Όχι, λέει ο καταχτητής, μην πιστεύετε πώς για ν’ αγαπήσω τη δράση, χρειάστηκε να πάψω να σκέφτομαι. Αντίθετα, μπορώ κάλλιστα να εξηγήσω ό,τι πιστεύω. Γιατί το πιστεύω δυνατά και το αντικρίζω σταθερά και καθαρά. Δυσπιστείτε σ’ αυτούς πού λένε: «Αυτό το ξέρω πολύ καλά για να μπορέσω να το εκφράσω». Γιατί εάν δεν μπορούν σημαίνει πώς δεν το ξέρουν ή το εξέτασαν επιφανειακά.
Δεν έχω πολλές γνώμες. Στο τέλος μιας ζωής o άνθρωπος βλέπει πώς πέρασαν χρόνια για να βεβαιωθεί για μια αλήθεια. Αλλά φτάνει αυτή, αν είναι σαφής, για να καθοδηγήσει μια ύπαρξη. Όσο για τον εαυτό μου, οπωσδήποτε έχω κάτι να πω για τον άνθρωπο. ’Οφείλω να μιλήσω με σκληρότητα γι’ αυτόν και, αν χρειαστεί, με την περιφρόνηση που του πρέπει.
Ένας άντρας είναι περισσότερο άντρας με τα πράγματα πού αποσιωπά παρά με τα πράγματα που λέει. Υπάρχουν πολλά που θα αποσιωπήσω. Αλλά πιστεύω έντονα πώς όλοι εκείνοι πού έκριναν τον άνθρωπο το έκαναν, έχοντας λιγότερη εμπειρία από μας, για να επιβάλλουν την κρίση τους. Η διανόηση, η προοδευτική διανόηση, προαισθάνθηκε ίσως εκείνο που έπρεπε να δικαιολογήσει. Μα η εποχή, τα ερείπια και το αίμα της, μας γεμίζουν αποδείξεις. Στους αρχαίους λαούς, ακόμα και στους νεότερους έως την τεχνολογική εποχή μας, ήταν δυνατό να μπουν στην πλάστιγγα τα προτερήματα της κοινωνίας και τού ατόμου και να αναζητηθεί ποιο από τα δυο όφειλε να εξυπηρετεί το άλλο. Αρχικά, αυτό γινόταν εν ονόματι της πλάνης πού ήταν βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του ανθρώπου, και πού σύμφωνα με αυτή τα όντα ήλθαν στον κόσμο για να εξυπηρετήσουν ή να εξυπηρετηθούν. Επίσης αυτό γινόταν γιατί ούτε η κοινωνία ούτε το άτομο είχαν δείξει ακόμα τις ικανότητες τους.
Είδα μεγάλα πνεύματα να εκστασιάζονται με τα αριστουργήματα 'Ολλανδών ζωγράφων που φτιάχτηκαν στη μέση των αιματηρών πολέμων της Φλάνδρας, να συγκινούνται με τις προσευχές των μυστικοπαθών σιλεσιανών που ανυψώθηκαν την εποχή του φοβερού Τριακονταετούς πολέμου. Οι αιώνιες αξίες καθρεφτίζονται στα έκπληκτα μάτια τους παραμερίζοντας τις λαϊκές ταραχές. Από τότε όμως, ο χρόνος προχώρησε. Οι σύγχρονοι ζωγράφοι στερήθηκαν αυτήν τη γαλήνη. Ακόμα κι αν, κατά βάθος, έχουν την καρδιά πού χρειάζεται στο δημιουργό, θέλω να πω μια σκληρή καρδιά, δε χρησιμεύει σε τίποτα, γιατί όλος ο κόσμος και ο ίδιος ο άγιος έχει αλλάξει. Να ότι, ίσως, έχω αισθανθεί πιο βαθιά. Σε κάθε αποτυχημένη μέσα στις αντιθέσεις μορφή, σε κάθε γραμμή, Αλληγορία ή προσευχή, ή αιωνιότητα χάνει μια παρτίδα τσακισμένη κάτω από το σίδερο.
Έχοντας συνείδηση του ότι δεν μπορώ να ξεφύγω από την εποχή μου, αποφάσισα να συμμαχήσω μαζί της. Γι’ αυτό δεν υπολογίζω τόσο τον άνθρωπο, επειδή μου φαίνεται γελοίος και ταπεινός. Γνωρίζοντας πώς δεν υπάρχουν προϋποθέσεις νίκης, προτιμώ τις χαμένες υποθέσεις: ζητάνε ολόκληρη την ψυχή, ίδια στην ήττα και στις εφήμερες νίκες της. Για κείνον πού αισθάνεται τον εαυτό του συνυφασμένο με τη μοίρα του κόσμου, η φθορά των πολιτισμών έχει κάτι το αγωνιακό. Έκανα δική μου αυτή την αγωνία από τη στιγμή που θέλησα να πάρω μέρος στο παιχνίδι. Ανάμεσα στην Ιστορία και στην αιωνιότητα διάλεξα την ιστορία γιατί μου αρέσει η βεβαιότητα. Γι' αυτήν τουλάχιστον είμαι σίγουρος και πώς να αρνηθώ μια δύναμη πού με συνθλίβει;
Έρχεται πάντα ή στιγμή πού πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στη σκέψη και στη δράση. Αυτό σημαίνει πώς γίνεσαι ένας άνθρωπος. Αυτός ο κατακερματισμός είναι φοβερός. ’Αλλά μια περήφανη καρδιά δεν μπορεί να μείνει στη μέση. Υπάρχει ο Θεός ή ο χρόνος, αυτός ο σταυρός ή αυτό το σπαθί. Ο κόσμος ή έχει ένα νόημα βαθύτερο, ανώτερο από τις κινήσεις του, ή τίποτα πιο αληθινό από αυτές τις κινήσεις.
Πρέπει να ζεις με το χρόνο και να πεθαίνεις μαζί του ή να παραιτηθείς από αυτόν για χάρη της αιώνιας ζωής. Ξέρω πώς μπορεί κανείς να συμβιβαστεί, να ζει στην εποχή του πιστεύοντας στην αιωνιότητα. Αυτό σημαίνει παραδοχή. Μα απεχθάνομαι αυτή τη λύση και θέλω τα πάντα ή τίποτα. Ή εκλογή της δράσης δεν αποκλείει τη σκέψη. Δεν μπορεί όμως να μου δώσει τα πάντα και στερημένος από την αιωνιότητα, θέλω να συμμαχήσω με το χρόνο. Δε θέλω να υπάρχει στον υπολογισμό μου ούτε νοσταλγία, ούτε λύπη, θέλω μονάχα να βλέπω σωστά. Σας το τονίζω, αύριο θα έχετε αλλάξει. Για σάς και για μένα αυτό είναι μια λύτρωση. 'Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα και μπορεί να κάνει τα πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί τον εξυμνώ και τον συντρίβω συγχρόνως. Ό κόσμος τον αφανίζει κι εγώ τον ελευθερώνω. Του δίνω όλα τα δικαιώματά του.
Οι κατακτητές ξέρουν πώς η ίδια η δράση είναι ανώφελη. Μια μονάχα ωφέλιμη πράξη υπάρχει, εκείνη πού θα ξαναδημιουργούσε τον άνθρωπο και τη γη. Δε θα ξαναδημιουργούσα ποτέ τους ανθρώπους. Αλλά πρέπει να γίνει «έτσι». Γιατί ο δρόμος του αγώνα με υποχρεώνει να συναντήσω τη σάρκα. Αν και ταπεινωμένη, ή σάρκα είναι ή μοναδική μου βεβαιότητα. Δεν μπορώ να ζω χωρίς αυτή. Η πραγματικότητα είναι η πατρίδα μου. Να γιατί διάλεξα αυτό τον παράλογο και ακατανόητο αγώνα. Να γιατί είμαι με το μέρος των αγωνιστών. Η εποχή, το έχω πει, ανοίγεται σ’ αυτούς. Μέχρι σήμερα το μεγαλείο ενός κατακτητή ήταν γεωγραφικό. Μετριόταν με την έκταση των νικημένων εδαφών. ’Έχει σημασία το ότι η λέξη άλλαξε νόημα και δε χαρακτηρίζει πια γενικά το νικητή.
Το μεγαλείο έχει αλλάξει χώρο. Βρίσκεται στην καταγγελία και στη χωρίς κέρδος θυσία. Εκεί ακόμα, δεν υπάρχει καθόλου ή προοπτική της ήττας, θα ήταν ποθητή η νίκη. ’Αλλά μια μονάχα νίκη υπάρχει και είναι αιώνια. Είναι ή νίκη πού δε θα 'χω ποτέ. Να που αποβλέπω και που στηρίζομαι. Μια επανάσταση πάντα στρέφεται εναντίον των θεών, Αρχίζοντας από την επανάσταση του Προμηθέα, του πρώτου από τους σύγχρονους κατακτητές. Είναι η επανάσταση του ανθρώπου ενάντια στο πεπρωμένο του: οι διεκδικήσεις της μάζας είναι μια πρόφαση. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω αυτό το πνεύμα παρά μονάχα στην ιστορική του πορεία και εκεί το συναντώ. ’Αλλά δεν επαναπαύομαι: αντιμέτωπος στην ουσιαστική αντίφαση, διατηρώ την ανθρώπινη αντίφαση μου. Τοποθετώ τη σκέψη μου στο κέντρο αυτού πού την αρνείται. Εξυμνώ τον άνθρωπο μπροστά σ’ εκείνο πού τον συντρίβει και ή ελευθερία μου, ή επανάσταση μου και το πάθος μου συγκεντρώνονται τότε σ’ αυτή την ένταση, σ’ αυτήν τη σκέψη και σ’ αυτή την αμέτρητη επανάληψη.
Ναι, ο άνθρωπος είναι το ίδιο του το τέλος. Κι αυτό είναι το μοναδικό του τέλος. "Αν θέλει να είναι κάτι, είναι σ’ αυτήν τη ζωή. Τώρα, το ξέρω καλύτερα. Μερικές φορές οι κατακτητές μιλάνε για νίκη και υπεροχή. ’Αλλά αυτό πού θέλουν είναι να «ξεπεράσουν τον εαυτό τους». Ξέρετε καλά τι θέλει να πει αυτό. Ο κάθε άνθρωπος, για μερικές στιγμές, έχει νοιώσει πώς μοιάζει με τον Θεό. Μα αυτό προέρχεται από το ότι σε μια φωτεινή στιγμή ένοιωσε το καταπληκτικό μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος. Οι κατακτητές είναι οι μόνοι ανάμεσα τους ανθρώπους που αισθάνονται αρκετά τη δύναμή τους ώστε να είναι σίγουροι πώς πάντα ζουν στα ύψη έχοντας πλήρη συνείδηση αυτού του μεγαλείου. Είναι ένα πρόβλημα αριθμητικής πρόσθεσης ή αφαίρεσης. Οι κατακτητές μπορούν να προσθέτουν. Δεν μπορούν όμως να προσθέσουν τίποτα περισσότερο από τον ίδιο τον άνθρωπο, δεν το θέλει. Γι’ αυτό ποτέ δεν εγκαταλείπουν το ανθρώπινο χωνευτήρι, ρίχνοντας περισσότερη φωτιά στην ψυχή των επαναστάσεων.
Εκεί βρίσκουν ακρωτηριασμένη τη δημιουργία αλλά κι εκεί συναντούν τις μόνες άξιες πού αγαπούν και θαυμάζουν, τον άνθρωπο και τη σιωπή του. Αυτό αποτελεί τη φτώχεια και τον πλούτο τους μαζί. Γι αυτούς μια μονάχα πολυτέλεια υπάρχει, η ανθρώπινη επαφή. Πώς να μην καταλάβουν ότι σ’ αυτό τον πληγωμένο κόσμο, το κάθε τί που είναι ανθρώπινο (κι αυτό είναι μονάχα ή ανθρώπινη επαφή) έχει ένα νόημα πιο φωτεινό. Τρυφερά πρόσωπα, δειλή αδελφοσύνη, δυνατή και αγνή φιλία ανάμεσα τούς ανθρώπους είναι τα πραγματικά πλούτη αφού είναι περαστικοί. ’Ανάμεσα σ’ αυτά το πνεύμα αισθάνεται καλύτερα τις δυνατότητές του και τα όρια του. Δηλαδή τη δύναμή του. Μερικοί μίλησαν για μεγαλοφυΐα. Προτιμώ όμως τη σκέψη. Πρέπει να παραδεχτούμε πώς μπορεί να κάνει θαύματα. Φωτίζει και κατακτά αυτή την έρημο. Γνωρίζει τις ανάγκες της και τις περιγράφει. Θα πεθάνει μαζί με το κορμί. Το ξέρει όμως κι αυτό είναι η ελευθερία της.
Δεν το αγνοούμε ,όλες οι εκκλησίες είναι εναντίον μας. Αυτή η τόσο τρυφερή καρδιά δε δέχεται την αιωνιότητα και όλες οι εκκλησίες, θεϊκές ή κοσμικές, την επικαλούνται. Η ευτυχία και το θάρρος, η αδικία η δικαιοσύνη, είναι γι αυτές κατώτεροι σκοποί. Εκπροσωπούν μια θεωρία και τους χρειάζεται να την υπογράψουμε. Αλλά οι ιδέες ή η αιωνιότητα δε με απασχολούν. Τις αλήθειες πού είναι στα μέτρα μου, μπορεί να τις αγγίξει το χέρι. Δεν μπορώ νά χωριστώ άπ’ αυτές. Να γιατί δεν μπορείτε να βασίσετε τίποτα επάνω μου: ούτε από τον κατακτητή ούτε από τις θεωρίες του μένει τίποτα.
Παρ όλα αυτά, στο τέλος δόλων υπάρχει ο θάνατος. Το γνωρίζουμε. Ξέρουμε ακόμα πώς μ’ αυτόν τελειώνουν όλα. Γι’ αυτό τα κοιμητήρια πού σκεπάζουν την Ευρώπη, κι ενοχλούν μερικούς ανάμεσα μας, είναι αποτρόπαια. Στολίζουμε ότι αγαπάμε και ο θάνατος μας δυσανασχετεί και μας φοβίζει. Κι αυτός επίσης είναι κατακτητής. Ο τελευταίος Καρράρα, αποκλεισμένος στην άδεια από πανούκλα και πολιορκημένη από τους Βενετσιάνους Πάδουα, διέσχιζε ουρλιάζοντας τις αίθουσες του έρημου παλατιού του: φώναζε το διάβολο και του ζητούσε το θάνατο. Ήταν ένας τρόπος για να τον ξεπεράσει. Και είναι ακόμα ένα τιμητικό δείγμα θάρρους για τη Δύση πού είχε γνωρίσει τόσο τρομερούς τόπους που ο θάνατος θεωρείται τιμή. Στον κόσμο του επαναστατημένου ο θάνατος αποθεώνει την αδικία. Είναι η τέλεια άπατη.
Άλλοι, χωρίς να συμβιβάζονται πια, διάλεξαν την αιωνιότητα και υποστήριξαν πώς αυτός ο κόσμος είναι φαντασία. Τα κοιμητήριά τους, γεμάτα λουλούδια και πουλιά, χαμογελάνε. Αυτό δικαιώνει τον κατακτητή και του προσφέρει τη σωστή εικόνα του εχθρού του. Ό δικός του τάφος είναι ένα μαύρο καγκελόφραχτο περίβλημα ή ανώνυμος. Οι καλύτεροι από τους ανθρώπους της αιωνιότητας νοιώθουν καμιά φορά να κυριεύονται από έναν πανικό, γεμάτο σκέψη και θλίψη, μπροστά σε πνεύματα που μπορούν και ζουν με μια παρόμοια εικόνα του θανάτου τους. Αυτή η εικόνα όμως δυναμώνει και δικαιώνει αυτά τα πνεύματα. Το πεπρωμένο βρίσκεται απέναντι μας καί τό προκαλοΰμε. Λιγότερο από άλαζονεία καί περισσότερο έχοντας συνείδηση της ανίκανης ύπαρξής μας. Εμείς, επίσης, νοιώθουμε, μερικές φορές, λύπη γιά τόν έαυτό μας. Είναι ό μόνος οίκτος πού δεχόμαστε: είναι Ινα συναίσθημα πού, ίσως, δεν το καταλαβαίνετε καθόλου και νομίζετε πώς δεν είναι αντρικό. Εν τούτοις, εκείνοι πού το δοκιμάζουν είναι οι πιο τολμηροί ανάμεσα μας. Μα τολμηροί είναι αυτοί πού σκέφτονται κι εμείς το μόνο πού δεχόμαστε είναι ή σκέψη.
'Όλες αυτές οι εικόνες δεν προτείνουν καμιά ηθική, ούτε κρίνουν: είναι πίνακες. Περιγράφουν μονάχα έναν τρόπο ζωής. Ό εραστής, ο ηθοποιός ή ο τυχοδιώκτης ζουν το παράλογο. Αλλά, αν θέλουν, μπορούν να κάνουν το ίδιο κι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ο εργάτης ή ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Φτάνει να ξέρουν και να μην κρύβουν τίποτα. Στα ιταλικά μουσεία, βρίσκουμε καμιά φορά ζωγραφισμένα μικρά παραπετάσματα πού κρατούσαν οι ιερείς μπροστά στα πρόσωπα των καταδικασμένων για να μη βλέπουν το ικρίωμα. Το βύθισμα σε όλες του τις μορφές — δόσιμο στον Θεό ή στην αιωνιότητα, εγκατάλειψη στις καθημερινές φαντασίες και στις ψευδαισθήσεις της ιδέας — όλα αυτά τα παραπετάσματα δεν αφήνουν να φανεί το παράλογο. Υπάρχουν όμως εργάτες χωρίς παρωπίδες και γι’ αυτούς θέλω να μιλήσω.
Διάλεξα τούς πιο αντιπροσωπευτικούς. Από αυτήν τη σκοπιά το παράλογο τους δίνει μια βασιλική δύναμη. Είναι αλήθεια πώς αυτοί οι πρίγκιπες δεν έχουν βασίλειο. Άλλα πλεονεκτούν μπροστά σε άλλους γιατί ξέρουν πώς όλα τα βασίλεια είναι ψευδαισθήσεις. Ξέρουν, αυτό αποτελεί όλο τους το μεγαλείο, και είναι κουτό το ότι θέλουν να δουν στην περίπτωσή τους κρυμμένη δυστυχία και διάψευση ελπίδων. Το ότι είσαι στερημένος από την ελπίδα δε σημαίνει πώς είσαι απελπισμένος. Οι φλόγες της γης αξίζουν τα ουράνια αρώματα. Ούτε εγώ ούτε κανείς μπορεί εδώ να τούς κρίνει. Δε θέλουν να είναι οι καλύτεροι, επιδιώκουν να είναι συνεπείς. ’Αν η λέξη σοφός ταιριάζει στον άνθρωπο πού ζει μ’ αυτό πού έχει, χωρίς ν’ αποβλέπει σ’ αυτό πού δεν έχει, τότε αυτοί είναι σοφοί. "Ένας από αυτούς, κατακτητής, μα σε σχέση με το πνεύμα, Δον Ζουάν σε σχέση με τη γνώση, ηθοποιός σε σχέση με τη σκέψη, το ξέρει καλύτερα από τον καθένα:
«Όποιος οδήγησε την αθώα του ύπαρξη ως την τελειότητα δεν αξίζει ούτε ένα προνόμιο, είτε στη γη είτε στον ουρανό: ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση θα συνεχίσει να είναι ένα γελοίο προβατάκι με κέρατα και τίποτα περισσότερο — έστω και αν δεχτούμε πώς δεν ενόχλησε κανένα με την κενοδοξία του ούτε σκανδάλισε με τις κρίσεις του».
Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να σταθούμε στην παράλογη σκέψη των πιο ενδιαφερόντων προσώπων. H φαντασία μπορεί να προσθέσει και άλλα — πού κι αυτά ξέρουν να ζουν στα πλαίσια ενός κόσμου χωρίς μέλλον κι επιείκεια. Τότε, αυτός ο παράλογος κόσμος γεμίζει από ανθρώπους πού σκέφτονται σωστά και δεν ελπίζουν πια. Και δε μίλησα ακόμα για τον πιο παράλογο ήρωα: το δημιουργό.
Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου