Σ’ αυτές τις φάσεις, στα παιχνίδια εξουσίας με τα παρακαλετά, τα κλάματα, την υποτιθέμενη αδιαφορία, τα ψευτοπείσματα, τα δήθεν μουτράκια, τα στραβώματα, τους εγωισμούς και τα νεύρα αναφέρομαι, που σχεδόν έχουν παγιωθεί ως απόλυτα φυσιολογικά μέσα σε κάθε σχέση που σέβεται τον εαυτό της ή ακόμη και κατά το πρώιμό της στάδιο, προκειμένου να κριθεί αν τελικά δυο άνθρωποι μπορούν να είναι μαζί.
Για ποιο λόγο ακριβώς είναι τόσο νορμάλ όλο αυτό μπορεί ή θέλει να μου εξηγήσει κάποιος; Υπάρχει καμιά μυστική συμφωνία, κάποιου είδους τεστ, καμιά υπογεγραμμένη, δημόσια αναρτημένη, υπεύθυνη δήλωση, κανένας ιερός όρκος, κάποια απαράβατη, νομική αρχή ή κάτι τέτοιο που να προσυπογράφει ότι ο έρωτας κι η αγάπη πρέπει να περνούν από Συμπληγάδες για να δοκιμαστεί η αντοχή τους;
Γιατί εξακολουθούμε και δεχόμαστε ως δεδομένη αυτή την εκδοχή; Γιατί να πρέπει να πονέσουμε τους εαυτούς μας αλλά και τους άλλους για να φανούμε ικανοί να διαχειριστούμε την ευτυχία; Και κυρίως, σε ποιον και για ποιο λόγο έχουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε άξιοι να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε;
Εγώ ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να απολαμβάνουν την παρέα, τη συντροφιά, το σεβασμό, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον, την αγκαλιά των άλλων ανθρώπων και φυσικά να τα ανταποδίδουν. Είναι στη φύση τους, πώς να το κάνουμε; Να κρατιούνται χέρι-χέρι, να περπατάνε δίπλα-δίπλα, να αγκαλιάζονται σφιχτά, να δένονται μεταξύ τους, να μοιράζονται, να περνάνε χρόνο και να γελάνε μαζί, να φιλιούνται παθιασμένα, να συζητάνε μέχρι τα ξημερώματα, να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, να λένε με τα τελευταία όσα με λόγια δεν μπορούν. Γιατί, στην τελική, αν ο άλλος δε σε κάνει να χαμογελάς, τότε τι να το κάνεις;
Δεν κερδίζεις έναν άνθρωπο, δεν τον κρατάς ούτε τον εξιτάρεις παραπάνω αν συνέχεια είναι αναγκασμένος να παίζει κυνηγητό μαζί σου. Δε του φτιάχνεις τον ψυχισμό, τις σκέψεις, τη διάθεση, τη μέρα, το είναι του όταν είναι μονίμως στην τσίτα, μες στο άγχος, υπό πίεση και πρέπει διαρκώς να αιτιολογεί και να αποδεικνύει τα αυτονόητα. Το αντίθετο μάλλον, τον ωθείς να ξενερώσει μια ώρα αρχύτερα και μην απορήσεις αν ένα πρωί εξαφανιστεί από τη ζωή σου γιατί δεν θα του έχεις αφήσει κανένα εναλλακτικό περιθώριο αντίδρασης. Και μιας που μιλήσαμε για παιχνίδια, να σου θυμίσω, ότι ακόμη και το κρυφτό, με φτύσιμο τελειώνει.
Είμαστε σε ηλικία που αρνούμαστε να τρέχουμε πίσω από κάποιον. Και ο μόνος λόγος που θα το κάνουμε θα είναι για ένα τελευταίο φιλί καληνύχτας μόλις αποχωριστούμε το βράδυ αργά. ‘Η για να της επιστρέψεις τα τσιγάρα της που ξέχασε στ’ αμάξι σου, βγαίνοντας βιαστικά, αφού της είχες κλέψει πονηρά καρδιά και μυαλό. Ή για να του δώσεις πίσω το φούτερ που σου δάνεισε απόψε διότι είχε λίγη παραπάνω ψύχρα και φοβήθηκε μην του κρυώσεις. Ναι, τέτοιους λόγους μπορώ να σου απαριθμώ ως αύριο. Μόνο τέτοιους όμως.
Η μαγκιά δεν είναι να ψάχνεις τρόπους να με προκαλείς να σε κυνηγάω, να με αναγκάζεις να αγωνίζομαι για ένα σου βλέμμα, να παλεύω να βρεθώ κοντά σου, να προπορεύεσαι και να προσπαθώ να σε φτάσω. Η μαγκιά αλλά κι ο προορισμός στο δικό μου το μυαλό είναι να με φτάσεις σ’ ένα σημείο να μην αντέχω να περπατώ χωρίς να μου κρατάς το χέρι εσύ. Να μην μπορώ να σκεφτώ άλλον άνθρωπο δίπλα μου πέρα από εσένα. Να μη διανοούμαι την ύπαρξή μου χωρίς τη δική σου και σχεδόν να απορώ πώς ζούσα πριν σε γνωρίσω. Το ‘χεις; Και ναι, εκεί θα μας παραδεχτώ και τους δύο.
Για ποιο λόγο ακριβώς είναι τόσο νορμάλ όλο αυτό μπορεί ή θέλει να μου εξηγήσει κάποιος; Υπάρχει καμιά μυστική συμφωνία, κάποιου είδους τεστ, καμιά υπογεγραμμένη, δημόσια αναρτημένη, υπεύθυνη δήλωση, κανένας ιερός όρκος, κάποια απαράβατη, νομική αρχή ή κάτι τέτοιο που να προσυπογράφει ότι ο έρωτας κι η αγάπη πρέπει να περνούν από Συμπληγάδες για να δοκιμαστεί η αντοχή τους;
Γιατί εξακολουθούμε και δεχόμαστε ως δεδομένη αυτή την εκδοχή; Γιατί να πρέπει να πονέσουμε τους εαυτούς μας αλλά και τους άλλους για να φανούμε ικανοί να διαχειριστούμε την ευτυχία; Και κυρίως, σε ποιον και για ποιο λόγο έχουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε άξιοι να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε;
Εγώ ξέρω ότι οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να απολαμβάνουν την παρέα, τη συντροφιά, το σεβασμό, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον, την αγκαλιά των άλλων ανθρώπων και φυσικά να τα ανταποδίδουν. Είναι στη φύση τους, πώς να το κάνουμε; Να κρατιούνται χέρι-χέρι, να περπατάνε δίπλα-δίπλα, να αγκαλιάζονται σφιχτά, να δένονται μεταξύ τους, να μοιράζονται, να περνάνε χρόνο και να γελάνε μαζί, να φιλιούνται παθιασμένα, να συζητάνε μέχρι τα ξημερώματα, να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια, να λένε με τα τελευταία όσα με λόγια δεν μπορούν. Γιατί, στην τελική, αν ο άλλος δε σε κάνει να χαμογελάς, τότε τι να το κάνεις;
Δεν κερδίζεις έναν άνθρωπο, δεν τον κρατάς ούτε τον εξιτάρεις παραπάνω αν συνέχεια είναι αναγκασμένος να παίζει κυνηγητό μαζί σου. Δε του φτιάχνεις τον ψυχισμό, τις σκέψεις, τη διάθεση, τη μέρα, το είναι του όταν είναι μονίμως στην τσίτα, μες στο άγχος, υπό πίεση και πρέπει διαρκώς να αιτιολογεί και να αποδεικνύει τα αυτονόητα. Το αντίθετο μάλλον, τον ωθείς να ξενερώσει μια ώρα αρχύτερα και μην απορήσεις αν ένα πρωί εξαφανιστεί από τη ζωή σου γιατί δεν θα του έχεις αφήσει κανένα εναλλακτικό περιθώριο αντίδρασης. Και μιας που μιλήσαμε για παιχνίδια, να σου θυμίσω, ότι ακόμη και το κρυφτό, με φτύσιμο τελειώνει.
Είμαστε σε ηλικία που αρνούμαστε να τρέχουμε πίσω από κάποιον. Και ο μόνος λόγος που θα το κάνουμε θα είναι για ένα τελευταίο φιλί καληνύχτας μόλις αποχωριστούμε το βράδυ αργά. ‘Η για να της επιστρέψεις τα τσιγάρα της που ξέχασε στ’ αμάξι σου, βγαίνοντας βιαστικά, αφού της είχες κλέψει πονηρά καρδιά και μυαλό. Ή για να του δώσεις πίσω το φούτερ που σου δάνεισε απόψε διότι είχε λίγη παραπάνω ψύχρα και φοβήθηκε μην του κρυώσεις. Ναι, τέτοιους λόγους μπορώ να σου απαριθμώ ως αύριο. Μόνο τέτοιους όμως.
Η μαγκιά δεν είναι να ψάχνεις τρόπους να με προκαλείς να σε κυνηγάω, να με αναγκάζεις να αγωνίζομαι για ένα σου βλέμμα, να παλεύω να βρεθώ κοντά σου, να προπορεύεσαι και να προσπαθώ να σε φτάσω. Η μαγκιά αλλά κι ο προορισμός στο δικό μου το μυαλό είναι να με φτάσεις σ’ ένα σημείο να μην αντέχω να περπατώ χωρίς να μου κρατάς το χέρι εσύ. Να μην μπορώ να σκεφτώ άλλον άνθρωπο δίπλα μου πέρα από εσένα. Να μη διανοούμαι την ύπαρξή μου χωρίς τη δική σου και σχεδόν να απορώ πώς ζούσα πριν σε γνωρίσω. Το ‘χεις; Και ναι, εκεί θα μας παραδεχτώ και τους δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου