Σιωπή!!! Πώς να ορίσεις τη σιωπή; Από πού να αρχίσεις και πως να προχωρήσεις, μη γνωρίζοντας τι θα συναντήσεις στην πορεία; Πρόκειται άραγε για τη σιωπή του πνεύματος και δεν έχει να κάνει με την ομιλία ή την ομολογία; Είναι η σιωπή που βασιλεύει μέσα στα μυαλά και στις ψυχές και όχι η σιωπή που σφραγίζει το στόμα κάποιου για να μη μεταδώσει τη γνώση;
Πώς να κατορθώσουμε να ζήσουμε την εσωτερική σιωπή; Κάποιες φορές σιωπούμε, αλλά μέσα μας, συζητούμε έντονα, αντιμετωπίζοντας φανταστικούς αντιπάλους η παλεύοντας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο καθένας μας προσπαθεί να ακούσει μια ψιθυριστή φωνή, μέσα στη σιωπή του κεφαλιού του, που ακόμα και να του μιλήσει, δεν μπορεί να μεταδώσει τα λόγια της, παρά μόνο σε αυτούς που την ακούν κι οι ίδιοι. Αυτό δεν είναι νόμος, αλλά η πιο μοναχική αλήθεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες δίδασκαν τη σιωπή ως την ύψιστη αρετή. Σε μια απ’ τις συγκρούσεις Ελλήνων και Τρώων ο Όμηρος αναφέρει, ότι οι Τρώες, ως απολίτιστοι και βάρβαροι, με κραυγές και φωνές και θόρυβο επιτίθεντο, ενώ οι Έλληνες, οι έχοντες ανώτερο ήθος και γενικά πολιτισμό, βάδιζαν στη φοβερή σύγκρουση με απόλυτη σιγή μέσα τους, στη ψυχή τους «μένεα πνέοντες» αλλά και με απόλυτη αυτοκυριαρχία, οπλισμένοι με αδάμαστη και άκαμπτη αποφασιστικότητα να αγωνιστούν γενναία και να νικήσουν.
Ο μεγάλος φιλόσοφος και μύστης Πυθαγόρας, επέβαλε στους μαθητές του επί δύο έως τέσσερα χρόνια την απόλυτη σιωπή. Απαγορευόταν όχι μόνο η ομιλία, αλλά και η πιο απλή ερώτηση, με ποινή την αποβολή τους απ’ τη Σχολή του. Με τον τρόπο αυτόν πίστευε, ότι όχι μόνο έλεγχε την ικανότητα των μαθητών του, αλλά και τους ασκούσε στην αυτοκυριαρχία και στην αυτοεπιβολή, στην αυτοενδοσκόπηση και στην αυτογνωσία, στην αυτοσυκέντρωση και στη θεληματική χρήση του νου και γενικά της δυναμικότητας του Εγώ τους.
Σύμφωνα με τον Βασίλειο επίσκοπο Καισαρείας και ο Ιησούς Χριστός επέκρινε δριμύτατα τους φλύαρους: Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
Έγινε ξαφνικά μια σιωπή, που όλα φώναζαν
μές στο σπίτι βοήθεια. Εγώ ψύχραιμος, όσο
κι’ αν έτρεμαν όλα μέσα μου, όσο
κι’ αν είχα το πρόσωπο κίτρινο και άσπρο,
περίμενα πάντοτε πως κάτι θα σάλευε πριν
αρχίσουν να λιώνουν κερί και νερό
τα χαρτιά, τα βιβλία μου
Πρίν οι εικόνες στον τοίχο σκύψουν τα πρόσωπα.
Δυό γαρούφαλα έριξαν κιόλας στον τοίχο
τα κεφάλια λιπόθυμα. Βοήθησε, Κύριε!
Βρέξε να σβύσεις το σκοτάδι που καίει,
τη σιωπή που ανεβαίνει απ’ τις τέσσερες
γωνιές του σπιτιού. Ένας κόμπος φωνής
θα ριχνε άπλετο φως.
Ορέστης Αλεξάκης – Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου
κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή συμπλέκεις κόσμους
κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου
και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα και όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο.
Γιώργος Σεφέρης, Κράτησα τη ζωή μου
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Οδυσσέας Ελύτης – Επτά νυχτερινά επτάστιχαΕυνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί.
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
Κική Δημουλά – Η περιφραστική πέτρα
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα-ίσα,
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Έξοδος
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
Μ. Αναγνωστάκης – Θα ῾ρθει μια μέρα
Θα ῾ρθει μια μέρα που δε θα ῾χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Ἡ σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω.
Ανδρέας Εμπειρίκος – Η σιωπή
Ὅσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εντούτοις) και τον μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) – το φανερόν το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Ἄλφα-Ὠμέγα.
Θανάσης Κωσταβάρας – Τα διαπιστευτήρια της σιωπής
Η σιωπή δεν είναι λευτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
Διάβασα πάλι όλα μου τα ποιήματα
που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ’ ανείπωτα.
Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις
τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν’ ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.
Κοίταξέ με μόνο στα μάτια
μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.
Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν
το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.
Τάσος Λειβαδίτης – Αυτός που σωπαίνει
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατελείωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
πού αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ᾿ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ᾿ τους μεγάλους στεναγμούς…
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια.
Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;
Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…
Μελισσάνθη – Η χώρα της σιωπής
Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.
Εκείν χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα
κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο.
Ταν δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα
αφήνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας
Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα
ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα
και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης
ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες.
Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο
σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη
που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια.
Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα
τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες
που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών.
Σε γάμους μυστικούς, σὲ λιτανείες,
σε τελετές ουράνιες παρευρέθηκα
στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σαν από πάγο…
Βύρων Λεοντάρης – Η σιωπή που ακολουθεί
Όχι μόνο τ` αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε
με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές,
που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,
των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών
μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα,
που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η “ενός λεπτού σιγή”,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.
Γιώργης Παυλόπουλος – Η σιωπή
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
Μαρία Καραγιάννη, Κερδισμένη σιωπή
Χειρονομίες απλώνουν τρυφερά οι λέξεις
στον πληγωμένο αέρα
Κερδισμένη σιωπή
Σκεπασμένοι καθρέφτες
σε μέρα ξαφνικής ταφής
Και τα μάτια
να καλούν σα ρόπτρα σφραγισμένης θύρας
στις μέσα αυλές με τα βαθιά πηγάδια
και τα πνιγμένα βρέφη
Μαρία Καραγιάννη, Η κατάδυση και ο πυθμένας
Το πιο όμορφό μου ποίημα
Με τη σιωπή μου το ‘γραψα
Βουλιάζοντας ηδυπαθώς
Και καθ’ ολοκληρίαν
Μέσα στ’ απύθμενα τα μάτια σου
Εκεί όπου συνάντησα
Τις πιο κραταιές λέξεις.
Μάνος Ξυδούς, Το σχήμα της σιωπής μου
Τα μάτια σου απλώθηκαν στο σχήμα της σιωπής μου
κι ένιωσα τον άνεμο να τρέχει σαν τρελός.
Να καταστρέψεις ήθελες το τσίρκο της ζωής μου,
μα ύστερα μετάνιωσες και είπες «δυστυχώς».
Σαν ήρωας του Λωτρεαμόν σε απόκρυφο βιβλίο,
παιδί της επανάστασης με τάσεις μυστικές.
Ακροβατούσα συνεχώς στα όρια της τρέλας
μέσα σε κόσμο αδιάφορο με Σάρτρ και με Μπωντλέρ.
Από μπροστά μου πέρασαν χορεύοντας εικόνες,
κάποια κομμάτια απ’ τον παλιό χαμένο μου εαυτό.
Τον κόσμο μου τον έκλεισα σε ψευτοθεωρίες,
συμβιβασμούς, χαμόγελα και αυτοκριτικές.
Μα δωσ’ μου μόνο ένα λεπτό κρυφής απολογίας,
αφού ο Θεός σου θέλησε να είσαι ο δικαστής.
Και μην το πάρεις πως ζητώ καλή δικαιολογία,
ν’ αλλάξεις την απόφαση την ύστατη στιγμή.
Τώρα στη νύχτα της σιωπής και της απελπισίας,
τα μάτια σου μια υπόσχεση που αργεί πολύ να βγει.
Βέλη θα ρίξει πίσω μου μια παιδική οπτασία
κι αθόρυβα ξανά μέσα στην πόλη θα χαθεί.
Μάνος Ξυδούς, Γέφυρες με πέτρες της σιωπής
Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη νύχτα απ’ την ψυχή μου
σ’ ευχαριστώ για ό,τι περάσαμε μαζί
Όμως θα φύγω γιατί αυτή είν’ η ζωή μου
να κλείνω γέφυρες με πέτρες της σιωπής
Σ’ ευχαριστώ για ό,τι μου χάρισες απόψε
μα τα λουλούδια κοιμούνται το πρωί
Ένα «αντίο» που θυμάμαι πότε-πότε
κλείνει τις γέφυρες με πέτρες της σιωπής.
Παρασκευάς Καρασούλας, Ο λόγος της σιωπής
Αφού δεν του έμεινε κανείς
μαζί του να μιλάει
Άρχισε να ξεχνάει τις διαδρομές της λογικής
Κι αφού στα λόγια του κανείς
ποτέ δεν απαντούσε
μόνος του όπως ζούσε
βρήκε την γλώσσα της σιωπής.
Κι είπε το θάνατο αρχή
Τον έρωτα είπε φόβο
Την πόλη έλεγε σιωπή
Τη θάλασσα είπε δρόμο
Μα δεν μπορούσε την σιωπή
κι έτσι όπως ζούσε μόνος
φοβότανε το φόβο
πήρε το τέλος σαν αρχή.
Κώστας Κωτούλας, Με πνίγει τούτη η σιωπή
Πικρό το βράδυ σκυθρωπό
αργεί να ξημερώσει
στο σπίτι μέσα το κλειστό
ερημιά έχει φυτρώσει
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια
Αυτό το βράδυ δεν μπορώ
γωνιά να βρω ν’ αράξω
στο δρόμο τον ερημικό
να βγω και να φωνάξω
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια.
Πάμπλο Νερούντα – Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις
Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Όσκαρ Ουάιλντ – Η σιωπή του έρωτα
Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγούδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.
Αζίζ Νεσίν – Σώπα, μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….
Πώς να κατορθώσουμε να ζήσουμε την εσωτερική σιωπή; Κάποιες φορές σιωπούμε, αλλά μέσα μας, συζητούμε έντονα, αντιμετωπίζοντας φανταστικούς αντιπάλους η παλεύοντας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο καθένας μας προσπαθεί να ακούσει μια ψιθυριστή φωνή, μέσα στη σιωπή του κεφαλιού του, που ακόμα και να του μιλήσει, δεν μπορεί να μεταδώσει τα λόγια της, παρά μόνο σε αυτούς που την ακούν κι οι ίδιοι. Αυτό δεν είναι νόμος, αλλά η πιο μοναχική αλήθεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες δίδασκαν τη σιωπή ως την ύψιστη αρετή. Σε μια απ’ τις συγκρούσεις Ελλήνων και Τρώων ο Όμηρος αναφέρει, ότι οι Τρώες, ως απολίτιστοι και βάρβαροι, με κραυγές και φωνές και θόρυβο επιτίθεντο, ενώ οι Έλληνες, οι έχοντες ανώτερο ήθος και γενικά πολιτισμό, βάδιζαν στη φοβερή σύγκρουση με απόλυτη σιγή μέσα τους, στη ψυχή τους «μένεα πνέοντες» αλλά και με απόλυτη αυτοκυριαρχία, οπλισμένοι με αδάμαστη και άκαμπτη αποφασιστικότητα να αγωνιστούν γενναία και να νικήσουν.
Ο μεγάλος φιλόσοφος και μύστης Πυθαγόρας, επέβαλε στους μαθητές του επί δύο έως τέσσερα χρόνια την απόλυτη σιωπή. Απαγορευόταν όχι μόνο η ομιλία, αλλά και η πιο απλή ερώτηση, με ποινή την αποβολή τους απ’ τη Σχολή του. Με τον τρόπο αυτόν πίστευε, ότι όχι μόνο έλεγχε την ικανότητα των μαθητών του, αλλά και τους ασκούσε στην αυτοκυριαρχία και στην αυτοεπιβολή, στην αυτοενδοσκόπηση και στην αυτογνωσία, στην αυτοσυκέντρωση και στη θεληματική χρήση του νου και γενικά της δυναμικότητας του Εγώ τους.
Σύμφωνα με τον Βασίλειο επίσκοπο Καισαρείας και ο Ιησούς Χριστός επέκρινε δριμύτατα τους φλύαρους: Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.
Ποιήματα και στίχοι για τη Σιωπή
Νικηφόρος Βρεττάκος – Η σιωπή μουΟι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ’ το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ’ απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ’ από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ’ ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ’ τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ’ από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
Έγινε ξαφνικά μια σιωπή, που όλα φώναζαν
μές στο σπίτι βοήθεια. Εγώ ψύχραιμος, όσο
κι’ αν έτρεμαν όλα μέσα μου, όσο
κι’ αν είχα το πρόσωπο κίτρινο και άσπρο,
περίμενα πάντοτε πως κάτι θα σάλευε πριν
αρχίσουν να λιώνουν κερί και νερό
τα χαρτιά, τα βιβλία μου
Πρίν οι εικόνες στον τοίχο σκύψουν τα πρόσωπα.
Δυό γαρούφαλα έριξαν κιόλας στον τοίχο
τα κεφάλια λιπόθυμα. Βοήθησε, Κύριε!
Βρέξε να σβύσεις το σκοτάδι που καίει,
τη σιωπή που ανεβαίνει απ’ τις τέσσερες
γωνιές του σπιτιού. Ένας κόμπος φωνής
θα ριχνε άπλετο φως.
Ορέστης Αλεξάκης – Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις
και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου
κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή συμπλέκεις κόσμους
κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου
και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα και όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο.
Γιώργος Σεφέρης, Κράτησα τη ζωή μου
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή,
δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών
κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος
πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Οδυσσέας Ελύτης – Επτά νυχτερινά επτάστιχαΕυνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’ τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του – εκεί.
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ’ άστρα!
Κική Δημουλά – Η περιφραστική πέτρα
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα-ίσα,
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Έξοδος
Στον άγλωσσο τούτο κόσμο
που ήρθα για βουβές σπουδές
είναι οι ασκήσεις μου εκκωφαντικές
ξέρω, δεν ρέει ακόμα
δεν ρέει φυσικά η σιωπή μου.
Μ. Αναγνωστάκης – Θα ῾ρθει μια μέρα
Θα ῾ρθει μια μέρα που δε θα ῾χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Ἡ σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω.
Ανδρέας Εμπειρίκος – Η σιωπή
Ὅσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα, όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εντούτοις) και τον μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον, ως άφωνον στόμα ανοικτόν, πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα, θα περιέχουν εν μέγα μυστήριον γιομάτο, ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, εν μέγα μυστήριον (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) – το φανερόν το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Ἄλφα-Ὠμέγα.
Θανάσης Κωσταβάρας – Τα διαπιστευτήρια της σιωπής
Η σιωπή δεν είναι λευτεριά,
η σιωπή δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά, η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται από την Κίνα, η σιωπή
τη γλώσσα της φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι , οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.
Διάβασα πάλι όλα μου τα ποιήματα
που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ’ ανείπωτα.
Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις
τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν’ ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.
Κοίταξέ με μόνο στα μάτια
μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.
Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν
το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.
Τάσος Λειβαδίτης – Αυτός που σωπαίνει
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατελείωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο πού…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
πού αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ᾿ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ᾿ τους μεγάλους στεναγμούς…
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια.
Όμως εσύ σωπαίνεις…
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;
Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν…
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα…
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά…
Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει…
Μελισσάνθη – Η χώρα της σιωπής
Η χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο –
γαλάζιο κρύσταλλο, σαν από πάγο.
Εκείν χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα
κι όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο.
Ταν δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα
αφήνουν το λεπτό ήχο της κιθάρας
Των σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα
ρόδινη ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα
και τα βαθιά βλέμματα της αγάπης
ανάβουν φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες.
Στη χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο
σαν μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη
που ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια.
Στη χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα
τις ασημένιες κωδωνοκρουσίες
που υψώνει κάποιο σμήνος γερανών.
Σε γάμους μυστικούς, σὲ λιτανείες,
σε τελετές ουράνιες παρευρέθηκα
στη χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο,
γαλάζιο κρύσταλλο σαν από πάγο…
Βύρων Λεοντάρης – Η σιωπή που ακολουθεί
Όχι μόνο τ` αθώα παράπονα,
που αναποδογυρίζουνε
με μια κλοτσιά στο στήθος,
όχι μόνο οι φωνές,
που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
η σιωπή που ακολουθεί,
η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων,
των κλειστών παραθυριών,
η σιωπή των παιδιών
μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
η σιωπή του δάσους,
η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
η σιωπή ανάμεσα σε δυό στόματα,
που δεν μπορούν να φιληθούν,
κι εκείνη η “ενός λεπτού σιγή”,
που παρατείνεται και γιγαντώνεται
μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
η σιωπή που αποφασίζει
τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.
Γιώργης Παυλόπουλος – Η σιωπή
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς νʼ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
Μαρία Καραγιάννη, Κερδισμένη σιωπή
Χειρονομίες απλώνουν τρυφερά οι λέξεις
στον πληγωμένο αέρα
Κερδισμένη σιωπή
Σκεπασμένοι καθρέφτες
σε μέρα ξαφνικής ταφής
Και τα μάτια
να καλούν σα ρόπτρα σφραγισμένης θύρας
στις μέσα αυλές με τα βαθιά πηγάδια
και τα πνιγμένα βρέφη
Μαρία Καραγιάννη, Η κατάδυση και ο πυθμένας
Το πιο όμορφό μου ποίημα
Με τη σιωπή μου το ‘γραψα
Βουλιάζοντας ηδυπαθώς
Και καθ’ ολοκληρίαν
Μέσα στ’ απύθμενα τα μάτια σου
Εκεί όπου συνάντησα
Τις πιο κραταιές λέξεις.
Μάνος Ξυδούς, Το σχήμα της σιωπής μου
Τα μάτια σου απλώθηκαν στο σχήμα της σιωπής μου
κι ένιωσα τον άνεμο να τρέχει σαν τρελός.
Να καταστρέψεις ήθελες το τσίρκο της ζωής μου,
μα ύστερα μετάνιωσες και είπες «δυστυχώς».
Σαν ήρωας του Λωτρεαμόν σε απόκρυφο βιβλίο,
παιδί της επανάστασης με τάσεις μυστικές.
Ακροβατούσα συνεχώς στα όρια της τρέλας
μέσα σε κόσμο αδιάφορο με Σάρτρ και με Μπωντλέρ.
Από μπροστά μου πέρασαν χορεύοντας εικόνες,
κάποια κομμάτια απ’ τον παλιό χαμένο μου εαυτό.
Τον κόσμο μου τον έκλεισα σε ψευτοθεωρίες,
συμβιβασμούς, χαμόγελα και αυτοκριτικές.
Μα δωσ’ μου μόνο ένα λεπτό κρυφής απολογίας,
αφού ο Θεός σου θέλησε να είσαι ο δικαστής.
Και μην το πάρεις πως ζητώ καλή δικαιολογία,
ν’ αλλάξεις την απόφαση την ύστατη στιγμή.
Τώρα στη νύχτα της σιωπής και της απελπισίας,
τα μάτια σου μια υπόσχεση που αργεί πολύ να βγει.
Βέλη θα ρίξει πίσω μου μια παιδική οπτασία
κι αθόρυβα ξανά μέσα στην πόλη θα χαθεί.
Μάνος Ξυδούς, Γέφυρες με πέτρες της σιωπής
Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη νύχτα απ’ την ψυχή μου
σ’ ευχαριστώ για ό,τι περάσαμε μαζί
Όμως θα φύγω γιατί αυτή είν’ η ζωή μου
να κλείνω γέφυρες με πέτρες της σιωπής
Σ’ ευχαριστώ για ό,τι μου χάρισες απόψε
μα τα λουλούδια κοιμούνται το πρωί
Ένα «αντίο» που θυμάμαι πότε-πότε
κλείνει τις γέφυρες με πέτρες της σιωπής.
Παρασκευάς Καρασούλας, Ο λόγος της σιωπής
Αφού δεν του έμεινε κανείς
μαζί του να μιλάει
Άρχισε να ξεχνάει τις διαδρομές της λογικής
Κι αφού στα λόγια του κανείς
ποτέ δεν απαντούσε
μόνος του όπως ζούσε
βρήκε την γλώσσα της σιωπής.
Κι είπε το θάνατο αρχή
Τον έρωτα είπε φόβο
Την πόλη έλεγε σιωπή
Τη θάλασσα είπε δρόμο
Μα δεν μπορούσε την σιωπή
κι έτσι όπως ζούσε μόνος
φοβότανε το φόβο
πήρε το τέλος σαν αρχή.
Κώστας Κωτούλας, Με πνίγει τούτη η σιωπή
Πικρό το βράδυ σκυθρωπό
αργεί να ξημερώσει
στο σπίτι μέσα το κλειστό
ερημιά έχει φυτρώσει
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια
Αυτό το βράδυ δεν μπορώ
γωνιά να βρω ν’ αράξω
στο δρόμο τον ερημικό
να βγω και να φωνάξω
Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στενοχώρια
στο δρόμο να `χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια.
Πάμπλο Νερούντα – Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις
Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Όσκαρ Ουάιλντ – Η σιωπή του έρωτα
Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγούδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια
Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή
Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.
Αζίζ Νεσίν – Σώπα, μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!»
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ
εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα’ ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου