Στον πρώτο τύπο (του δράματος) εφαρμόζεται κατά γράμμα η συμβουλή που έδωσε ο τύραννος της Μιλήτου Θρασύβουλος στο συνάδελφό του της Κορίνθου Περίανδρο, όταν αυτός τον ρώτησε ποιά πολιτική ν’ ακολουθήσει για να κυβερνά ήσυχος, απερίσπαστος από τους αντιπάλους του. Την ιστορία την αφηγείται με τη γνωστή του χάρη ο Ηρόδοτος:
«Ο Θρασύβουλος τον άνθρωπο που έστειλε ο Περίανδρος, τον επήρε και τον έβγαλε έξω από την πόλη, μπήκε μέσα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και καθώς περπατούσε μαζί του μέσα στο σπαρτό, ρωτούσε τον αποσταλμένο για το ταξίδι του από την Κόρινθο, γυρίζοντας πάντα στο ίδιο θέμα- μόλις όμως έβλεπε κανένα στάχυ να υπερέχει από τα άλλα, του έκοβε την κεφαλή και το πετούσε χάμω, έως ότου με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε ότι καλύτερο και υψηλότερο υπήρχε μέσα στο σπαρτό. Κι’ αφού πέρασε το χωράφι ως την άκρη, έστειλε πίσω τον αποσταλμένο χωρίς να του πει λέξη.
Όταν αυτός γύρισε στην Κόρινθο, ο Περίανδρος ανυπομονούσε να μάθει τη συμβουλή που περίμενε. Εκείνος του είπε ότι δεν του έδωσε καμιά συμβουλή ο Θρασύβουλος, απορούσε μάλιστα σε τι είδους άνθρωπο τον έστειλε, τρελό κατά τη γνώμη του, που δεν ξέρει τι του γίνεται και του διηγήθηκε τα όσα τον είχε ιδεί να κάνει. Ο Περίανδρος Όμως μπήκε στο νόημα και εξήγησε το φέρσιμο του Θρασύβουλου, ότι ο τύραννος τον συμβούλευε να σκοτώνει τους κορυφαίους των πολιτών, και τότε πια έδειξε όλη τη σκληρότητά του προς τους συμπολίτες του».
Αυτήν ακριβώς την τακτική εφαρμόζουν και οι κατέχοντες τα αγαθά και την εξουσία του «κόσμου τούτου» για να απαλλαγούν από τους κήρυκες των νέων ιδεών, που κλονίζουν την κυριαρχία τους: βάζουν τα πειθήνια όργανα τους ή το ίδιο (το ανύποπτο και αστόχαστο) πλήθος να τους εξαφανίσει. Τα μέσα ποικίλλουν (το κώνειο, η πυρά, άλλα και η συκοφάντηση, ο διασυρμός, το ανάθεμα)· ο σκοπός όμως παραμένει ένας: να φύγουν από τη μέση όσοι με του νου τη δύναμη την ακαταγώνιστη απειλούν — όπως φοβούνται οι ισχυροί της ώρας —την τάξη και την ειρήνη του «λαού».
Ο δεύτερος τύπος του δράματος έχει μιαν άλλη πλοκή, εξίσου ή και πιο συγκλονιστική από την προηγούμενη:
οι κορυφαίοι, τα «σκεύη της εκλογής», για να κερδίσουν τα πλήθη με το μέρος τους κατεβάζουν στα μέτρα του κοινού ανθρώπου το μήνυμά τους· το μαλακώνουν, το αποδυναμώνουν, το προσαρμόζουν στις ανθρώπινες, όπως λέγονται, ανάγκες. Αλλά τότε, αντί να τραβήξουν αυτοί τον «κόσμο» προς τις υψηλές ιδέες που ευαγγελίζονται, παρασύρονται από το αντίρροπο ρεύμα, φθείρονται και ξεπέφτουν «— τούς έχει καταπιεί ο «κόσμος» με τη σαγήνη του: την ευμάρεια και τις τιμές.
Αυτή την τραγική πτώση την περιγράφει, μέσα σε μια θαυμάσια σελίδα του Ημερολογίου του ο Κίρκεγκορ με το μύθο της αγριόχηνας :
«Καθένας που γνωρίζει έστω και λίγο τη ζωή των πουλιών» γράφει ο Δανός στοχαστής που έμεινε ως το τέλος της ζωής του με σφιγμένα δόντια προφήτης της ερήμου «ξέρει ότι ανάμεσα στην αγριόχηνα και στις χήνες τις ήμερες, παρ’ όλες τις διαφορές τους, υπάρχει ένα είδος συνεννόησης. 'Όταν ακούγονται να περνούν στον αέρα άγριες χήνες και κάτω υπάρχουν χήνες εξημερωμένες, αυτές οι τελευταίες το αισθάνονται αμέσως και ως ένα βαθμό καταλαβαίνουν αυτό τι σημαίνει- ξεσηκώνονται λοιπόν πάνω από τη γη, χτυπούν τα φτερά τους, βγάζουν κραυγές και πετούν μέσα σε σύγχυση και αταξία, χωρίς χάρη, ένα μικρό φτερούγισμα ίσια πάνω κάτι» με το έδαφος . . . και έπειτα όλη η περιπέτεια τελειώνει εκεί.
Μια φορά κ’ έναν καιρό ήταν μια αγριόχηνα. Το φθινόπωρο στο πέταγμα της αποδημίας παρατήρησε μερικές οικόσιτες χήνες. Αισθάνθηκε στοργή και τρυφερότητα γι’ αυτές, της φάνηκε κρίμα να τις εγκαταλείψει, έλπισε να τις κερδίσει στη δική της ζωή, τόσο που να μπορέσουν να την ακολουθήσουν όταν ξεκινήσει για τα ταξίδι. Για να το επιτύχει, άρχισε με όλους τους τρόπους να τις πλησιάζει, προσπάθησε να τις τραβήξει να υψωθούν ολοένα περισσότερο και κάθε φορά να πετούν πάντοτε λίγο πιο ψηλά, για να μπορέσουν να ακολουθήσουν ίσως τη μεγάλη αποδημία κ’ έτσι να σωθούν απ’ αυτή την ευτελή και μίζερη ζωή του κυλίσματος στο χώμα, που είναι η ζωή των έντιμων χηνών της αυλής.
Στην αρχή οι ήμερες χήνες το βρήκαν αρκετά αστείο, αγαπούσαν αυτή την αγριόχηνα. Σε λίγο όμως κουράστηκαν, την έκαναν πέρα με λόγια χοντρά, την είπαν επιτιμητικά τρελή, ονειροπαρμένη, χωρίς πείρα και φρόνηση. Αλίμονο! η αγριόχηνα είχε στο μεταξύ πάρα πολύ, δυστυχώς, εξοικειωθεί με τις ήμερες χήνες, λίγο λίγο αυτές είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη απάνω της, τόσο πού τα λόγια τους δεν άργησαν να την επηρεάσουν . . . και το αποτέλεσμα υπήρξε ότι στο τέλος η αγριόχηνα βρέθηκε ημερωμένη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι ήταν ωραίο από μέρος της ότι θέλησε αυτή τη συντροφιά, ωστόσο ήταν λάθος· γιατί είναι νόμος μια ήμερη χήνα να μη γίνεται ποτέ άγρια, μια άγρια όμως μπορεί πολύ καλά να εξημερωθεί»
Σπάνια λουλούδια του όρθιου γκρεμού οι εκλεκτοί που έρχονται στον κόσμο για να γράψουν την ιστορία του, έχουν μοίρα τραγική. Άλλοτε το πλήθος παραπλανημένο τους εξοντώνει βάναυσα, άλλοτε πάλι οι ισχυροί της στιγμής με πανουργία τους φυλακίζουν στη σέρα της «επισημότητας» κ’ εκεί χάνουν το δριμύ άρωμά τους. Κάτι ωστόσο μένει στους επίγονους από το θησαυρό της ψυχής τους· αυτό ακριβώς που κάνει αξιοβίωτη τη ζωή του ανθρώπου: η ορμή της πνευματικής δημιουργίας.
«Ο Θρασύβουλος τον άνθρωπο που έστειλε ο Περίανδρος, τον επήρε και τον έβγαλε έξω από την πόλη, μπήκε μέσα σ’ ένα σπαρμένο χωράφι και καθώς περπατούσε μαζί του μέσα στο σπαρτό, ρωτούσε τον αποσταλμένο για το ταξίδι του από την Κόρινθο, γυρίζοντας πάντα στο ίδιο θέμα- μόλις όμως έβλεπε κανένα στάχυ να υπερέχει από τα άλλα, του έκοβε την κεφαλή και το πετούσε χάμω, έως ότου με αυτό τον τρόπο κατέστρεψε ότι καλύτερο και υψηλότερο υπήρχε μέσα στο σπαρτό. Κι’ αφού πέρασε το χωράφι ως την άκρη, έστειλε πίσω τον αποσταλμένο χωρίς να του πει λέξη.
Όταν αυτός γύρισε στην Κόρινθο, ο Περίανδρος ανυπομονούσε να μάθει τη συμβουλή που περίμενε. Εκείνος του είπε ότι δεν του έδωσε καμιά συμβουλή ο Θρασύβουλος, απορούσε μάλιστα σε τι είδους άνθρωπο τον έστειλε, τρελό κατά τη γνώμη του, που δεν ξέρει τι του γίνεται και του διηγήθηκε τα όσα τον είχε ιδεί να κάνει. Ο Περίανδρος Όμως μπήκε στο νόημα και εξήγησε το φέρσιμο του Θρασύβουλου, ότι ο τύραννος τον συμβούλευε να σκοτώνει τους κορυφαίους των πολιτών, και τότε πια έδειξε όλη τη σκληρότητά του προς τους συμπολίτες του».
Αυτήν ακριβώς την τακτική εφαρμόζουν και οι κατέχοντες τα αγαθά και την εξουσία του «κόσμου τούτου» για να απαλλαγούν από τους κήρυκες των νέων ιδεών, που κλονίζουν την κυριαρχία τους: βάζουν τα πειθήνια όργανα τους ή το ίδιο (το ανύποπτο και αστόχαστο) πλήθος να τους εξαφανίσει. Τα μέσα ποικίλλουν (το κώνειο, η πυρά, άλλα και η συκοφάντηση, ο διασυρμός, το ανάθεμα)· ο σκοπός όμως παραμένει ένας: να φύγουν από τη μέση όσοι με του νου τη δύναμη την ακαταγώνιστη απειλούν — όπως φοβούνται οι ισχυροί της ώρας —την τάξη και την ειρήνη του «λαού».
Ο δεύτερος τύπος του δράματος έχει μιαν άλλη πλοκή, εξίσου ή και πιο συγκλονιστική από την προηγούμενη:
οι κορυφαίοι, τα «σκεύη της εκλογής», για να κερδίσουν τα πλήθη με το μέρος τους κατεβάζουν στα μέτρα του κοινού ανθρώπου το μήνυμά τους· το μαλακώνουν, το αποδυναμώνουν, το προσαρμόζουν στις ανθρώπινες, όπως λέγονται, ανάγκες. Αλλά τότε, αντί να τραβήξουν αυτοί τον «κόσμο» προς τις υψηλές ιδέες που ευαγγελίζονται, παρασύρονται από το αντίρροπο ρεύμα, φθείρονται και ξεπέφτουν «— τούς έχει καταπιεί ο «κόσμος» με τη σαγήνη του: την ευμάρεια και τις τιμές.
Αυτή την τραγική πτώση την περιγράφει, μέσα σε μια θαυμάσια σελίδα του Ημερολογίου του ο Κίρκεγκορ με το μύθο της αγριόχηνας :
«Καθένας που γνωρίζει έστω και λίγο τη ζωή των πουλιών» γράφει ο Δανός στοχαστής που έμεινε ως το τέλος της ζωής του με σφιγμένα δόντια προφήτης της ερήμου «ξέρει ότι ανάμεσα στην αγριόχηνα και στις χήνες τις ήμερες, παρ’ όλες τις διαφορές τους, υπάρχει ένα είδος συνεννόησης. 'Όταν ακούγονται να περνούν στον αέρα άγριες χήνες και κάτω υπάρχουν χήνες εξημερωμένες, αυτές οι τελευταίες το αισθάνονται αμέσως και ως ένα βαθμό καταλαβαίνουν αυτό τι σημαίνει- ξεσηκώνονται λοιπόν πάνω από τη γη, χτυπούν τα φτερά τους, βγάζουν κραυγές και πετούν μέσα σε σύγχυση και αταξία, χωρίς χάρη, ένα μικρό φτερούγισμα ίσια πάνω κάτι» με το έδαφος . . . και έπειτα όλη η περιπέτεια τελειώνει εκεί.
Μια φορά κ’ έναν καιρό ήταν μια αγριόχηνα. Το φθινόπωρο στο πέταγμα της αποδημίας παρατήρησε μερικές οικόσιτες χήνες. Αισθάνθηκε στοργή και τρυφερότητα γι’ αυτές, της φάνηκε κρίμα να τις εγκαταλείψει, έλπισε να τις κερδίσει στη δική της ζωή, τόσο που να μπορέσουν να την ακολουθήσουν όταν ξεκινήσει για τα ταξίδι. Για να το επιτύχει, άρχισε με όλους τους τρόπους να τις πλησιάζει, προσπάθησε να τις τραβήξει να υψωθούν ολοένα περισσότερο και κάθε φορά να πετούν πάντοτε λίγο πιο ψηλά, για να μπορέσουν να ακολουθήσουν ίσως τη μεγάλη αποδημία κ’ έτσι να σωθούν απ’ αυτή την ευτελή και μίζερη ζωή του κυλίσματος στο χώμα, που είναι η ζωή των έντιμων χηνών της αυλής.
Στην αρχή οι ήμερες χήνες το βρήκαν αρκετά αστείο, αγαπούσαν αυτή την αγριόχηνα. Σε λίγο όμως κουράστηκαν, την έκαναν πέρα με λόγια χοντρά, την είπαν επιτιμητικά τρελή, ονειροπαρμένη, χωρίς πείρα και φρόνηση. Αλίμονο! η αγριόχηνα είχε στο μεταξύ πάρα πολύ, δυστυχώς, εξοικειωθεί με τις ήμερες χήνες, λίγο λίγο αυτές είχαν αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη απάνω της, τόσο πού τα λόγια τους δεν άργησαν να την επηρεάσουν . . . και το αποτέλεσμα υπήρξε ότι στο τέλος η αγριόχηνα βρέθηκε ημερωμένη. Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι ήταν ωραίο από μέρος της ότι θέλησε αυτή τη συντροφιά, ωστόσο ήταν λάθος· γιατί είναι νόμος μια ήμερη χήνα να μη γίνεται ποτέ άγρια, μια άγρια όμως μπορεί πολύ καλά να εξημερωθεί»
Σπάνια λουλούδια του όρθιου γκρεμού οι εκλεκτοί που έρχονται στον κόσμο για να γράψουν την ιστορία του, έχουν μοίρα τραγική. Άλλοτε το πλήθος παραπλανημένο τους εξοντώνει βάναυσα, άλλοτε πάλι οι ισχυροί της στιγμής με πανουργία τους φυλακίζουν στη σέρα της «επισημότητας» κ’ εκεί χάνουν το δριμύ άρωμά τους. Κάτι ωστόσο μένει στους επίγονους από το θησαυρό της ψυχής τους· αυτό ακριβώς που κάνει αξιοβίωτη τη ζωή του ανθρώπου: η ορμή της πνευματικής δημιουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου