Με δεδομένο ότι η βούληση καθορίζει το τέλος, ενώ η σκέψη, η διαβούλευση και η προαίρεση σχετίζονται με τα μέσα που θα εκπληρώσουν αυτό το τέλος, είναι φανερό ότι οι πράξεις του καθενός έχουν να κάνουν με την εκούσια συμβολή του προς επίτευξη αυτού που θεωρεί αγαθό: «Από τη στιγμή λοιπόν που αντικείμενο της βούλησης είναι το τέλος και αντικείμενο της σκέψης-διαβούλευσης και της προαίρεσης είναι τα μέσα που οδηγούν στο τέλος, οι πράξεις που σχετίζονται με αυτά τα μέσα δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι σύμφωνες με την προαίρεση και εκούσιες». (1113b 5, 4-6).
Οι εκούσιες πράξεις-ενέργειες δεν είναι παρά τα μέσα για την επίτευξη του τέλους, που προκύπτουν μετά από τη σκέψη-διαβούλευση και την προαίρεση: «Οι ενέργειες έχουν σχέση με αυτά τα μέσα. Άρα και η αρετή είναι στη δύναμή μας, το ίδιο και η κακία. Γιατί όπου είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι, στη δύναμή μας είναι και το να μην το κάνουμε – και αντίθετα: όπου είναι στη δύναμή μας το όχι, είναι και το ναι». (1113b 5, 7-9).
Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: «Επομένως, αν είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε κάτι το ωραίο, τότε στη δύναμή μας είναι και το να μην κάνουμε κάτι το άσχημο· και: αν το να μην κάνουμε κάτι το ωραίο, είναι στη δύναμή μας, τότε στη δύναμή μας είναι και το να κάνουμε κάτι το άσχημο. Αν όμως είναι στη δύναμή μας το να κάνουμε ωραίες ή άσχημες πράξεις, το ίδιο και το να μην τις κάνουμε, και αν αυτό λέγαμε ότι είναι το “είμαστε καλοί” και το “είμαστε κακοί”, τότε στη δική μας δύναμη είναι το να είμαστε ανώτερης ή κατώτερης ποιότητας άνθρωποι». (1113b 5, 10-16).
Η κοινή αντίληψη ότι κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός και άθελά του ευτυχισμένος κρίνεται κατά το ήμισυ εσφαλμένη: «Ο λόγος όμως ότι “κανείς δεν είναι θεληματικά κακός ούτε αθέλητά του ευτυχισμένος” μοιάζει να είναι στο ένα του μέρος λάθος, στο άλλο του όμως αληθινός· κανένας, πράγματι, δεν είναι ευτυχισμένος παρά τη θέλησή του, την κακία όμως την επιλέγει κανείς με τη θέλησή του». (1113b 5, 16-19).
Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος των πράξεών του, αφού δρα εκουσίως μετά από επιλογές που κάνει ο ίδιος. Οι αρχές που διέπουν τις ενέργειές του βρίσκονται μέσα του: «Αν όμως αυτά είναι φανερά πράγματα και δεν μπορούμε να αποδώσουμε τις πράξεις μας σε άλλες αρχές παρά μόνο σ’ αυτές που είναι μέσα μας, τότε οι πράξεις που οι αρχές τους βρίσκονται μέσα μας πρέπει να βρίσκονται κι αυτές στη δύναμή μας και να γίνονται με τη θέλησή μας». (1113b 5, 22-24).
Εξάλλου, αυτή είναι και η συλλογιστική του νομοθέτη που ορίζει τις ποινές: «Μαρτυρίες γι’ αυτό προσφέρουν τόσο τα επιμέρους άτομα με τη συμπεριφορά τους στον προσωπικό τους χώρο όσο και οι νομοθέτες. Τιμωρούν, πράγματι, και επιβάλλουν ποινές σ’ αυτούς που κάνουν κακές πράξεις (εκτός και αν τις έχουν κάνει με την επιβολή βίας ή από άγνοια για την οποία δεν είναι υπεύθυνοι οι ίδιοι), και τιμούν αυτούς που κάνουν καλές πράξεις, προφανώς για να προτρέψουν τους δεύτερους και να αποτρέψουν τους πρώτους. Κανένας όμως δεν ενθαρρύνεται να κάνει πράγματα που δεν είναι στη δύναμή μας και δεν είναι εκούσια, με τη βεβαιότητα ότι δεν ωφελεί σε τίποτε να επιδιωχθεί να πεισθεί κανείς να μη θερμαίνεται, να μην πονάει, να μην πεινάει και τα παρόμοια, αφού έτσι κι αλλιώς θα τα δοκιμάσει όλα αυτά». (11133b 5, 24-33).
Η τιμωρία αφορά αποκλειστικά την εκούσια πράξη, αφού το εκούσιο είναι που επιφέρει και την ευθύνη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε η περίπτωση της άγνοιας μπορεί να λειτουργήσει αθωωτικά, αν προκύψει ότι ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη της άγνοιάς του: «Πραγματικά, τιμωρία προβλέπεται ακόμη και στην περίπτωση της άγνοιας, αν το άτομο θεωρηθεί υπεύθυνο για την άγνοιά του· για τους μεθυσμένους π.χ. διπλασιάζεται η ποινή· γιατί η αρχή αυτής της πράξης βρίσκεται μέσα στο ίδιο το άτομο, αφού ήταν στο χέρι του να μη μεθύσει – και το μεθύσι του έγινε ύστερα η αιτία της άγνοιάς του. Τιμωρούνται επίσης και αυτοί που αγνοούν προβλέψεις των νόμων που όφειλαν να τις γνωρίζουν και που δεν ήταν δύσκολο να τις γνωρίζουν· το ίδιο και σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις που θεωρείται ότι η άγνοια οφείλεται σε αμέλεια των ατόμων αυτών: εξαρτιόταν από αυτούς να μην τα αγνοούν, αφού ήταν στο χέρι τους να δείξουν την απαιτούμενη προσοχή». (1113b 5, 34-38 και 1114a 5, 1-4).
Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει και σε παραδείγματα σωματικών αδυναμιών που φέρει την ευθύνη ο άνθρωπος επισημαίνοντας ότι και πάλι είναι άξιος να κατηγορηθεί, αφού δρα εκουσίως: «Δεν είναι όμως μόνο οι κακίες της ψυχής εκούσιες· σε μερικούς ανθρώπους εκούσιες είναι και οι ελλείψεις του σώματος· αυτός είναι ο λόγος που τους επιτιμούμε και τους ψέγουμε: τους ανθρώπους που είναι άσχημοι από τη φύση τους κανείς δεν τους επιτιμά ούτε τους ψέγει, επιτιμούμε όμως και ψέγουμε αυτούς που η ασχήμια τους οφείλεται στην αγυμνασία και στην αφροντισιά και αδιαφορία τους. Το ίδιο και στην περίπτωση της σωματικής αδυναμίας και αναπηρίας: κανείς δε θα ψέξει έναν άνθρωπο που είναι τυφλός εκ γενετής ή εξαιτίας κάποιας αρρώστιας ή ύστερα από κάποιο χτύπημα· ίσα ίσα θα τον λυπηθεί· αυτόν όμως που το έπαθε μέσα στο μεθύσι του ή από κάποια άλλη ασωτία, θα τον επιτιμήσουν και θα τον ψέξουν οι πάντες». (1114a 5, 26-33).
Σε κάθε περίπτωση οι τιμωρίες και οι επικρίσεις σχετίζονται με το κατά πόσο έχει την ευθύνη κάποιος σε ό,τι συμβαίνει ή όχι. Κι αυτό γιατί η ευθύνη καταδεικνύει το εκούσιο των ενεργειών του: «Αυτό θα πει ότι τα σωματικά ελαττώματα που ήταν στη δύναμή μας να τα αποφύγουμε επιτιμώνται και ψέγονται, αυτά όμως που δεν ήταν στη δύναμή μας, όχι. Αν αυτό είναι έτσι, τότε το ίδιο θα ισχύει και στις υπόλοιπες περιπτώσεις: ελαττώματα που επιτιμώνται και ψέγονται θα πει πως είναι εξαρτημένα από τη δική μας δύναμη». (1114a 5, 33-36).
Ο Αριστοτέλης θέτει το ζήτημα της αδικίας με τρόπο απόλυτο: «έχουν την ευθύνη δική τους και όλοι οι άδικοι ή ακόλαστοι άνθρωποι: οι πρώτοι με το να κάνουν πάντοτε το κακό, οι δεύτεροι με το να περνούν τη ζωή τους στα μεθοκοπήματα και στα παρόμοια· γιατί οι επαναλαμβανόμενες επιμέρους ενέργειες είναι που τους κάνουν τέτοιας ή τέτοιας λογής ανθρώπους». (1114a 5, 6-9).
Φτάνουμε και πάλι στη σημασία του εθισμού (έξης) που θα καθορίσει την ποιότητα του ανθρώπου: «Όποιος λοιπόν αγνοεί ότι σε όλους τους τομείς οι έξεις προκύπτουν από την επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών, είναι απλώς ένας άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτε». (1114a 5, 11-13).
Η αδικία, λοιπόν, είναι μια συνειδητή-εκούσια πράξη κι αυτός που τη διαπράττει είναι ο άδικος, που φέρει όλη την ευθύνη γι’ αυτό: «Είναι, εξάλλου, παράλογο να δεχτούμε ότι ο άνθρωπος που ενεργεί άδικα δε θέλει να είναι άδικος, ή ότι ο άνθρωπος που ενεργεί ακόλαστα δε θέλει να είναι ακόλαστος. Αν όμως ένας άνθρωπος πράττει, δίχως να το αγνοεί, πράγματα που θα τον κάνουν άδικο, αυτός θα είναι, λέω, άδικος με τη θέλησή του». (1114a 5, 13-16).
Με δεδομένο ότι η αδικία προκύπτει ως εθισμός από την επανάληψη τέτοιου είδους ενεργειών, καθίσταται σαφές ότι η ευθύνη του άδικου δεν είναι τίποτε άλλο από την ευθύνη των έξεων που επέλεξε από την αρχή της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του. Και το πράγμα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό αν αναλογιστεί κανείς ότι οι συνήθειες-έξεις, που γίνονται μόνιμα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που τις υιοθετεί, τείνουν στο αμετάκλητο: «Αυτό δε θα πει ότι φτάνει να το θελήσει κανείς και αμέσως θα πάψει να είναι άδικος και θα γίνει δίκαιος. Ούτε και ο άρρωστος γίνεται υγιής με αυτόν τον τρόπο». (1114a 5, 16-18).
Η αδικία παρουσιάζεται σαν ασθένεια της ψυχής, που οφείλεται στον κακό εθισμό της. Κι ο εθισμός που παγιώνεται μέσα από συμπεριφορές χρόνων δεν είναι εύκολο να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη, όπως καμία ασθένεια δε γιατρεύεται αυτοστιγμεί.
Όμως, η απόδοση της αδικίας ως αρρώστια σε καμία περίπτωση δε λειτουργεί αθωωτικά για τον άδικο: «Υπάρχει η περίπτωση να είναι κανείς άρρωστος με τη θέλησή του: είναι όταν το άτομο ζει αχαλίνωτη ζωή και δεν ακούει στους γιατρούς· κάποτε λοιπόν ήταν στο χέρι του να μην αρρωστήσει, τώρα όμως όχι πια, από τη στιγμή που έχασε αυτή του τη δυνατότητα – έτσι δε γίνεται και στην περίπτωση που κάποιος πετάει μια πέτρα και ύστερα πια του είναι αδύνατο να την πάρει πίσω; Και όμως εξαρτιόταν από τον ίδιο το να την πάρει και να την πετάξει, αφού η αρχή της κίνησης βρισκόταν μέσα του». (1114a 5, 18-22).
Όπως ο ασθενής που χάλασε τη σωματική του υγεία με τις καταχρήσεις και τον κακό τρόπο ζωής που ο ίδιος επέλεξε, έτσι κι ο άδικος έχει χαλάσει την ψυχική του υγεία με τις κακές έξεις που υιοθέτησε και για τις οποίες είναι ο μόνος υπεύθυνος. Ο άδικος είναι ο άνθρωπος που έχει ρίξει την πέτρα και τώρα είναι αδύνατο να την πάρει πίσω: «Έτσι και στον άδικο και στον ακόλαστο: στην αρχή ήταν στο χέρι τους να μη γίνουν τέτοιας λογής άνθρωποι, και επομένως με τη θέλησή τους είναι ό,τι είναι τώρα· από τη στιγμή όμως που έγιναν αυτό που είναι τώρα, δεν έχουν πια καμιά δυνατότητα να μην είναι αυτό που είναι». (1114a 5, 23-25).
Κι αυτή την άποψη ο Αριστοτέλης είναι πρόθυμος να την επαναλάβει, όταν κάνει το λεπτό διαχωρισμό ανάμεσα στο εκούσιο των πράξεων και το εκούσιο των έξεων: «Οι πράξεις, πάντως, και οι έξεις δεν είναι εκούσιες με τον ίδιο τρόπο: των πράξεών μας είμαστε κύριοι από την αρχή ως το τέλος τους, καθώς έχουμε συνείδηση όλων των επιμέρους σταδίων, στην περίπτωση όμως των έξεων είμαστε κύριοι μόνο της αρχής τους και η βαθμιαία πρόοδος δε γίνεται αντιληπτή – ακριβώς όπως συμβαίνει στις αρρώστιες· επειδή, εν πάση περιπτώσει, ήταν στη δύναμή μας να χρησιμοποιήσουμε έτσι ή όχι έτσι την αρχή, οι έξεις είναι εκούσιες». (1114b 5, 34-36 και 1115a 1-4).
Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που κάποιος εθιστεί στην αδικία, ενώ έχει επίγνωση του άδικου των πράξεών του, τις εκλαμβάνει σαν κάτι φυσιολογικό. Θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει. Ενδεχομένως και να απορεί με όσους, ενώ μπορούν, δεν καρπώνονται άδικα οφέλη. Η αδικία γίνεται τρόπος σκέψης, θα έλεγε κανείς τρόπος ζωής, σαν κάτι δίκαιο, καθώς ο κυνισμός μπορεί να γεννήσει και ιδεολογία.
Είναι δίκαιο να συμπεριφέρεται κανείς άδικα, καθώς είναι δίκαιο ο ισχυρός να εκμεταλλεύεται τον ανίσχυρο ακριβώς επειδή είναι ισχυρός, δηλαδή καλύτερος. Η αδικία μετατρέπεται σε δίκαιο κεκτημένο της ανωτερότητας. Εξάλλου, αν αυτός που τώρα είναι στη θέση του ανίσχυρου βρεθεί αργότερα σε θέση ισχύος, θα κάνει τα ίδια και χειρότερα.
Ο άδικος, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία του εθισμού του, θεωρεί ότι είναι σωστός. Η αδικία παίρνει διαστάσεις ψυχικής νόσου που είναι πολύ δύσκολο να γιατρευτεί κανείς (για τον Αριστοτέλη σχεδόν αδύνατο). Πρέπει να μετασχηματιστεί ολοκληρωτικά υιοθετώντας τις αντίθετες έξεις και κάτι τέτοιο, αν δεν υπάρχει και η αντίστοιχη βούληση για να επιτευχθεί, είναι πράγματι αδύνατο. Θα έλεγε κανείς ότι ο άδικος πρέπει να φτάσει στην αρχή της ζωής του, ώστε να συνειδητοποιήσει το εσφαλμένο του αρχικού του εθισμού και να το αντικαταστήσει. Όπως ο άνθρωπος με ψυχικές διαταραχές γιατρεύεται με την ψυχανάλυση.
Όμως, όσο κι αν είναι δύσκολο να αλλάξει κάποιος κι από άδικος να γίνει δίκαιος, δεν πρέπει να τίθεται ως κάτι αμετάκλητο. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που τελικά καταλαβαίνουν το εσφαλμένο των πράξεών τους. Έστω και αργά. Η ίδια η ζωή είναι σε θέση να φέρει ανατροπές και κάθε ανατροπή μπορεί να γεννήσει καινούργια διδάγματα. Τίποτε δεν πρέπει να τίθεται απόλυτα.
Εξάλλου, μια τέτοια αντίληψη ματαιώνει από θέση αρχής κάθε απόπειρα σωφρονισμού όλων αυτών που έχουν παραβεί το νόμο. Η αντίληψη ότι η παραβατικότητα-εγκληματικότητα είναι κάτι αγιάτρευτο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε απόλυτες λογικές αφανισμού του παραβάτη, που καταλύουν κάθε έννοια ανθρωπισμού. Από αυτή την άποψη, ο Αριστοτέλης κρίνεται υπερβολικός.
Όμως, πέρα από αυτό, ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι η ευθύνη του ανθρώπου στις πρώτες του πράξεις που θα καθορίσουν τελικά την ποιότητα του εθισμού του. Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχουν αμφιβολίες: «ο καθένας είναι κατά κάποιο τρόπο αίτιος της έξης του». Η μετριοπαθής προσθήκη «κατά κάποιο τρόπο» (πως στο πρωτότυπο) δεν αλλάζει την ουσία της τοποθέτησης που ρίχνει όλη την ευθύνη στον άνθρωπο θεωρώντας ότι αυτός (και μόνο αυτός) είναι υπεύθυνος των επιλογών του.
Η επίγνωση όμως ότι οι έξεις σχηματίζονται από πολύ μικρή ηλικία περιπλέκει τα πράγματα. Τι ευθύνη μπορεί να έχει ένα παιδί, όταν μεγαλώνει σε συνθήκες εξαθλίωσης και ο πατέρας του τού μαθαίνει να κλέβει πορτοφόλια; Το ότι πολλά παιδιά, ακόμη και προσχολικής ηλικίας, εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα σε εγκληματικές πράξεις εθιζόμενα να ζουν σ’ ένα τέτοιο τρόπο ζωής, χωρίς να πηγαίνουν σχολείο και με οικογενειακά πρότυπα που μπαινοβγαίνουν στις φυλακές δεν τα απαλλάσσει από την ευθύνη του εθισμού τους;
Το ότι ο Αριστοτέλης μπορεί να μην έχει υπόψη του τέτοιες εικόνες, που αφορούν κυρίως τη σύγχρονη πραγματικότητα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραβλέποντας τις ευθύνες της οικογένειας, του σχολείου, αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα, ρίχνει όλες τις ευθύνες στο άτομο, σαν να είναι ο μοναδικός διαμορφωτής του εαυτού του. Δε λαμβάνει υπόψη ούτε τις κοινωνικές ούτε τις ιστορικές συνθήκες (άλλο να μεγαλώνει κανείς μέσα σε πόλεμο κι άλλο σε περίοδο ειρήνης) ούτε οτιδήποτε άλλο μπορεί να διαπλάσσει την προσωπικότητα ενός παιδιού.
Το ότι η διαμόρφωση του χαρακτήρα έχει άμεση σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο – θα έλεγε κανείς ότι τον αντανακλά – δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάδειξη του ενιαίου ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Η διαμόρφωση της πόλης και τα πρότυπα της ηθικής που προτάσσονται από την κοινωνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ποιότητα των πολιτών που θα δημιουργηθούν. Μια κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δε δικαιούται να απορεί γιατί οι πολίτες της κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν.
Από την άλλη, οι πολίτες είναι εκείνοι που θα διαμορφώσουν τις αξίες της πόλης. Το ότι η ηθική φιλοσοφία, ως διερεύνηση της ατομικής ηθικής, ολοκληρώνεται με την πολιτική φιλοσοφία που ερευνά την ηθική στο συλλογικό επίπεδο της πόλης, ο Αριστοτέλης το γνωρίζει καλά. Αυτός είναι και ο λόγος που τα «Ηθικά Νικομάχεια» (ηθική φιλοσοφία) τα συμπληρώνουν τα «Πολιτικά» (πολιτική φιλοσοφία).
Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος από τη φύση του να ζει σε πόλη, αφού είναι ον πολιτικό. Όμως, για να επιτευχθεί αυτό πρέπει πρώτα να είναι έτοιμος σε ατομικό επίπεδο καλλιεργώντας τις αξίες της ηθικής αρετής. Ίσως γι’ αυτό να μην κάνει λόγο εδώ ο Αριστοτέλης για τις κοινωνικές επιδράσεις πάνω στο άτομο. (Αυτά τα εξηγεί στο έργο του «Πολιτικά» αναλύοντας το ρόλο της παιδείας και της αγωγής κι εξηγώντας τους λόγους που η παιδεία είναι υπόθεση της πόλης και γιατί πρέπει να τη ρυθμίσει ο νομοθέτης, ώστε να είναι κοινή για όλους).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι αδύνατο να μη λαμβάνεται (κι εδώ) υπόψη η αλληλεπίδραση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία. Και η διαμόρφωση των έξεων που γίνεται σε μικρή ηλικία αφορά ακριβώς αυτή την αλληλεπίδραση. Ο άνθρωπος ασφαλώς έχει ευθύνες για τις έξεις που αποκτά, αφού όπως και να ‘χει συνδέονται με τις πράξεις και είναι κάτι εκούσιο, αλλά είναι άδικο να τα ρίχνουμε όλα επάνω του απαλλάσσοντας πλήρως την κοινωνία από τις δικές της ευθύνες.
Από κει και πέρα, αυτό που πρέπει να διερευνηθεί είναι η φύση του τέλος, δηλαδή του ύψιστου αγαθού για χάρη του οποίου οι άνθρωποι ξοδεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Η έννοια του τέλους, ως απώτατου προορισμού όλων των πράξεων δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με το νόημα της ύπαρξης. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ευτυχία.
Με δεδομένο ότι και οι πράξεις και η βούληση και η σκέψη και η διαβούλευση και η προαίρεση, και οι έξεις και η επιλογή της μεσότητας είναι πράγματα εκούσια, είναι φανερό ότι και η ευτυχία είναι υπόθεση που αφορά τη θέληση του ανθρώπου. Είναι δηλαδή αγαθό που ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει, αρκεί να κάνει τις σωστές επιλογές.
Η συνείδηση αυτού πρέπει να λειτουργήσει ως βάση, ώστε να τεθούν οι ορθές προτεραιότητες. Ο άνθρωπος αναγνωρίζοντας ότι από τη φύση του είναι αδύνατο να ζήσει αποκομμένος, οφείλει να καταλάβει ότι ευτυχία χωρίς τους άλλους είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Κι όταν γίνεται λόγος για τους άλλους, εννοούνται οι βαθιές ανθρώπινες σχέσεις που θα δημιουργηθούν.
Η φιλία, ο έρωτας, η εμπιστοσύνη, η αγάπη, η ειλικρινής χαρά για τον άλλο, η αγωνία, με δυο λόγια όλα τα δυνατά συναισθήματα που πλουτίζουν την ύπαρξη είναι αδύνατο να εκπληρωθούν χωρίς το δέσιμο με τους άλλους ανθρώπους. Και το δέσιμο δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιφάνεια ούτε με την τυπικότητα, αλλά με το δόσιμο, δηλαδή το διαρκές και ανυστερόβουλο πλησίασμα του άλλου.
Κανένας πλούτος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη χαρά της συνύπαρξης. Κανένα γλέντι δε μπορεί να συγκριθεί με εκείνο των ανθρώπων που κοιτιούνται στα μάτια. Αυτή ακριβώς είναι η πληρότητα με την έννοια της ψυχικής και συναισθηματικής ολοκλήρωσης, δηλαδή η ανθρώπινη ευτυχία.
Γι’ αυτό η ηθική αρετή είναι η προϋπόθεση της ευτυχίας. Γιατί τίθεται στην υπηρεσία της συνύπαρξης. Η ηθική αρετή με την έννοια του σεβασμού και της αναγνώρισης του άλλου είναι ο δρόμος που μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Εξάλλου, χωρίς αυτή είναι αδύνατο να υπάρξουν πόλεις. Ο άδικος είναι αδύνατο να φτάσει στην αληθινή συντροφικότητα, αφού η μοναδική του προτεραιότητα είναι η ανάδειξη του εαυτού.
Όπως είναι φυσικό, οι ενάρετοι άνθρωποι τον αποφεύγουν, καθώς είναι αδύνατο να τον ανεχτούν ή να του δείξουν εμπιστοσύνη. Αυτοί που του απομένουν δεν μπορούν παρά να κινούνται από ιδιοτέλεια. Πρόκειται για ανθρώπους που θα τον συναναστραφούν ή από ανάγκη ή από συμφέρον. Συνήθως είναι όμοιοί του.
Ο άδικος είναι καταδικασμένος να συναναστρέφεται με ανθρώπους που δεν εκτιμά και που γνωρίζει ότι δεν τον εκτιμούν. Οι σχέσεις του είναι πρωτίστως σχέσεις συμφέροντος. Κι αυτή ακριβώς είναι η κενότητα της ύπαρξής του που προσπαθεί να καλυφθεί με τα πλούτη και τις εξαγορασμένες ηδονές.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γνωρίσει την αληθινή ευτυχία. Σε τελική ανάλυση, ο άδικος (όπως κάθε χαρακτήρας αντίθετος με την ηθική αρετή) είναι το πρώτο θύμα του εαυτού του. Το έμφυτο της κοινωνικότητας ωθεί τον άνθρωπο να θέλει να νιώθει αποδεκτός. Να αισθάνεται ότι οι άλλοι επιθυμούν τη συντροφιά του. Ο άδικος είναι αδύνατο να το εισπράξει αυτό. Αυτό που του μένει είναι η επίδειξη της κοινωνικής του ισχύος ή του χρήματος – αν τα έχει. Κι όταν αυτού του είδους οι άνθρωποι γίνονται κοινωνικά πρότυπα, δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά…
Από κει και πέρα, η διερεύνηση του κατά πόσο αυτό το τέλος (ευτυχία) που επιδιώκουν οι άνθρωποι είναι δοσμένο από τη φύση ή όχι κρίνεται χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όπως και να ‘χει, ο άνθρωπος δρα εκούσια και φέρει την ευθύνη των πράξεών του: «Είτε λοιπόν το τέλος δε φανερώνεται από τη φύση στο κάθε άτομο τέτοιο ή τέτοιο, αλλά συμβάλλει εν μέρει και το ίδιο το άτομο στο να καθοριστεί το τέλος ως τέτοιο ή τέτοιο, είτε το τέλος είναι μεν δοσμένο από τη φύση, από τη στιγμή όμως που ο ενάρετος άνθρωπος κάνει όλα τα υπόλοιπα με τη θέλησή του η αρετή είναι κάτι το εκούσιο, θα είναι, λέω, εκούσια σε όχι μικρότερο βαθμό και η κακία». (1114b 5, 18-22).
Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν η φύση προκαθορίζει το τέλος για τον άνθρωπο, δηλαδή την επιδίωξη της ευτυχίας, τα μέσα που θα διαλέξει κανείς για να το πραγματώσει είναι αποκλειστικά δική του επιλογή. Κι αυτή ακριβώς είναι η αιώνια ανθρώπινη ευθύνη: «Γιατί και για τους δυο, για τον καλό και για τον κακό, το τέλος φανερώνεται και καθορίζεται με τον ίδιο τρόπο από τη φύση ή με όποιον άλλο τρόπο, και στη συνέχεια οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν ενσχέσει με αυτό ο καθένας με τον τρόπο του». (1114b 5, 15-18).
Και ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Αν λοιπόν, όπως λέμε, οι αρετές είναι εκούσιες (δεδομένου ότι είμαστε, κατά κάποιον τρόπο, συναίτιοι οι ίδιοι για τις έξεις μας, και με το να είμαστε άνθρωποι με αυτές ή εκείνες τις ιδιότητες ορίζουμε στον εαυτό μας τέτοιο ή τέτοιο τέλος), και οι κακίες είναι, λέω, εκούσιες, αφού και γι’ αυτές ισχύει το ίδιο». (1114b 5, 24-28).
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου