Απλώνω τα χέρια μου να πιάσω τη ζωή μου, αλλά αυτή… όλο μου ξεφεύγει.
«Σαν το νερό είμαι», μου λέει «δεν μπορείς να με κρατήσεις στα χέρια σου… γλυστράω»
«Τότε έλα να περπατήσουμε πλάι πλάι», της λέω: «Εγώ θέλω να περπατώ δίπλα σου κι εσύ συνεχώς θέλεις να προπορεύεσαι» «Έτσι θέλω να’ μαι εγώ» μου λέει, «Θέλω να τρέχω γρηγορότερα και από το χρόνο»
Τη μια μου γυρίζει την πλάτη και με αναγκάζει να περπατάω συνεχώς πίσω της. Την άλλη μου κλείνει πονηρά το μάτι πάνω από τον ώμο της, όταν γυρνά για λίγο το κεφάλι της να κοιτάξει αν ακόμα βρίσκομαι εκεί. Και την άλλη έρχεται λίγο δίπλα μου, τόσο όσο για να με σαγηνεύσει με το άρωμά της, και μετά φεύγει ξανά και με καταδικάζει να μείνω με αυτή την ανάμνηση…
Ζωή μου… γιατί μου κάνεις τόσα παιχνίδια;
Ανοίγω το βήμα μου να την προφτάσω αλλά εκείνη κάνει μεγαλύτερα βήματα και προπορεύεται πάλι.
Κοντοστέκομαι, κάνω να απομακρυνθώ από κοντά της, μειώνοντας τα βήματά μου αλλά το μυρίζεται και κάνει αμέσως μικρότερα βήματα! Γυρνάει για λίγο προς το μέρος μου και μου ψιθυρίζει, σχεδόν ερωτικά «θέλω να σε αισθάνομαι, μην απομακρύνεσαι» Μετά την προτροπή της, κρατώ σταθερό το βήμα μου αλλά το ομολογώ, θέλω να τρέξω να την προσπεράσω!Λες και το καταλαβαίνει και δίνει και πάλι το ρυθμό…
Ένα ραβασάκι μου πετάει όταν νομίζω ότι τη χάνω στην επόμενη γωνία. Έχει ζωγραφίσει κάτι που δεν το καταλαβαίνω. Το διπλώνω και το βάζω στην τσέπη μου. Ωχ, έστριψε! Ξαφνικά έχασα την οπτική επαφή μαζί της. Τρέχω να καλύψω την απόσταση. Κοιτάω από δω, κοιτάω από κει… πουθενά! Την έχασα… Πανικός με πιάνει. Φωνάζω το όνομά της…
«Ζωή!… Ζωή! Που είσαι ζωή μου;» Απάντηση καμία.
Αρχίζω να τρέχω φωνάζοντας το όνομά της. Φωνάζω όλο και πιο δυνατά μήπως και με λυπηθεί και έρθει να με συναντήσει. Τίποτα όμως. Τα πόδια μου αρχίζουν να μη με βαστάνε και κουλουριάζομαι σε μια γωνία χωρίς να βγάλω άχνα, περιμένοντας μήπως και φανεί. Και πάλι, τίποτα. Έμεινα καταμεσής του δρόμου, χαμένος. Τώρα χωρίς ζωή, τι θα κάνω; Έχασα τη ζωή μου και χάθηκα κι εγώ…
Μια σκέψη μου έρχεται στο μυαλό. Μήπως με ψάχνει και εκείνη; Τότε να πάω στο μέρος που χαθήκαμε να την περιμένω! Ατελείωτος ο χρόνος της αναμονής… κι εκείνη, άφαντη.
«Μήπως γύρισε πίσω από εκεί που ξεκινήσαμε να περπατάμε;» σκέφτομαι, και παίρνω το δρόμο του γυρισμού, ευελπιστώντας ότι θα έχει κάνει και εκείνη την ίδια σκέψη. Τίποτα όμως, δεν τη συνάντησα πουθενά.
Απελπίζομαι, μια καταχνιά κυριεύει την ψυχή μου… Με εγκατέλειψε η ζωή. και τι νόημα τώρα έχει η ζωή μου χωρίς τη ζωή; «Η ζωή είναι αλλού» σκέφτομαι. Κι εγώ εδώ μαζί μου δεν έχω τίποτα, αφού δεν έχω εκείνη.
Ξάφνου, θυμάμαι ότι έχω το ραβασάκι της στην τσέπη μου. Ξεδιπλώνω το χαρτί και αυτό που πριν δεν καταλάβαινα, είναι τώρα ένα ξεκάθαρο σχεδιάγραμμα διαδρομής, με ένα χειρόγραφο σημείωμα. Και εκεί μέσα στην απόγνωση της ψυχής μου, συνειδητοποιώ πως μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή του πήγαινε και έλα, του μπρος και του πίσω, έχασα αυτό που νόμιζα ζωή μου για να βρω την αληθινή ζωή μου και τον εαυτό μου στο σήμερα!
Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη μου και ένα δάκρυ χαράς κυλάει απ΄τα μάτια μου. Όταν διαβάζω το χειρόγραφο σημείωμα που λέει: «Για να φτάσεις στο εδώ, θα περάσεις από το αλλού. Και όταν φτάσεις εδώ να ξέρεις, γυρισμό δεν έχει πια πίσω… Η ζωή δεν είναι πια αλλού. Είναι εδώ!»
«Σαν το νερό είμαι», μου λέει «δεν μπορείς να με κρατήσεις στα χέρια σου… γλυστράω»
«Τότε έλα να περπατήσουμε πλάι πλάι», της λέω: «Εγώ θέλω να περπατώ δίπλα σου κι εσύ συνεχώς θέλεις να προπορεύεσαι» «Έτσι θέλω να’ μαι εγώ» μου λέει, «Θέλω να τρέχω γρηγορότερα και από το χρόνο»
Τη μια μου γυρίζει την πλάτη και με αναγκάζει να περπατάω συνεχώς πίσω της. Την άλλη μου κλείνει πονηρά το μάτι πάνω από τον ώμο της, όταν γυρνά για λίγο το κεφάλι της να κοιτάξει αν ακόμα βρίσκομαι εκεί. Και την άλλη έρχεται λίγο δίπλα μου, τόσο όσο για να με σαγηνεύσει με το άρωμά της, και μετά φεύγει ξανά και με καταδικάζει να μείνω με αυτή την ανάμνηση…
Ζωή μου… γιατί μου κάνεις τόσα παιχνίδια;
Ανοίγω το βήμα μου να την προφτάσω αλλά εκείνη κάνει μεγαλύτερα βήματα και προπορεύεται πάλι.
Κοντοστέκομαι, κάνω να απομακρυνθώ από κοντά της, μειώνοντας τα βήματά μου αλλά το μυρίζεται και κάνει αμέσως μικρότερα βήματα! Γυρνάει για λίγο προς το μέρος μου και μου ψιθυρίζει, σχεδόν ερωτικά «θέλω να σε αισθάνομαι, μην απομακρύνεσαι» Μετά την προτροπή της, κρατώ σταθερό το βήμα μου αλλά το ομολογώ, θέλω να τρέξω να την προσπεράσω!Λες και το καταλαβαίνει και δίνει και πάλι το ρυθμό…
Ένα ραβασάκι μου πετάει όταν νομίζω ότι τη χάνω στην επόμενη γωνία. Έχει ζωγραφίσει κάτι που δεν το καταλαβαίνω. Το διπλώνω και το βάζω στην τσέπη μου. Ωχ, έστριψε! Ξαφνικά έχασα την οπτική επαφή μαζί της. Τρέχω να καλύψω την απόσταση. Κοιτάω από δω, κοιτάω από κει… πουθενά! Την έχασα… Πανικός με πιάνει. Φωνάζω το όνομά της…
«Ζωή!… Ζωή! Που είσαι ζωή μου;» Απάντηση καμία.
Αρχίζω να τρέχω φωνάζοντας το όνομά της. Φωνάζω όλο και πιο δυνατά μήπως και με λυπηθεί και έρθει να με συναντήσει. Τίποτα όμως. Τα πόδια μου αρχίζουν να μη με βαστάνε και κουλουριάζομαι σε μια γωνία χωρίς να βγάλω άχνα, περιμένοντας μήπως και φανεί. Και πάλι, τίποτα. Έμεινα καταμεσής του δρόμου, χαμένος. Τώρα χωρίς ζωή, τι θα κάνω; Έχασα τη ζωή μου και χάθηκα κι εγώ…
Μια σκέψη μου έρχεται στο μυαλό. Μήπως με ψάχνει και εκείνη; Τότε να πάω στο μέρος που χαθήκαμε να την περιμένω! Ατελείωτος ο χρόνος της αναμονής… κι εκείνη, άφαντη.
«Μήπως γύρισε πίσω από εκεί που ξεκινήσαμε να περπατάμε;» σκέφτομαι, και παίρνω το δρόμο του γυρισμού, ευελπιστώντας ότι θα έχει κάνει και εκείνη την ίδια σκέψη. Τίποτα όμως, δεν τη συνάντησα πουθενά.
Απελπίζομαι, μια καταχνιά κυριεύει την ψυχή μου… Με εγκατέλειψε η ζωή. και τι νόημα τώρα έχει η ζωή μου χωρίς τη ζωή; «Η ζωή είναι αλλού» σκέφτομαι. Κι εγώ εδώ μαζί μου δεν έχω τίποτα, αφού δεν έχω εκείνη.
Ξάφνου, θυμάμαι ότι έχω το ραβασάκι της στην τσέπη μου. Ξεδιπλώνω το χαρτί και αυτό που πριν δεν καταλάβαινα, είναι τώρα ένα ξεκάθαρο σχεδιάγραμμα διαδρομής, με ένα χειρόγραφο σημείωμα. Και εκεί μέσα στην απόγνωση της ψυχής μου, συνειδητοποιώ πως μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή του πήγαινε και έλα, του μπρος και του πίσω, έχασα αυτό που νόμιζα ζωή μου για να βρω την αληθινή ζωή μου και τον εαυτό μου στο σήμερα!
Ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη μου και ένα δάκρυ χαράς κυλάει απ΄τα μάτια μου. Όταν διαβάζω το χειρόγραφο σημείωμα που λέει: «Για να φτάσεις στο εδώ, θα περάσεις από το αλλού. Και όταν φτάσεις εδώ να ξέρεις, γυρισμό δεν έχει πια πίσω… Η ζωή δεν είναι πια αλλού. Είναι εδώ!»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου