Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τῶν ἐν Χερρονήσῳ (24-37)

[24] Ὅ τι τοίνυν δύναται ταῦτα ποιεῖν, ἐνίους μαθεῖν ὑμῶν δεῖ. λέξω δὲ μετὰ παρρησίας· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ἄλλως δυναίμην. πάντες ὅσοι πώποτ᾽ ἐκπεπλεύκασι παρ᾽ ὑμῶν στρατηγοί (ἢ ᾽γὼ πάσχειν ὁτιοῦν τιμῶμαι) καὶ παρὰ Χίων καὶ παρ᾽ Ἐρυθραίων καὶ παρ᾽ ὧν ἂν ἕκαστοι δύνωνται, τούτων τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων λέγω, χρήματα λαμβάνουσιν.

[25] λαμβάνουσι δ᾽ οἱ μὲν ἔχοντες μίαν ἢ δύο ναῦς ἐλάττονα, οἱ δὲ μείζω δύναμιν πλείονα. καὶ διδόασιν οἱ διδόντες οὔτε τὰ μικρὰ οὔτε τὰ πολλὰ ἀντ᾽ οὐδενός (οὐ γὰρ οὕτω μαίνονται), ἀλλ᾽ ὠνούμενοι μὴ ἀδικεῖσθαι τοὺς παρ᾽ αὑτῶν ἐκπλέοντας ἐμπόρους, μὴ συλᾶσθαι, παραπέμπεσθαι τὰ πλοῖα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῦτα· φασὶ δ᾽ εὐνοίας διδόναι, καὶ τοῦτο τοὔνομ᾽ ἔχει τὰ λήμματα ταῦτα.

[26] καὶ δὴ καὶ νῦν τῷ Διοπείθει στράτευμ᾽ ἔχοντι σαφῶς ἐστι τοῦτο δῆλον ὅτι δώσουσι χρήματα πάντες οὗτοι· πόθεν γὰρ οἴεσθ᾽ ἄλλοθεν τὸν μήτε λαβόντα παρ᾽ ὑμῶν μηδὲν μήτ᾽ αὐτὸν ἔχονθ᾽ ὁπόθεν μισθοδοτήσει, στρατιώτας τρέφειν; ἐκ τοῦ οὐρανοῦ; οὐκ ἔστι ταῦτα, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται, ἀπὸ τούτων διάγει.

[27] οὐδὲν οὖν ἄλλο ποιοῦσιν οἱ κατηγοροῦντες ἐν ὑμῖν ἢ προλέγουσιν ἅπασι μηδ᾽ ὁτιοῦν ἐκείνῳ διδόναι, ὡς καὶ τοῦ μελλῆσαι δώσοντι δίκην, μή τι ποιήσαντί γ᾽ ἢ καταπραξαμένῳ. τοῦτ᾽ εἰσὶν οἱ λόγοι· «μέλλει πολιορκεῖν,» «τοὺς Ἕλληνας ἐκδίδωσιν.» μέλει γάρ τινι τούτων τῶν τὴν Ἀσίαν οἰκούντων Ἑλλήνων; ἀμείνους μέντἂν εἶεν τῶν ἄλλων ἢ τῆς πατρίδος κήδεσθαι.

[28] καὶ τό γ᾽ εἰς τὸν Ἑλλήσποντον εἰσπέμπειν ἕτερον στρατηγὸν τοῦτ᾽ ἐστίν. εἰ γὰρ δεινὰ ποιεῖ Διοπείθης καὶ κατάγει τὰ πλοῖα, μικρόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μικρὸν πινάκιον ταῦτα πάντα κωλῦσαι δύναιτ᾽ ἄν, καὶ λέγουσιν οἱ νόμοι, ταῦτα τοὺς ἀδικοῦντας εἰσαγγέλλειν, οὐ μὰ Δί᾽ οὐ δαπάναις καὶ τριήρεσιν τοσαύταις ἡμᾶς αὐτοὺς φυλάττειν, ἐπεὶ τοῦτό γ᾽ ἐστὶν ὑπερβολὴ μανίας·

[29] ἀλλ᾽ ἐπὶ μὲν τοὺς ἐχθρούς, οὓς οὐκ ἔστι λαβεῖν ὑπὸ τοῖς νόμοις, καὶ στρατιώτας τρέφειν καὶ τριήρεις ἐκπέμπειν καὶ χρήματ᾽ εἰσφέρειν δεῖ καὶ ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἐπὶ δ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς ψήφισμα, εἰσαγγελία, πάραλος ταῦτ᾽ ἔστιν. ταῦτ᾽ ἦν εὖ φρονούντων ἀνθρώπων, ἐπηρεαζόντων δὲ καὶ διαφθειρόντων τὰ πράγμαθ᾽ ἃ νῦν οὗτοι ποιοῦσιν.

[30] καὶ τὸ μὲν τούτων τινὰς εἶναι τοιούτους, δεινὸν ὂν οὐ δεινόν ἐστιν· ἀλλ᾽ ὑμεῖς οἱ καθήμενοι οὕτως ἤδη διάκεισθε, ὥστ᾽, ἂν μέν τις εἴπῃ παρελθὼν ὅτι Διοπείθης ἐστὶ τῶν κακῶν πάντων αἴτιος, ἢ Χάρης ἢ Ἀριστοφῶν ἢ ὃν ἂν τῶν πολιτῶν εἴπῃ τις, εὐθέως φατὲ καὶ θορυβεῖθ᾽ ὡς ὀρθῶς λέγει·

[31] ἂν δὲ παρελθὼν λέγῃ τις τἀληθῆ, ὅτι «ληρεῖτ᾽, Ἀθηναῖοι· πάντων τῶν κακῶν καὶ τῶν πραγμάτων τούτων Φίλιππός ἐστ᾽ αἴτιος· εἰ γὰρ ἐκεῖνος ἦγεν ἡσυχίαν, οὐδὲν ἂν ἦν πρᾶγμα τῇ πόλει,» ὡς μὲν οὐκ ἀληθῆ ταῦτ᾽ ἐστὶν οὐκ ἔχετ᾽ ἀντιλέγειν, ἄχθεσθαι δέ μοι δοκεῖτε καὶ ὥσπερ ἀπολλύναι τι νομίζειν.

[32] αἴτιον δὲ τούτων (καί μοι πρὸς θεῶν, ὅταν εἵνεκα τοῦ βελτίστου λέγω, ἔστω παρρησία)· παρεσκευάκασιν ὑμᾶς τῶν πολιτευομένων ἔνιοι ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις φοβεροὺς καὶ χαλεπούς, ἐν δὲ ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ πολέμου ῥᾳθύμους καὶ εὐκαταφρονήτους. ἂν μὲν οὖν τὸν αἴτιον εἴπῃ τις ὃν ἴσθ᾽ ὅτι λήψεσθε παρ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς, φατὲ καὶ βούλεσθε· ἂν δὲ τοιοῦτον λέγῃ τις, ὃν κρατήσαντας τοῖς ὅπλοις, ἄλλως δ᾽ οὐκ ἔστιν κολάσαι, οὐκ ἔχετ᾽, οἶμαι, τί ποιήσετε, ἐξελεγχόμενοι δ᾽ ἄχθεσθε.

[33] ἐχρῆν γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοὐναντίον ἢ νῦν ἅπαντας τοὺς πολιτευομένους ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις πράους καὶ φιλανθρώπους ὑμᾶς ἐθίζειν εἶναι (πρὸς γὰρ ὑμᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς συμμάχους ἐν ταύταις ἐστὶ τὰ δίκαια), ἐν δὲ ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ πολέμου φοβεροὺς καὶ χαλεποὺς ἐπιδεικνύναι· πρὸς γὰρ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς ἀντιπάλους ἐκεῖνός ἐσθ᾽ ἁγών.

[34] νῦν δὲ δημαγωγοῦντες ὑμᾶς καὶ χαριζόμενοι καθ᾽ ὑπερβολὴν οὕτω διατεθήκασιν, ὥστ᾽ ἐν μὲν ταῖς ἐκκλησίαις τρυφᾶν καὶ κολακεύεσθαι πάντα πρὸς ἡδονὴν ἀκούοντας, ἐν δὲ τοῖς πράγμασι καὶ τοῖς γιγνομένοις περὶ τῶν ἐσχάτων ἤδη κινδυνεύειν. φέρε γὰρ πρὸς Διός, εἰ λόγον ὑμᾶς ἀπαιτήσειαν οἱ Ἕλληνες ὧν νυνὶ παρείκατε καιρῶν διὰ ῥᾳθυμίαν, καὶ ἔροινθ᾽ ὑμᾶς,

[35] «ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πέμπεθ᾽ ὡς ἡμᾶς ἑκάστοτε πρέσβεις, καὶ λέγεθ᾽ ὡς ἐπιβουλεύει Φίλιππος ἡμῖν καὶ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι, καὶ ὡς φυλάττεσθαι δεῖ τὸν ἄνθρωπον, καὶ πάντα τὰ τοιαυτί;» ἀνάγκη φάσκειν καὶ ὁμολογεῖν· ποιοῦμεν γὰρ ταῦτα. «εἶτ᾽, ὦ πάντων ἀνθρώπων φαυλότατοι, δέκα μῆνας ἀπογενομένου τἀνθρώπου καὶ νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθέντος ὥστε μὴ ἂν δύνασθαι ἐπανελθεῖν οἴκαδε,

[36] οὔτε τὴν Εὔβοιαν ἠλευθερώσατε, οὔτε τῶν ὑμετέρων αὐτῶν οὐδὲν ἐκομίσασθε, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μὲν ὑμῶν οἴκοι μενόντων, σχολὴν ἀγόντων, ὑγιαινόντων (εἰ δὴ τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑγιαίνειν φήσαιμεν), δύ᾽ ἐν Εὐβοίᾳ κατέστησε τυράννους, τὸν μὲν ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπιτειχίσας, τὸν δ᾽ ἐπὶ Σκίαθον,

[37] ὑμεῖς δ᾽ οὐδὲ ταῦτ᾽ ἀπελύσασθε, εἰ μηδὲν ἄλλ᾽ ἐβούλεσθε, ἀλλ᾽ εἰάκατε; ἀφέστατε δῆλον ὅτι αὐτῷ, καὶ φανερὸν πεποιήκατε ὅτι οὐδ᾽ ἂν δεκάκις ἀποθάνῃ, οὐδὲν μᾶλλον κινήσεσθε. τί οὖν πρεσβεύετε καὶ κατηγορεῖτε καὶ πράγμαθ᾽ ἡμῖν παρέχετε;» ἂν ταῦτα λέγωσι, τί ἐροῦμεν ἢ τί φήσομεν, Ἀθηναῖοι; ἐγὼ μὲν γὰρ οὐχ ὁρῶ.

***
[24] Πρέπει λοιπόν μερικοί από σας να μάθουν ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες από αυτήν τη συμπεριφορά σας. Θα μιλήσω ανοιχτά, γιατί δεν θα μπορούσα άλλωστε να κάνω και αλλιώς. Όλοι οι στρατηγοί, όσοι μέχρι σήμερα έχουν αναχωρήσει με στόλο από την πόλη (αν δεν είναι έτσι, προτείνω να υποστώ οποιαδήποτε τιμωρία), παίρνουν χρήματα και από τους Χιώτες και από τους Ερυθραίους και από όσους ο καθένας τους μπορεί, εννοώ από τους Έλληνες που κατοικούν στη Μ. Ασία.

[25] Όσοι έχουν υπό την διοίκησή τους ένα ή δύο πλοία, παίρνουν λιγότερα χρήματα, όσοι διοικούν μεγαλύτερη δύναμη, παίρνουν περισσότερα. Όσοι εξάλλου δίνουν τα ποσά, είτε τα λίγα είτε τα πολλά, δεν τα δίνουν χωρίς κανένα αντάλλαγμα (γιατί δεν είναι τόσο τρελοί), αλλά επειδή με αυτά έχουν πετύχει να μην καθίστανται θύματα αδικιών οι έμποροι που αναχωρούν από τα λιμάνια τους, να μην γίνονται λεία πειρατών, να συνοδεύονται τα εμπορικά τους πλοία και όλα τα παρόμοια. Λένε ότι προσφέρουν δώρα, αυτό ακριβώς το όνομα έχουν αυτές οι εισφορές.

[26] Έτσι λοιπόν και τώρα εξυπακούεται ότι όλοι θα δώσουν χρήματα στον Διοπείθη, εφόσον έχει στρατό. Από πού αλλού δηλαδή φαντάζεστε ότι θα βρει πόρους για τη συντήρηση των στρατιωτών του ένας στρατηγός, αν δεν πάρει τίποτε από σας και αν δεν έχει ο ίδιος χρήματα για να δώσει τους μισθούς; Από τον ουρανό; Όχι βέβαια, αλλά από όσα συγκεντρώνει, ζητιανεύει και δανείζεται, από αυτά πορεύεται.

[27] Επομένως, όσοι τον κατηγορούν σε σας, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά προειδοποιούν όλους εσάς να μην δώσετε σ᾽ εκείνον μήτε δραχμή τσακιστή, με το πρόσχημα ότι θα τιμωρηθεί ακόμη και γι᾽ αυτά που πρόκειται να κάνει, πόσο μάλλον γι᾽ όσα έκανε ή οικειοποιήθηκε. Αυτό σημαίνουν τα λόγια τους «σκοπεύει να πολιορκήσει τις πόλεις», «ξεσπιτώνει τους Έλληνες». Νοιάζεται πραγματικά κανείς από αυτούς για τους Έλληνες που κατοικούν στη Μ. Ασία; Τότε όμως θα θεωρούνταν πιο άξιοι να φροντίζουν για τις άλλες πόλεις παρά για την πατρίδα τους.

[28] Και η αποστολή δεύτερου στρατηγού στον Ελλήσποντο δεν αλλάζει το πράγμα. Αν δηλαδή ο Διοπείθης κάνει φοβερά πράγματα και κατακρατεί τα εμπορικά πλοία, ένα μικρό, Αθηναίοι, ένα μικρό «πινάκιο» θα μπορούσε να σταματήσει όλα αυτά. Σε αυτήν την περίπτωση οι νόμοι ορίζουν: να καταγγέλλουμε αυτούς που διαπράττουν αυτές τις αδικίες και όχι, μα τον Δία, όχι να επιτηρούμε τον ίδιο τον εαυτό μας με τόσο μεγάλες δαπάνες και με τόσες τριήρεις, γιατί αυτό τουλάχιστον είναι άκρον άωτον τρέλας.

[29] Εναντίον των εχθρών μας, που δεν είναι δυνατόν να τους πιάσει η τσιμπίδα των νόμων, είναι σωστό και απαραίτητο και στρατό να συντηρούμε και τριήρεις να στέλνουμε και χρήματα να εισφέρουμε, ενώ για μας τους ίδιους ένα ψήφισμα, μια καταγγελία, η Πάραλος, αυτά είναι αρκετά. Αυτά θα ήταν έργο ανθρώπων συνετών· ανθρώπων όμως που κάνουν κακό και καταστρέφουν τα πράγματα της πόλης είναι όσα τώρα κάνουν αυτοί.

[30] Το ότι κάποιοι από αυτούς είναι τέτοιοι, αν και είναι φοβερό, δεν είναι ό,τι χειρότερο. Αλλά εσείς που κάθεστε εδώ έχετε τώρα τέτοια διάθεση, ώστε, αν κάποιος ανεβεί στο βήμα και πει ότι αίτιος όλων των κακών είναι ο Διοπείθης ή ο Χάρης ή ο Αριστοφών ή όποιον από τους πολίτες κατονομάσει, αμέσως συμφωνείτε και φωνάζετε ότι καλά τα λέει.

[31] Αν όμως ανεβεί κάποιος άλλος στο βήμα και πει την αλήθεια, ότι «λέτε ανοησίες, Αθηναίοι· αίτιος όλων των κακών και όλων των προβλημάτων είναι ο Φίλιππος· γιατί, αν εκείνος έμενε ήσυχος, η πόλη δεν θα είχε κανένα πρόβλημα», σίγουρα δεν θα αρνηθείτε ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά μου δίνετε την εντύπωση ότι δυσανασχετείτε και νιώθετε σαν κάτι να χάνετε.

[32] Όσον αφορά όμως την αιτία αυτών (και για όνομα των θεών, όταν μιλάω για ό,τι είναι καλύτερο για σας, ας μου επιτραπεί να μιλήσω ελεύθερα), μερικοί από τους πολιτικούς μας σας έχουν κάνει φοβερούς και σκληρούς στις συνελεύσεις, αλλά ράθυμους και άξιους περιφρόνησης για τις πολεμικές προετοιμασίες. Αν λοιπόν κανείς κατονομάσει ως αίτιο κάποιον που ξέρετε ότι μπορείτε να τον συλλάβετε εδώ ανάμεσά σας, συμφωνείτε και θέλετε να δράσετε· αν όμως κατονομάσει κανείς ως υπαίτιο κάποιον άλλον, που, μόνο αν τον νικήσετε με τη δύναμη των όπλων, μπορείτε να τον τιμωρήσετε, αλλιώς σας είναι αδύνατο, τότε δεν ξέρετε, πιστεύω, τι να κάνετε, και δυσανασχετείτε που αποκαλύπτεται η αδυναμία σας.

[33] Γιατί θα έπρεπε, Αθηναίοι, αντίθετα από όσα συμβαίνουν σήμερα, όλοι οι πολιτικοί μας να σας είχαν συνηθίσει να είστε στις συνελεύσεις πράοι και ανθρώπινοι (γιατί σ᾽ αυτές τα δίκαια αφορούν εσάς τους ίδιους και τους συμμάχους σας), αλλά στις πολεμικές προετοιμασίες να σας παρουσιάζουν φοβερούς και σκληρούς· γιατί ο αγώνας εκείνος γίνεται εναντίον εχθρών και αντιπάλων.

[34] Τώρα όμως με τη δημοκοπία και τα υπερβολικά χατίρια τους σας έχουν προδιαθέσει έτσι, ώστε στις συνελεύσεις να καλοπερνάτε και να κολακεύεστε ακούγοντας όλα αυτά που σας ικανοποιούν, ενώ με την πολιτική σας και με αυτά που γίνονται να αντιμετωπίζετε ήδη τον έσχατο κίνδυνο. Προς θεού, αν οι Έλληνες σας ζητούσαν τον λόγο για τις ευκαιρίες που από ραθυμία έχετε αφήσει ήδη να χαθούν και σας ρωτούσαν

[35] «Αθηναίοι, στέλνετε κάθε τόσο σ᾽ εμάς πρέσβεις και υποστηρίζετε ότι ο Φίλιππος καταστρώνει εχθρικά σχέδια εναντίον μας και εναντίον όλων των Ελλήνων και ότι πρέπει να φυλαγόμαστε από αυτόν τον άνθρωπο και όλα τα σχετικά;», είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε μαζί τους και να το παραδεχτούμε, γιατί αυτά ακριβώς κάνουμε. «Και όμως», θα έλεγαν, «εσείς ω επιπολαιότατοι όλων των ανθρώπων, όταν ο άνθρωπος είναι εξαφανισμένος δέκα μήνες και αποκομμένος είτε από αρρώστια είτε από τον χειμώνα είτε από πολέμους, και δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του,

[36] ούτε την Εύβοια ελευθερώσατε ούτε και ανακτήσατε κάποια από τα εδάφη σας; Αντίθετα, όσον καιρό εσείς καθόσασταν στα σπίτια σας, είχατε την άνεσή σας και την καλή σας υγεία (αν βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε ότι άνθρωποι που κάνουν τέτοια πράγματα είναι καλά στην υγεία τους!), ο Φίλιππος εγκατέστησε δύο τυράννους στην Εύβοια, τον έναν ως τείχος απέναντι στην Αττική, τον άλλον ως απειλή της Σκιάθου,

[37] εσείς όμως ούτε και αυτά τα μέρη απαλλάξατε από τους τυράννους, εφόσον δεν επιθυμούσατε κάτι άλλο πιο σημαντικό, αλλά τον αφήσατε να δρα ανενόχλητος. Προφανώς, για καλή του τύχη έχετε απομακρυνθεί από αυτόν και του δώσατε να καταλάβει ότι, και αν ακόμη πεθάνει δέκα φορές, δεν πρόκειται να κάνετε καμιά παραπέρα κίνηση. Τότε, γιατί στέλνετε σε μας πρέσβεις, γιατί μας κατηγορείτε και μας δημιουργείτε προβλήματα;». Αν πουν αυτά, τι θα απαντήσουμε; Ποια δικαιολογία θα βρούμε, Αθηναίοι; Γιατί εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω καμιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου