας. Τη σπίθα που δεν φωνάζει, αλλά ψιθυρίζει: «γνωρίζω». «Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι ήρθα εδώ να κάνω δουλειά, πρώτα με τον εαυτό μου κι έπειτα με τον κόσμο γύρω μου. Με κάθε άνθρωπο που συναντώ. Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από όσα μας χωρίσουν. Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι αυτό που λέει (σχεδόν) ο Μικρός Πρίγκιπας είναι αλήθεια: ότι τα μάτια δεν βλέπουν παρά μόνο αντανακλάσεις – την ουσία τη βλέπει η ψυχή».
Οι άνθρωποι που φέρουν το φως γυρίζουν πίσω στα βασικά. Αφήνουν την άσφαλτο και παίρνουν το χωματόδρομο. Εκείνο το δρόμο που οδηγεί στα πιο παλιά κι αυθεντικά κομμάτια του εαυτού. Που μπορεί να μοιάζει τραχύς, αλλά είναι αληθινός.
Είναι άνθρωποι που δεν παριστάνουν τους αγγέλους, νιώθουν όμως ότι έχουν φτερά ακόμα κι αν δεν φαίνονται – όπως όλοι μας. Κι εκεί, στην ησυχία του χωματόδρομου, αφουγκράζονται.
Αφουγκράζονται τα κομμάτια του εαυτού τους που θέλουν δουλειά. Στέκονται για όσο χρειαστεί και μετά προχωρούν. Με λιγότερα βαρίδια κι εγωισμούς.
Μπορεί να τους πάρει μια ζωή, μα χαίρονται γι’ αυτό.
Αν είσαι απλά τυχερός, τους έχεις συναντήσει. Αν είσαι πολύ τυχερός, τους έχεις στη ζωή σου, πραγματικά κοντά σου. Μα, αν έχεις καρδιά και μάτια ανοιχτά, θα συνειδητοποιήσεις ότι βρίσκονται παντού γύρω σου, ζεστοί, αληθινοί, γεμάτοι αγάπη. Είναι οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως. Και που εργάζονται συνειδητά ώστε αυτό το φως να φέξει το δρόμο και για τους υπόλοιπους.
Οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως έχουν ευγενική καρδιά και λόγο. Ζυγίζουν τα λόγια τους πριν μιλήσουν και ξέρουν να ακούν. Σε κοιτούν στα μάτια, αλλά βλέπουν την καρδιά και την ψυχή σου και τις αφουγκράζονται. Με σεβασμό. Σου κάνουν χώρο, σέβονται τη σιωπή σου, μα και τη φλυαρία σου. Γιατί βλέπουν, ακούν και νιώθουν πέρα από αυτό που φαίνεται. Χωρίς να βιάζονται να κρίνουν, χωρίς να σου φορούν ταμπέλες. Κι αν τους δώσεις το λόγο, φιλτράρουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους πριν μιλήσουν. Κι ο λόγος τους είναι μετρημένος κι απαλλαγμένος από περιττά.
Γι’ αυτούς μιλάει περισσότερο η στάση τους. Απέναντι στον εαυτό τους, στους άλλους και στη ζωή την ίδια.
Οι άνθρωποι που φέρουν το ερεβοκτόνο φως έχουν μια χαρακτηριστική σπίθα στο βλέμμα τους. Τη σπίθα της φωτιάς και της σοφίας. Τη σπίθα που δεν φωνάζει, αλλά ψιθυρίζει: «γνωρίζω». «Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι ήρθα εδώ να κάνω δουλειά, πρώτα με τον εαυτό μου κι έπειτα με τον κόσμο γύρω μου. Με κάθε άνθρωπο που συναντώ. Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από όσα μας χωρίσουν. Μέσα μου βαθιά γνωρίζω ότι αυτό που λέει (σχεδόν) ο Μικρός Πρίγκιπας είναι αλήθεια: ότι τα μάτια δεν βλέπουν παρά μόνο αντανακλάσεις – την ουσία τη βλέπει η ψυχή».
Οι άνθρωποι που φέρουν το φως γυρίζουν πίσω στα βασικά. Αφήνουν την άσφαλτο και παίρνουν το χωματόδρομο. Εκείνο το δρόμο που οδηγεί στα πιο παλιά κι αυθεντικά κομμάτια του εαυτού. Που μπορεί να μοιάζει τραχύς, αλλά είναι αληθινός.
Είναι άνθρωποι που δεν παριστάνουν τους αγγέλους, νιώθουν όμως ότι έχουν φτερά ακόμα κι αν δεν φαίνονται – όπως όλοι μας. Κι εκεί, στην ησυχία του χωματόδρομου, αφουγκράζονται.
Αφουγκράζονται τα κομμάτια του εαυτού τους που θέλουν δουλειά. Στέκονται για όσο χρειαστεί και μετά προχωρούν. Με λιγότερα βαρίδια κι εγωισμούς.
Μπορεί να τους πάρει μια ζωή, μα χαίρονται γι’ αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου