Ο Όρος «Αισθητική» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό Αλεξάντρ Μπάουμγκαρντεν, «Αισθητική» (1750—1758), ο οποίος με το έργο του αυτό συνέβαλε στο να αναγνωριστεί η αισθητική σαν ένας ξεχωριστός φιλοσοφικός κλάδος που θα ασχολείται με τη φύση της ομορφιάς και της τέχνης. Ο όρος «αισθητική» παράγεται από την «αίσθηση», την εμπειρία που προέρχεται από το «αισθάνομαι», αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση που προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων.
Η αισθητική είχε κιόλας αρχίσει να αναπτύσσεται από τα αρχαία χρόνια στις πλούσιες χώρες της μεσογείου, της αρχαίας Ανατολής μέχρι και την αρχαία Κίνα. Την πιο πλήρη όμως ολοκλήρωσης της η Αισθητική, τη γνώρισε στην αρχαία Ελλάδα που ήταν η μήτρα πολιτικών γεγονότων και σκέψης, μέσα σε συνεχείς αγώνες για ανάπτυξη, στην τέχνη, την λογοτεχνία, στα δρώμενα όλων των ελληνικών πόλεων – κρατών, κι ακόμη, οι πλατιές εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολής. Αυτός ήταν λόγος που πήρε τις κατευθύνσεις από την αρχαία Ελλάδα.
Η ελληνική αισθητική σκέψη πρόβαλε σαν προσπάθεια να ερμηνευθεί θεωρητικά η καλλιτεχνική πρακτική της εποχής της. Η αρχαία ελληνική τέχνη από την εποχή που εμφανίστηκαν οι πρώτες αισθητικές αντιλήψεις, κατάφερε και ανέβηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο που στις πολυποίκιλες φιλοσοφικές – αισθητικές θεωρίες της αρχαίας Ελλάδας υπάρχουν τα σπέρματα για όλους σχεδόν τους μέχρι σήμερα τύπους όλων των κοσμοθεωριών.
Το βασικό περιεχόμενο της εξέλιξης της φιλοσοφικής – αισθητικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα ήταν κατ ουσία, ο αγώνας ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Ο αγώνας αυτός σε τελευταία ανάλυση αντανακλούσε την πάλη ανάμεσα στις προοδευτικές και τις συντηρητικές δυνάμεις της αρχαίας κοινωνίας. Οι θιασώτες του παλιού (παραδοσιακού) απέναντι σε κάθε μορφή νεοτερισμού. Η στασιμότητα απέναντι σε όποια αλλαγή.
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ
Από τους πρώτους που ξέρουμε πως διατύπωσαν μια σειρά θέσεις πάνω στα προβλήματα της τέχνης στην αρχαία ‘Ελλάδα ήταν οι πυθαγόρειοι. Από την κοσμοθεωρία τους οι πυθαγόρειοι ήταν ιδεαλιστές. Είχαν διακηρύξει ότι η ουσία στα πράγματα αποτελεί αριθμό, και γι’ αυτό η γνώση του κόσμου ταυτίζεται με τη γνώση των αριθμών που τον κατευθύνουν. Αυτές τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις τους τις χρησιμοποίησαν ως αφετηρίες για τις αισθητικές τους θεωρίες.
Οι Πυθαγόρειοι μέτραγαν ότι η αρμονία των αριθμών είναι αντικειμενική νομοτέλεια που κατευθύνει όλα τα φαινόμενα της ζωής. Και αυτή η αριθμητικά μετρητή αντικειμενική νομοτέλεια, κατά τη γνώμη των πυθαγορείων, βρίσκεται και στη βάση των αισθητικών φαινομένων. Ξέχωρη σημασία είχανε οι εργασίες των πυθαγορείων πάνω στη μουσική. Αυτοί οι οποίοι πρώτοι διατύπωσαν τη σκέψη ότι η ιδιομορφία του μουσικού τόνου εξαρτάται από το μήκος της χορδής που ηχεί. Πάνω σ’ αυτό ανέπτυξαν τη διδασκαλία για τις μαθηματικές βάσεις των μουσικών διαστημάτων.
Μα τη διδασκαλία τους για την αρμονία σαν «συμφωνία ασυμφωνούντος» οι πυθαγόρειοι θεμελίωσαν τη διαλεκτική ερμηνεία της ομορφιάς αν και βασίστηκαν στην χρησιμοποίηση των αντιθέσεων.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ
Πολύ πιο βαθιά το πρόβλημα της αντίθεσης όσον αναφορά τις κατηγορίες της Αισθητικής το έλυσε ο θεμελιωτής της διαλεκτικής Ηράκλειτος ο Έφέσιος (γύρω στα 530 — 470 π.χ). Ο Ηράκλειτος παίρνει για πρώτη αρχή σε καθετί που υπάρχει το «αιώνια ζωντανό πυρ». Στον κόσμο βασιλεύει αυστηρή νομοτέλεια, κι ωστόσο σ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα το αμετάβλητο — το παν ρέει κι αλλάζει. Αντίθετα προς τους πυθαγόρειους ο Ηράκλειτος τονίζει όχι τη συμφιλίωση των αντιθέσεων, αλλά τον αγώνα μεταξύ τους. Η ομορφιά κατά τον Ηράκλειτο είναι ιδιότητα του πραγματικού κόσμου. Κι ωστόσο, η ομορφιά είναι ιδιότητα σχετική. Η σχετικότητα αυτή προσδιορίζεται από το ότι οι υπάρξεις ανήκουν σε διαφορετικά γένη. Ο πιο ωραίος πίθηκος είναι άσχημος σε σύγκριση με το γένος των ανθρώπων.
Ο Ηράκλειτος, όπως και οι πυθαγόρειοι θεωρεί ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση, ωστόσο αυτή τη βάση δεν τη βλέπει στις αριθμητικές σχέσεις, αλλά στις ποιότητες των υλικών πραγμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ηράκλειτος ξεπερνάει τους πυθαγόρειους όχι μονάχα γιατί δίνει πιο βαθιά, διαλεκτική εξήγηση στην αρμονία και την ομορφιά, άλλα και γιατί, σ’ αυτόν, ο ίδιος ο κόσμος αποτιμάται ως υλικός. Δεν είναι φτιαγμένος από θεούς, άλλα υπάρχει αιώνια στην μορφή αέναου γίγνεσθαι. Έτσι, η ομορφιά έχει υλική βάση και αναπτύσσεται σαν ιδιότητα των πραγμάτων.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ
Από την πλουσιότατη συγγραφική κληρονομιά – που δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα – ενός από τους πιο βαθείς στοχαστές της αρχαιότητας, που θεμελίωσε τον ατομικό υλισμό, ο Δημόκριτος (460 π.χ.) πολύ λίγα έφτασαν μέχρι σε μας. Από τα αποσπάσματα όμως που σώθηκαν από το έργο του μπορούμε να σχηματίσουμε μια εντύπωση για τις αισθητικές του αντιλήψεις.
Ο Δημόκριτος ξεκινάει από το ότι το ωραίο έχει αντικειμενική βάση στον υλικό κόσμο. Η ουσία της Ομορφιάς κατά το Δημόκριτο βρίσκεται στην κανονική διάταξη, στη συμμετρία, στην αρμονία των μερών, στης σωστές μαθηματικές σχέσεις. Τη μουσική τη θεωρούσε ως τη ανώτερη των τεχνών . Και βεβαίωνε ότι αυτή «δεν τη γέννησε η ανάγκη, αλλά την έφερε στον κόσμο η πολυτέλεια με την εξέλιξη της».
Όπως βλέπουμε, εδώ ο Δημόκριτος πλησιάζει στο πρόβλημα για τις κοινωνικές αιτίες στην ανάπτυξη της τέχνης. Τον Δημόκριτο τον απασχολεί επίσης και το πρόβλημα για τη φύση της έμπνευσης, που τη θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιτεχνική δημιουργία.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ο Σωκράτης (469 — 399 π.χ.) στις αισθητικές του αποφάνσεις απομακρύνεται από τον υλισμό. Στις γενικές φιλοσοφικές αντιλήψεις του ο Σωκράτης είναι φανατικός ιδεαλιστής. Τα φυσικά προβλήματα για το Σωκράτη μένουν σε δεύτερο πλάνο. Η προσοχή του συγκεντρώνεται γύρω στα προβλήματα της ηθικής. Ο άνθρωπος, κατά το Σωκράτη, είναι τόσο ηθικός όσο γνωρίζει τι είναι η αρετή, δηλαδή κατά πόσο αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται το ωραίο και το καλό. Άρα, το ακέριο ηθικό και το ακέριο ωραίο, κατά το Σωκράτη, ταυτίζονται. Για τη γνώση μπορούν να έχουν αξιώσεις μόνο «ευγενείς άνθρωποι» (καλός κάγαθός). Όσο για τον επαγγελματία και τον αγρότη, μιας τοις % είναι τέτοιας λογής οι απασχολήσεις τους δεν μπορούν να είναι καλλιεργημένοι, και γι’ αυτό αποδείχνονται ανίκανοι να νιώσουν την αρετή και την ομορφιά. «Έτσι, ξεκάθαρα προβάλλονται τα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά στην ηθική του Σωκράτη.
Την κατηγορία του ωραίου ο Σωκράτης τη συνδέει με τη σκοπιμότητα, δηλαδή με την ωφελιμότητα για την επιτυχία ορισμένου σκοπού. Με αυτό για βάση, το ωραίο κατά το Σωκράτη είναι σχετικό: «Το καθετί είναι καλό και ωραίο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται καλά, και, αντίθετα είναι κακό και άσχημο σε σχέση μ’ αυτό για το οποίο χρησιμοποιείται κακά».
Η τέχνη κατά το Σωκράτη είναι μίμηση της φύσης. Βασικός σκοπός της απεικόνισης στην τέχνη πρέπει να είναι α ωραίος πνευματικά και σωματικά άνθρωπος. Αν και η γλυπτική και η ζωγραφική απεικονίζουν τον άνθρωπο εξωτερικά, πρέπει να μη περιορίζονται μονάχα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Κατά το Σωκράτη όχι μονάχα η ποίηση, αλλά κ’ η γλυπτική μπορεί να εκφράσει «καταστάσεις της ψυχής». Και κάτι περισσότερο: και εδώ το «σωματικό» πρέπει να είναι υποταγμένο στο «πνευματικό».
ΠΛΑΤΩΝ
Από αντικειμενικά ιδεαλιστικές θέσεις ανάπτυξε την αισθητική και ο μαθητής του Σωκράτη Πλάτων (427 — 347 π.χ.).
Κεντρικός στόχος του Πλάτωνα είναι το πρόβλημα του ωραίου. Στο διάλογο του «’Ιππιας Μείζων» ο Πλάτων απορρίπτει τις αντιλήψεις που εκείνο τον καιρό υπήρχανε για το ωραίο. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ωραίο δεν είναι εκείνο που «μοιάζει», ωραίο, δεν είναι ούτε το «χρήσιμο», ούτε το «ωφέλιμο η το ευχάριστο στην δράση και την ακοή.
Το ωραίο, κατά τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο, αλλά στον κόσμο των ιδεών. Σε τούτο τον κόσμο, που είναι προσιτός με την αισθητηριακή αντίληψη, βασιλεύει η πολυμορφία. Εδώ όλα αλλάζουν και περνούν. Ενώ το ωραίο, γενικά, το ωραίο σαν ιδέα ούτε γεννιέται ούτε αφανίζεται. Υπάρχει έξω από τόπο και χρόνο, και του είναι ξένη η κίνηση κ’ η αλλαγή. Αυτό, θαρρείς και είναι αντίθετο στην ομορφιά των αισθητών πραγμάτων, τα οπαία δεν είναι πηγή ομορφιάς. Και μιας κ’ η ομορφιά έχει υπεραισθητό χαρακτήρα, λέει ο Πλάτων, γι’ αυτό δεν είναι προσιτή με τα αισθήματα, μα με το νου. Όντας «ομοιόμορφο με τον εαυτό του», το ωραίο βρίσκεται στο με τη νόηση μονάχα προσιτό βασίλειο των υπερκόσμιων ιδεών. Όπως βλέπουμε, η έννοια της ομορφιάς στον Πλάτωνα αναπτύχθηκε σε μυστικιστικά ιδεαλιστικό πλάνο.
Με τον ίδιο τρόπο ο Πλάτων ερμηνεύει και τα προβλήματα του δημιουργικού σχεδίου. Πριν απ’ όλα, αντιθέτει με οξύτατη την καλλιτεχνική έμπνευση στην γνωστική λειτουργία. Η έμπνευση του καλλιτέχνη είναι εξωλογική, αντιορθολογική, ο καλλιτέχνης δημιουργεί σε κατάσταση επιφοίτησης κ’ ενατένισης. ‘Υπονοείται ότι με τέτοιας λογής ερμηνεία της δημιουργικής λειτουργίας περισσεύει κάθε ανάγκη να μελετηθεί η καλλιτεχνική παράδοση, να αποκτηθούν επιδεξιοσύνη κ’ ικανότητες, μιας και ο καλλιτέχνης σαν «θεόπνευστος» είναι μόνο όργανο που διαμέσου του αποκαλύπτεται η ενέργεια των μυστικιστικών δυνάμεων της θεότητας. Στη θεωρία του για την έμπνευση ο Πλάτων αγκαλιάζει μια από τις πραγματικές πλευρές της τέχνης — τη δύναμη της μεταδοτικότητάς της. Άλλα αυτή η πλευρά της τέχνης στον Πλάτωνα γίνεται πέρα για πέρα μυστικιστική.
Ο Πλάτων είναι Οπαδός της θεωρίας της μίμησης, την όποια και ερμηνεύει ιδεαλιστικά. Ο καλλιτέχνης αναπαράγει αισθητά πράγματα. Άλλα τα πράγματα στην ουσία τους δεν είναι παρά ανταύγειες των Ιδεών. Σ’ αυτή την περίπτωση οι απεικονίσεις του καλλιτέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από αντιγραφές αντιγραφών, μιμήσεις μιμήσεων, σκιές σκιών. Σαν δευτερεύον αντικαθρέφτισμα, σαν αντικαθρέφτισμα από άλλο αντικαθρέφτισμα, η τέχνη, κατά τον Πλάτωνα δεν έχει γνωστική άξια. Πέρα από αυτό, η τέχνη είναι απατηλή, ψεύτικη και παρεμποδίζει τη γνώση του πραγματικά αληθινού κόσμου.
Και ποιός είναι ο ζηλωτής της καλλιτεχνικής παραγωγής; Σ’ αυτό το ερώτημα ο Πλάτων διατυπώνει ξεκάθαρα την αριστοκρατική άποψη. Η Μούσα, λέει, πρέπει να παρέχει «την ευαρέσκεια της όχι στους πρώτους τυχόντες, αλλά στους πιο εξαιρετικούς και σε κείνους που έχουν αρκετά διαπαιδαγωγηθεί».
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Η ιδεαλιστική Αισθητική του Πλάτωνα, όπως και η φιλοσοφία του στο σύνολό της, δέχτηκε την εξονυχιστική κριτική του μαθητή του Αριστοτέλη (384 -— 322 π.χ.). Ο ίδιος ο Αριστοτέλης και η κοσμοθεωρία του ταλαντεύονταν ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, κλίνοντας σε τελευταία ανάλυση προς τον ιδεαλισμό.
Το κυριότερο αισθητικό έργο του Αριστοτέλη είναι το «Περί ποιητικής». Σ αυτό γενικεύει την καλλιτεχνική πρακτική του καιρού του και κάπως κωδικοποιεί τους κανόνες της δημιουργίας. Στο «Περί ποιητικής» αναφέρεται στον Όμηρο, στους δραματουργούς — Σοφοκλή, Ευριπίδη, στους καλλιτέχνες — Πολύγνωτο, Ζεύξη κ.α. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει καλά το ελληνικό δράμα, το έπος, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική. Αντίθετα προς τον Πλάτωνα που κατά προτίμηση κλίνει στη θεωρητική ερμηνεία των αισθητικών προβλημάτων, ο Αριστοτέλης προτιμάει και ξεκινάει από συγκεκριμένα γεγονότα. Το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη δεν είναι μονάχα το πιο σπουδαίο θεωρητικό ντοκουμέντο, αλλά και αυθεντικό τεκμήριο για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης.
Ο Αριστοτέλης, το ίδιο όπως κ’ οι προγενέστεροι του, αναζητεί τον αντικειμενικό νόμο του ωραίου. Όμως αντίθετα από τον Πλάτωνα, αυτός τον αναζητεί όχι στον υπεραισθητό, αλλά στον πραγματικό κόσμο. Για τον Αριστοτέλη η ομορφιά είναι αντικειμενικά υπαρκτή ποιότητα, ιδιότητα που έχουν τα ίδια τα αντικείμενα, τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης προβάλλει και συστηματοποιεί τα γνωρίσματα του ωραίου και δημιουργεί κανονιστική Αισθητική.
Και ποια είναι κατά τον Αριστοτέλη τα γνωρίσματα του ωραίου; Σχετικά με αυτό στα «Μεταφυσικά» του λέει το παρακάτω: «τα σπουδαιότερα γνωρίσματα του ωραίου είναι: συμμετρία [στο χώρο], αναλογία και ενάργεια» Στο «Περί ποιητικής» κοντά σ’ αυτά τα γνωρίσματα του ωραίου ο Αριστοτέλης προσθέτει και τα ακεραιότητα και ενότητα στην πολυμορφία. Πιο πέρα Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδιορίσει τη σχέση της ομορφιάς με το καλό. Στα «Μεταφυσικά» του παρατηρεί ότι το καλό πάντοτε εκφράζεται σε κίνηση, ενώ το ωραίο μπορεί να υπάρχει και σε ακίνητα πράγματα. Πάνω σ’ αυτό διακρίνει ομορφιά ηρεμίας και ομορφιά κίνησης.
Όπως βλέπουμε, ο Αριστοτέλης πριν απ’ όλα ενδιαφέρεται για τα τυπικά γνωρίσματα της ομορφιάς. ‘Ωστόσο τη βάση της ομορφιάς τη βλέπει στις ιδιότητες και στις σχέσεις των πραγματικών αντικειμένων. Έτσι ερμηνεύοντας το πρόβλημα του ωραίου ο Αριστοτέλης βασικά, στέκει σε υλιστικές θέσεις.
Επίσης, στην πραγματεία του πάνω στη θεωρία της μίμησης ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πολύ από τον Πλάτωνα. Σχετικά με αυτό, ο! παρακάτω παρατηρήσεις του Αριστοτέλη αποκτούν ξέχωρη σημασία: «Πρώτα – πρώτα, η μίμηση είναι έμφυτη στους ανθρώπους από την παιδική ηλικία, κι ότι τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα είναι πως μπορούν πιο εύκολα από αυτά να μιμηθούν, κάτι που τους δίνει την ικανότητα να αποχτήσουν τις πρώτες γνώσεις. Έπειτα, τα προϊόντα της μίμησης προσφέρουν σε όλους ευχαρίστηση. Μ’ αυτό ο Αριστοτέλης προσπαθεί να εξηγήσει την ευχαρίστηση που νιώθουν οι άνθρωποι βλέποντας τα έργα τέχνης. Αυτή η ευχαρίστηση, κατά τη γνώμη του, βασίζεται στη χαρά της «γνώσης». Την πηγή των αισθητικών ευχαριστήσεων δεν την βλέπει στον κόσμο των ιδεών η σε άλλες ουρανοκατέβατες υπερκόσμιες υπάρξεις αλλά στο πραγματικό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη γνώση. Η τέχνη κατά τον Αριστοτέλη είναι μια από τις μορφές της γνωστικής δραστηριότητας των ανθρώπων.
Η τέτοιας λογής ερμηνεία της μίμησης έδωσε στο φιλόσοφο τη δυνατότητα να διατυπώσει με εκπληκτική βαθύτητα το πρόβλημα για την καλλιτεχνική αλήθεια. Ο Αριστοτέλης δε ζητάει από την τέχνη απόλυτη ομοιότητα στα πράγματα και τα φαινόμενα που αναπαράγει. Η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και τον ποιητή δεν περιέχεται στο ότι ο ένας γράφοντας χρησιμοποιεί στίχους κι ο άλλος όχι. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι «δ πρώτος μιλάει για πράγματα που συνέβησαν στην πραγματικότητα, ενώ ο άλλος γι’ αυτό που θα μπορούσε να συμβεί».
Ο ιστορικός μιλάει για το μοναδικό, ο ποιητής για το γενικό. Γι’ αυτό η ποίηση είναι «πιο φιλοσοφική και πιο σπουδαία από την ιστορία». Πιο πέρα ο Αριστοτέλης παραδέχεται ότι μπορεί η απεικόνιση να γίνει με ακρίβεια, αν με αυτό εξασφαλίζεται μεγαλύτερη εκφραστικότητα στο έργο τέχνης.
Συγκριτικά, στην εποχή του Αριστοτέλη τα είδη και γένη της τέχνης είχανε καθοριστεί με ακρίβεια κ’ έφτασαν σε υψηλή στάθμη εξέλιξης. Είχε συγκεντρωθεί αρκετό υλικό σε στοιχεία για να τεθεί το πρόβλημα της ταξινόμησης των τεχνών. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την τέχνη κατά το αντικείμενο, τη μέθοδο και τα μέσα μίμησης. Διερευνά λεπτομερειακά ιδιαίτερα τη δομή της τραγωδίας. Η θεωρία του για την τραγωδία είχε μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη εξέλιξη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής πρακτικής.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη πάνω στη διαδικασία της δημιουργίας. Στην Αισθητική του Αριστοτέλη αυτό η διαδικασία χάνει το μυστικιστικό της χαρακτήρα. Η διαδικασία δημιουργίας των έργων τέχνης καθώς και η αφομοίωση τους κατά τον Αριστοτέλη είναι διανοητικές λειτουργίες. Κατά την άποψη του η διαδικασία της δημιουργίας είναι προσιτό στην νόηση και επιδέχεται έλεγχο, από αυτό ξεκάνει η προσπάθεια του Αριστοτέλη να διατυπώσει καθορισμένα αξιώματα, κανόνες κι αρχές. Από αυτή την αντίληψη για τη διαδικασία της δημιουργίας γίνεται ολότελα φυσικό το ότι ο Αριστοτέλης απαιτεί όχι μόνο να σπουδάζεται η καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και η αισθητική κρίση.
Σημαντική θέση στα έργα του Αριστοτέλη παίρνει το πρόβλημα για τον παιδαγωγικό ρόλο της Τέχνης. Η τέχνη, κατά τη γνώμη του, δεν έχει ανεξάρτητο κύρος. Συνδέεται με την ηθική ζωή των ανθρώπων και είναι υποταγμένη στα προβλήματα «τελειοποίησης στην αρετή». Τα έργα τέχνης εξευγενίζουν τον άνθρωπο, γιατί με μέσο τον εξαγνισμό («κάθαρση») της ψυχής τον ελευθερώνουν από τ’ αρνητικά του πάθη. Το ότι ο Αριστοτέλης υπόδειξε το δεσμό της τέχνης με την ηθική δραστηριότητα των ανθρώπων στάθηκε μεγάλη προσφορά του. Ωστόσο πρέπει να μνημονευθεί ότι για τον Αριστοτέλη το ηθικό ιδανικό είναι «θεωρητική λειτουργία του νου» που δεν επιδιώκει κανένα πρακτικό σκοπό. Στο έργο του Αριστοτέλη η αρχαία Ελληνική αισθητική σκέψη έφτασε στο κατακόρυφο της.
ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ
Την παραπέρα ανάπτυξη τους οι αισθητικές ιδέες την πήρανε στην αρχαία Ρώμη. Με βάση την υλιστική αντίληψη για τον κόσμο, μερικά από τα αισθητικά προβλήματα εξετάζονται από το Ρωμαίο ατομιστή Λουκρήτιο (99 — 55 πχ.).
Στο ποίημα «Για τη φύση των πραγμάτων» εξετάζει την ιδέα για το αναλλοίωτο των νόμων της φύσης που είναι ανεξάρτητοι από τις επεμβάσεις των θεών. Επιβεβαιώνει την αρχή της αιωνιότητας και αφθαρσίας της ύλης, ακολουθώντας τον Επίκουρο διατυπώνει την ατομική θεωρία. Κατά την γνώμη του Λουκρήτιου η τέχνη επήγασε από τη «χρεία», δηλαδή από τις ανάγκες του ανθρώπου. Η τέχνη μιμείται τα διάφορα φαινόμενα της φύσης. Η τέχνη δεν προσφέρει μόνο «ηδονή», άλλα έχει και ωφελιμιστική αποστολή. Λόγου χάρη χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διάδοση γνώσεων.
Ο Λουκρήτιος δεν είναι μόνο φιλόσοφος, άλλα και εξαίρετος ποιητής, «ακμαίος, θαρραλέος, ελικώνιος κυρίαρχος του κόσμου» (χαρακτήρισε ο Μαρξ). Το ποίημά του διακρίνεται τόσο για το βάθος των ιδεών που αυτός αναπτύσσει, όσο και για τη θαυμάσια ποιητική φόρμα.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ
Έτσι φθάσαμε στην ύστερη κλασική εποχή όπου και στη Ρώμη, την Ελλάδα, πολύ περισσότερο στη Μικρά Ασία, τη Συρία και Αίγυπτο, όπου, ακόμη και το πιο άκριτο ανακάτωμα από τις πιο χυδαίες προκαταλήψεις των λαών γινόταν αποδεχτό ανεξέλεγκτα, και συμπληρώνονταν από θεοσεβούμενη απάτη και απερίφραστο τσαρλατανιά. Ήταν η εποχή όπου την πιο σημαντική θέση την κατείχαν τα θαύματα, οι εκστάσεις, τα οράματα, τα φαντάσματα, οι προφητείες, η τεχνητή κατασκευή χρυσού, ο Καβαλισμός και κάθε λογής ανοησίες. Είναι η εποχή της αποσύνθεσης της αρχαίας αισθητικής σκέψης του κάλους και του αντικειμενικά ωραίου, που θα το καταπιεί ο επερχόμενος χριστιανισμός που ήδη άρχισε να απλώνεται σαν αρρώστια στα σπλάχνα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ
Στο όνομα αυτής της επερχόμενης λαίλαπας, ενέδωσε και η φιλοσοφία της παρακμής, αυτό έγινε αργότερα φανερό με τον εξ Αιγύπτου Πλωτίνο (204 — 270 μ.χ), διάσημο εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού που έγινε γέφυρα των θρήσκων εθνικών στο πέρασμα τους από τον Πλατωνισμό στο Χριστιανισμό.
Τον κόσμο ο Πλωτίνος τον σκέφτεται ως εκπόρευση (απορροή) από το θεϊκό πλεόνασμα. Η πρωταρχική τελειότητα, απορρέοντας, σιγά – σιγά όλο και γίνεται πιο ατελής. Κατά τη γνώμη του Πλωτίνου, σκοπός του άνθρωπου είναι να ξαναγυρίσει στο θεό, κάτι που πραγματοποιείται με τον ασκητισμό και την έκσταση. Μόνο σε κατάσταση κατάνυξης και έκστασης πλησιάζουμε στο θεό.
Με τέτοιας λογής μυστικιστική διαδικασία ο Πλωτίνος ερμηνεύει και το πρόβλημα του ωραίου. Κατά τη γνώμη του τα πράγματα είναι ωραία«διαμέσου της επικοινωνίας προς την ιδέα». Η ομορφιά που γίνεται αντιληπτή με τα αισθήματα είναι κατώτερο είδος ωραίου. Όσο πιο πολύ η ψυχή ελευθερώνεται από το σωματικό, τόσο γίνεται πιο ωραία. Το αγαθό στέκει στη κορυφή του χορού των πραγμάτων. Είναι η ανώτατη, η πρώτη ομορφιά. Η ενατένιση αυτής της ομορφιάς δεσπόζει πάνω από το καθετί – πάνω από τα ωραία σώματα. Για χάρη της πρέπει να απαρνιέται κανείς βασίλεια και εξουσίες. Τα ωραία σώματα δεν είναι παρά ίχνη, εικόνες, σκιές, αναλαμπές της ανώτατης ομορφιάς. Για ν’ αντικρίσεις την ανώτατη ομορφιά πρέπει πρώτα να γλυτώσεις την ψυχή από το σωματικό ρύπο.
Το κήρυγμα για ασκητισμό, ή αποστροφή απέναντι στον αισθητό κόσμο, η απάρνηση του νου κ’ η προβολή σε πρώτο πλάνο του μυστικιστικού ρεμβασμού, η θέα της ανώτατης ομορφιάς στο θεό — όλες αυτές οι κατευθύνσεις της αισθητικής του Πλωτίνου ξεπερνάνε τις θεολογικές δοξασίες του σκοταδιστικού μεσαίωνα.(Για μερικά από αυτά τα μαργαριτάρια του, ακόμα ο ίδιος ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του!!!)
Η «φιλοσοφία» του εγκρίθηκε πλήρως από τους πατέρες της εκκλησίας Αμβρόσιο και Αυγουστίνο.
Η προοδευτική ελληνορωμαϊκή αισθητική σκέψη έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην παραπέρα ανάπτυξη της αισθητικής. Είχανε κιόλας τεθεί πολλά από τα πιο σπουδαία προβλήματα για την ουσία της τέχνης και για την κοινωνική της αποστολή.
Η θεωρία της «μίμησης» τόνιζε την ουσία της τεχνικής δραστηριότητας σαν αληθινό αντικαθρέφτισμα, τη μειονεκτικότητα της τέχνης σε σχέση με τον αντικειμενικό κόσμο. Είχε πλατιά αναπτυχθεί η ιδέα ότι η τέχνη έχει μορφωτική σημασία και δεσμούς με την πολιτική ζωή της κοινωνίας. Τα προβλήματα για τα είδη και τα γένη, το περιεχόμενο και η φόρμα στα έργα τέχνης καλλιεργούνται σε κάθε τους πλευρά. Επίσης είχανε διατυπωθεί βαθυστόχαστες κρίσεις για την ουσία της αισθητικής αφομοίωσης της πραγματικότητας γενικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου