ΚΛ. πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων
τἀναντί᾽ εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι.
πῶς γάρ τις ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων, φίλοις
1375 δοκοῦσιν εἶναι, πημονῆς ἀρκύστατ᾽ ἂν
φράξειεν ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος;
ἐμοὶ δ᾽ ἀγὼν ὅδ᾽ οὐκ ἀφρόντιστος πάλαι·
νείκης παλαιᾶς ἦλθε, σὺν χρόνῳ γε μήν·
ἕστηκα δ᾽ ἔνθ᾽ ἔπαισ᾽ ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις.
1380 οὕτω δ᾽ ἔπραξα —καὶ τάδ᾽ οὐκ ἀρνήσομαι—
ὡς μήτε φεύγειν μήτ᾽ ἀμύνεσθαι μόρον.
ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων,
περιστιχίζω, πλοῦτον εἵματος κακόν,
παίω δέ νιν δίς· κἀν δυοῖν οἰμωγμάτοιν
1385 μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα· καὶ πεπτωκότι
τρίτην ἐπενδίδωμι, τοῦ κατὰ χθονός,
Ἅιδου, νεκρῶν σωτῆρος, εὐκταίαν χάριν.
οὕτω τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών,
κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν
1390 βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ
γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν.
ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων, πρέσβος Ἀργείων τόδε,
χαίροιτ᾽ ἄν, εἰ χαίροιτ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἐπεύχομαι.
1395 εἰ δ᾽ ἦν πρεπόντων ὥστ᾽ ἐπισπένδειν νεκρῷ,
τῷδ᾽ ἂν δικαίως ἦν, ὑπερδίκως μὲν οὖν·
τοσόνδε κρατῆρ᾽ ἐν δόμοις κακῶν ὅδε
πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών.
ΧΟ. θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος,
1400 ἥτις τοιόνδ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ κομπάζεις λόγον.
ΚΛ. πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος·
ἐγὼ δ᾽ ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς εἰδότας
λέγω—σὺ δ᾽ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις
ὅμοιον—οὗτός ἐστιν Ἀγαμέμνων, ἐμὸς
1405 πόσις, νεκρὸς δὲ τῆσδε δεξιᾶς χερός,
ἔργον δικαίας τέκτονος. τάδ᾽ ὧδ᾽ ἔχει.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Απ᾽ όλα που έχω πριν από σκοπού ειπωμένα
δε θενα το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα.
Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει
τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος,
να περιφράξει στέρια του χαμού τα δίχτυα
σε ύψος που να ᾽ναι αδύνατο να το πηδήσει;
Χρόνια τον έχω αυτόν φροντίσει τον αγώνα
κι ήρθε της νίκης, αν κι αργά, ο θρίαμβος τέλος,
και τώρα στέκω εδώ που χτύπησα, νικήτρα!
1380 Μ᾽ άκου λοιπόν πώς έκαμα, που από το χάρο
να μην μπορέσει να διαφεντευτεί ή ξεφύγει:
Με σκέπασμ᾽ αξεπέραστο σα ψαριών δίχτυ,
τονέ τυλίγω — αρχοντικό φόρεμα ολέθρου —
και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους
πέφτει παράλυτο κορμί· και, σωριασμένος,
τρίτη από πάνω του βαρώ, ταμένη χάρη
του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη.
Έτσι ξερνάει πεσμένος κάτω τη ψυχή του
και το αίμα του, σαν ψιλή σφήνα ξεπετώντας,
1390 με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει
κι εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ᾽ ό τι
του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους.
Έτσι λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους,
κι αν σας βολεί, χαρείτε· καύχημα εγώ το ᾽χω,
κι αν σε νεκρούς ήταν σωστό σπονδές να κάνουν,
δίκαια σ᾽ αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια·
με τόσα το κροντήρι γιόμισε στο σπίτι
κατάρατα κακά κι ήρθε και το ᾽πιε ο ίδιος.
ΧΟΡΟΣ
Θαυμάζομε τι αχρεία γλώσσα έχεις στο στόμα
1400 που απάνω στο νεκρό του αντρός σου έτσι καυχιέσαι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Με δοκιμάζετε σαν άμυαλη γυναίκα,
μα εγώ με ατρόμητη καρδιά σε σας το λέγω
που με γνωρίζετε — κι ή σας αρέσει ή όχι,
ένα εγώ το ᾽χω: αυτός είν᾽ ο Αγαμέμνονάς σας,
άντρας δικός μου και νεκρός μ᾽ αυτό το χέρι
που με το δίκιο ό,τι έκαμε — και ξέρετέ το.
τἀναντί᾽ εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι.
πῶς γάρ τις ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων, φίλοις
1375 δοκοῦσιν εἶναι, πημονῆς ἀρκύστατ᾽ ἂν
φράξειεν ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος;
ἐμοὶ δ᾽ ἀγὼν ὅδ᾽ οὐκ ἀφρόντιστος πάλαι·
νείκης παλαιᾶς ἦλθε, σὺν χρόνῳ γε μήν·
ἕστηκα δ᾽ ἔνθ᾽ ἔπαισ᾽ ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις.
1380 οὕτω δ᾽ ἔπραξα —καὶ τάδ᾽ οὐκ ἀρνήσομαι—
ὡς μήτε φεύγειν μήτ᾽ ἀμύνεσθαι μόρον.
ἄπειρον ἀμφίβληστρον, ὥσπερ ἰχθύων,
περιστιχίζω, πλοῦτον εἵματος κακόν,
παίω δέ νιν δίς· κἀν δυοῖν οἰμωγμάτοιν
1385 μεθῆκεν αὐτοῦ κῶλα· καὶ πεπτωκότι
τρίτην ἐπενδίδωμι, τοῦ κατὰ χθονός,
Ἅιδου, νεκρῶν σωτῆρος, εὐκταίαν χάριν.
οὕτω τὸν αὑτοῦ θυμὸν ὁρμαίνει πεσών,
κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν
1390 βάλλει μ᾽ ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου,
χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ
γάνει σπορητὸς κάλυκος ἐν λοχεύμασιν.
ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων, πρέσβος Ἀργείων τόδε,
χαίροιτ᾽ ἄν, εἰ χαίροιτ᾽, ἐγὼ δ᾽ ἐπεύχομαι.
1395 εἰ δ᾽ ἦν πρεπόντων ὥστ᾽ ἐπισπένδειν νεκρῷ,
τῷδ᾽ ἂν δικαίως ἦν, ὑπερδίκως μὲν οὖν·
τοσόνδε κρατῆρ᾽ ἐν δόμοις κακῶν ὅδε
πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών.
ΧΟ. θαυμάζομέν σου γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος,
1400 ἥτις τοιόνδ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ κομπάζεις λόγον.
ΚΛ. πειρᾶσθέ μου γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος·
ἐγὼ δ᾽ ἀτρέστῳ καρδίᾳ πρὸς εἰδότας
λέγω—σὺ δ᾽ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις
ὅμοιον—οὗτός ἐστιν Ἀγαμέμνων, ἐμὸς
1405 πόσις, νεκρὸς δὲ τῆσδε δεξιᾶς χερός,
ἔργον δικαίας τέκτονος. τάδ᾽ ὧδ᾽ ἔχει.
***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Απ᾽ όλα που έχω πριν από σκοπού ειπωμένα
δε θενα το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα.
Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει
τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος,
να περιφράξει στέρια του χαμού τα δίχτυα
σε ύψος που να ᾽ναι αδύνατο να το πηδήσει;
Χρόνια τον έχω αυτόν φροντίσει τον αγώνα
κι ήρθε της νίκης, αν κι αργά, ο θρίαμβος τέλος,
και τώρα στέκω εδώ που χτύπησα, νικήτρα!
1380 Μ᾽ άκου λοιπόν πώς έκαμα, που από το χάρο
να μην μπορέσει να διαφεντευτεί ή ξεφύγει:
Με σκέπασμ᾽ αξεπέραστο σα ψαριών δίχτυ,
τονέ τυλίγω — αρχοντικό φόρεμα ολέθρου —
και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους
πέφτει παράλυτο κορμί· και, σωριασμένος,
τρίτη από πάνω του βαρώ, ταμένη χάρη
του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη.
Έτσι ξερνάει πεσμένος κάτω τη ψυχή του
και το αίμα του, σαν ψιλή σφήνα ξεπετώντας,
1390 με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει
κι εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ᾽ ό τι
του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους.
Έτσι λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους,
κι αν σας βολεί, χαρείτε· καύχημα εγώ το ᾽χω,
κι αν σε νεκρούς ήταν σωστό σπονδές να κάνουν,
δίκαια σ᾽ αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια·
με τόσα το κροντήρι γιόμισε στο σπίτι
κατάρατα κακά κι ήρθε και το ᾽πιε ο ίδιος.
ΧΟΡΟΣ
Θαυμάζομε τι αχρεία γλώσσα έχεις στο στόμα
1400 που απάνω στο νεκρό του αντρός σου έτσι καυχιέσαι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Με δοκιμάζετε σαν άμυαλη γυναίκα,
μα εγώ με ατρόμητη καρδιά σε σας το λέγω
που με γνωρίζετε — κι ή σας αρέσει ή όχι,
ένα εγώ το ᾽χω: αυτός είν᾽ ο Αγαμέμνονάς σας,
άντρας δικός μου και νεκρός μ᾽ αυτό το χέρι
που με το δίκιο ό,τι έκαμε — και ξέρετέ το.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου