Την επόμενη φορά που θ’ αντικρίσετε την πανσέληνο ψηλά στο νότο, κοιτάξτε προσεκτικά τη δεξιά πλευρά της και αφήστε το βλέμμα σας να ταξιδέψει προς τα πάνω, κατά μήκος της καμπύλης του δίσκου. Γύρω στις δύο η ώρα θα παρατηρήσετε ένα μικρό, σκούρο ωοειδές σχήμα. Οποιοσδήποτε με φυσιολογική όραση μπορεί να το εντοπίσει αρκετά εύκολα. Είναι η μεγάλη περιτειχισμένη πεδιάδα, μία από τις ομορφότερες στη Σελήνη, που ονομάζεται Mare Crisium – Θάλασσα των Κρίσεων. Έχει διάμετρο τετρακόσια ογδόντα δύο χιλιόμετρα και περικλείεται ολοκληρωτικά σχεδόν από μία εντυπωσιακή οροσειρά. Δεν είχε εξερευνηθεί ποτέ, μέχρι που την επισκεφθήκαμε στα τέλη του καλοκαιριού του 1996.
Η αποστολή μας ήταν μεγάλη. Είχαμε δύο τεράστια φορτηγά σκάφη που μετέφεραν τις προμήθειες και τον εξοπλισμό μας από την κεντρική σεληνιακή βάση στη Mare Serenitatis, σε απόσταση οκτακοσίων χιλιομέτρων. Υπήρχαν επίσης τρεις μικροί πύραυλοί για τα ταξίδια μικρών αποστάσεων πάνω από περιοχές τις οποίες τα οχήματα επιφάνειας δεν μπορούσαν να διασχίσουν. Ευτυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα της Mare Crisium είναι εντελώς επίπεδο. Δεν έχει καμία από τις μεγάλες ρωγμές που είναι τόσο συνηθισμένες και τόσο επικίνδυνες αλλού, ενώ υπάρχουν ελάχιστοι κρατήρες ή βουνά. Από όσο μπορούσαμε να υπολογίσουμε, τα δυνατά ερπυστριοφόρα οχήματα δεν θα δυσκολεύονταν να μας πάνε όπου επιθυμούσαμε.
Ήμουν γεωλόγος -ή σεληνιολόγος, αν θέλουμε να ακριβολογούμε- και επικεφαλής της ομάδας που εξερευνούσε τη νότια περιοχή της Mare. Είχαμε διανύσει εκατόν εξήντα χιλιόμετρα σε μία εβδομάδα, περνώντας πλάι στους πρόποδες των βουνών όπου κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχε μία αρχαία θάλασσα. Όταν η ζωή ξεκινούσε στη Γη, εδώ ήδη αργοπέθαινε. Τα νερά υποχωρούσαν από τις πλαγιές αυτών των τεράστιων γκρεμών και χάνονταν στην άδεια καρδιά της Σελήνης. Στην περιοχή που διασχίζαμε ο ωκεανός, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ παλίρροια, είχε κάποτε βάθος οκτακόσια μέτρα και τώρα το μοναδικό ίχνος υγρασίας ήταν ο υαλόπαγος στο εσωτερικό των σπηλαίων που ο καυτός ήλιος δεν έβλεπε ποτέ.
Είχαμε αρχίσει το ταξίδι μας κατά τη διάρκεια της νωθρής σεληνιακής αυγής και είχαμε ακόμα μια εβδομάδα γήινου χρόνου πριν πέσει η νύχτα. Έξι φορές τη μέρα εγκαταλείπαμε το όχημα και βγαίναμε με τις διαστημικές στολές μας για να αναζητήσουμε ενδιαφέροντα ορυκτά ή για να τοποθετήσουμε οδόσημα για τους μελλοντικούς ταξιδιώτες. Ήταν μία διαδικασία ρουτίνας, χωρίς απρόοπτα. Δεν υπάρχει τίποτε επικίνδυνο ή εξαιρετικά συναρπαστικό στην εξερεύνηση της Σελήνης.
Θα μπορούσαμε να ζήσουμε άνετα για ένα μήνα μέσα στα ερπυστριοφόρα οχήματα, όπου η ατμόσφαιρα ήταν υπό κανονική πίεση, και, αν συναντούσαμε προβλήματα, μπορούσαμε πάντα να ζητήσουμε βοήθεια με τον ασύρματο και να κάτσουμε στ’ αβγά μας μέχρι να έρθει κάποιο διαστημόπλοιο να μας σώσει. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ακολουθούσε πάντοτε γενική κατακραυγή για τη σπατάλη των πυραυλικών καυσίμων, οπότε τα ερπυστριοφόρα έστελναν SOS μόνο όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη.
Είπα ότι η εξερεύνηση της Σελήνης δεν έχει τίποτε το συναρπαστικό, αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Κανείς δεν βαριέται αυτά τα φανταστικά βουνά, που είναι πολύ πιο παρακάμπταμε απόκρημνα από τους απαλούς λόφους της Γης. Ποτέ δεν ξέραμε, καθώς καβατζάραμε τα ακρωτήρια εκείνης της άνυδρης θάλασσας, τί νέα θαύματα θα μας αποκαλύπτονταν. Ολόκληρη η νότια καμπύλη της Mare Crisium είναι ένα πελώριο Δέλτα, στο οποίο κάποτε χύνονταν αμέτρητοι ποταμοί στον ωκεανό, τροφοδοτούμενοι ίσως από τις καταρρακτώδεις βροχές που θα μαστίγωναν τα βουνά όταν η Σελήνη ήταν νέα, κατά τη σύντομη ηφαιστειακή εποχή της.
Καθεμία από εκείνες τις αρχαίες κοιλάδες ήταν μία πρόκληση, μία πρόσκληση να σκαρφαλώσουμε στα άγνωστα υψίπεδα πέρα από αυτές. Όμως είχαμε ακόμα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα να διανύσουμε και μπορούσαμε μόνο να κοιτάμε με λαχτάρα τα ύψη που θα κατακτούσαν άλλοι. Στο ερπυστριοφόρο ακολουθούσαμε γήινο χρόνο και ακριβώς στις 22.00 θα στέλναμε το τελευταίο ραδιομήνυμα στη βάση και θα σταματούσαμε για κείνη τη μέρα. Έξω, τα πετρώματα ακόμα έκαιγαν κάτω από το σχεδόν κάθετο ήλιο, αλλά για μας ήταν νύχτα μέχρι να ξυπνήσουμε ξανά, οχτώ ώρες αργότερα. Ύστερα ένας από μας θα ετοίμαζε πρωινό, οι ξυριστικές μηχανές θ’ άρχιζαν να βουίξουν και κάποιος θα άναβε τον ασύρματο των βραχέων κυμάτων από τη Γη.
Πράγματι, όταν η μυρωδιά του τηγανιτού μπέικον, άρχιζε να πλημμυρίζει την καμπίνα, κάποιες φορές ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι δεν βρισκόμαστε πίσω στον κόσμο μας – όλα ήταν τόσο συνηθισμένα και οικεία, εκτός από την αίσθηση του μειωμένου βάρους και την αφύσικη βραδύτητα των αντικειμένων όταν έπεφταν.
Ήταν σειρά μου να ετοιμάσω πρωινό στη γωνιά της κυρίως καμπίνας που χρησίμευε ως μαγειρείο. Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή πολύ ζωντανά κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, γιατί στο ραδιόφωνο μόλις είχε τελειώσει μία από τις αγαπημένες μου μελωδίες, το παλιό ουαλικό David of the White Rock. Ο οδηγός μας ήταν ήδη έξω με τη διαστημική στολή του, επιθεωρώντας τις ερπύστριες.
Ο βοηθός μου, ο Λούις Γκάρνετ, ήταν μπροστά, στη θέση ελέγχου, καταχωρίζοντας καθυστερημένα κάποια στοιχεία στο χτεσινό ημερολόγιο.
Ενώ στεκόμουν πάνω από το τηγάνι, περιμένοντας, σαν καλή νοικοκυρά πίσω στη Γη, να ψηθούν τα λουκάνικα, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί νωχελικά στα ορεινά τείχη που κάλυπταν ολόκληρο το νότιο ορίζοντα, προχωρώντας ανατολικά και δυτικά, μέχρι που χάνονταν κάτω από την καμπύλη της Σελήνης. Έμοιαζαν ν’ απέχουν ένα δυο χιλιόμετρα από το ερπυστριοφόρο, αλλά ήξερα ότι το πιο κοντινό από αυτά βρισκόταν τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Στη Σελήνη φυσικά οι λεπτομέρειες δεν αλλοιώνονται με την απόσταση, καθώς δεν υπάρχει αυτή η σχεδόν αδιόρατη θαμπάδα [είναι η οργόνη, που υπάρχει μονάχα σε ζωντανούς πλανήτες κι όπου υπάρχει ζωντανή ζωή] που απαλύνει και ορισμένες φορές μεταμορφώνει όλα τα μακρινά αντικείμενα στη Γη.
Εκείνα τα βουνά είχαν ύψος τρεις χιλιάδες μέτρα και ανηφόριζαν απότομα από την πεδιάδα, λες και πριν από αιώνες κάποια έκρηξη στο υπέδαφος τα είχε εκτοξεύσει προς τα πάνω μέσα από το λιωμένο φλοιό. Οι πρόποδες ακόμη και του κοντινότερου βουνού ήταν κρυμμένοι από την απότομη καμπύλη της πεδιάδας, καθώς η Σελήνη είναι ένας πολύ μικρός κόσμος, και από εκεί που στεκόμουν ο ορίζοντας απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα.
Σήκωσα τα μάτια μου προς τις κορυφές που κανείς άνθρωπος δεν είχε πατήσει, τις κορυφές που, πριν από την έλευση των Γήινων, είχαν παρακολουθήσει τους ωκεανούς να βυθίζονται σκυθρωπά στους τάφους τους, παίρνοντας μαζί τους την ελπίδα επιβίωσης ενός κόσμου. Η αντανάκλαση του φωτός σ’ εκείνες τις επάλξεις έτσουξε τα μάτια, ωστόσο μόλις λίγο ψηλότερα τα άστρα έλαμπαν σταθερά σ’ έναν ουρανό πιο μαύρο κι από αυτόν του χειμερινού μεσονυκτίου στη Γη.
Απέστρεφα το βλέμμα όταν την προσοχή μου τράβηξε μία μεταλλική λάμψη ψηλά στην άκρη ενός ακρωτηρίου που έμπαινε στη «θάλασσα», πενήντα μίλια στα δυτικά. Ήταν ένα σημείο φωτός χωρίς διαστάσεις, λες και μία από εκείνες τις άγριες κορυφές είχε αρπάξει ένα άστρο από τον ουρανό, και φαντάστηκα ότι κάποια επίπεδη βραχώδης επιφάνεια αντανακλούσε το φως του ήλιου και το έστελνε κατευθείαν στα μάτια μου: Τέτοια φαινόμενα δεν ήταν ασυνήθιστα. Όταν η Σελήνη βρίσκεται στο δεύτερο τέταρτο, οι παρατηρητές στη Γη διακρίνουν κάποιες φορές τις μεγάλες οροσειρές του Oceanus Procellarum να ιριδίζουν ασπρογάλανες, καθώς το φως αντανακλάται στις πλαγιές τους και ταξιδεύει από κόσμο σε κόσμο. Όμως ήμουν περίεργος να μάθω τί είδους πέτρωμα μπορούσε να λάμπει τόσο έντονα εκεί ψηλά. Έτσι, ανέβηκα στο παρατηρητήριο και έστρεψα το τηλεσκόπιο των δέκα εκατοστών προς τη δύση.
Είδα αρκετά ώστε η περιέργεια μου ν’ αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Διαυγείς στο οπτικό πεδίο μου, οι βουνοκορφές έμοιαζαν ν’ απέχουν μόλις οκτακόσια μέτρα, αλλά αυτό που αντανακλούσε το φως του ήλιου ήταν πολύ μικρό για να το διακρίνω. Ωστόσο έμοιαζε να διαθέτει μία περίεργη συμμετρία, ενώ η κορυφή στην οποία βρισκόταν ήταν αλλόκοτα επίπεδη. Έμεινα να κοιτάζω ώρα πολλή το λαμπερό αίνιγμα, προσπαθώντας να εκμηδενίσω την απόσταση με το βλέμμα μου, μέχρι που η μυρωδιά καμένου από το μαγειρείο με ειδοποίησε ότι τα λουκάνικα που προορίζονταν για το πρωινό μας είχαν ταξιδέψει τετρακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα μάταια.
Όλο εκείνο το πρωινό διασχίζαμε τη Mare Crisium διαφωνώντας, ενώ τα δυτικά όρη υψώνονταν όλο και πιο ψηλά στον ουρανό. Ακόμη και όταν ερευνούσαμε την περιοχή με τις διαστημικές στολές μας, η συζήτηση συνεχιζόταν από τον ασύρματο. Ήταν απολύτως βέβαιο, υποστήριζαν οι σύντροφοί μου, ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ κανένα έλλογο πλάσμα στη Σελήνη. Τα μοναδικά όντα που έζησαν εκεί ήταν μερικά πρωτόγονα φυτά και οι ελαφρώς λιγότερο εκφυλισμένοι προγονοί τους.
Αυτό το ήξερα κι εγώ πολύ καλά, όμως έρχονται στιγμές που ένας επιστήμονας δεν πρέπει να φοβάται να γελοιοποιηθεί. «Ακούστε» είπα τελικά «εγώ θα πάω εκεί, τουλάχιστον για να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Το βουνό έχει ύψος το πολύ τρεισήμισι χιλιάδες μέτρα, δηλαδή μόλις εξακόσια μέτρα με γήινη βαρύτητα, και μπορώ να ολοκληρώσω τη διαδρομή σε είκοσι ώρες. Έτσι κι αλλιώς, πάντα ήθελα ν’ ανέβω σ’ αυτούς τους λόφους, και αυτό μου δίνει την τέλεια δικαιολογία».
«Αν δεν σπάσεις το σβέρκο σου» είπε ο Γκάρνετ «θα γίνεις περίγελος της αποστολής όταν γυρίσουμε στη Βάση. Αυτό το βουνό από δω και πέρα πιθανότατα θα λέγεται Μωρία του Γουίλσον».
«Δεν θα σπάσω το σβέρκο μου» είπα αποφασιστικά. «Ποιος ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο Πίκο και τον Ελικώνα;»
«Δεν ήσουν λίγο νεότερος τότε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Λούις.
«Αυτό» είπα περήφανα «είναι ένας λόγος παραπάνω για να πάω».
Πέσαμε για ύπνο νωρίς εκείνη τη νύχτα, αφού οδηγήσαμε το ερπυστριοφόρο σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από το ακρωτήριο. Ο Γκάρνετ θα ερχόταν μαζί μου το πρωί· ήταν καλός ορειβάτης και παλιότερα με είχε συνοδεύσει σε πολλές τέτοιες εξορμήσεις. Ο οδηγός μας ήταν περιχαρής που τον αφήσαμε να προσέχει το όχημα.
Με την πρώτη ματιά εκείνοι οι γκρεμοί έμοιαζαν τελείως κάθετοι, αλλά για οποιονδήποτε πεπειραμένο ορειβάτη η αναρρίχηση είναι εύκολη σε έναν κόσμο που καθετί ζυγίζει το ένα δέκατο έκτο του κανονικού του βάρους. Ο πραγματικός κίνδυνος στη σεληνιακή ορειβασία είναι η υπερβολική αυτοπεποίθηση· μία πτώση από ύψος διακοσίων μέτρων στη Σελήνη μπορεί να σε σκοτώσει τόσο αποτελεσματικά όσο και μία πτώση από τα τριάντα μέτρα στη Γη.
Κάναμε την πρώτη στάση σε έναν πλατύ βράχο που βρισκόταν περίπου χίλια διακόσια μέτρα πάνω από την πεδιάδα. Η αναρρίχηση δεν ήταν δύσκολη, όμως είχα πιαστεί από την ασυνήθιστη προσπάθεια και χάρηκα για το διάλειμμα. Το ερπυστριοφόρο φαινόταν ακόμα, ένα μικροσκοπικό μεταλλικό έντομο στους πρόποδες του γκρεμού, κι αναφέραμε την πρόοδό μας στον οδηγό πριν συνεχίσουμε την ανάβαση.
Ώρα με την ώρα ο ορίζοντας διευρυνόταν και μπορούσαμε να δούμε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της πλατιάς πεδιάδας. Βλέπαμε πια σε βάθος ογδόντα χιλιομέτρων στη Mare, ενώ διακρίναμε ακόμη και τις βουνοκορφές στην απέναντι ακτή, που απείχε πάνω από εκατόν εξήντα χιλιόμετρα. Ελάχιστες από τις μεγάλες σεληνιακές πεδιάδες είναι τόσο ομαλές όσο η Mare Crisium, και μπορούσαμε σχεδόν να φανταστούμε ότι τρία χιλιόμετρα κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μία θάλασσα από νερό και όχι από βράχια. Μόνο ένα σύνολο κρατήρων κοντά στον ορίζοντα διέλυαν την ψευδαίσθηση.
Δεν διακρίναμε ακόμα το στόχο μας πάνω από την προεξοχή του βουνού και προσανατολιζόμασταν με χάρτες, χρησιμοποιώντας τη Γη ως οδηγό. Ανατολικά από μας ο ασημένιος πλανήτης μας κρεμόταν χαμηλά πάνω από την πεδιάδα, ήδη στο πρώτο τέταρτό του. Ο Ήλιος και τα άστρα θα παρέλαυναν αργά στον ουρανό και θα χάνονταν από το οπτικό μας πεδίο, όμως η Γη θα ήταν πάντα εκεί, στην προκαθορισμένη θέση της, γεμίζοντας και αδειάζοντας καθώς περνούσαν οι εποχές και τα χρόνια. Σε δέκα μέρες θα ήταν ένας εκτυφλωτικός δίσκος που θα έλουζε αυτούς τους βράχους με την ακτινοβολία της τα μεσάνυχτα, πενήντα φορές λαμπρότερη από την πανσέληνο. Όμως έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα βουνά πολύ πριν από τη νύχτα, αλλιώς θα μέναμε ανάμεσά τους για πάντα.
Οι στολές μας ήταν δροσερές, αφού οι μονάδες ψύξης πολεμούσαν τον καυτό Ήλιο και απομάκρυναν τη θερμότητα του σώματός μας όταν αυτή ανέβαινε από την προσπάθεια. Μιλούσαμε ελάχιστα μεταξύ μας, μόνο για να δώσουμε οδηγίες σχετικά με την ανάβαση και για να συζητήσουμε την καλύτερη διαδρομή. Δεν ξέρω τί σκεφτόταν ο Γκάρνετ, μάλλον ότι αυτό ήταν το πιο τρελό πράγμα που είχε κάνει ποτέ. Σχεδόν συμφωνούσα μαζί του, αλλά η χαρά της αναρρίχησης, η γνώση ότι κανένας άνθρωπος δεν είχε περάσει ποτέ από δω, καθώς και η ευφορία που μου προκαλούσε η ολοένα και πιο πλατιά θέα ήταν αρκετή ανταμοιβή για μένα.
Δεν νομίζω ότι ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα όταν αντίκρισα μπροστά μας τον πέτρινο τοίχο που είχα διακρίνει με το τηλεσκόπιο από απόσταση πενήντα χιλιομέτρων. Γινόταν επίπεδος περίπου δεκαπέντε μέτρα ψηλότερα κι εκεί, στο πλάτωμα, βρισκόταν το αντικείμενο που με είχε κάνει να διασχίσω την ερημιά για να έρθω ως εδώ. Ήταν, σχεδόν σίγουρα, κάποιος ογκόλιθος που είχε κοπεί αιώνες πριν από κάποιον μετεωρίτη και οι επιφάνειές του ακόμα γυάλιζαν σ’ αυτή την άφθαρτη αμετάβλητη σιωπή.
Ο επίπεδος βράχος δεν είχε προεξοχές από τις οποίες θα μπορούσαμε να κρατηθούμε, γι’ αυτό και έπρεπε να χρησιμοποιούμε γάντζους. Τα κουρασμένα χέρια μου έμοιαζαν να δυναμώνουν ξανά καθώς στριφογύριζα το τριπλό μεταλλικό άγκιστρο πάνω από το κεφάλι μου και το εκτόξευα ψηλά, προς τα άστρα. Την πρώτη φορά ξεκόλλησε και έπεσε αργά πίσω όταν τραβήξαμε το σχοινί. Με την τρίτη προσπάθεια τα άγκιστρα στερεώθηκαν γερά και δεν μετακινήθηκαν ακόμη και όταν κρεμαστήκαμε και οι δυο μας από το σχοινί.
Ο Γκάρνετ με κοίταξε με αγωνία. Έβλεπα ότι ήθελε να πάει πρώτος, αλλά του χαμογέλασα μέσα από το γυαλί του κράνους μου και κούνησα το κεφάλι. Αργά, με το πάσο μου, άρχισα την τελική ανάβαση. Ακόμη και με τη στολή μου ζύγιζα μόλις δεκαοχτώ κιλά, έτσι ανέβηκα τραβώντας με τα χέρια, χωρίς να μπω στον κόπο να χρησιμοποιήσω τα πόδια μου. Στο χείλος κοντοστάθηκα και κούνησα το χέρι στο σύντροφό μου, ύστερα σκαρφάλωσα και στάθηκα όρθιος, κοιτώντας ευθεία μπροστά.
Πρέπει να καταλάβετε ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήμουν σχεδόν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να βρω τίποτε περίεργο ή ασυνήθιστο. Σχεδόν, αλλά όχι απόλυτα· αυτή η βασανιστική αμφιβολία με ωθούσε προς τα μπρος. Λοιπόν, αμφιβολία δεν υπήρχε πια, αλλά τα βάσανα τώρα άρχιζαν.
Στεκόμουν σε ένα πλάτωμα με διάμετρο περίπου τριάντα μέτρα. Κάποτε ήταν λείο -υπερβολικά λείο για να είναι φυσικό- αλλά με το πέρασμα αμέτρητων αιώνων η επιφάνειά του είχε σημαδευτεί από την πτώση μετεώρων. Είχε λειανθεί ώστε να στηρίζει μία γυαλιστερή κατασκευή όμοια με πυραμίδα, με ύψος διπλάσιο από του ανθρώπου, που ήταν τοποθετημένη στο βράχο σαν τεράστιο πολυεπίπεδο πετράδι.
Δεν νομίζω ότι αισθάνθηκα οτιδήποτε εκείνα τα πρώτα δευτερόλεπτα. Ύστερα ένιωσα την καρδιά μου να φουσκώνει και να γεμίζει με μία παράξενη απερίγραπτη χαρά. Γιατί αγαπούσα τη Σελήνη και τώρα ήξερα ότι τα βρύα του Αρίσταρχου και του Ερατοσθένη δεν ήταν η μοναδική μορφή ζωής που είχε γεννήσει στα νιάτα της. Το παλιό αμφισβητούμενο όνειρο των πρώτων εξερευνητών ήταν αληθινό. Τελικά είχε υπάρξει σεληνιακός πολιτισμός – κι εγώ ήμουν ο πρώτος που τον ανακάλυπτε. Δεν μ’ ενοχλούσε καθόλου που είχα αργήσει γύρω στα εκατό εκατομμύρια χρόνια· μου αρκούσε που βρισκόμουν εδώ.
Ο νους μου άρχισε να λειτουργεί κανονικά, να αναλύει και να θέτει ερωτήματα. Ήταν ένα κτίριο, ένας βωμός – ή κάτι για το οποίο η γλώσσα μας δεν είχε όνομα; Αν ήταν κτίριο, τότε γιατί είχε χτιστεί σε ένα τόσο απρόσιτο σημείο; Αναρωτήθηκα μήπως ήταν ναός, και φαντάστηκα τους πιστούς κάποιας παράξενης θρησκείας να προσεύχονται μάταια στους θεούς τους για να τους προστατέψουν, καθώς η ζωή στράγγιζε από τη Σελήνη μαζί με τους ωκεανούς. Έκανα καμιά δεκαριά βήματα μπροστά για να εξετάσω το αντικείμενο καλύτερα, όμως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με εμπόδισε να πλησιάσω πολύ κοντά. Διέθετα κάποιες γνώσεις αρχαιολογίας και έτσι προσπάθησα να μαντέψω το επίπεδο του πολιτισμού των πλασμάτων που είχαν λειάνει το βουνό και είχαν κατασκευάσει τις αστραφτερές κατοπτρικές επιφάνειες που ακόμα θάμπωναν τα μάτια μου.
Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει οι Αιγύπτιοι, σκέφτηκα, αν οι εργάτες τους διέθεταν τα παράξενα υλικά που είχαν χρησιμοποιήσει αυτοί οι κατά πολύ αρχαιότεροι αρχιτέκτονες. Το αντικείμενο ήταν τόσο μικρό που δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν το δημιούργημα μίας φυλής πιο εξελιγμένης από τη δική μου. Και μόνο η ιδέα ότι κάποτε στη Σελήνη είχαν ζήσει ευφυή όντα ήταν πολύ συγκλονιστική για να τη χωνέψω και η περηφάνια μου δεν με άφηνε να κάνω το τελευταίο ταπεινωτικό βήμα.
Ύστερα πρόσεξα κάτι που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν όρθιες – κάτι τόσο κοινότοπο και αθώο που πολλοί δεν θα το είχαν προσέξει καθόλου. Έχω ήδη αναφέρει ότι το πλάτωμα ήταν σημαδεμένο από μετέωρα. Ήταν επίσης σκεπασμένο από αρκετά εκατοστά της κοσμικής σκόνης η οποία καταλήγει στην επιφάνεια κάθε κόσμου που δεν διαθέτει ανέμους για να την παρασύρουν μακριά. Ωστόσο η σκόνη και οι αμυχές από τα μετέωρα σταματούσαν απότομα σε έναν πλατύ κύκλο γύρω από τη μικρή πυραμίδα, σαν ένα αόρατο τείχος να την προστάτευε από τις επιθέσεις του χρόνου και τον αργό, αδυσώπητο βομβαρδισμό από το διάστημα.
Κάποιος φώναξε στ’ ακουστικά μου και συνειδητοποίησα ότι ο Γκάρνετ με καλούσε εδώ και κάμποση ώρα. Έφτασα με ασταθές βήμα στην άκρη του γκρεμού και του έγνεψα να έρθει, καθώς δεν εμπιστευόμουν τη φωνή μου. Ύστερα επέστρεψα στον κύκλο που είχε σχηματιστεί πάνω στη σκόνη. Σήκωσα από κάτω ένα σπασμένο κομμάτι βράχου και το πέταξα απαλά προς το λαμπερό αίνιγμα. Αν το χαλίκι είχε εξαφανιστεί συναντώντας το αόρατο φράγμα δεν θα είχα εκπλαγεί, αλλά φάνηκε να χτυπά μία λεία ημισφαιρική επιφάνεια και να γλιστρά αργά στο έδαφος.
Ήξερα τότε ότι αντίκριζα κάτι που δεν είχε όμοιο του στην ιστορία της φυλής μου. Αυτό δεν ήταν κτίριο, αλλά ένα μηχάνημα που προστάτευε τον εαυτό του με δυνάμεις που αψηφούσαν την αιωνιότητα. Αυτές οι δυνάμεις, ότι κι αν ήταν, βρίσκονταν ακόμα σε λειτουργία και ίσως ήδη να είχα πλησιάσει υπερβολικά. Σκέφτηκα όλες τις ακτινοβολίες που ο άνθρωπος είχε τιθασεύσει τον περασμένο αιώνα. Θα μπορούσα να είμαι τόσο αναπόφευκτα καταδικασμένος όσο κι αν είχα παραβιάσει τη θανατηφόρα, σιωπηλή αύρα ενός ατομικού αντιδραστήρα.
Θυμάμαι ότι στράφηκα τότε προς τον Γκάρνετ, που είχε πλησιάσει και στεκόταν ακίνητος δίπλα μου. Φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Έτσι, δεν τον ενόχλησα, αλλά περπάτησα ως την άκρη του γκρεμού, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Εκεί, χαμηλά, απλωνόταν η Mare Crisium -Θάλασσα των Κρίσεων, πραγματικά- αλλόκοτη για τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά καθησυχαστικά οικεία για μένα.
Σήκωσα το βλέμμα προς το φωτισμένο ημισφαίριο της Γης, που ξεκουραζόταν στο λίκνο των άστρων, και αναρωτήθηκα τί κάλυπταν τα νέφη της όταν αυτοί οι άγνωστοί αρχιτέκτονες είχαν ολοκληρώσει το οικοδόμημα τους. Ήταν οι πνιγηρές ζούγκλες του Λιθανθρακοφόρου, η γυμνή ακτή στην οποία τα πρώτα αμφίβια έπρεπε να συρθούν για να κατακτήσουν την ξηρά – ή, ακόμα παλιότερα, η ατέλειωτη μοναξιά πριν από την έλευση της ζωής;
Μη με ρωτήσετε γιατί δεν μάντεψα την αλήθεια νωρίτερα – την αλήθεια που τώρα μοιάζει τόσο προφανής. Μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό για την ανακάλυψή μου είχα υποθέσει ότι αναμφίβολα αυτή η κρυσταλλική οπτασία είχε κατασκευαστεί από κάποια φυλή κατά το μακρινό παρελθόν της Σελήνης. Αίφνης όμως, και με συγκλονιστική δύναμη, ήρθε η σκέψη ότι η πυραμίδα ήταν τόσο ξένη στη Σελήνη όσο κι εγώ.
Στη διάρκεια είκοσι ετών δεν είχαμε εντοπίσει κανένα ίχνος ζωής, εκτός από ελάχιστα εκφυλισμένα φυτά. Κανένας σεληνιακός πολιτισμός, όπως κι αν εξαφανίστηκε, δεν ήταν δυνατόν να είχε αφήσει μόνο ένα ενθύμιο της ύπαρξης του.
Κοίταξα ξανά τη λαμπερή πυραμίδα και μου φάνηκε ακόμα πιο μακρινή από οτιδήποτε είχε σχέση με τη Σελήνη. Ξαφνικά ένιωσα να με κατακλύζει ένα ανόητο υστερικό γέλιο, που το είχαν προκαλέσει ο ενθουσιασμός και η κούραση. Είχα φανταστεί ότι η μικρή πυραμίδα μού μιλούσε και έλεγε: «Συγνώμη, κι εγώ ξένη είμαι εδώ».
Χρειαστήκαμε είκοσι χρόνια για να παραβιάσουμε την αόρατη ασπίδα και να φτάσουμε στο μηχανισμό που έκρυβαν εκείνα τα κρυστάλλινα τείχη. Ό,τι δεν κατανοούσαμε το υποτάξαμε τελικά με τη βάρβαρη δύναμη της ατομικής ενέργειας, και κάποια στιγμή αντίκρισα θρυμματισμένο το υπέροχο αστραφτερό αντικείμενο που είχα βρει εκεί ψηλά στο βουνό.
Δεν έχει κανένα νόημα για μας. Ο μηχανισμός – αν όντως είναι μηχανισμός- της πυραμίδας ανήκει σε μία τεχνολογία που βρίσκεται πολύ μακριά από τον ορίζοντά μας, ίσως στην τεχνολογία των παραφυσικών δυνάμεων.
Το μυστήριο μάς βασανίζει ακόμα περισσότερο τώρα που έχουμε φτάσει στους άλλους πλανήτες και ξέρουμε ότι μόνο η Γη φιλοξένησε κάποτε έλλογα όντα. Και κανένας χαμένος πολιτισμός από το δικό μας κόσμο δεν θα μπορούσε να είχε κατασκευάσει αυτό το μηχανισμό, καθώς το πάχος της μετεωρικής σκόνης στο πλάτωμα μάς έδωσε τη δυνατότητα να υπολογίσουμε την ηλικία του.
Tοποθετήθηκε εκεί, πάνω στο βουνό του, πριν βγει οποιαδήποτε μορφή ζωής από τις θάλασσες της Γης.
Όταν ο κόσμος μας είχε τη μισή από τη σημερινή του ηλικία, κάτι από τα άστρα διέσχισε το ηλιακό σύστημα, άφησε αυτό το ενθύμιο της παρουσίας του και έφυγε ξανά. Μέχρι που τη στιγμή που τον καταστρέψαμε, ο μηχανισμός συνέχιζε να εξυπηρετεί το σκοπό των κατασκευαστών του· και όσον αφορά αυτό το σκοπό, να τί πιστεύω:
Σχεδόν εκατό χιλιάδες εκατομμύρια άστρα ταξιδεύουν μέσα στο γαλαξία και, πολύ καιρό πριν άλλες φυλές στους κόσμους άλλων ήλιων πρέπει να έφτασαν και να ξεπέρασαν το στάδιο εξέλιξης στο οποίο βρισκόμαστε εμείς. Φανταστείτε αυτούς τους πολιτισμούς, πολύ πίσω στο χρόνο, όταν η λάμψη της δημιουργίας άρχιζε ν’ αργοσβήνει, αφέντες ενός σύμπαντος τόσο νέου, ώστε η ζωή είχε εμφανιστεί μόνο σε ελάχιστους κόσμους. Η μοναξιά τους πρέπει να ήταν αφάνταστη – η μοναξιά των Θεών που ατενίζουν το άπειρο και δεν συναντούν κανέναν για να μοιραστούν τις σκέψεις τους.
Πρέπει να έψαξαν στα σμήνη των άστρων, όπως ψάξαμε κι εμείς στους πλανήτες. Παντού θα υπήρχαν κόσμοι, αλλά θα ήταν άδειοι ή κατοικημένοι από πλάσματα που σέρνονταν στο χώμα χωρίς ίχνος λογικής σκέψης. Έτσι ήταν και η Γη μας, όπου ο καπνός των μεγάλων ηφαιστείων ακόμα σκέπαζε τους ουρανούς, όταν εκείνο το πρώτο σκάφος των λαών από την απαρχή του χρόνου ξεπρόβαλλε από την άβυσσο πέρα από τον Πλούτωνα. Διέσχισε τους παγωμένους εξωτερικούς πλανήτες, γνωρίζοντας ότι η ζωή δεν θα μπορούσε να παίζει κανένα ρόλο στη μοίρα τους, και στάθηκε ανάμεσα στους εσωτερικούς πλανήτες, που απολάμβαναν τη θαλπωρή του Ήλιου και περίμεναν ν’ αρχίσει η ιστορία τους.
Αυτοί οι ταξιδιώτες πρέπει να κοίταξαν τη Γη, που περιφερόταν με ασφάλεια στη στενή ζώνη ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο, και να μάντεψαν ότι ήταν το αγαπημένο από τα παιδιά του Ήλιου. Εδώ, στο μακρινό μέλλον, θα υπήρχαν ευφυή όντα· αλλά είχαν ακόμα αμέτρητα άστρα μπροστά τους και μπορεί να μην ξαναπερνούσαν ποτέ από δω.
Έτσι, άφησαν ένα φρουρό, έναν από τα εκατομμύρια που διασκόρπισαν σε όλο το σύμπαν για να παρακολουθούν κάθε κόσμο που έκρυβε την υπόσχεση της ζωής. Ήταν ένας πομπός, που εδώ και τόσους αιώνες συνέχιζε να στέλνει υπομονετικά το μήνυμα ότι κανείς δεν τον είχε ανακαλύψει.
Ίσως καταλαβαίνετε τώρα γιατί η κρυσταλλική πυραμίδα τοποθετήθηκε στη Σελήνη και όχι στη Γη. Οι κατασκευαστές της δεν ενδιαφέρονταν για φυλές που ακόμα προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το στάδιο της βαρβαρότητας. Θα τους απασχολούσε ο πολιτισμός μας μόνο αν αποδεικνύαμε την ικανότητά μας να επιβιώνουμε – διασχίζοντας το διάστημα και ξεφεύγοντας από τη Γη, το λίκνο μας. Αυτή είναι η πρόκληση που όλες οι ευφυείς φυλές πρέπει κάποτε ν’ αντιμετωπίσουν, αργά ή γρήγορα. Είναι μία διπλή πρόκληση, καθώς εξαρτάται από την κατάκτηση της ατομικής ενέργειας και την τελική επιλογή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Αφού ξεπεράσαμε αυτή την κρίση, ήταν πια θέμα χρόνου να βρούμε την πυραμίδα και να την παραβιάσουμε. Τώρα το σήμα της έχει σιωπήσει και εκείνοι που έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς τη Γη. Ίσως θέλουν να βοηθήσουν το νεαρό πολιτισμό μας. Όμως πρέπει να είναι πολύ-πολύ ηλικιωμένοι και οι ηλικιωμένοι συχνά ζηλεύουν παθολογικά τους νέους.
Δεν μπορώ πια να κοιτάξω το γαλαξία χωρίς ν’ αναρωτηθώ από ποιο αχνό νεφέλωμα θα έρθουν οι απεσταλμένοι. Συγχωρέστε μου την κοινότοπη παρομοίωση, αλλά νομίζω ότι σπάσαμε το τζάμι του συναγερμού πυρκαγιάς και τώρα δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε.
Δεν νομίζω ότι θα περιμένουμε πολύ.
Πρόλογος του Αρθουρ Κλάρκ
Τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτή τη συλλογή (πρωτότυπος τίτλος Expedition to Earth), καθώς πρόκειται για την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου που κυκλοφόρησε με σκληρό εξώφυλλο. Η αμερικανική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1953, ενώ η βρετανική το 1954.
Επιπλέον με χαροποιεί ιδιαίτερα η επανατύπωση της αφιέρωσης «Στον Γουόλτερ Γκίλινγκς, που πρέπει ν’ αναλάβει μεγάλο μέρος της ευθύνης». Ο Γουόλτερ ήταν ο πρώτος εκδότης του πρωτοποριακού βρετανικού περιοδικού επιστημονικής φαντασίας Tales of Wonder και του χρωστώ απέραντη ευγνωμοσύνη. Αυτός μου χάρισε την πρώτη μου γραφομηχανή -ένα τεράστιο μηχάνημα που το κουβάλησα σπίτι μου, θυμάμαι, με ένα λονδρέζικο λεωφορείο. (Τώρα πια πρέπει να είναι πολύτιμη αντίκα.) Ο Γουόλτερ ήταν ο μοναδικός εκδότης που μου επέστρεψε ένα διήγημά μου, λέγοντας: «Παραείναι καλό για μένα, στείλ’ το στην Αμερική». Αυτό ακριβώς έκανα και ο θρυλικός Τζον Γ. Κάμπελ το αγόρασε αμέσως για το Astounding.
Όλα τα διηγήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν ανάμεσα στο 1944 και το 1948, επομένως αρκετά από αυτά έχουν αναπόφευκτα ξεπεραστεί χρονικά. Έτσι, το διήγημα Αποστολή στη Γη τοποθετούσε την πρώτη προσσελήνωση στο 1985. Όταν το έγραφα το 1945, σίγουρα πίστευα πως αυτή ήταν μια πολύ αισιόδοξη προοπτική…
Το διήγημα Αποστολή στη Γη ονομαζόταν αρχικά Μάθημα Ιστορίας, ενώ πρόκειται για μία από τις δύο ιστορίες που έγραψα για την επιστροφή των παγετώνων (η άλλη είναι το The Forgotten Enemy, που ανατυπώθηκε στο Reach For Tomorrow). Πολλά χρόνια αργότερα βρήκα μια -σχεδόν κυριολεκτικά!- ανατριχιαστική φράση στο βιβλίο Ιστορία του Πολιτισμού των Γουίλ και Αριελ Ντουράντ: «Ο πολιτισμός είναι ένα ιντερλούδιο ανάμεσα στις παγετώδεις εποχές». Θα έλεγα ότι η επόμενη έχει ήδη αργήσει· ίσως το φαινόμενο του θερμοκηπίου να εμφανίστηκε πάνω στην ώρα για να μας σώσει.
Πηγή έμπνευσης για την Ανωτερότητα -αν η λέξη «έμπνευση» δεν είναι υπερβολικά πομπώδης- ήταν το γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα V2. Είναι πλέον προφανές ότι οι απόπειρες τον Τρίτου Ράιχ για την κατασκευή ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου, η οποία καθυστέρησε τόσο, ώστε να μην μπορεί να επηρεάσει την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσε την οικονομική του καταστροφή και επέσπευσε τη νίκη των Συμμάχων.
Αμέσως μετά τη δημοσίευσή της η Ανωτερότητα εντάχθηκε στη διδακτέα ύλη του τμήματος Μηχανολογίας του ΜΙΤ, ώστε να προειδοποιεί τους μελλοντικούς αποφοίτους ότι το καλύτερο είναι συχνά εχθρός του καλού και το τέλειο αργεί τόσο να φτάσει, που τελικά γίνεται εχθρός και των δύο.
Οφείλω επίσης να ομολογήσω πως οι δύο χαρακτήρες σε αυτή τη σύντομη σάτιρα είναι βασισμένοι στον δρα Βέρνερ φον Μπράουν και στο στρατηγό Γουόλτερ Ντόρνμπεργκερ, οι οποίοι αργότερα έγιναν καλοί μου φίλοι. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ο Βέρνερ δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα του Dr Strangelove, όπως φαντάζονται πολλοί. Είχε θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους υφισταμένους του – Γερμανούς και Αμερικανούς.
Το πιο σημαντικό διήγημα σε αυτή την έκδοση είναι αναμφισβήτητα Ο Φρουρός, που γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1948 για ένα διαγωνισμό του BBC (δεν ήταν καν ανάμεσα στα τρία πρώτα και συχνά αναρωτιέμαι ποιο κέρδισε). Μου φαίνεται αστείο που τοποθέτησα την εξερεύνηση της Mare Crisium στα τέλη του καλοκαιριού του 1996. Μάλλον χάσαμε αυτή την ημερομηνία, ελπίζω ωστόσο να φτάσουμε εκεί σύντομα.
Σήμερα ο ισχυρισμός ότι αντικείμενα φτιαγμένα από εξωγήινους θα μπορούσαν ενδεχομένως να βρεθούν στη Σελήνη ή κάπου αλλού στο ηλιακό σύστημα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, ενώ πληθώρα επιστημονικών ανακοινώσεων σχετικά με το θέμα έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι πρόκειται για πρωτότυπη ιδέα: Ένα από τα σημαντικότερα έργα επιστημονικής φαντασίας παραμένει το The Red One (1918) του Τζακ Λόντον. Παραθέτω εδώ τις περιπέτειες του Φρουρού, που ακολούθησαν τη συνάντησή μου με τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ στο Trader Vic’s το Μάιο του 1964:
“Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες και δωδεκάωρους μαραθώνιους συζητήσεων, στις αρχές Μαΐου του 1964 ο Στάνλεϋ συμφώνησε ότι Ο Φρουρός αποτελούσε καλό υλικό για σενάριο. Ωστόσο, η πρώτη μας ιδέα -και είναι δύσκολο για μένα πλέον να εστιάσω σε μια τέτοια ιδέα, αν και θα ήταν απόλυτα υλοποιήσιμη- περιλάμβανε την ανακάλυψη ενός εξωγήινου αντικειμένου στην κορύφωση και όχι στην έναρξη της ιστορίας. Πριν από αυτό θα υπήρχε μια ακολουθία από περιστατικά ή περιπέτειες αφιερωμένη στην εξερεύνηση της Σελήνης και των πλανητών. Γι’ αυτή την πρώτη εκδοχή χρησιμοποιήσαμε άτυπα τον τίτλο How the Solar System Was Won, ο οποίος δεν προοριζόταν ασφαλώς για δημοσιοποίηση.
Έτσι, για άλλη μια φορά ανέτρεξα στη συλλογή των διηγημάτων μου για να βρω υλικό κατάλληλο για αυτό το προσχέδιο. Κατέληξα στα εξής πέντε: Breaking Strain, Out of the Cradle, Endlessly Orbiting…, Who’s There?, Into the Comet και Before Eden (όλα από το Tales of Ten Worlds). Στις 28 Μαΐου του 1964 τα πούλησα στον Στάνλεϋ και υπέγραψα ένα συμφωνητικό για να συμβάλλω στην προετοιμασία της ταινίας. Το αρχικό μας χρονοδιάγραμμα ήταν φαιδρά αισιόδοξο: επεξεργασία σεναρίου δώδεκα εβδομάδες, συζήτηση για το σενάριο δύο εβδομάδες, έλεγχος τέσσερις εβδομάδες, διακανονισμοί τέσσερις εβδομάδες, οπτικά εφέ είκοσι εβδομάδες, γυρίσματα είκοσι εβδομάδες, μοντάζ και επεξεργασία είκοσι εβδομάδες – ογδόντα δύο εβδομάδες συνολικά.
Αφήνοντας περιθώριο άλλες δώδεκα εβδομάδες ως την προβολή, θα φτάναμε στις ενενήντα τέσσερις εβδομάδες, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια. Η προοπτική μιας τόσο χρονοβόρας διαδικασίας με έθλιβε πολύ, καθώς βιαζόμουν -όπως πάντα- να επιστρέψω στην Κεϋλάνη. Από μια άποψη, είναι καλύτερο που κανείς μας δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πόσο θα διαρκούσε τελικά το εγχείρημα: τέσσερα χρόνια.
Το υπόλοιπο διάστημα του 1964 πέρασε μέσα σε καταιγισμό ιδεών. Η αρχική σύλληψη άλλαζε όσο αναπτύσσαμε καινούργιες ιδέες. Ο Φρουρός αποτέλεσε την έναρξη και όχι το φινάλε, ενώ σιγά σιγά απορρίφθηκαν οι υπόλοιπες πέντε ιστορίες. Έπειτα από ένα χρόνο αποφάσισα (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) ότι πρώτον: δεν ήταν δίκαιο για τον Στάνλεϋ να έχει πληρώσει για κάτι που τελικά δεν θα χρησιμοποιούσε, και δεύτερον: αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν κάποτε να αποτελέσουν το υλικό για μια καλή ταινία. Έτσι, τις αγόρασα ξανά…
Ο τίτλος που ανακοίνωσε ο Στάνλεϋ στον Τύπο ήταν Ταξίδι πέρα από τα άστρα. Αυτός ο τίτλος δεν μου άρεσε ποτέ, αφού είχε πολυχρησιμοποιηθεί στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, σε διάφορες παραλλαγές. (Και μάλιστα, το Fantastic Voyage με τη Ράκελ Γουέλς έμπαινε στο στάδιο της παραγωγής εκείνη την περίοδο.) Άλλοι υποψήφιοι τίτλοι που τελικά απορρίφθηκαν ήταν Universe, Tunnel to the Stars και Planetfall. Έντεκα μήνες αφότου αρχίσαμε -τον Απρίλιο του 1965- o Στάνλεϋ επέλεξε τον τίτλο 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος. Από ό,τι θυμάμαι, ήταν αποκλειστικά δική του ιδέα.”
The Lost Worlds of 2001
Ποιος θα περίμενε ότι, τριάντα χρόνια αργότερα, θα επιβιβαζόμουν στην Τελική Οδύσσεια και με μεγάλη μου χαρά θα έστελνα αυτό τον τόμο να τη συναντήσει.
Sir Arthur Charles Clarke /10 Ιουνίου 1998
Η αποστολή μας ήταν μεγάλη. Είχαμε δύο τεράστια φορτηγά σκάφη που μετέφεραν τις προμήθειες και τον εξοπλισμό μας από την κεντρική σεληνιακή βάση στη Mare Serenitatis, σε απόσταση οκτακοσίων χιλιομέτρων. Υπήρχαν επίσης τρεις μικροί πύραυλοί για τα ταξίδια μικρών αποστάσεων πάνω από περιοχές τις οποίες τα οχήματα επιφάνειας δεν μπορούσαν να διασχίσουν. Ευτυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα της Mare Crisium είναι εντελώς επίπεδο. Δεν έχει καμία από τις μεγάλες ρωγμές που είναι τόσο συνηθισμένες και τόσο επικίνδυνες αλλού, ενώ υπάρχουν ελάχιστοι κρατήρες ή βουνά. Από όσο μπορούσαμε να υπολογίσουμε, τα δυνατά ερπυστριοφόρα οχήματα δεν θα δυσκολεύονταν να μας πάνε όπου επιθυμούσαμε.
Ήμουν γεωλόγος -ή σεληνιολόγος, αν θέλουμε να ακριβολογούμε- και επικεφαλής της ομάδας που εξερευνούσε τη νότια περιοχή της Mare. Είχαμε διανύσει εκατόν εξήντα χιλιόμετρα σε μία εβδομάδα, περνώντας πλάι στους πρόποδες των βουνών όπου κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, υπήρχε μία αρχαία θάλασσα. Όταν η ζωή ξεκινούσε στη Γη, εδώ ήδη αργοπέθαινε. Τα νερά υποχωρούσαν από τις πλαγιές αυτών των τεράστιων γκρεμών και χάνονταν στην άδεια καρδιά της Σελήνης. Στην περιοχή που διασχίζαμε ο ωκεανός, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ παλίρροια, είχε κάποτε βάθος οκτακόσια μέτρα και τώρα το μοναδικό ίχνος υγρασίας ήταν ο υαλόπαγος στο εσωτερικό των σπηλαίων που ο καυτός ήλιος δεν έβλεπε ποτέ.
Είχαμε αρχίσει το ταξίδι μας κατά τη διάρκεια της νωθρής σεληνιακής αυγής και είχαμε ακόμα μια εβδομάδα γήινου χρόνου πριν πέσει η νύχτα. Έξι φορές τη μέρα εγκαταλείπαμε το όχημα και βγαίναμε με τις διαστημικές στολές μας για να αναζητήσουμε ενδιαφέροντα ορυκτά ή για να τοποθετήσουμε οδόσημα για τους μελλοντικούς ταξιδιώτες. Ήταν μία διαδικασία ρουτίνας, χωρίς απρόοπτα. Δεν υπάρχει τίποτε επικίνδυνο ή εξαιρετικά συναρπαστικό στην εξερεύνηση της Σελήνης.
Θα μπορούσαμε να ζήσουμε άνετα για ένα μήνα μέσα στα ερπυστριοφόρα οχήματα, όπου η ατμόσφαιρα ήταν υπό κανονική πίεση, και, αν συναντούσαμε προβλήματα, μπορούσαμε πάντα να ζητήσουμε βοήθεια με τον ασύρματο και να κάτσουμε στ’ αβγά μας μέχρι να έρθει κάποιο διαστημόπλοιο να μας σώσει. Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ακολουθούσε πάντοτε γενική κατακραυγή για τη σπατάλη των πυραυλικών καυσίμων, οπότε τα ερπυστριοφόρα έστελναν SOS μόνο όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη.
Είπα ότι η εξερεύνηση της Σελήνης δεν έχει τίποτε το συναρπαστικό, αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Κανείς δεν βαριέται αυτά τα φανταστικά βουνά, που είναι πολύ πιο παρακάμπταμε απόκρημνα από τους απαλούς λόφους της Γης. Ποτέ δεν ξέραμε, καθώς καβατζάραμε τα ακρωτήρια εκείνης της άνυδρης θάλασσας, τί νέα θαύματα θα μας αποκαλύπτονταν. Ολόκληρη η νότια καμπύλη της Mare Crisium είναι ένα πελώριο Δέλτα, στο οποίο κάποτε χύνονταν αμέτρητοι ποταμοί στον ωκεανό, τροφοδοτούμενοι ίσως από τις καταρρακτώδεις βροχές που θα μαστίγωναν τα βουνά όταν η Σελήνη ήταν νέα, κατά τη σύντομη ηφαιστειακή εποχή της.
Καθεμία από εκείνες τις αρχαίες κοιλάδες ήταν μία πρόκληση, μία πρόσκληση να σκαρφαλώσουμε στα άγνωστα υψίπεδα πέρα από αυτές. Όμως είχαμε ακόμα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα να διανύσουμε και μπορούσαμε μόνο να κοιτάμε με λαχτάρα τα ύψη που θα κατακτούσαν άλλοι. Στο ερπυστριοφόρο ακολουθούσαμε γήινο χρόνο και ακριβώς στις 22.00 θα στέλναμε το τελευταίο ραδιομήνυμα στη βάση και θα σταματούσαμε για κείνη τη μέρα. Έξω, τα πετρώματα ακόμα έκαιγαν κάτω από το σχεδόν κάθετο ήλιο, αλλά για μας ήταν νύχτα μέχρι να ξυπνήσουμε ξανά, οχτώ ώρες αργότερα. Ύστερα ένας από μας θα ετοίμαζε πρωινό, οι ξυριστικές μηχανές θ’ άρχιζαν να βουίξουν και κάποιος θα άναβε τον ασύρματο των βραχέων κυμάτων από τη Γη.
Πράγματι, όταν η μυρωδιά του τηγανιτού μπέικον, άρχιζε να πλημμυρίζει την καμπίνα, κάποιες φορές ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι δεν βρισκόμαστε πίσω στον κόσμο μας – όλα ήταν τόσο συνηθισμένα και οικεία, εκτός από την αίσθηση του μειωμένου βάρους και την αφύσικη βραδύτητα των αντικειμένων όταν έπεφταν.
Ήταν σειρά μου να ετοιμάσω πρωινό στη γωνιά της κυρίως καμπίνας που χρησίμευε ως μαγειρείο. Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή πολύ ζωντανά κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, γιατί στο ραδιόφωνο μόλις είχε τελειώσει μία από τις αγαπημένες μου μελωδίες, το παλιό ουαλικό David of the White Rock. Ο οδηγός μας ήταν ήδη έξω με τη διαστημική στολή του, επιθεωρώντας τις ερπύστριες.
Ο βοηθός μου, ο Λούις Γκάρνετ, ήταν μπροστά, στη θέση ελέγχου, καταχωρίζοντας καθυστερημένα κάποια στοιχεία στο χτεσινό ημερολόγιο.
Ενώ στεκόμουν πάνω από το τηγάνι, περιμένοντας, σαν καλή νοικοκυρά πίσω στη Γη, να ψηθούν τα λουκάνικα, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί νωχελικά στα ορεινά τείχη που κάλυπταν ολόκληρο το νότιο ορίζοντα, προχωρώντας ανατολικά και δυτικά, μέχρι που χάνονταν κάτω από την καμπύλη της Σελήνης. Έμοιαζαν ν’ απέχουν ένα δυο χιλιόμετρα από το ερπυστριοφόρο, αλλά ήξερα ότι το πιο κοντινό από αυτά βρισκόταν τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Στη Σελήνη φυσικά οι λεπτομέρειες δεν αλλοιώνονται με την απόσταση, καθώς δεν υπάρχει αυτή η σχεδόν αδιόρατη θαμπάδα [είναι η οργόνη, που υπάρχει μονάχα σε ζωντανούς πλανήτες κι όπου υπάρχει ζωντανή ζωή] που απαλύνει και ορισμένες φορές μεταμορφώνει όλα τα μακρινά αντικείμενα στη Γη.
Εκείνα τα βουνά είχαν ύψος τρεις χιλιάδες μέτρα και ανηφόριζαν απότομα από την πεδιάδα, λες και πριν από αιώνες κάποια έκρηξη στο υπέδαφος τα είχε εκτοξεύσει προς τα πάνω μέσα από το λιωμένο φλοιό. Οι πρόποδες ακόμη και του κοντινότερου βουνού ήταν κρυμμένοι από την απότομη καμπύλη της πεδιάδας, καθώς η Σελήνη είναι ένας πολύ μικρός κόσμος, και από εκεί που στεκόμουν ο ορίζοντας απείχε μόλις τρία χιλιόμετρα.
Σήκωσα τα μάτια μου προς τις κορυφές που κανείς άνθρωπος δεν είχε πατήσει, τις κορυφές που, πριν από την έλευση των Γήινων, είχαν παρακολουθήσει τους ωκεανούς να βυθίζονται σκυθρωπά στους τάφους τους, παίρνοντας μαζί τους την ελπίδα επιβίωσης ενός κόσμου. Η αντανάκλαση του φωτός σ’ εκείνες τις επάλξεις έτσουξε τα μάτια, ωστόσο μόλις λίγο ψηλότερα τα άστρα έλαμπαν σταθερά σ’ έναν ουρανό πιο μαύρο κι από αυτόν του χειμερινού μεσονυκτίου στη Γη.
Απέστρεφα το βλέμμα όταν την προσοχή μου τράβηξε μία μεταλλική λάμψη ψηλά στην άκρη ενός ακρωτηρίου που έμπαινε στη «θάλασσα», πενήντα μίλια στα δυτικά. Ήταν ένα σημείο φωτός χωρίς διαστάσεις, λες και μία από εκείνες τις άγριες κορυφές είχε αρπάξει ένα άστρο από τον ουρανό, και φαντάστηκα ότι κάποια επίπεδη βραχώδης επιφάνεια αντανακλούσε το φως του ήλιου και το έστελνε κατευθείαν στα μάτια μου: Τέτοια φαινόμενα δεν ήταν ασυνήθιστα. Όταν η Σελήνη βρίσκεται στο δεύτερο τέταρτο, οι παρατηρητές στη Γη διακρίνουν κάποιες φορές τις μεγάλες οροσειρές του Oceanus Procellarum να ιριδίζουν ασπρογάλανες, καθώς το φως αντανακλάται στις πλαγιές τους και ταξιδεύει από κόσμο σε κόσμο. Όμως ήμουν περίεργος να μάθω τί είδους πέτρωμα μπορούσε να λάμπει τόσο έντονα εκεί ψηλά. Έτσι, ανέβηκα στο παρατηρητήριο και έστρεψα το τηλεσκόπιο των δέκα εκατοστών προς τη δύση.
Είδα αρκετά ώστε η περιέργεια μου ν’ αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Διαυγείς στο οπτικό πεδίο μου, οι βουνοκορφές έμοιαζαν ν’ απέχουν μόλις οκτακόσια μέτρα, αλλά αυτό που αντανακλούσε το φως του ήλιου ήταν πολύ μικρό για να το διακρίνω. Ωστόσο έμοιαζε να διαθέτει μία περίεργη συμμετρία, ενώ η κορυφή στην οποία βρισκόταν ήταν αλλόκοτα επίπεδη. Έμεινα να κοιτάζω ώρα πολλή το λαμπερό αίνιγμα, προσπαθώντας να εκμηδενίσω την απόσταση με το βλέμμα μου, μέχρι που η μυρωδιά καμένου από το μαγειρείο με ειδοποίησε ότι τα λουκάνικα που προορίζονταν για το πρωινό μας είχαν ταξιδέψει τετρακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα μάταια.
Όλο εκείνο το πρωινό διασχίζαμε τη Mare Crisium διαφωνώντας, ενώ τα δυτικά όρη υψώνονταν όλο και πιο ψηλά στον ουρανό. Ακόμη και όταν ερευνούσαμε την περιοχή με τις διαστημικές στολές μας, η συζήτηση συνεχιζόταν από τον ασύρματο. Ήταν απολύτως βέβαιο, υποστήριζαν οι σύντροφοί μου, ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ κανένα έλλογο πλάσμα στη Σελήνη. Τα μοναδικά όντα που έζησαν εκεί ήταν μερικά πρωτόγονα φυτά και οι ελαφρώς λιγότερο εκφυλισμένοι προγονοί τους.
Αυτό το ήξερα κι εγώ πολύ καλά, όμως έρχονται στιγμές που ένας επιστήμονας δεν πρέπει να φοβάται να γελοιοποιηθεί. «Ακούστε» είπα τελικά «εγώ θα πάω εκεί, τουλάχιστον για να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Το βουνό έχει ύψος το πολύ τρεισήμισι χιλιάδες μέτρα, δηλαδή μόλις εξακόσια μέτρα με γήινη βαρύτητα, και μπορώ να ολοκληρώσω τη διαδρομή σε είκοσι ώρες. Έτσι κι αλλιώς, πάντα ήθελα ν’ ανέβω σ’ αυτούς τους λόφους, και αυτό μου δίνει την τέλεια δικαιολογία».
«Αν δεν σπάσεις το σβέρκο σου» είπε ο Γκάρνετ «θα γίνεις περίγελος της αποστολής όταν γυρίσουμε στη Βάση. Αυτό το βουνό από δω και πέρα πιθανότατα θα λέγεται Μωρία του Γουίλσον».
«Δεν θα σπάσω το σβέρκο μου» είπα αποφασιστικά. «Ποιος ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο Πίκο και τον Ελικώνα;»
«Δεν ήσουν λίγο νεότερος τότε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Λούις.
«Αυτό» είπα περήφανα «είναι ένας λόγος παραπάνω για να πάω».
Πέσαμε για ύπνο νωρίς εκείνη τη νύχτα, αφού οδηγήσαμε το ερπυστριοφόρο σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από το ακρωτήριο. Ο Γκάρνετ θα ερχόταν μαζί μου το πρωί· ήταν καλός ορειβάτης και παλιότερα με είχε συνοδεύσει σε πολλές τέτοιες εξορμήσεις. Ο οδηγός μας ήταν περιχαρής που τον αφήσαμε να προσέχει το όχημα.
Με την πρώτη ματιά εκείνοι οι γκρεμοί έμοιαζαν τελείως κάθετοι, αλλά για οποιονδήποτε πεπειραμένο ορειβάτη η αναρρίχηση είναι εύκολη σε έναν κόσμο που καθετί ζυγίζει το ένα δέκατο έκτο του κανονικού του βάρους. Ο πραγματικός κίνδυνος στη σεληνιακή ορειβασία είναι η υπερβολική αυτοπεποίθηση· μία πτώση από ύψος διακοσίων μέτρων στη Σελήνη μπορεί να σε σκοτώσει τόσο αποτελεσματικά όσο και μία πτώση από τα τριάντα μέτρα στη Γη.
Κάναμε την πρώτη στάση σε έναν πλατύ βράχο που βρισκόταν περίπου χίλια διακόσια μέτρα πάνω από την πεδιάδα. Η αναρρίχηση δεν ήταν δύσκολη, όμως είχα πιαστεί από την ασυνήθιστη προσπάθεια και χάρηκα για το διάλειμμα. Το ερπυστριοφόρο φαινόταν ακόμα, ένα μικροσκοπικό μεταλλικό έντομο στους πρόποδες του γκρεμού, κι αναφέραμε την πρόοδό μας στον οδηγό πριν συνεχίσουμε την ανάβαση.
Ώρα με την ώρα ο ορίζοντας διευρυνόταν και μπορούσαμε να δούμε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της πλατιάς πεδιάδας. Βλέπαμε πια σε βάθος ογδόντα χιλιομέτρων στη Mare, ενώ διακρίναμε ακόμη και τις βουνοκορφές στην απέναντι ακτή, που απείχε πάνω από εκατόν εξήντα χιλιόμετρα. Ελάχιστες από τις μεγάλες σεληνιακές πεδιάδες είναι τόσο ομαλές όσο η Mare Crisium, και μπορούσαμε σχεδόν να φανταστούμε ότι τρία χιλιόμετρα κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μία θάλασσα από νερό και όχι από βράχια. Μόνο ένα σύνολο κρατήρων κοντά στον ορίζοντα διέλυαν την ψευδαίσθηση.
Δεν διακρίναμε ακόμα το στόχο μας πάνω από την προεξοχή του βουνού και προσανατολιζόμασταν με χάρτες, χρησιμοποιώντας τη Γη ως οδηγό. Ανατολικά από μας ο ασημένιος πλανήτης μας κρεμόταν χαμηλά πάνω από την πεδιάδα, ήδη στο πρώτο τέταρτό του. Ο Ήλιος και τα άστρα θα παρέλαυναν αργά στον ουρανό και θα χάνονταν από το οπτικό μας πεδίο, όμως η Γη θα ήταν πάντα εκεί, στην προκαθορισμένη θέση της, γεμίζοντας και αδειάζοντας καθώς περνούσαν οι εποχές και τα χρόνια. Σε δέκα μέρες θα ήταν ένας εκτυφλωτικός δίσκος που θα έλουζε αυτούς τους βράχους με την ακτινοβολία της τα μεσάνυχτα, πενήντα φορές λαμπρότερη από την πανσέληνο. Όμως έπρεπε να εγκαταλείψουμε τα βουνά πολύ πριν από τη νύχτα, αλλιώς θα μέναμε ανάμεσά τους για πάντα.
Οι στολές μας ήταν δροσερές, αφού οι μονάδες ψύξης πολεμούσαν τον καυτό Ήλιο και απομάκρυναν τη θερμότητα του σώματός μας όταν αυτή ανέβαινε από την προσπάθεια. Μιλούσαμε ελάχιστα μεταξύ μας, μόνο για να δώσουμε οδηγίες σχετικά με την ανάβαση και για να συζητήσουμε την καλύτερη διαδρομή. Δεν ξέρω τί σκεφτόταν ο Γκάρνετ, μάλλον ότι αυτό ήταν το πιο τρελό πράγμα που είχε κάνει ποτέ. Σχεδόν συμφωνούσα μαζί του, αλλά η χαρά της αναρρίχησης, η γνώση ότι κανένας άνθρωπος δεν είχε περάσει ποτέ από δω, καθώς και η ευφορία που μου προκαλούσε η ολοένα και πιο πλατιά θέα ήταν αρκετή ανταμοιβή για μένα.
Δεν νομίζω ότι ενθουσιάστηκα ιδιαίτερα όταν αντίκρισα μπροστά μας τον πέτρινο τοίχο που είχα διακρίνει με το τηλεσκόπιο από απόσταση πενήντα χιλιομέτρων. Γινόταν επίπεδος περίπου δεκαπέντε μέτρα ψηλότερα κι εκεί, στο πλάτωμα, βρισκόταν το αντικείμενο που με είχε κάνει να διασχίσω την ερημιά για να έρθω ως εδώ. Ήταν, σχεδόν σίγουρα, κάποιος ογκόλιθος που είχε κοπεί αιώνες πριν από κάποιον μετεωρίτη και οι επιφάνειές του ακόμα γυάλιζαν σ’ αυτή την άφθαρτη αμετάβλητη σιωπή.
Ο επίπεδος βράχος δεν είχε προεξοχές από τις οποίες θα μπορούσαμε να κρατηθούμε, γι’ αυτό και έπρεπε να χρησιμοποιούμε γάντζους. Τα κουρασμένα χέρια μου έμοιαζαν να δυναμώνουν ξανά καθώς στριφογύριζα το τριπλό μεταλλικό άγκιστρο πάνω από το κεφάλι μου και το εκτόξευα ψηλά, προς τα άστρα. Την πρώτη φορά ξεκόλλησε και έπεσε αργά πίσω όταν τραβήξαμε το σχοινί. Με την τρίτη προσπάθεια τα άγκιστρα στερεώθηκαν γερά και δεν μετακινήθηκαν ακόμη και όταν κρεμαστήκαμε και οι δυο μας από το σχοινί.
Ο Γκάρνετ με κοίταξε με αγωνία. Έβλεπα ότι ήθελε να πάει πρώτος, αλλά του χαμογέλασα μέσα από το γυαλί του κράνους μου και κούνησα το κεφάλι. Αργά, με το πάσο μου, άρχισα την τελική ανάβαση. Ακόμη και με τη στολή μου ζύγιζα μόλις δεκαοχτώ κιλά, έτσι ανέβηκα τραβώντας με τα χέρια, χωρίς να μπω στον κόπο να χρησιμοποιήσω τα πόδια μου. Στο χείλος κοντοστάθηκα και κούνησα το χέρι στο σύντροφό μου, ύστερα σκαρφάλωσα και στάθηκα όρθιος, κοιτώντας ευθεία μπροστά.
Πρέπει να καταλάβετε ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήμουν σχεδόν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να βρω τίποτε περίεργο ή ασυνήθιστο. Σχεδόν, αλλά όχι απόλυτα· αυτή η βασανιστική αμφιβολία με ωθούσε προς τα μπρος. Λοιπόν, αμφιβολία δεν υπήρχε πια, αλλά τα βάσανα τώρα άρχιζαν.
Στεκόμουν σε ένα πλάτωμα με διάμετρο περίπου τριάντα μέτρα. Κάποτε ήταν λείο -υπερβολικά λείο για να είναι φυσικό- αλλά με το πέρασμα αμέτρητων αιώνων η επιφάνειά του είχε σημαδευτεί από την πτώση μετεώρων. Είχε λειανθεί ώστε να στηρίζει μία γυαλιστερή κατασκευή όμοια με πυραμίδα, με ύψος διπλάσιο από του ανθρώπου, που ήταν τοποθετημένη στο βράχο σαν τεράστιο πολυεπίπεδο πετράδι.
Δεν νομίζω ότι αισθάνθηκα οτιδήποτε εκείνα τα πρώτα δευτερόλεπτα. Ύστερα ένιωσα την καρδιά μου να φουσκώνει και να γεμίζει με μία παράξενη απερίγραπτη χαρά. Γιατί αγαπούσα τη Σελήνη και τώρα ήξερα ότι τα βρύα του Αρίσταρχου και του Ερατοσθένη δεν ήταν η μοναδική μορφή ζωής που είχε γεννήσει στα νιάτα της. Το παλιό αμφισβητούμενο όνειρο των πρώτων εξερευνητών ήταν αληθινό. Τελικά είχε υπάρξει σεληνιακός πολιτισμός – κι εγώ ήμουν ο πρώτος που τον ανακάλυπτε. Δεν μ’ ενοχλούσε καθόλου που είχα αργήσει γύρω στα εκατό εκατομμύρια χρόνια· μου αρκούσε που βρισκόμουν εδώ.
Ο νους μου άρχισε να λειτουργεί κανονικά, να αναλύει και να θέτει ερωτήματα. Ήταν ένα κτίριο, ένας βωμός – ή κάτι για το οποίο η γλώσσα μας δεν είχε όνομα; Αν ήταν κτίριο, τότε γιατί είχε χτιστεί σε ένα τόσο απρόσιτο σημείο; Αναρωτήθηκα μήπως ήταν ναός, και φαντάστηκα τους πιστούς κάποιας παράξενης θρησκείας να προσεύχονται μάταια στους θεούς τους για να τους προστατέψουν, καθώς η ζωή στράγγιζε από τη Σελήνη μαζί με τους ωκεανούς. Έκανα καμιά δεκαριά βήματα μπροστά για να εξετάσω το αντικείμενο καλύτερα, όμως το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με εμπόδισε να πλησιάσω πολύ κοντά. Διέθετα κάποιες γνώσεις αρχαιολογίας και έτσι προσπάθησα να μαντέψω το επίπεδο του πολιτισμού των πλασμάτων που είχαν λειάνει το βουνό και είχαν κατασκευάσει τις αστραφτερές κατοπτρικές επιφάνειες που ακόμα θάμπωναν τα μάτια μου.
Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει οι Αιγύπτιοι, σκέφτηκα, αν οι εργάτες τους διέθεταν τα παράξενα υλικά που είχαν χρησιμοποιήσει αυτοί οι κατά πολύ αρχαιότεροι αρχιτέκτονες. Το αντικείμενο ήταν τόσο μικρό που δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν το δημιούργημα μίας φυλής πιο εξελιγμένης από τη δική μου. Και μόνο η ιδέα ότι κάποτε στη Σελήνη είχαν ζήσει ευφυή όντα ήταν πολύ συγκλονιστική για να τη χωνέψω και η περηφάνια μου δεν με άφηνε να κάνω το τελευταίο ταπεινωτικό βήμα.
Ύστερα πρόσεξα κάτι που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο μου να σηκωθούν όρθιες – κάτι τόσο κοινότοπο και αθώο που πολλοί δεν θα το είχαν προσέξει καθόλου. Έχω ήδη αναφέρει ότι το πλάτωμα ήταν σημαδεμένο από μετέωρα. Ήταν επίσης σκεπασμένο από αρκετά εκατοστά της κοσμικής σκόνης η οποία καταλήγει στην επιφάνεια κάθε κόσμου που δεν διαθέτει ανέμους για να την παρασύρουν μακριά. Ωστόσο η σκόνη και οι αμυχές από τα μετέωρα σταματούσαν απότομα σε έναν πλατύ κύκλο γύρω από τη μικρή πυραμίδα, σαν ένα αόρατο τείχος να την προστάτευε από τις επιθέσεις του χρόνου και τον αργό, αδυσώπητο βομβαρδισμό από το διάστημα.
Κάποιος φώναξε στ’ ακουστικά μου και συνειδητοποίησα ότι ο Γκάρνετ με καλούσε εδώ και κάμποση ώρα. Έφτασα με ασταθές βήμα στην άκρη του γκρεμού και του έγνεψα να έρθει, καθώς δεν εμπιστευόμουν τη φωνή μου. Ύστερα επέστρεψα στον κύκλο που είχε σχηματιστεί πάνω στη σκόνη. Σήκωσα από κάτω ένα σπασμένο κομμάτι βράχου και το πέταξα απαλά προς το λαμπερό αίνιγμα. Αν το χαλίκι είχε εξαφανιστεί συναντώντας το αόρατο φράγμα δεν θα είχα εκπλαγεί, αλλά φάνηκε να χτυπά μία λεία ημισφαιρική επιφάνεια και να γλιστρά αργά στο έδαφος.
Ήξερα τότε ότι αντίκριζα κάτι που δεν είχε όμοιο του στην ιστορία της φυλής μου. Αυτό δεν ήταν κτίριο, αλλά ένα μηχάνημα που προστάτευε τον εαυτό του με δυνάμεις που αψηφούσαν την αιωνιότητα. Αυτές οι δυνάμεις, ότι κι αν ήταν, βρίσκονταν ακόμα σε λειτουργία και ίσως ήδη να είχα πλησιάσει υπερβολικά. Σκέφτηκα όλες τις ακτινοβολίες που ο άνθρωπος είχε τιθασεύσει τον περασμένο αιώνα. Θα μπορούσα να είμαι τόσο αναπόφευκτα καταδικασμένος όσο κι αν είχα παραβιάσει τη θανατηφόρα, σιωπηλή αύρα ενός ατομικού αντιδραστήρα.
Θυμάμαι ότι στράφηκα τότε προς τον Γκάρνετ, που είχε πλησιάσει και στεκόταν ακίνητος δίπλα μου. Φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. Έτσι, δεν τον ενόχλησα, αλλά περπάτησα ως την άκρη του γκρεμού, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Εκεί, χαμηλά, απλωνόταν η Mare Crisium -Θάλασσα των Κρίσεων, πραγματικά- αλλόκοτη για τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά καθησυχαστικά οικεία για μένα.
Σήκωσα το βλέμμα προς το φωτισμένο ημισφαίριο της Γης, που ξεκουραζόταν στο λίκνο των άστρων, και αναρωτήθηκα τί κάλυπταν τα νέφη της όταν αυτοί οι άγνωστοί αρχιτέκτονες είχαν ολοκληρώσει το οικοδόμημα τους. Ήταν οι πνιγηρές ζούγκλες του Λιθανθρακοφόρου, η γυμνή ακτή στην οποία τα πρώτα αμφίβια έπρεπε να συρθούν για να κατακτήσουν την ξηρά – ή, ακόμα παλιότερα, η ατέλειωτη μοναξιά πριν από την έλευση της ζωής;
Μη με ρωτήσετε γιατί δεν μάντεψα την αλήθεια νωρίτερα – την αλήθεια που τώρα μοιάζει τόσο προφανής. Μέσα στον αρχικό ενθουσιασμό για την ανακάλυψή μου είχα υποθέσει ότι αναμφίβολα αυτή η κρυσταλλική οπτασία είχε κατασκευαστεί από κάποια φυλή κατά το μακρινό παρελθόν της Σελήνης. Αίφνης όμως, και με συγκλονιστική δύναμη, ήρθε η σκέψη ότι η πυραμίδα ήταν τόσο ξένη στη Σελήνη όσο κι εγώ.
Στη διάρκεια είκοσι ετών δεν είχαμε εντοπίσει κανένα ίχνος ζωής, εκτός από ελάχιστα εκφυλισμένα φυτά. Κανένας σεληνιακός πολιτισμός, όπως κι αν εξαφανίστηκε, δεν ήταν δυνατόν να είχε αφήσει μόνο ένα ενθύμιο της ύπαρξης του.
Κοίταξα ξανά τη λαμπερή πυραμίδα και μου φάνηκε ακόμα πιο μακρινή από οτιδήποτε είχε σχέση με τη Σελήνη. Ξαφνικά ένιωσα να με κατακλύζει ένα ανόητο υστερικό γέλιο, που το είχαν προκαλέσει ο ενθουσιασμός και η κούραση. Είχα φανταστεί ότι η μικρή πυραμίδα μού μιλούσε και έλεγε: «Συγνώμη, κι εγώ ξένη είμαι εδώ».
Χρειαστήκαμε είκοσι χρόνια για να παραβιάσουμε την αόρατη ασπίδα και να φτάσουμε στο μηχανισμό που έκρυβαν εκείνα τα κρυστάλλινα τείχη. Ό,τι δεν κατανοούσαμε το υποτάξαμε τελικά με τη βάρβαρη δύναμη της ατομικής ενέργειας, και κάποια στιγμή αντίκρισα θρυμματισμένο το υπέροχο αστραφτερό αντικείμενο που είχα βρει εκεί ψηλά στο βουνό.
Δεν έχει κανένα νόημα για μας. Ο μηχανισμός – αν όντως είναι μηχανισμός- της πυραμίδας ανήκει σε μία τεχνολογία που βρίσκεται πολύ μακριά από τον ορίζοντά μας, ίσως στην τεχνολογία των παραφυσικών δυνάμεων.
Το μυστήριο μάς βασανίζει ακόμα περισσότερο τώρα που έχουμε φτάσει στους άλλους πλανήτες και ξέρουμε ότι μόνο η Γη φιλοξένησε κάποτε έλλογα όντα. Και κανένας χαμένος πολιτισμός από το δικό μας κόσμο δεν θα μπορούσε να είχε κατασκευάσει αυτό το μηχανισμό, καθώς το πάχος της μετεωρικής σκόνης στο πλάτωμα μάς έδωσε τη δυνατότητα να υπολογίσουμε την ηλικία του.
Tοποθετήθηκε εκεί, πάνω στο βουνό του, πριν βγει οποιαδήποτε μορφή ζωής από τις θάλασσες της Γης.
Όταν ο κόσμος μας είχε τη μισή από τη σημερινή του ηλικία, κάτι από τα άστρα διέσχισε το ηλιακό σύστημα, άφησε αυτό το ενθύμιο της παρουσίας του και έφυγε ξανά. Μέχρι που τη στιγμή που τον καταστρέψαμε, ο μηχανισμός συνέχιζε να εξυπηρετεί το σκοπό των κατασκευαστών του· και όσον αφορά αυτό το σκοπό, να τί πιστεύω:
Σχεδόν εκατό χιλιάδες εκατομμύρια άστρα ταξιδεύουν μέσα στο γαλαξία και, πολύ καιρό πριν άλλες φυλές στους κόσμους άλλων ήλιων πρέπει να έφτασαν και να ξεπέρασαν το στάδιο εξέλιξης στο οποίο βρισκόμαστε εμείς. Φανταστείτε αυτούς τους πολιτισμούς, πολύ πίσω στο χρόνο, όταν η λάμψη της δημιουργίας άρχιζε ν’ αργοσβήνει, αφέντες ενός σύμπαντος τόσο νέου, ώστε η ζωή είχε εμφανιστεί μόνο σε ελάχιστους κόσμους. Η μοναξιά τους πρέπει να ήταν αφάνταστη – η μοναξιά των Θεών που ατενίζουν το άπειρο και δεν συναντούν κανέναν για να μοιραστούν τις σκέψεις τους.
Πρέπει να έψαξαν στα σμήνη των άστρων, όπως ψάξαμε κι εμείς στους πλανήτες. Παντού θα υπήρχαν κόσμοι, αλλά θα ήταν άδειοι ή κατοικημένοι από πλάσματα που σέρνονταν στο χώμα χωρίς ίχνος λογικής σκέψης. Έτσι ήταν και η Γη μας, όπου ο καπνός των μεγάλων ηφαιστείων ακόμα σκέπαζε τους ουρανούς, όταν εκείνο το πρώτο σκάφος των λαών από την απαρχή του χρόνου ξεπρόβαλλε από την άβυσσο πέρα από τον Πλούτωνα. Διέσχισε τους παγωμένους εξωτερικούς πλανήτες, γνωρίζοντας ότι η ζωή δεν θα μπορούσε να παίζει κανένα ρόλο στη μοίρα τους, και στάθηκε ανάμεσα στους εσωτερικούς πλανήτες, που απολάμβαναν τη θαλπωρή του Ήλιου και περίμεναν ν’ αρχίσει η ιστορία τους.
Αυτοί οι ταξιδιώτες πρέπει να κοίταξαν τη Γη, που περιφερόταν με ασφάλεια στη στενή ζώνη ανάμεσα στη φωτιά και τον πάγο, και να μάντεψαν ότι ήταν το αγαπημένο από τα παιδιά του Ήλιου. Εδώ, στο μακρινό μέλλον, θα υπήρχαν ευφυή όντα· αλλά είχαν ακόμα αμέτρητα άστρα μπροστά τους και μπορεί να μην ξαναπερνούσαν ποτέ από δω.
Έτσι, άφησαν ένα φρουρό, έναν από τα εκατομμύρια που διασκόρπισαν σε όλο το σύμπαν για να παρακολουθούν κάθε κόσμο που έκρυβε την υπόσχεση της ζωής. Ήταν ένας πομπός, που εδώ και τόσους αιώνες συνέχιζε να στέλνει υπομονετικά το μήνυμα ότι κανείς δεν τον είχε ανακαλύψει.
Ίσως καταλαβαίνετε τώρα γιατί η κρυσταλλική πυραμίδα τοποθετήθηκε στη Σελήνη και όχι στη Γη. Οι κατασκευαστές της δεν ενδιαφέρονταν για φυλές που ακόμα προσπαθούσαν να ξεπεράσουν το στάδιο της βαρβαρότητας. Θα τους απασχολούσε ο πολιτισμός μας μόνο αν αποδεικνύαμε την ικανότητά μας να επιβιώνουμε – διασχίζοντας το διάστημα και ξεφεύγοντας από τη Γη, το λίκνο μας. Αυτή είναι η πρόκληση που όλες οι ευφυείς φυλές πρέπει κάποτε ν’ αντιμετωπίσουν, αργά ή γρήγορα. Είναι μία διπλή πρόκληση, καθώς εξαρτάται από την κατάκτηση της ατομικής ενέργειας και την τελική επιλογή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Αφού ξεπεράσαμε αυτή την κρίση, ήταν πια θέμα χρόνου να βρούμε την πυραμίδα και να την παραβιάσουμε. Τώρα το σήμα της έχει σιωπήσει και εκείνοι που έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς τη Γη. Ίσως θέλουν να βοηθήσουν το νεαρό πολιτισμό μας. Όμως πρέπει να είναι πολύ-πολύ ηλικιωμένοι και οι ηλικιωμένοι συχνά ζηλεύουν παθολογικά τους νέους.
Δεν μπορώ πια να κοιτάξω το γαλαξία χωρίς ν’ αναρωτηθώ από ποιο αχνό νεφέλωμα θα έρθουν οι απεσταλμένοι. Συγχωρέστε μου την κοινότοπη παρομοίωση, αλλά νομίζω ότι σπάσαμε το τζάμι του συναγερμού πυρκαγιάς και τώρα δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε.
Δεν νομίζω ότι θα περιμένουμε πολύ.
Πρόλογος του Αρθουρ Κλάρκ
Τρέφω ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτή τη συλλογή (πρωτότυπος τίτλος Expedition to Earth), καθώς πρόκειται για την πρώτη συλλογή διηγημάτων μου που κυκλοφόρησε με σκληρό εξώφυλλο. Η αμερικανική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1953, ενώ η βρετανική το 1954.
Επιπλέον με χαροποιεί ιδιαίτερα η επανατύπωση της αφιέρωσης «Στον Γουόλτερ Γκίλινγκς, που πρέπει ν’ αναλάβει μεγάλο μέρος της ευθύνης». Ο Γουόλτερ ήταν ο πρώτος εκδότης του πρωτοποριακού βρετανικού περιοδικού επιστημονικής φαντασίας Tales of Wonder και του χρωστώ απέραντη ευγνωμοσύνη. Αυτός μου χάρισε την πρώτη μου γραφομηχανή -ένα τεράστιο μηχάνημα που το κουβάλησα σπίτι μου, θυμάμαι, με ένα λονδρέζικο λεωφορείο. (Τώρα πια πρέπει να είναι πολύτιμη αντίκα.) Ο Γουόλτερ ήταν ο μοναδικός εκδότης που μου επέστρεψε ένα διήγημά μου, λέγοντας: «Παραείναι καλό για μένα, στείλ’ το στην Αμερική». Αυτό ακριβώς έκανα και ο θρυλικός Τζον Γ. Κάμπελ το αγόρασε αμέσως για το Astounding.
Όλα τα διηγήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν ανάμεσα στο 1944 και το 1948, επομένως αρκετά από αυτά έχουν αναπόφευκτα ξεπεραστεί χρονικά. Έτσι, το διήγημα Αποστολή στη Γη τοποθετούσε την πρώτη προσσελήνωση στο 1985. Όταν το έγραφα το 1945, σίγουρα πίστευα πως αυτή ήταν μια πολύ αισιόδοξη προοπτική…
Το διήγημα Αποστολή στη Γη ονομαζόταν αρχικά Μάθημα Ιστορίας, ενώ πρόκειται για μία από τις δύο ιστορίες που έγραψα για την επιστροφή των παγετώνων (η άλλη είναι το The Forgotten Enemy, που ανατυπώθηκε στο Reach For Tomorrow). Πολλά χρόνια αργότερα βρήκα μια -σχεδόν κυριολεκτικά!- ανατριχιαστική φράση στο βιβλίο Ιστορία του Πολιτισμού των Γουίλ και Αριελ Ντουράντ: «Ο πολιτισμός είναι ένα ιντερλούδιο ανάμεσα στις παγετώδεις εποχές». Θα έλεγα ότι η επόμενη έχει ήδη αργήσει· ίσως το φαινόμενο του θερμοκηπίου να εμφανίστηκε πάνω στην ώρα για να μας σώσει.
Πηγή έμπνευσης για την Ανωτερότητα -αν η λέξη «έμπνευση» δεν είναι υπερβολικά πομπώδης- ήταν το γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα V2. Είναι πλέον προφανές ότι οι απόπειρες τον Τρίτου Ράιχ για την κατασκευή ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου, η οποία καθυστέρησε τόσο, ώστε να μην μπορεί να επηρεάσει την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκάλεσε την οικονομική του καταστροφή και επέσπευσε τη νίκη των Συμμάχων.
Αμέσως μετά τη δημοσίευσή της η Ανωτερότητα εντάχθηκε στη διδακτέα ύλη του τμήματος Μηχανολογίας του ΜΙΤ, ώστε να προειδοποιεί τους μελλοντικούς αποφοίτους ότι το καλύτερο είναι συχνά εχθρός του καλού και το τέλειο αργεί τόσο να φτάσει, που τελικά γίνεται εχθρός και των δύο.
Οφείλω επίσης να ομολογήσω πως οι δύο χαρακτήρες σε αυτή τη σύντομη σάτιρα είναι βασισμένοι στον δρα Βέρνερ φον Μπράουν και στο στρατηγό Γουόλτερ Ντόρνμπεργκερ, οι οποίοι αργότερα έγιναν καλοί μου φίλοι. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι ο Βέρνερ δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα του Dr Strangelove, όπως φαντάζονται πολλοί. Είχε θαυμάσια αίσθηση του χιούμορ και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους υφισταμένους του – Γερμανούς και Αμερικανούς.
Το πιο σημαντικό διήγημα σε αυτή την έκδοση είναι αναμφισβήτητα Ο Φρουρός, που γράφτηκε τα Χριστούγεννα του 1948 για ένα διαγωνισμό του BBC (δεν ήταν καν ανάμεσα στα τρία πρώτα και συχνά αναρωτιέμαι ποιο κέρδισε). Μου φαίνεται αστείο που τοποθέτησα την εξερεύνηση της Mare Crisium στα τέλη του καλοκαιριού του 1996. Μάλλον χάσαμε αυτή την ημερομηνία, ελπίζω ωστόσο να φτάσουμε εκεί σύντομα.
Σήμερα ο ισχυρισμός ότι αντικείμενα φτιαγμένα από εξωγήινους θα μπορούσαν ενδεχομένως να βρεθούν στη Σελήνη ή κάπου αλλού στο ηλιακό σύστημα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, ενώ πληθώρα επιστημονικών ανακοινώσεων σχετικά με το θέμα έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι πρόκειται για πρωτότυπη ιδέα: Ένα από τα σημαντικότερα έργα επιστημονικής φαντασίας παραμένει το The Red One (1918) του Τζακ Λόντον. Παραθέτω εδώ τις περιπέτειες του Φρουρού, που ακολούθησαν τη συνάντησή μου με τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ στο Trader Vic’s το Μάιο του 1964:
“Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες και δωδεκάωρους μαραθώνιους συζητήσεων, στις αρχές Μαΐου του 1964 ο Στάνλεϋ συμφώνησε ότι Ο Φρουρός αποτελούσε καλό υλικό για σενάριο. Ωστόσο, η πρώτη μας ιδέα -και είναι δύσκολο για μένα πλέον να εστιάσω σε μια τέτοια ιδέα, αν και θα ήταν απόλυτα υλοποιήσιμη- περιλάμβανε την ανακάλυψη ενός εξωγήινου αντικειμένου στην κορύφωση και όχι στην έναρξη της ιστορίας. Πριν από αυτό θα υπήρχε μια ακολουθία από περιστατικά ή περιπέτειες αφιερωμένη στην εξερεύνηση της Σελήνης και των πλανητών. Γι’ αυτή την πρώτη εκδοχή χρησιμοποιήσαμε άτυπα τον τίτλο How the Solar System Was Won, ο οποίος δεν προοριζόταν ασφαλώς για δημοσιοποίηση.
Έτσι, για άλλη μια φορά ανέτρεξα στη συλλογή των διηγημάτων μου για να βρω υλικό κατάλληλο για αυτό το προσχέδιο. Κατέληξα στα εξής πέντε: Breaking Strain, Out of the Cradle, Endlessly Orbiting…, Who’s There?, Into the Comet και Before Eden (όλα από το Tales of Ten Worlds). Στις 28 Μαΐου του 1964 τα πούλησα στον Στάνλεϋ και υπέγραψα ένα συμφωνητικό για να συμβάλλω στην προετοιμασία της ταινίας. Το αρχικό μας χρονοδιάγραμμα ήταν φαιδρά αισιόδοξο: επεξεργασία σεναρίου δώδεκα εβδομάδες, συζήτηση για το σενάριο δύο εβδομάδες, έλεγχος τέσσερις εβδομάδες, διακανονισμοί τέσσερις εβδομάδες, οπτικά εφέ είκοσι εβδομάδες, γυρίσματα είκοσι εβδομάδες, μοντάζ και επεξεργασία είκοσι εβδομάδες – ογδόντα δύο εβδομάδες συνολικά.
Αφήνοντας περιθώριο άλλες δώδεκα εβδομάδες ως την προβολή, θα φτάναμε στις ενενήντα τέσσερις εβδομάδες, δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια. Η προοπτική μιας τόσο χρονοβόρας διαδικασίας με έθλιβε πολύ, καθώς βιαζόμουν -όπως πάντα- να επιστρέψω στην Κεϋλάνη. Από μια άποψη, είναι καλύτερο που κανείς μας δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πόσο θα διαρκούσε τελικά το εγχείρημα: τέσσερα χρόνια.
Το υπόλοιπο διάστημα του 1964 πέρασε μέσα σε καταιγισμό ιδεών. Η αρχική σύλληψη άλλαζε όσο αναπτύσσαμε καινούργιες ιδέες. Ο Φρουρός αποτέλεσε την έναρξη και όχι το φινάλε, ενώ σιγά σιγά απορρίφθηκαν οι υπόλοιπες πέντε ιστορίες. Έπειτα από ένα χρόνο αποφάσισα (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) ότι πρώτον: δεν ήταν δίκαιο για τον Στάνλεϋ να έχει πληρώσει για κάτι που τελικά δεν θα χρησιμοποιούσε, και δεύτερον: αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν κάποτε να αποτελέσουν το υλικό για μια καλή ταινία. Έτσι, τις αγόρασα ξανά…
Ο τίτλος που ανακοίνωσε ο Στάνλεϋ στον Τύπο ήταν Ταξίδι πέρα από τα άστρα. Αυτός ο τίτλος δεν μου άρεσε ποτέ, αφού είχε πολυχρησιμοποιηθεί στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, σε διάφορες παραλλαγές. (Και μάλιστα, το Fantastic Voyage με τη Ράκελ Γουέλς έμπαινε στο στάδιο της παραγωγής εκείνη την περίοδο.) Άλλοι υποψήφιοι τίτλοι που τελικά απορρίφθηκαν ήταν Universe, Tunnel to the Stars και Planetfall. Έντεκα μήνες αφότου αρχίσαμε -τον Απρίλιο του 1965- o Στάνλεϋ επέλεξε τον τίτλο 2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος. Από ό,τι θυμάμαι, ήταν αποκλειστικά δική του ιδέα.”
The Lost Worlds of 2001
Ποιος θα περίμενε ότι, τριάντα χρόνια αργότερα, θα επιβιβαζόμουν στην Τελική Οδύσσεια και με μεγάλη μου χαρά θα έστελνα αυτό τον τόμο να τη συναντήσει.
Sir Arthur Charles Clarke /10 Ιουνίου 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου