Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἀγαμέμνων (1530-1576)

ΧΟ. ἀμηχανῶ φροντίδος στερηθεὶς [στρ. δ] 1530
εὐπάλαμον μέριμναν
ὅπᾳ τράπωμαι, πίτνοντος οἴκου.
δέδοικα δ᾽ ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ
τὸν αἱματηρόν. ψακὰς δὲ λήγει;
1535 δίκην [δ᾽] ἐπ᾽ ἄλλο πρᾶγμα θηγάνει βλάβης
πρὸς ἄλλαις θηγάναισι Μοῖρα.

— ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ᾽ ἔμ᾽ ἐδέξω, [ἐφύμν. γ]
πρὶν τόνδ᾽ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
1540 δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
ἦ σὺ τόδ᾽ ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ᾽
ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
1545 ψυχῇ τ᾽ ἄχαριν χάριν ἀντ᾽ ἔργων
μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
— τίς δ᾽ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ᾽ ἀνδρὶ θείῳ
σὺν δακρύοις ἰάπτων
1550 ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;

ΚΛ. οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ᾽ ἀλέγειν
τοῦτο· πρὸς ἡμῶν
κάππεσε, κάτθανε, καὶ καταθάψομεν
οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων,
1555 ἀλλ᾽ Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
θυγάτηρ, ὡς χρή,
πατέρ᾽ ἀντιάσασα πρὸς ὠκύπορον
πόρθμευμ᾽ ἀχέων
περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει.

ΧΟ. ὄνειδος ἥκει τόδ᾽ ἀντ᾽ ὀνείδους, [ἀντ. γ] 1560
δύσμαχα δ᾽ ἐστὶ κρῖναι.
φέρει φέροντ᾽, ἐκτίνει δ᾽ ὁ καίνων.
μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν θρόνῳ Διὸς
παθεῖν τὸν ἔρξαντα· θέσμιον γάρ.
1565 τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων;
κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ.

‹— ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ᾽ ἔμ᾽ ἐδέξω, [ἐφύμν. γ]
πρὶν τόνδ᾽ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου
δροίτης κατέχοντα χάμευναν.
τίς ὁ θάψων νιν; τίς ὁ θρηνήσων;
ἦ σὺ τόδ᾽ ἔρξαι τλήσῃ, κτείνασ᾽
ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι,
ψυχῇ τ᾽ ἄχαριν χάριν ἀντ᾽ ἔργων
μεγάλων ἀδίκως ἐπικρᾶναι;
— τίς δ᾽ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ᾽ ἀνδρὶ θείῳ
σὺν δακρύοις ἰάπτων
ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει;›

ΚΛ. ἐς τόνδ᾽ ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ
χρησμός. ἐγὼ δ᾽ οὖν
ἐθέλω δαίμονι τῷ Πλεισθενιδᾶν
1570 ὅρκους θεμένη τάδε μὲν στέργειν,
δύστλητά περ ὄνθ᾽· ὃ δὲ λοιπόν, ἰόντ᾽
ἐκ τῶνδε δόμων ἄλλην γενεὰν
τρίβειν θανάτοις αὐθένταισι·
κτεάνων δὲ μέρος
1575 βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι,
μανίας μελάθρων
ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ.

***
ΧΟΡΟΣ
1530 Στέκομαι κι απορώ, του νου μου χάνω
τους ίσιους λογισμούς·
πού να στραφώ; πέφτει το σπίτι·
τρέμω — δεν είναι πια ψιχάλα,
τρέμω της αιματοβροχής τον χτύπο,
που απ᾽ τα θεμέλια σείει το σπίτι·
κι η Δίκη σ᾽ άλλα ακόνια τ ᾽ακονίζει
γι᾽ άλλο κακό καινούριο το σπαθί της.

Ω άμποτε γη και να με είχες δεχτεί
πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό καταγής
1540 σε ασημότοιχο μέσα λουτρό·
Να τον κλάψει και ποιός; να τον θάψει και ποιός;
τάχα εσύ θα τολμήσεις
να το κάμεις, αφού τόνε σκότωσες πριν,
μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις
και αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά
να προσφέρεις στερνά
στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;
Ποιός τον ασύγκριτον άντρα επιτύμβιος θρήνος
με κλάματα από γνώμη
1550 χυμένα αληθινή θα υμνήσει;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν είναι δουλειά σου να γνοιάζεσαι συ
για τούτα· από μας
έπεσε, πέθανε και θα τον θάψουμε
χωρίς μοιρολόγια απ᾽ το σπίτι.
Μα η Ιφιγένεια μόνο, με πόση χαρά,
σαν καλή θυγατέρα,
τον πατέρα της όταν δεχτεί στο γοργό
ποταμό των καημών
αγκαλιάζοντας θέλει φιλήσει!

ΧΟΡΟΣ
1560 Βρισιά απαντά σ᾽ άλλη βρισιά
και που ᾽ν᾽ το δίκιο ποιός να κρίνει;
Κείνος που πιάσει, πιάνεται
κι όποιος σκοτώσει θα πλερώσει.
Γιατ᾽ όσο μένει ο Δίας στο θρόνο του
θα μένει νόμος: κάμεις θα ᾽βρεις.
Αχ! ποιός θα μπόρειε από τα σπίτια αυτά
να τη βγάλει τη ρίζα της κατάρας;
και κόλλησε στο κρίμα η γενιά!

‹Ω άμποτε Γη και να με είχες δεχτεί
πριν τον έβλεπ᾽ αυτόν ξαπλωτό κατά γης
στ᾽ ασημότοιχο μέσα λουτρό·
Να τον κλάψει και ποιός, να τον θάψει και ποιός;
τάχα εσύ θα τολμήσεις
να το κάμεις, αφού τον εσκότωσες πριν,
μοιρολόγια του αντρός σου να ψάλεις
κι αντίς σου γι᾽ αυτά τα μεγάλα κακά
να προσφέρεις στερνά
στη ψυχή του μια αχάριστη χάρη;
Ποιός τον ασύγκριτο άντρα επιτύμβιος θρήνος
με κλάματα από γνώμη
χυμένα αληθινή θα υμνήσει;›

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πιο σωστά την αλήθεια, ούτε να ᾽ταν χρησμός
θα πετύχαινες· κι έτσι θενά ᾽θελα εγώ
με το Δαίμονα τέλος των Πλεισθενιδών
1570 συμφωνία να κλείσω: να στρέξω σ᾽ αυτά
που γενήκαν ως τώρα, όσο να ᾽ναι βαριά,
μ᾽ απ᾽ εδώ πια και μπρος μια για πάντα να βγει
απ᾽ τα σπίτια μας κι άλλη να πάει γενιά
μ᾽ αλληλοσκοτωμούς ν᾽ αφανίζει.
κι απ᾽ τα τόσ᾽ αγαθά θενα μ᾽ έφταν᾽ εμέ
και το πιο μικρό μέρος, αν μέσ᾽ απ᾽ εδώ
τη μανία να σφάζει δικός το δικό
θα μπορούσα να βγάλω.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου