Πριν από χρόνια, ίσα που είχα κλείσει τα πέντε, σωστό πιτσιρίκι, έχω εικόνα τη δόλια τη μάνα μου να προσπαθεί να μου διδάξει τι εστί «καλός τρόπος», «ευγένεια» και «σεβασμός», έννοιες έως τότε παντελώς άγνωστες σε μένα. Κοντολογίς, προσπαθούσε να μου μάθει πως να συμπεριφέρομαι ανθρώπινα και όχι σαν αγρίμι που μόλις ανακάλυψε τη δύναμη της φωτιάς. Δεν μπορώ να πω, κάτι κατάφερε, οι κόποι της δεν πήγαν εντελώς στράφι και καταλήξαμε στο σήμερα να την ευγνωμονώ για τα νεύρα που διέλυσε μέχρι να μάθω να ψελλίζω «ευχαριστώ» όταν μου δίνανε το δώρο γενεθλίων μου και όχι να ρωτάω αν μπορούσαν να δώσουν και το κάτι τις τους παραπάνω. Τσίπηδες.
Με τα πολλά και χωρίς περιστροφές, ένα από τα πρώτα και κυριότερα που διδάχτηκα είναι να σέβομαι τους μεγαλύτερους. Βέβαια για το δικό μου το μυαλό η έννοια «μεγαλύτερους» συμπεριελάμβανε και ηλικιακές διαφορές που κάλυπταν το φάσμα μερικών μηνών, με αποτέλεσμα να μιλάω στον πληθυντικό στο Μαράκι από απέναντι που ζήτημα να ήταν μία τάξη μεγαλύτερη από μένα. Άντε βγάλε άκρη.
Λίγο αργότερα, συνειδητοποίησα πως ο σεβασμός και η ευγένεια προς τους μεγαλύτερους είχε να κάνει κατά κύριο λόγο με ανθρώπους οι οποίοι είχαν και μερικά παραπάνω χρόνια στην πλάτη τους, που κουβαλούσαν και μερικές παραπάνω εμπειρίες από το κουτσούβελο που μετά βίας θα τελείωνε το σχολείο. Οι γνώσεις και τα χρόνια μου δεν είχαν τίποτα να πουν μπροστά στο δικό τους χρονογράφημα που από μόνο του ήταν άξιο σεβασμού. Άλλα είχαν δει τα μάτια τους, άλλα είχαν ακούσει τα αυτιά τους και άλλα βάσανα είχε βιώσει η ψυχή τους, που σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα δικά μου.
Αυτή την άποψη τη διατηρούσα για αρκετό καιρό, έχοντας πάντα κατά νου τη δόλια τη μανούλα που πέρασε από χίλια βάσανα μέχρι να σιγουρευτεί πως το βλαστάρι της δε θα μοίραζε μπινελίκια δεξιά κι αριστερά σε ηλικίες άνω των πενήντα με το που ξεπόρτιζε. Εν ολίγοις και για να μη μακρηγορούμε, χαρακτηρισμοί του τύπου: «τζόβενο», «πουρό» και «Μαθουσάλας» -άντε και μερικά ακόμα- απαγορεύονταν. Όχι τίποτα άλλο, αλλά δε μεγαλώσαμε και σε στάνη, όλα κι όλα, το σπιτικό μας ποτιζόταν από βασικές αρχές και ηθικές αξίες που τις είχαμε κορώνα στο κεφάλι μας. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως όσο εγώ και οι συνομήλικοί μου σεβόμασταν τους πρεσβύτερους, υπήρχαν μερικοί πρεσβύτεροι που δε σέβονταν καθόλου εμάς.
Και κάπως έτσι, καρφώθηκε στο άμαθο μυαλουδάκι μας πως έννοιες όπως ο «σεβασμός» και η «ευγένεια» δε μετράνε χρόνια στην ταυτότητα, ούτε και κερδίζονται με τη δήλωση ενός μονάχα αριθμού. Η ευγένεια και ο σεβασμός ήταν έννοιες που καλώς ή κακώς δεν ήσουν σε θέση να τις απαιτήσεις. Τις κέρδιζες με το σπαθί σου. Και αυτό ίσχυε τόσο για μένα που είχα μόλις περάσει το κατώφλι της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μου, όσο και για την κυρία απέναντι που είχε κλείσει την τεσσαρακοστή. Κι αν ντε και καλά επιμένουν να το πηγαίνουν με γνώμονα την ταυτότητα και η δική της και η δική μου έγραφε καθαρά και ξάστερα πως επρόκειτο για ενήλικες, ισότιμους, ισάξιους και θεωρητικά ώριμους ενήλικες.
Η ατάκα «έχω τα διπλά σου χρόνια, θα με σέβεσαι» είχε καταντήσει πια μια ληγμένη καραμέλα που έσκαγε πάντοτε σε στιγμές που κάθε σοβαρό επιχείρημα είχε πια χαθεί. Όταν το πράγμα έφτανε στο μη περαιτέρω και η απαίτηση για μία ίσης αξίας μεταχείριση έπεφτε στο τραπέζι, τα διπλά χρόνια γίνονται σημαία και κυμάτιζαν πάνω από το χαμένο δίκιο μιας άκρως υπερεκτιμημένης ηλικίας. Για μερικούς, το ζήτημα των μερικών παραπάνω χρόνων, έδινε αυτομάτως το δικαίωμα να εκφράζονται όπως θέλουν, να μιλούν όπως θέλουν και να κινούνται όπως θέλουν ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα κατέληγαν αγενείς και εντελώς προσβλητικοί. Εκεί πια, όσο κι αν προσπαθούσα μετά μανίας να επαναφέρω στη μνήμη μου τα λόγια της μάνας, το πράγμα ήταν χαμένο από χέρι. Όσο τους σέβομαι, θα με σέβονται κι αν με ρωτάτε το γιατί θα σας απαντήσω πως αν η ευγένεια και ο σεβασμός πρέπει να μετρηθούν με κάτι μετριούνται με την παιδεία και όχι με τα χρόνια.
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το θέμα δεν έχει να κάνει με αριθμούς. Οι συνθήκες παραμένουν ίδιες είτε η προσβολή προέρχεται από το στόμα του εικοσάχρονου, είτε από το στόμα κάποιου λίγο μεγαλύτερου. Αν κρηπίδα για κάθε αξιολόγηση παραμένει η προαπαιτούμενη και στοιχειώδης ευγένεια τότε το πράγμα παραείναι εύκολο και απλό και χωρίς να μπλέξουμε ηλικίες, ταυτότητες, και «εγώ έχω περάσει Χούντα». Χούντα μπορεί να μην πέρασα, για την ακρίβεια τότε να μην υπήρχα ούτε καν σαν ενδεχόμενο, αυτό όμως δε με καθιστά κατώτερο, ούτε εμένα, ούτε κανέναν. Και φυσικά, το τελευταίο πράγμα που θα καθίσω να αναλογιστώ όταν μου απευθύνουν τον λόγο σαν να μεγάλωσαν κάπου όπου η αίσθηση της ευγένειας παραμένει άγνωστη έννοια, είναι αν έζησαν και το big bang.
Στην τελική, αν αυτά τα «διπλά χρόνια» έχουν τόσο μεγάλη βαρύτητα και είναι υπεράνω των πάντων, ας μου αποδείξουν πως ήταν χρόνια παραγωγικά, ποτισμένα με αξίες τις όποιες πιθανότατα να στερούμαι και πιθανότατα να αποκτήσω. Ας μου αποδείξουν πως υπάρχει λόγος να σέβομαι τα διπλά χρόνια με μοναδικό κόστος να σέβονται και τα μονά τα δικά μου.
Λίγο αργότερα, συνειδητοποίησα πως ο σεβασμός και η ευγένεια προς τους μεγαλύτερους είχε να κάνει κατά κύριο λόγο με ανθρώπους οι οποίοι είχαν και μερικά παραπάνω χρόνια στην πλάτη τους, που κουβαλούσαν και μερικές παραπάνω εμπειρίες από το κουτσούβελο που μετά βίας θα τελείωνε το σχολείο. Οι γνώσεις και τα χρόνια μου δεν είχαν τίποτα να πουν μπροστά στο δικό τους χρονογράφημα που από μόνο του ήταν άξιο σεβασμού. Άλλα είχαν δει τα μάτια τους, άλλα είχαν ακούσει τα αυτιά τους και άλλα βάσανα είχε βιώσει η ψυχή τους, που σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα δικά μου.
Αυτή την άποψη τη διατηρούσα για αρκετό καιρό, έχοντας πάντα κατά νου τη δόλια τη μανούλα που πέρασε από χίλια βάσανα μέχρι να σιγουρευτεί πως το βλαστάρι της δε θα μοίραζε μπινελίκια δεξιά κι αριστερά σε ηλικίες άνω των πενήντα με το που ξεπόρτιζε. Εν ολίγοις και για να μη μακρηγορούμε, χαρακτηρισμοί του τύπου: «τζόβενο», «πουρό» και «Μαθουσάλας» -άντε και μερικά ακόμα- απαγορεύονταν. Όχι τίποτα άλλο, αλλά δε μεγαλώσαμε και σε στάνη, όλα κι όλα, το σπιτικό μας ποτιζόταν από βασικές αρχές και ηθικές αξίες που τις είχαμε κορώνα στο κεφάλι μας. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως όσο εγώ και οι συνομήλικοί μου σεβόμασταν τους πρεσβύτερους, υπήρχαν μερικοί πρεσβύτεροι που δε σέβονταν καθόλου εμάς.
Και κάπως έτσι, καρφώθηκε στο άμαθο μυαλουδάκι μας πως έννοιες όπως ο «σεβασμός» και η «ευγένεια» δε μετράνε χρόνια στην ταυτότητα, ούτε και κερδίζονται με τη δήλωση ενός μονάχα αριθμού. Η ευγένεια και ο σεβασμός ήταν έννοιες που καλώς ή κακώς δεν ήσουν σε θέση να τις απαιτήσεις. Τις κέρδιζες με το σπαθί σου. Και αυτό ίσχυε τόσο για μένα που είχα μόλις περάσει το κατώφλι της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μου, όσο και για την κυρία απέναντι που είχε κλείσει την τεσσαρακοστή. Κι αν ντε και καλά επιμένουν να το πηγαίνουν με γνώμονα την ταυτότητα και η δική της και η δική μου έγραφε καθαρά και ξάστερα πως επρόκειτο για ενήλικες, ισότιμους, ισάξιους και θεωρητικά ώριμους ενήλικες.
Η ατάκα «έχω τα διπλά σου χρόνια, θα με σέβεσαι» είχε καταντήσει πια μια ληγμένη καραμέλα που έσκαγε πάντοτε σε στιγμές που κάθε σοβαρό επιχείρημα είχε πια χαθεί. Όταν το πράγμα έφτανε στο μη περαιτέρω και η απαίτηση για μία ίσης αξίας μεταχείριση έπεφτε στο τραπέζι, τα διπλά χρόνια γίνονται σημαία και κυμάτιζαν πάνω από το χαμένο δίκιο μιας άκρως υπερεκτιμημένης ηλικίας. Για μερικούς, το ζήτημα των μερικών παραπάνω χρόνων, έδινε αυτομάτως το δικαίωμα να εκφράζονται όπως θέλουν, να μιλούν όπως θέλουν και να κινούνται όπως θέλουν ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα κατέληγαν αγενείς και εντελώς προσβλητικοί. Εκεί πια, όσο κι αν προσπαθούσα μετά μανίας να επαναφέρω στη μνήμη μου τα λόγια της μάνας, το πράγμα ήταν χαμένο από χέρι. Όσο τους σέβομαι, θα με σέβονται κι αν με ρωτάτε το γιατί θα σας απαντήσω πως αν η ευγένεια και ο σεβασμός πρέπει να μετρηθούν με κάτι μετριούνται με την παιδεία και όχι με τα χρόνια.
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το θέμα δεν έχει να κάνει με αριθμούς. Οι συνθήκες παραμένουν ίδιες είτε η προσβολή προέρχεται από το στόμα του εικοσάχρονου, είτε από το στόμα κάποιου λίγο μεγαλύτερου. Αν κρηπίδα για κάθε αξιολόγηση παραμένει η προαπαιτούμενη και στοιχειώδης ευγένεια τότε το πράγμα παραείναι εύκολο και απλό και χωρίς να μπλέξουμε ηλικίες, ταυτότητες, και «εγώ έχω περάσει Χούντα». Χούντα μπορεί να μην πέρασα, για την ακρίβεια τότε να μην υπήρχα ούτε καν σαν ενδεχόμενο, αυτό όμως δε με καθιστά κατώτερο, ούτε εμένα, ούτε κανέναν. Και φυσικά, το τελευταίο πράγμα που θα καθίσω να αναλογιστώ όταν μου απευθύνουν τον λόγο σαν να μεγάλωσαν κάπου όπου η αίσθηση της ευγένειας παραμένει άγνωστη έννοια, είναι αν έζησαν και το big bang.
Στην τελική, αν αυτά τα «διπλά χρόνια» έχουν τόσο μεγάλη βαρύτητα και είναι υπεράνω των πάντων, ας μου αποδείξουν πως ήταν χρόνια παραγωγικά, ποτισμένα με αξίες τις όποιες πιθανότατα να στερούμαι και πιθανότατα να αποκτήσω. Ας μου αποδείξουν πως υπάρχει λόγος να σέβομαι τα διπλά χρόνια με μοναδικό κόστος να σέβονται και τα μονά τα δικά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου