Όπως θα περίμενε κανείς, οι απόψεις του Πλάτωνα στον χώρο της ηθικής απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες του Επίκουρου, αν και είναι σαφές, χωρίς να έχει επαρκώς τονιστεί, ότι η ηθική αποτελεί τον τομέα εκείνο στον οποίο ο Επίκουρος έχει τις περισσότερες οφειλές στην πλατωνική σκέψη. Οι κύριες έννοιες εδώ είναι: η ευχαρίστηση/χαρά/ηδονή (ἡδονή), η λύπη/οδύνη/στενοχώρια (λύπη) και ο ηδονισμός.
Οι αρχαιοελληνικές ηθικές θεωρίες ήταν “ευδαιμονιστικές”. Όλοι οι ηθικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας συμφωνούν ότι η εὐδαιμονία, την οποία μπορούμε να μεταφράσουμε με ασφάλεια ως γενική ευτυχία και ευδοκίμηση, αποτελεί τον δικαιολογημένο έσχατο στόχο κάθε ανθρώπινου όντος. Βασική μέριμνα κάθε ηθικού στοχαστή ήταν να καταλήξει σε μια συνεπή θέση σχετικά με το τι στην πραγματικότητα περιλαμβάνει η ανθρώπινη ευτυχία και πώς μπορεί αυτή να επιτευχθεί. Η χαρά, η οποία κατανοείται τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τους επικούρειους ως μια συνειδητή κατάσταση στον νου ενός ανθρώπου την οποία ο εν λόγω άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ευχάριστη, καθίσταται, σε αυτά τα συμφραζόμενα, ζήτημα σημαντικό. Μια ευτυχισμένη ζωή πρέπει, μεταξύ άλλων, να είναι ευχάριστη για το άτομο που την ζει, και η χαρά είναι προφανώς ευχάριστη για όποιον την έχει. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια 1101b27-31, 1172b9-15), ο Εύδοξος ο Κνίδιος, ένας μαθητής του Πλάτωνα, ήταν μάλλον ο πρώτος που υποστήριξε μια ηθική θεωρία κατά βάση ηδονιστική.
Ο ηδονισμός υποστηρίζει ότι η χαρά είναι το μόνο καθαυτό αγαθό (δηλ. αγαθό από μόνο του γι᾽αυτό που είναι και όχι για κάποιον άλλο λόγο) και η λύπη το μόνο καθαυτό κακό (δηλ. κακό από μόνο του και όχι για κάποιον άλλο λόγο). Όλα τα άλλα πράγματα είναι αγαθά ή κακά με παράγωγο τρόπο στον βαθμό που βοηθούν το άτομο να αποκτήσει τη χαρά και να αποφύγει τη λύπη. Ο ηδονισμός ως φιλοσοφική θέση ενισχύεται αποφασιστικά από τη φυσική τάση των ανθρώπων, που αποτελεί μέρος της ψυχολογικής σύστασής τους, να επιδιώκουν τη χαρά και να αποφεύγουν τη λύπη. Ωσόστο, η ύπαρξη μιας τάσης για κάτι δεν εξασφαλίζει από μόνη της την αγαθότητα του πράγματος προς το οποίο η τάση ρέπει. Το τυπικό αντεπιχείρημα των ηθικών ηδονιστών προς αυτή την αντίρρηση, επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πρώτη φορά από τον Εύδοξο και τελειοποιήθηκε κατόπιν από τους επικούρειους, λέει ότι αφού αποτελεί αναντίρρητο δεδομένο της ανθρώπινης φύσης ότι επιδιώκουμε τη χαρά και αποφεύγουμε την οδύνη, είναι επίσης καλό να φερόμαστε με τον τρόπο αυτό – γιατί είναι καλό να ακολουθούμε τη φύση μας.
Ο Πλάτων δεν είναι ηδονιστής αλλά πραγματεύεται το ζήτημα του ηδονισμού και της ευχαρίστησης σε σημαντικούς διαλόγους όπως ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, το ένατο βιβλίο της Πολιτείας και ο Φίληβος, για τον απλούστατο λόγο ότι ο ηδονισμός φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι μια ελκυστική θεωρία. Ο Πλάτων αντιτείνει στον ηδονιστή τη θέση ότι το να επικεντρώνει κανείς την προσοχή του αποκλειστικά στην ευχαρίστηση είναι αποδεδειγμένα κάτι κακό γι’ αυτόν που το κάνει. Ταυτόχρονα ο Πλάτων αναγνωρίζει τη σημασία της ευχαρίστησης ως κινήτρου και δέχεται ότι η χαρά είναι αγαθό και η λύπη κακό, αν και αρνείται ότι η χαρά είναι το μοναδικό καθαυτό αγαθό και η λύπη το μοναδικό καθαυτό κακό. Υποστηρίζει, μάλλον σωστά, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται την ύπαρξη αγαθών και κακών ηδονών – άποψη που δύσκολο μπορεί να εναρμονιστεί με τη θέση του ηδονιστή που θεωρεί ότι μόνον η ευχαρίστηση είναι αγαθό και μόνον η οδύνη κακό. Υπέρτατος στόχος του ηθικού στοχαστή, κατά τον Πλάτωνα, είναι η κατασκευή μιας συνολικής θεωρίας περί ηθικής αξίας η οποία να παρέχει, εκτός των άλλων, κριτήρια ανεξάρτητα από τη χαρά και τη λύπη με βάση τα οποία ο άνθρωπος να μπορεί να επιλέγει τις αγαθές ηδονές και να αποφεύγει τις κακές, κάνοντας το αντίστοιχο και με τις οδύνες.
Αν και οι πλατωνικές ενστάσεις υπήρξαν επαρκείς ώστε να αποκλείσουν τον ηδονισμό από τη φιλοσοφική σκηνή για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Επίκουρος κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί με ιδιαίτερη τέχνη τις απόψεις για τη φυσιολογία της ηδονής που είχε αναπτύξει ο Πλάτων στον Φίληβο, και να επανακαθορίσει έτσι τον ηδονισμό ως εύλογη ηθική θεωρία. Η άποψη που εξέφρασε ο Πλάτων εκεί μπορεί να συνοψιστεί στη θέση ότι υπάρχει μια φυσική κατάσταση ισορροπίας για κάθε οργανισμό η οποία αποτελεί την ύψιστη κατάσταση φυσιολογικής λειτουργικότητας του εν λόγω οργανισμού. Κάθε διατάραξη αυτής της ισορροπίας εξαιτίας, π.χ., έλλειψης υγρών ή τροφής, σημαίνεται, αν είναι αρκετά μεγάλη, στον πάσχοντα οργανισμό με ψυχολογικό τρόπο και αυτός, κατά συνέπεια, αισθάνεται οδύνη. Η διαδικασία πλησμονής, από την άλλη μεριά, του οργανισμού μέχρι του σημείου της αποκατάστασης της φυσικής και φυσιολογικής ισορροπίας του σημαίνεται ψυχολογικά ως ηδονή. Συνεπώς, η χαρά και η λύπη που νιώθει ένας οργανισμός μπορούμε να πούμε ότι οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα είδος κίνησης ή αλλαγής στη φυσιολογία του. Η λύπη είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τη κατάσταση της ισορροπίας ενώ η χαρά το αποτέλεσμα της εκ νέου προσέγγισης αυτής της κατάστασης (31b-32b). Όταν η ισορροπία του οργανισμού έχει πλέον αποκατασταθεί, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια ουδέτερη, όσον αφορά τη χαρά και τη λύπη, κατάσταση και κατά συνέπεια δεν βιώνει ούτε τη μία ούτε την άλλη (42e).
Ο Επίκουρος αποδέχτηκε την πλατωνική άποψη που έλεγε ότι η απομάκρυνση από τη φυσιολογική κατάσταση ισορροπίας βιώνεται ως οδυνηρή και η αποκατάστασή της ως ευχάριστη. Ωστόσο, αυτή η χαρά, η οποία συχνά αποκαλείται στις σχετικές συζητήσεις ‘κινητική’ για να φανεί η προέλευσή της από κινήσεις φυσιολογίας, αποτελεί το ένα από τα δύο είδη χαράς που αναγνώριζε ο Επίκουρος.
Στους Βίους Φιλοσόφων Χ, 136 ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει από το έργο του Επίκουρου Περὶ αἱρέσεως καὶ φυγῆς ένα απόσπασμα στο οποίο αυτό το είδος διακρίνεται από ένα άλλο είδος ηδονών που ονομάζονται καταστηματικαί ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, ‘στατικές’. Η κατάσταση στην οποία αντιστοιχεί αυτό το είδος είναι εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε λύπη ούτε κάποια ‘κινητική’ χαρά – όθεν και ο χαρακτηρισμός των αντίστοιχων ηδονών ως καταστηματικῶν. Η κατάσταση αυτή, η οποία προφανώς ταυτίζεται με την ουδέτερη ως προς τη χαρά και τη λύπη κατάσταση για την οποία μιλούσε ο Πλάτων στον Φίληβο, παράγει, κατά τον Επίκουρο, τη μέγιστη ηδονή. Αυτή η αλλαγή αντίληψης ως προς τον αντίκτυπο της κατά Πλάτωνα ουδέτερης κατάστασης επιτρέπει στον Επίκουρο να διαβαθμίζει τις ηδονές παραμένοντας ο ίδιος ηδονιστής, αφού το κριτήριο με το οποίο διαβαθμίζει τις ηδονές βασίζεται τώρα πλέον στην ίδια την έννοια της χαράς: πρώτον, όπως ειπώθηκε ήδη, η καταστηματική ηδονή είναι η μέγιστη ευχαρίστηση που μπορεί κανείς να βιώσει, και, δεύτερον, υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες κινητικές ηδονές ανάλογα με το πόσο βοηθούν τον άνθρωπο να επιτύχει και να διατηρήσει την κατάσταση της καταστηματικής χαράς.
Συμπέρασμα
Η επιρροή του Πλάτωνα στον επικουρισμό περιορίστηκε βασικά στον χώρο της ηθικής. Ο Επίκουρος και οι οπαδοί του υιοθέτησαν επιχειρήματα από τον Φίληβο , αλλά τα μετασχημάτισαν (ή τα μεθερμήνευσαν) έτσι ώστε η στόχευσή τους να είναι τελικά, εν όλω ή εν μέρει, αντιπλατωνική. Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν τα κεντρικά στοιχεία μιας από τις πιο πλήρεις και αποτελεσματικές κριτικές του ηδονισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας για να υποστηρίξουν την ηδονιστική θέση ότι η χαρά αποτελεί το ανώτατο αγαθό μιας ευτυχισμένης ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου