Οι ιστορικοί βλέπουν στην ελληνική πόλη-κράτος το πρώτο είδος του σύγχρονου κράτους, καθώς τότε αναπτύχθηκε πολιτικές δομές όπως η κωδικοποίηση νόμων, ο διορισμός δικαστών, η καθιέρωση κοινοβουλίων και συνελεύσεων, ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών, η δημοσίευση νόμων.
Όμως πριν ακόμα αναπτυχθεί η πολιτική τους συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, η πόλη-κράτος οριζόταν ως η αναγνώριση των κοινών συμφερόντων από μία μικρή ομάδα που έχει εγκατασταθεί σε μικρή εδαφική έκταση και η οποία διαφέρει από τις παραπλήσιες ομάδες. Το ζήτημα είναι πώς αυτές οι ομάδες συνειδητοποίησαν την ταύτιση των συμφερόντων τους, πώς και πότε δημιουργήθηκαν, πώς και πότε έθεσαν οριστικά και αμετάκλητα τα κοινωνικά όριά τους.
Σήμερα, το πιο ατράνταχτο στοιχείο που εξηγεί τη γέννηση της πόλης-κράτους είναι η θρησκεία. Τον 8ο και 9ο π.Χ. αιώνα, όπου και τοποθετείται χρονικά η καθιέρωση της πόλης-κράτους, υπήρξε αλματώδης αύξηση των μνημείων σε χώρους που μοιάζουν αρκετά εξειδικευμένοι ώστε να χαρακτηρίζονται ως «ιερά».
Παρουσιάστηκε δηλαδή μία διαφοροποίηση μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού χώρου, που δεν υπήρχε πριν και δεν εμφανίζεται ούτε στα Ομηρικά έπη. Πολλά από αυτά τα μνημεία τοποθετούνται στην περιφέρεια κοινοτήτων, σαν να οριοθετούν το έδαφος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μία προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο κατά κάποιoν τρόπο, που σήμαινε ότι συνειδητοποίησαν πως υπήρχε σύγκλιση συμφερόντων.
Θα πρέπει ασφαλώς να υπήρχαν ήδη κοινά στοιχεία μεταξύ των απογόνων που είχαν συγκεντρωθεί, παραδείγματος χάριν διαλεκτικά, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των κατοίκων της Αττικής, που μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο από τους Βοιωτούς ή τους Μεγαρείς.
Για πρώτη φορά όμως, παρατηρείται μία προσπάθεια να οριοθετήσουν γεωγραφικά κάθε ομάδα, να δηλώσουν από πού μέχρι πού εκτείνεται το έδαφος της. Άλλωστε πάντα επικρατούσε μία συγχώνευση του θρησκευτικού και του πολιτικού στις ελληνικές πόλεις.
Η αναφορά στους Θεούς και στις κοινές λατρείες, έρχεται σε πρώτη θέση σε όλους τους κλασικούς ορισμούς της πόλης. Η ένταξη ενός ξένου στην πόλη-κράτος δεν μεταφράζεται απλώς με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά με τη συμμετοχή του, κατ’ αρχήν στις κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις και στην λατρεία των ίδιων Θεών.
Ο Θησέας συνενώνει τους κατοίκους της Αττικής
Αυτό το είδος οργάνωσης σε μικρές απομονωμένες κωμοπόλεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, στους κόλπους του ίδιου πολιτισμού, τη συναντάμε κι αλλού, πολύ πριν την υιοθετήσουν οι Αρχαίοι Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Σουμέριοι κατά την 3η χιλιετία π.Χ. ή οι Φοίνικες στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, η διαίρεση των οποίων σε πόλεις πραγματοποιήθηκε τρεις ή τέσσερις αιώνες προτού υιοθετήσουν κι οι Έλληνες αυτή τη μορφή οργάνωσης.
Αλλά και στον ελλαδικό χώρο, είχε παρατηρηθεί η συνύπαρξη κωμοπόλεων με αυτονομία, όπως τα Κρητικά βασίλεια της πρώτης ανακτορικής εποχής και τα Μυκηναϊκά βασίλεια της 2ης χιλιετίας. Η καινοτομία λοιπόν στην ίδρυση των πόλεων-κρατών δεν έγκειται στην διάσπαση σε μικρότερες ομάδες, αλλά στη μορφή διάρθρωσής τους, την οποία περιέγραψε ο Πλούταρχος στο έργο του, «Βίοι Παράλληλοι». Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τη βιογραφία ενός μυθικού ήρωα, του Θησέα, για ιστορικούς σκοπούς.
Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα, και δοξάστηκε, όταν απήλλαξε την πόλη από τον δυσβάσταχτο φόρο που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στην Κρήτη, δηλαδή να προσφέρει επτά νέους και επτά νέες για να τους καταβροχθίσει ο Μινώταυρος.
Καθώς επέστρεφε απ’ την Κρήτη, ο Θησέας ξέχασε να σηκώσει τα λευκά πανιά που σηματοδοτούσαν τη νίκη του, και ο πατέρας του βλέποντας τα μαύρα πανιά, πίστεψε ότι ο γιος του πέθανε.
Από τη λύπη του αυτοκτόνησε, πηδώντας στη θάλασσα. Έτσι, από τον Αιγέα, πήρε το όνομά του το Αιγαίο πέλαγος. Ο Θησέας τότε διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας δεν είναι ο ιδρυτής της Αθήνας, αλλά ο δημιουργός μιας συνένωσης κωμοπόλεων, ενός συνοικισμού, ο οποίος έδωσε ζωή στην έννοια της πόλης-κράτους.
Η αριστοκρατία του Θησέα
Η Αττική ήταν διαιρεμένη σε ένα πλήθος μικρών κωμοπόλεων, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με τους δικούς τους θεσμούς, δικαστήριο και κοινοβούλιο. Ο Πλούταρχος δεν τις αποκαλεί πόλεις, αλλά δήμους, έχοντας συναίσθηση ότι τις συνδέουν ιδιαίτεροι δεσμοί. Ο Θησέας ξεκινά μια μεγάλη περιήγηση σε όλους τους δήμους και στους οίκους, όπου τους προτείνει να ενωθούν και υπόσχεται την κατάργηση της βασιλείας και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.
Οι αδύναμοι και οι φτωχοί συναινούν αμέσως με την πρόταση της ένωσης, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα γλίτωναν από την οικονομική και πολιτική επιρροή των εύπορων οικογενειών που διοικούσαν την κοινότητα. Οι ισχυροί διχάζονται, αλλά υποχωρούν στην πρόταση. Οι υποσχέσεις του Θησέα προβλημάτισαν τους ιστορικούς.
Η πρώτη πρόταση είναι ευνόητη, δεδομένου ότι θα του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναγκάσει τις τοπικές αρχές να υποταχθούν σε έναν μοναδικό βασιλιά. Η δεύτερη όμως πρόταση φαίνεται εντελώς ασυνήθιστη για μια τόσο μακρινή εποχή.
Ο Πλούταρχος γνώριζε την ιστορία των Αθηνών και ότι η Δημοκρατία καθιερώθηκε πολύ αργότερα, στα χρόνια του Σόλωνα (596-594 π.Χ.), του Κλεισθένη (510-507 π.Χ.) και του Περικλή (460-430 π.Χ.) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από αυτή τη λέξη κρύβεται ένας τρόπος για να προσδιορίσουμε την ισότητα των δικαιωμάτων.
Όχι όμως μια ισότητα που ισχύει για όλους. Ο Θησέας δεν την προτείνει σε όλους τους κατοίκους της καινούριας πόλης-κράτους, αλλά μόνο στους ισχυρούς. Καταργώντας της βασιλεία, τους ανοίγει τον δρόμο για να εκφραστούν πολιτικά. Παρέχοντας τους ισότητα δικαιωμάτων, τους επιτρέπει να δημιουργήσουν μία ομάδα παραδεκτή από όλους όσους προορίζονται να κυβερνήσουν την πόλη.
Γιατί, όπως γράφει ο Πλούταρχος, ο Θησέας δημιούργησε από τους Αθηναίους έναν μόνο λαό, γιατί δεν ήθελε να «βλέπει έναν όχλο αποδιοργανωμένο να εισρέει και να βουλιάζει την Δημοκρατία στη σύγχυση και την αταξία».
Διαχώρισε, κατά συνέπεια, τους ευγενείς (Ευπατρίδες) από τους αγρότες και τους τεχνίτες και επιφόρτισε τους πρώτους «να γνωρίζουν τα θεία, να παρέχουν τους δικαστές, να διδάσκουν τους νόμους και να ερμηνεύουν τους άγιους και ιερούς νόμους».
Η αφήγηση του Πλούταρχου παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα την εποχή του Σόλωνα, στις αρχές του 6ου αιώνα: μία αριστοκρατία γαιοκτημόνων, που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες.
Ο πολιτικός ρόλος του Θησέα
Ο παραλληλισμός της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας με την αναφορά στην αριστοκρατία δεν είναι τυχαίος. Ο Θησέας απέκτησε «αξία» ως ήρωας πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα, ήταν αρχικά ένας τοπικός ήρωας της περιοχής του Μαραθώνα και το όνομά του δεν εμφανίζεται μεταξύ των δέκα ηρώων από τους οποίους πήραν την ονομασία τους οι δέκα καινούριες φυλές που δημιουργήθηκαν απ’ τον Κλεισθένη. Έρχεται σε πρώτο πλάνο μετά τους Περσικούς πολέμους και τότε απέκτησε εθνικό χαρακτήρα.
Περί το 475 π.Χ., ο Κίμων, ο πολιτικός που πήρε την εξουσία μετά την αποτυχία του Θεμιστοκλή, «ανακάλυψε» τα οστά του Θησέα στο νησί της Σκύρου και τα έστειλε στην Αθήνα με τιμές. Η συγκεκριμένη επιλογή είχε έντονη πολιτική χροιά.
Απέναντι σε αυτούς που επικαλούνταν την κληρονομιά του Κλεισθένη για να προωθήσουν ακόμη περισσότερο τις ευνοϊκές για τον λαό μεταρρυθμίσεις, ο εορτασμός του Θησέα υπενθύμιζε τους όρους του αρχικού συμβολαίου πάνω στο οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη, την εξουσία των Αριστοκρατών, εκείνων που αρκούνταν «σε μια σχετική ισότητα: οι ευγενείς υπερίσχυαν σε δόξα, οι αγρότες σε χρησιμότητα και οι τεχνίτες σε αριθμός».
Όμως πριν ακόμα αναπτυχθεί η πολιτική τους συνείδηση σε τέτοιο βαθμό, η πόλη-κράτος οριζόταν ως η αναγνώριση των κοινών συμφερόντων από μία μικρή ομάδα που έχει εγκατασταθεί σε μικρή εδαφική έκταση και η οποία διαφέρει από τις παραπλήσιες ομάδες. Το ζήτημα είναι πώς αυτές οι ομάδες συνειδητοποίησαν την ταύτιση των συμφερόντων τους, πώς και πότε δημιουργήθηκαν, πώς και πότε έθεσαν οριστικά και αμετάκλητα τα κοινωνικά όριά τους.
Σήμερα, το πιο ατράνταχτο στοιχείο που εξηγεί τη γέννηση της πόλης-κράτους είναι η θρησκεία. Τον 8ο και 9ο π.Χ. αιώνα, όπου και τοποθετείται χρονικά η καθιέρωση της πόλης-κράτους, υπήρξε αλματώδης αύξηση των μνημείων σε χώρους που μοιάζουν αρκετά εξειδικευμένοι ώστε να χαρακτηρίζονται ως «ιερά».
Παρουσιάστηκε δηλαδή μία διαφοροποίηση μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού χώρου, που δεν υπήρχε πριν και δεν εμφανίζεται ούτε στα Ομηρικά έπη. Πολλά από αυτά τα μνημεία τοποθετούνται στην περιφέρεια κοινοτήτων, σαν να οριοθετούν το έδαφος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μία προσπάθεια να πάρουν τον έλεγχο κατά κάποιoν τρόπο, που σήμαινε ότι συνειδητοποίησαν πως υπήρχε σύγκλιση συμφερόντων.
Θα πρέπει ασφαλώς να υπήρχαν ήδη κοινά στοιχεία μεταξύ των απογόνων που είχαν συγκεντρωθεί, παραδείγματος χάριν διαλεκτικά, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των κατοίκων της Αττικής, που μιλούσαν διαφορετική διάλεκτο από τους Βοιωτούς ή τους Μεγαρείς.
Για πρώτη φορά όμως, παρατηρείται μία προσπάθεια να οριοθετήσουν γεωγραφικά κάθε ομάδα, να δηλώσουν από πού μέχρι πού εκτείνεται το έδαφος της. Άλλωστε πάντα επικρατούσε μία συγχώνευση του θρησκευτικού και του πολιτικού στις ελληνικές πόλεις.
Η αναφορά στους Θεούς και στις κοινές λατρείες, έρχεται σε πρώτη θέση σε όλους τους κλασικούς ορισμούς της πόλης. Η ένταξη ενός ξένου στην πόλη-κράτος δεν μεταφράζεται απλώς με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά με τη συμμετοχή του, κατ’ αρχήν στις κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις και στην λατρεία των ίδιων Θεών.
Ο Θησέας συνενώνει τους κατοίκους της Αττικής
Αυτό το είδος οργάνωσης σε μικρές απομονωμένες κωμοπόλεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, στους κόλπους του ίδιου πολιτισμού, τη συναντάμε κι αλλού, πολύ πριν την υιοθετήσουν οι Αρχαίοι Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Σουμέριοι κατά την 3η χιλιετία π.Χ. ή οι Φοίνικες στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, η διαίρεση των οποίων σε πόλεις πραγματοποιήθηκε τρεις ή τέσσερις αιώνες προτού υιοθετήσουν κι οι Έλληνες αυτή τη μορφή οργάνωσης.
Αλλά και στον ελλαδικό χώρο, είχε παρατηρηθεί η συνύπαρξη κωμοπόλεων με αυτονομία, όπως τα Κρητικά βασίλεια της πρώτης ανακτορικής εποχής και τα Μυκηναϊκά βασίλεια της 2ης χιλιετίας. Η καινοτομία λοιπόν στην ίδρυση των πόλεων-κρατών δεν έγκειται στην διάσπαση σε μικρότερες ομάδες, αλλά στη μορφή διάρθρωσής τους, την οποία περιέγραψε ο Πλούταρχος στο έργο του, «Βίοι Παράλληλοι». Ο Πλούταρχος χρησιμοποίησε τη βιογραφία ενός μυθικού ήρωα, του Θησέα, για ιστορικούς σκοπούς.
Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα, και δοξάστηκε, όταν απήλλαξε την πόλη από τον δυσβάσταχτο φόρο που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει στην Κρήτη, δηλαδή να προσφέρει επτά νέους και επτά νέες για να τους καταβροχθίσει ο Μινώταυρος.
Καθώς επέστρεφε απ’ την Κρήτη, ο Θησέας ξέχασε να σηκώσει τα λευκά πανιά που σηματοδοτούσαν τη νίκη του, και ο πατέρας του βλέποντας τα μαύρα πανιά, πίστεψε ότι ο γιος του πέθανε.
Από τη λύπη του αυτοκτόνησε, πηδώντας στη θάλασσα. Έτσι, από τον Αιγέα, πήρε το όνομά του το Αιγαίο πέλαγος. Ο Θησέας τότε διαδέχτηκε τον πατέρα του στον θρόνο και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας δεν είναι ο ιδρυτής της Αθήνας, αλλά ο δημιουργός μιας συνένωσης κωμοπόλεων, ενός συνοικισμού, ο οποίος έδωσε ζωή στην έννοια της πόλης-κράτους.
Η αριστοκρατία του Θησέα
Η Αττική ήταν διαιρεμένη σε ένα πλήθος μικρών κωμοπόλεων, ανεξάρτητες μεταξύ τους, με τους δικούς τους θεσμούς, δικαστήριο και κοινοβούλιο. Ο Πλούταρχος δεν τις αποκαλεί πόλεις, αλλά δήμους, έχοντας συναίσθηση ότι τις συνδέουν ιδιαίτεροι δεσμοί. Ο Θησέας ξεκινά μια μεγάλη περιήγηση σε όλους τους δήμους και στους οίκους, όπου τους προτείνει να ενωθούν και υπόσχεται την κατάργηση της βασιλείας και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.
Οι αδύναμοι και οι φτωχοί συναινούν αμέσως με την πρόταση της ένωσης, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα γλίτωναν από την οικονομική και πολιτική επιρροή των εύπορων οικογενειών που διοικούσαν την κοινότητα. Οι ισχυροί διχάζονται, αλλά υποχωρούν στην πρόταση. Οι υποσχέσεις του Θησέα προβλημάτισαν τους ιστορικούς.
Η πρώτη πρόταση είναι ευνόητη, δεδομένου ότι θα του ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναγκάσει τις τοπικές αρχές να υποταχθούν σε έναν μοναδικό βασιλιά. Η δεύτερη όμως πρόταση φαίνεται εντελώς ασυνήθιστη για μια τόσο μακρινή εποχή.
Ο Πλούταρχος γνώριζε την ιστορία των Αθηνών και ότι η Δημοκρατία καθιερώθηκε πολύ αργότερα, στα χρόνια του Σόλωνα (596-594 π.Χ.), του Κλεισθένη (510-507 π.Χ.) και του Περικλή (460-430 π.Χ.) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από αυτή τη λέξη κρύβεται ένας τρόπος για να προσδιορίσουμε την ισότητα των δικαιωμάτων.
Όχι όμως μια ισότητα που ισχύει για όλους. Ο Θησέας δεν την προτείνει σε όλους τους κατοίκους της καινούριας πόλης-κράτους, αλλά μόνο στους ισχυρούς. Καταργώντας της βασιλεία, τους ανοίγει τον δρόμο για να εκφραστούν πολιτικά. Παρέχοντας τους ισότητα δικαιωμάτων, τους επιτρέπει να δημιουργήσουν μία ομάδα παραδεκτή από όλους όσους προορίζονται να κυβερνήσουν την πόλη.
Γιατί, όπως γράφει ο Πλούταρχος, ο Θησέας δημιούργησε από τους Αθηναίους έναν μόνο λαό, γιατί δεν ήθελε να «βλέπει έναν όχλο αποδιοργανωμένο να εισρέει και να βουλιάζει την Δημοκρατία στη σύγχυση και την αταξία».
Διαχώρισε, κατά συνέπεια, τους ευγενείς (Ευπατρίδες) από τους αγρότες και τους τεχνίτες και επιφόρτισε τους πρώτους «να γνωρίζουν τα θεία, να παρέχουν τους δικαστές, να διδάσκουν τους νόμους και να ερμηνεύουν τους άγιους και ιερούς νόμους».
Η αφήγηση του Πλούταρχου παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατεί στην Αθήνα την εποχή του Σόλωνα, στις αρχές του 6ου αιώνα: μία αριστοκρατία γαιοκτημόνων, που συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες.
Ο πολιτικός ρόλος του Θησέα
Ο παραλληλισμός της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας με την αναφορά στην αριστοκρατία δεν είναι τυχαίος. Ο Θησέας απέκτησε «αξία» ως ήρωας πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα, ήταν αρχικά ένας τοπικός ήρωας της περιοχής του Μαραθώνα και το όνομά του δεν εμφανίζεται μεταξύ των δέκα ηρώων από τους οποίους πήραν την ονομασία τους οι δέκα καινούριες φυλές που δημιουργήθηκαν απ’ τον Κλεισθένη. Έρχεται σε πρώτο πλάνο μετά τους Περσικούς πολέμους και τότε απέκτησε εθνικό χαρακτήρα.
Περί το 475 π.Χ., ο Κίμων, ο πολιτικός που πήρε την εξουσία μετά την αποτυχία του Θεμιστοκλή, «ανακάλυψε» τα οστά του Θησέα στο νησί της Σκύρου και τα έστειλε στην Αθήνα με τιμές. Η συγκεκριμένη επιλογή είχε έντονη πολιτική χροιά.
Απέναντι σε αυτούς που επικαλούνταν την κληρονομιά του Κλεισθένη για να προωθήσουν ακόμη περισσότερο τις ευνοϊκές για τον λαό μεταρρυθμίσεις, ο εορτασμός του Θησέα υπενθύμιζε τους όρους του αρχικού συμβολαίου πάνω στο οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη, την εξουσία των Αριστοκρατών, εκείνων που αρκούνταν «σε μια σχετική ισότητα: οι ευγενείς υπερίσχυαν σε δόξα, οι αγρότες σε χρησιμότητα και οι τεχνίτες σε αριθμός».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου