Την επαύριο των νικών επί των Περσών, οι Έλληνες της Ασίας είχαν εμπιστευθεί στους Αθηναίους τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων των περισσοτέρων πόλεων του Αιγαίου. Σχηματίστηκε μια συμμαχία με στόχο την απελευθέρωση των Ελλήνων που ήταν ακόμα υπόδουλοι στην Περσία και την υπεράσπιση των ιωνικών και νησιωτικών πόλεων από κάθε νέα επιχείρηση του Μεγάλου Βασιλέα. Η Δήλος, το ιερό νησί ανάμεσα σε όλα τα άλλα στα μάτια των Ιώνων, υιοθετήθηκε ως θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της συμμαχίας. Αρχικά η Αθήνα δεν είχε παρά τη διεύθυνση (ηγεμονία)· ανεπαισθήτως. η ηγεμονία μετετράπη σε διοίκηση {αρχή) και η Συμμαχία της Δήλου μεταβλήθηκε σε αθηναϊκή κυριαρχία. Με το πρόσχημα ότι η Δήλος κινδύνευε από μια επίθεση των Περσών, ο ομοσπονδιακός θησαυρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και η διαχείριση του κοινού ταμείου ξέφυγε από τον έλεγχο των συμμάχων· οι τελευταίοι όφειλαν όρκο πίστης στην ηγεμονική πόλη’ στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν εναντίον κάθε συμμάχου που προσπαθούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία: της Νάξου το 470, της Θάσου το 465, της Σάμου το 441. Υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρο κάθε τέσσερα χρόνια στους Αθηναίους, οι σύμμαχοι μεταβλήθηκαν σε υπηκόους: η ηγεμονία είχε γίνει «τυραννία», κατά την έκφραση του Περικλή. Η ηγεμονία μας μοιάζει με τυραννία, έλεγε στους συμπολίτες του, την οποία «να προσλάβη τις θεωρείται άδικον, να την αφήση δε επικίνδυνον[1]». Οι Αθηναίοι είχαν πλήρη συνείδηση αυτού και οι πρεσβευτές τους στη Σπάρτη το αιτιολογούσαν δια μακρών.
«Οι σύμμαχοί μας, συνηθισμένοι να φέρωνται προς ημάς ως ίσοι, αν παρά την πεποίθησίν των ότι έχουν δίκαιον ζημιωθούν, έστω και ελάχιστα,... στενοχωρούνται δια το ολίγον (...) Και, καθώς φαίνεται, τους ανθρώπους τους εξοργίζει περισσότερον η αδικία παρά ο ζυγός της βίας, διότι το μεν πρώτον το θεωρούν πλεονεξίαν προερχομένην από τον ίσον, το οε δεύτερον ανάγκην επιβαλλομένην από τον ισχυρότερον. Ενώ δηλαδή από τον Μήδον υφίσταντο χειρότερα και τα υπέμενον, η ιδική μας εξουσία τους φαίνεται ανυπόφορος· και τούτο δεν είναι καθόλου παράδοξον, διότι η παρούσα εξουσία είναι πάντοτε δυσβάστακτος εις τους υπηκόους[2]». «Αλλά το να μισούνται και το να δυσαρεστούν προσωρινώς συνέβη εις όλους όσοι είχον την αξίωσιν να υποτάξουν άλλους εις την εξουσίαν των. Και βεβαίως, όποιος προκαλεί το μίσος το,ιν άλλων δια τα ζητήματα που έχουν την μεγίστην αξίαν, ορθώς σκέπτεται. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ η λαμπρότης του παρόντος και η δόξα του μέλλοντος αφήνουν μνήμην αθάνατον[3]».
Μέχρι την εποχή των Μηδικών πολέμων, στην Ελλάδα αναγνώριζαν γενικά την πρωτοκαθεδρία της Σπάρτης στις στρατιωτικές υποθέσεις καθώς και το δικαίωμά της σε μια κάποια ηθική ηγεμονία που της εξασφάλιζε ο θαυμασμός όλων για το πολίτευμα του Λυκούργου και τη σταθερότητα των λακεδαιμονικών θεσμών. Μετά τη μάχη της Σαλαμίνας, ωρίμασε η ιδέα πως η ηγεμονία έπρεπε να περιέλθει στην κατ’ εξοχήν ναυτική δύναμη, την Αθήνα. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές δεν παρέλειψαν να το υπενθυμίσουν στους Σπαρτιάτες:
«Εις τούτο λοιπόν το τόσον σημαντικόν γεγονός, το οποίον έδειξε σαφώς ότι η τύχη των Ελλήνων εξηρτήθη από τα πλοία, ημείς παρέσχομεν τα τρία ωφελιμώτερα στοιχεία, δηλαδή αριθμόν πλοίων μέγιστον, στρατηγόν συνετώτατον και προθυμίαν εξαιρετικώς ακάματον... Ημείς όμως βοηθούντες από πόλιν μη υπάρχουσαν πλέον και κινδυνεύοντες διά πράγμα στηριζόμενον εις αμυδράν ελπίδα, συνετελέσαμεν κατά δύναμιν εις την ιδικήν σας και την ιδικήν μας σωτηρίαν. Εάν δε ημείς είχομεν υποταχθή προηγουμένως εις τον Μήδον, φοβηθέντες όπως οι άλλοι δια την χώραν μας, ή εάν δεν είχομεν τολμήσει να εισέλθωμεν εις τα πλοία, ως κατεστραμμένοι, δεν θα ήτο πλέον καθόλου ανάγκη να ναυμαχήσετε σεις, αφού δεν είχετε αρκετά πλοία, αλλά αι υποθέσεις του Μήδου θα ετακτοποιούντο ησύχως και όπως αυτός ήθελε[4]».
Μια σιδερένια αναγκαιότητα είχε οδηγήσει στη συγκρότηση και επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας.
«...Απεκτήσαμεν αυτήν (την ηγεμονίαν) όχι δια της βίας, αλλ’ ότε σεις δεν ηθελήσατε να εξακολουθήσετε τον αγώνα εναντίον των διαφόρων υπολοίπων του βαρβάρου και προσήλθον εις ημάς οι σύμμαχοι και μόνοι των μας παρεκάλεσαν να γίνωμεν ηγεμόνες των. Ηναγκάσθημεν δε κατ’ αρχάς εξ αυτής της φύσεως του πράγματος, να προωθήσιομεν αυτήν εις την σημερινήν μορφήν της, προ πάντων μεν υπό του φόβον, κατόπιν υπό της τιμής, και τέλος υπό του συμφέροντος. (Και) δεν μας εφαίνετο πλέον ασφαλές να χαλαρώσωμεν τα ηνία και να κινδυνεύωμεν, αφού εις τους πολλούς είχομεν γίνει μισητοί και μερικούς αποστατήσαντας τους είχομεν υποδουλώσει, και αφού σείς δεν είσθε πλέον φίλοι μας, αλλ’ ύποπτοι και εχθροί μας· διότι τότε θα απεστάτουν προς το μέρος σας... Τοιουτοτρόπως και ημείς δεν εκάμαμεν τίποτε παράδοξον ούτε ξένον προς τον ανθρώπινον χαρακτήρα, αν εδέχθημεν εξουσίαν προσφερομένην και δεν την χαλαρώνωμεν, διότι υπεκύψαμεν εις τα πανίσχυρα αυτά τρία, την τιμήν, τον φόβον και το συμφέρον. Ούτε πρώτοι ημείς εδώσαμε το παράδειγμα, αλλά συνηθίζεται ανέκαθεν να υποτάσσεται ο ασθενέστερος εις τον ισχυρότερον... Αλλά κανείς μέχρι σήμερον δεν απέφυγε την πλεονεξίαν προτιμήσας το δίκαιον, οσάκις του εδόθη η ευκαιρία ν’ αποκτήση κάτι δια της δυνάμεώς του. Άξιοι επαίνου είναι εκείνοι, οι οποίοι ακολουθήσαντες τους φυσικούς νόμους των ανθρώπων και γενόμενοι ηγεμόνες άλλων, εδείχθησαν δικαιότεροι από όσον επιτρέπει η δύναμίς των. Ημείς τουλάχιστον νομίζομεν ότι αν ελάμβανον άλλοι την ιδική μας εξουσίαν, θα απεδείκνυον λαμπρότατα ότι είμεθα επιεικείς...[5]».
Φόβος, τιμή και συμφέρον: όπως το 1914, αυτά τα τρία άρκεσαν για να πυροδοτήσουν τη «δύναμη των πραγμάτων» και τον αμείλικτο ωρολογιακό της μηχανισμό. «Επειδή οι Αθηναίοι εγίνοντο μεγάλοι και ενέπνεον φόβον εις τους Λακεδαιμονίους, τους ηνάγκασαν να αρχίσουν πόλεμον», λέει ο Θουκυδίδης (Α, 23). Πόλεμος που ξετυλίχτηκε με μια αυστηρότητα τραγωδίας και ανέφλεξε ολόκληρη την Ελλάδα βυθίζοντάς την σε μια τριακονταετή σύγκρουση (431-404) χωρίς προηγούμενο από κάθε άποψη: τον αριθμό των συμμετεχόντων. τη διάρκειά της, την έκταση του θεάτρου των επιχειρήσεων που κατέλαβε όλο τον ελληνικό χώρο, από τη Μικρά Ασία έως τη Σικελία, και τις τραγικές της συνέπειες.
Οι ρήτορες και οι προπαγανδιστές δεν παρέλειψαν να επικαλεστούν την (άγνωστη στο παρελθόν) αντίθεση ανάμεσα σε Ίωνες και Δωριείς. Όπως απέδειξε η Ζακλίν ντε Ρομιγύ (Jacqueline de Romilly), το «φυλετικό» επιχείρημα δεν ήταν παρά προπαγανδιστικό πυροτέχνημα· κανένας δεν πίστευε πραγματικά σ’ αυτό.
«Κανείς να μη φαντάζεται, ότι όσοι από ημάς (τους Σικελούς) είναι Δωριείς, είναι εχθροί των Αθηναίων, ενώ αι αποικίαι της Χαλκίδος, επειδή είναι της αυτής καταγωγής με τους Ίωνας, είναι εξησφαλισμένες», έλεγε ο Ερμοκράτης στους Σικελούς (Θουκυδίδης Δ, 61). «Εκείνοι, θέλω να είπα! επέρχονται εις την χώραν μας. όχι από έχθραν προς την μίαν των φυλών, εις τα οποία είναι από φύσεως διχασμένη η Σικελία, αλλά διότι εποφθαλ- μιούν τα αγαθά της νήσου, τα οποία είναι ιδικόν μας κτήμα κοινόν». «Ευρέθησαν συναγωνισταί (υπέρ ή εναντίον της Σικελίας), λέει ο Θουκυδίδης (Ζ, 57), όχι τόσον από υποχρέωσιν δικαίου ή συγγενείας, αλλά διά λόγους συμφέροντος ή κατ’ ανάγκην, ο καθένας αναλόγως των περιστάσεων που του έτυχαν».
ΙΙέρα από τις περιπέτειες των μαχών και τα ιδεολογικά επιχειρήματα τω| αντιπάλων, ο Θουκυδίδης βλέπει να εκδηλώνεται μια αναπόδραστη αλληλουχία χωρίς επιστροφή. Ωθούμενη από τον φόβο, την τιμή και το συμφέρον, η Αθήνα πρέπει μοιραία να προχωρήσει στην κλιμάκωση. Και αυτό συμπεραίνουν οι Κορίνθιοι στη συνέλευση των συμμάχων της Σπάρτης, ήδη από τις πρώτες μέρες της σύγκρουσης: «(Οι Αθηναίοι) ευρέθησαν εις τον κόσμον δια να μην ησυχάζουν οι ίδιοι μήτε τους άλλους ν’ αφήνουν να ησυχάσουν» (Α, 70). Το ίδιο έλεγε και ο Περικλής: «Διότι η ησυχία δεν διατηρείται, αν δεν συνοδεύεται με δραστηριότητα, ούτε συμφέρει εις πόλιν ηγεμονεύουσαν, αλλ’ εις υπήκοον δια να αποφεύγη τους κινδύνους παραμένουσα υπόδουλος» (Β, 63). Ακόμα ο Περικλής είχε προειδοποιήσει τους συμπολίτες του εναντίον κάθε είδους τυχοδιωκτισμού: «Μη θελήσετε να επεκτείνετε την κυριαρχίαν σας, κατά την διάρκειαν του πολέμου, έλεγε (Α,144)· και μην αναλάβετε με το θέλημά σας προσθέτους κινδύνους». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Αλκιβιάδης θα παρασύρει τους Αθηναίους στην καταστροφή της Σικελίας διακηρύσσοντας:
«Ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιούμεν τας δυνάμεις μας με οικονομίαν, εφ’ όσον θέλομεν να διατηρούμεν την ηγεμονίαν, αλλά είναι ανάγκη, αφού ευρισκόμεθα εις αυτήν την θέσιν, άλλους να επιβουλεύωμεθα και άλλους να παρενοχλούμεν, διότι διατρέχομεν τον κίνδυνον να περιέλθωμεν εις την ηγεμονίαν άλλων μόλις παύσωμεν να έχωμεν άλλους εις την ιδικήν μας... Μία πόλις πολυπράγμων θα κατεστρέφετο τάχιστα αν μετεβάλλετο εις φιλήσυχον...» (ΣΤ. 18).
Η Σπάρτη, που δέχτηκε να αναλάβει την ηγεμονία στην Πελοπόννησο, οφείλει να κάνει το ίδιο· η σταυροφορία της για την ελευθερία θα εκφυλιστεί επίσης σε τυραννία και η ισχύς της θα δώσει λαβή σε μίση και μνησικακίες ανάλογες με εκείνες που προκάλεσε η ισχύς των Αθηνών.
Έτσι ο πόλεμος υπήρξε χωρίς προηγούμενο. Ενώ. λέει ο Θουκυδίδης, ο πόλεμος κατά των Περσών «ταχέως εκρίθη με δύο ναυμαχίας και δύο πεζομαχίας» (Α, 23), ο πελοποννησιακός πόλεμος παρουσιάζεται ως μια αδιάκοπη συνέχεια μαχών και εμφυλίων πολέμων.
Ο Θουκυδίδης είχε προβλέψει εξαρχής ότι «θα είναι μέγας και αξιολογώτερος πάντων των προηγουμένων... Οι δύο αντίπαλοι ερρίπτοντο εις αυτόν εντελώς παρεσκευασμένοι καθ’ όλα... και οι άλλοι Έλληνες ή συνετάσσοντο αμέσως με μίαν από τας δύο μερίδας ή εσκόπευον να το πράξουν» (A, 1). Πράγματι, «ούτε τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν, άλλαι από βαρβάρους και άλλαι από τους ιδίους τους Έλληνας πολεμούντας μεταξύ των (μερικαί μάλιστα ήλλαξαν και κατοίκους μετά την άλωσίν των), ούτε τόσαι εξορίαι και θανατώσεις ανθριόπων, άλλαι εξ αιτίας του πολέμου και άλλαι εξ αιτίας των στάσεων» (Α, 23). Δεν είναι μόνο η ιστορία του τέλους του 5ου αιώνα που διαβάζουμε στον Θουκυδίδη, αλλά ο ίδιος ο λόγος του πολέμου, η οντολογία, θα λέγαμε, του απόλυτου πολέμου, εκείνου που ανάγει το ανθρώπινο ον στην πρωτόγονη φύση του. «Εν καιρώ ειρήνης και ευημερίας, αι πόλεις και οι ιδιώται έχουν ευγενέστερα φρονήματα, επειδή δεν περιπίπτουν εξ ανάγκης εις ανεπιθυμήτους κακοτυχίας. Αλλά ο πόλεμος αφαιρεί βαθμηδόν την άνεσιν του καθημερινού βίου και διδάσκει την βιαιότητα και εξομοιώνει τα φρονήματα του πλήθους προς την παρούσαν (πολεμικήν) κατάστασιν» (Ε, 82). Τότε βγαίνουν στην επιφάνεια οι παλιοί δαίμονες της ύβρεως και της παραφροσύνης που ο πολιτισμός καλύπτει με ένα λεπτό υμένα: «...τοιουτοτρόπως συνέβησαν πολλά και δεινά τα οποία βεβαίως γίνονται και θα γίνωνται πάντοτε εφ’ όσον η φύσις των ανθρώπων παραμένει η αυτή» (Γ, 82).
Με το τέλος του πολέμου, το 404. τέλειωσε και η κλασική Ελλάδα. Όλες οι αξίες είχαν καταρρεύσει:
«Ακόμη δε μετέβαλον αυθαίρετος και την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, λέει ο Θουκυδίδης (Γ, 82). Η μεν παράλογος τόλμη ενομίσθη ως φιλέταιρος ανδρεία, η δε βραδυπορούσα προνοητικότης εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη προκάλυμμα της δειλίας και η τα πάντα εξετάζουσα σύνεσις τελεία αδράνεια. Η παράφορος ορμητικότης εθεωρήθη ως απαραίτητον στοι- χείον του ανδρισμού, η προς ασφάλειαν περίσκεψις εύσχημος πρόφασις αποφυγής. Και ο μεν οξύθυμος ενομίσθη πάντοτε άξιος εμπιστοσύνης, ο δε αντιλέγων εις αυτόν ύποπτος. Ο σχεδιάσας επιβουλήν τινα και επιτυχών εθεωρείτο συνετός, ο δε αντιληφθείς επιβουλήν συνετώτερος... Γενικώς δε επηνείτο ο προλαβών τον μέλλοντα να πράξη κάτι κακόν και ο παρακινήσας τον μη σκεπτόμενον τοιούτον τι. Οι πολιτικοί φίλοι εθεωρήθησαν περισσότερον οικείοι από τους συγγενείς, λόγω της μεγαλυτέρας προθυμίας τους να τολμούν απροφασίσταις, διότι οι τοιούτοι πολιτικοί σύνδεσμοι δεν έγιναν προς ωφέλειαν των μελών συμφώνως με τους κειμένους νόμους, αλλά προς πλεονεξίαν παρά τους υφισταμένους. Η δε αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών εστερεώνετο όχι δια της τηρήσεως του θείου νόμου αλλά δια της κοινής παρανομίας... Περισσότερον δε ετιμάτο το ν’ ανταποδώση κανείς την βλάβην παρά το να προνοήση να μη βλαφθή. Οι όρκοι περί συμφιλιώσεως, αν τυχόν εγίνοντο, εδίδοντο προσωρινώς λόγω της ανάγκης των αντιπάλων... εις πρώτην ευκαιρίαν όμως, όποιος έπαιρνε θάρρος πρωτύτερα, αν τυχόν έβλεπε τον αντίπαλον απροφύλακτον τον εξεδικείτο με περισσοτέραν ευχαρίστησιν λόγιο της εμπιστοσύνης παρά εάν ήτο φανερός εχθρός, διότι υπελόγιζε και την ασφάλειαν και ότι ελάμβανε βραβείον συνέσεως ως υπερισχύσας δια της απάτης... Αίτιον δε όλων τούτων ήτο η επιθυμία της αρχής από πλεονεξίαν και φιλοδοξίαν, εκ των οποίων εξεπήγαζε και η σπουδή προς επικράτησιν διά παντός μέσου εν περιπτώσει διαμάχης. Διότι οι αρχηγοί των κομμάτων εις τας πόλεις δίδοντες εις τα κόμματά των ευπρεπείς ονομασίας, οι μεν από την προτίμησιν της ισονομίας του πλήθους, οι δε από την προτίμησιν της σώφρονος αριστοκρατίας, έλε- γον μεν ότι εφρόντιζον δια τα κοινά, έβλεπον όμως αυτά ως έπαθλα προσωπικών αγώνων. Αγωνιζόμενοι δε να υπερισχύσουν αλλήλων με κάθε τρόπον ετόλμησαν να πράξουν τα χείριστα και επεδίωκον να καταστήσουν τας (επιβαλλομένας εις τους αντιπάλους των) τιμωρίας ακόμα μεγαλυτέρας, διότι επέβαλλον αυτάς όχι κατά την απαίτησιν του δικαίου και του συμφέροντος της πόλεως, αλλά θέτοντες ως όριον την τυχόν παρεχομένην εκ της τιμωρίας ευχαρίστησιν εις το κόμμα· ως εκ τούτου οσάκις κατελάμβανον την αρχήν, ήσαν έτοιμοι να χορτάσουν την κατέχουσαν αυτούς επιθυμίαν της επικρατήσεως ή δια καταδικαστικών αποφάσειον αδίκως ή δι’ αυτοδικίας. Ώστε εις την ευσέβειαν δεν έδιδε σημασίαν ούτε η μία μερίς ούτε η άλλη, εκρίνοντο δε ως άξιοι μεγαλυτέρου επαίνου όσοι με λόγους ευπρεπείς συνέβαινε να κατορθώσουν κάτι που εκινούσε τον φθόνον. Οι πολίται οι μη παρασυρόμενοι εις τας υπερβολάς εξοντώνωντο και από τας δύο μερίδας, ή διότι δεν ήσαν συναγωνισταί ή διότι τους εφθόνούν ως μη κινδυνεύοντας.
«Τοιουτοτρόπως λοιπόν εξ αιτίας των στάσεων παρουσιάσθη εις τους Έλληνας παν είδος κακοηθείας, και η χρηστότης, με την οποίαν συνδέεται αναποσπάστως η ευγένεια, κατεγελάσθη και εξηφανίσθη, επεκράτησε δε σχεδόν γενικώς η πλήρης δυσπιστίας καχυποψία Διότι την δυσπιστίαν αυτήν δεν ηδύνατο να διαλύση ούτε εγγύησις δια λόγου ούτε όρκος προκαλών τον φόβον· και επειδή πάντες ενδομύχως επίστευον περισσότερον εις το ανέλπιστον παρά εις το ασφαλές, δεν ηδύναντο να έχουν εμπιστοσύνην, αλλά ελάμβανον προκαταβολικώς τα μέτρα των δια να μην πάθουν το κακόν. Ως επί το πολύ δε υπερίσχυον οι αφρονέστεροι· διότι φοβούμενοι την ανεπάρκειάν των και την φρόνησιν των αντιθέτων, μήπως νικηθούν εις τους λόγους και μήπως τους προλάβουν οι αντίπαλοι δια της πνευματικής των ευστροφίας εις την επιβουλήν, επροχώρουν τολμηρώς εις τα έργα. Οι δε συνετώτεροι, επειδή περιφρονούντες τους αντιπάλους επίστευον ότι ήθελον αντιληφθή εκ των προτέρων τας επιβουλάς των και ότι δεν πρέπει να επιτυγχάνουν δια των έργων όσα είναι δυνατόν να επιτύχουν δια του νου, έμενον περισσότερον απροφύλακτοι και κατεστρέφοντο.»
Όλοι οι δαίμονες που είχε εξορκίσει η τραγωδία ξύπνησαν. Πρέπει να διαβάσει κανείς στον Θουκυδίδη τον διάλογο των Μηλιών με τους Αθηναίους για να συνειδητοποιήσει σε ποιο βαθμό μηδενισμού είχε φτάσει η δίψα των Αθηναίων για εξουσία. Οι κάτοικοι αυτού του μικροσκοπικού νησιού, που είχε αποικισθεί από τους Λακεδαιμονίους, κράτησαν ουδέτερη στάση· στη συνέχεια, πιεσμένοι από τις λεηλασίες που διέπραξαν οι Αθηναίοι στη γη τους, υποχρεώθηκαν να έρθουν σε ανοιχτό πόλεμο μ’ αυτούς. Αθηναίοι πρέσβεις απαίτησαν από τους άρχοντες του νησιού να υποταχθούν στο νόμο των Αθηνών· ο διάλογος που ακολούθησε αποτελεί την τελευταία αισχύλεια τραγωδία που μας κληροδότησε η κλασική εποχή·
Η συμβουλή του στυγνού ρεαλισμού που δίνουν οι Αθηναίοι κήρυκες στους πολίτες της Μήλου αποτελεί ήδη το προανάκρουσμα της ανατροπής των κλασικών αξιών: «...Λοιπόν εσείς, που είσθε αδύνατοι και εξαρτάσθε από μίαν και μόνην ροπήν, μη θελήσετε να το πάθετε αυτό, μήτε να γίνετε όμοιοι με τους πολλούς, οι οποίοι, ενώ ημπορούν ακόμη να σβηθούν με τα ανθρώπινα μέσα, όταν πιεζόμενοι χάσουν όλας τας φανεράς ελπίδας, στρέφονται προς τας αφανείς, δηλαδή τας μαντείας και τους χρησμούς και όσα άλλα παρόμοια καταστρέφουν τους ανθρώπους με τας ελπίδας που γεννούν» (Ε, 103). Οι Μήλιοι δεν έχουν καμιά αυταπάτη ως προς αυτό: «Το τέλος αυτής (της συνομιλίας), κατά πάσαν πιθανότητα θα μας φέρη, αν μεν υπερισχύσωμεν (εις την συζήτησιν) με την βοήθειαν του δικαίου μας και ως εκ τούτου δεν παραδεχθώμεν τα επιχειρήματά σας, πόλεμον· αν πάλι τα παραδεχθώμεν, δουλείαν » (Ε, 86). Έτσι οι Αθηναίοι δεν μιλούν τη γλωσσα της δικαιοσύνης και παραμερίζουν με περιφρόνηση «τους μακρούς λόγους που δεν γίνονται πιστευτοί» (Ε, 89):
«Λοιπόν ημείς δεν θα σας παρουσιάσωμεν λόγους μακρούς που δεν γίνονται πιστευτοί, ούτε θα μεταχειρισθώμεν ευλογοφανείς δικαιολογίας, ότι π. χ. δικαίως κατέχομεν την αρχήν, αφού ενικήσαμεν τους Πέρσας ή ότι τώρα ζητούμεν να τιμωρήσωμεν τους εχθρούς μας, αφού υπέστημεν άδικον επιθεσιν. Απαιτούμεν όμως και από σας να μη νομίζετε ότι θα μας πείσετε λέγοντες ότι δεν επολεμήσατε εναντίον μας, μολονότι είσθε άποικοι των Λακεδαιμονίων, ή ότι δεν μας αδικήσατε εις τίποτε. Θέλωμεν να εκθέσω- μεν και ημείς και σείς όσα έχομεν πραγματικώς εις τον νουν μας, και να παραδεχθώμεν τα δυνατά. Γνωρίζομεν δε και ημείς και σεις ότι κατά την ανθρωπίνην κρίσιν τα μεν δίκαια ισχύουν μεταξύ εκείνων που διαθέτουν ίσας δυνάμεις, τα δε δυνατά τα εκτελούν οι ισχυροί και τα παραδέχονται οι αδύνατοι» (Ε, 89).
Οι Μήλιοι έκαναν το σφάλμα να επικαλεσθούν τη δικαιοσύνη: «Μάθετε καλά ότι και ημείς θεωρούμεν δύσκολον τον αγώνα εναντίον της δυνάμεώς σας και της τύχης, αν δεν φανή δικαία. Εν τούτοις έχομεν εμπιστοσύνην εις την τύχην, διότι οι θεοί δεν θα μας αφήσουν να νικηθώμεν αφού αγωνιζόμεθα δίκαιοι προς αδίκους» (Ε, 104). Με την απάντηση των Αθηναίων καταρρέει όλος ο κόσμος του Σόλωνα και του Αισχύλου:
«Όσον αφορά την ευμένειαν των θεών, νομίζομεν ότι δεν θα λείψη ούτε από μας. Διότι καμμία απαίτησις και καμμία πράξις μας δεν είναι αντίθετος ούτε εις εκείνα που πιστεύουν οι άνθρωποι δια τους θεούς, ούτε εις εκείνα που επιθυμούν δια τους εαυτούς των. Διότι νομίζομεν ότι και οι θεοί, κατά την γνώμην των ανθρώπων (δόξα), και οι άνθρωποι χωρίς καμμίαν αμφισβήτησιν, αναγκάζονται πάντοτε από φυσικήν ορμήν να επιβάλλουν την εξουσία των εις εκείνους τους οποίους νικούν. Αυτό τον νόμον ούτε τον ενομοθετήσαμεν, ούτε τον εχρησιμοποιήσαμεν πρώτοι· τον παρελάβομεν υπάρχοντα, τον χρησιμοποιούμεν, και όταν τον αφήσωμεν, θα εξακολουθήση να υπάρχη δια παντός' γνωρίζομεν δε ότι και σεις και οποιοσδήποτε άλλος ήθελε αποκτήσει την δύναμίν μας, το αυτό θα έπραττε. Δι’ αυτό λοιπόν και ημείς έχομεν λόγους να μη φοβούμεθα ότι οι θεοί θα μας δείξουν ολιγωτέραν ευμένειαν...» (Ε, 105).
Οι Μήλιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν και οι Αθηναίοι, αφού κατέλαβαν εξ εφόδου την πόλη, «εφόνευσαν όλους τους Μηλίους άνδρας όσους συνέλαβον, τας δε γυναίκας και τα παιδιά έκαμαν δούλους» (Ε, 116).
Αυτός ο θρίαμβος της ύβρεως έλαβε χώρα το 416-415, δέκατο έκτο χρόνο του Μεγάλου Πολέμου. Η τιμωρία θα έλθει με την αμείλικτη σκληρότητα του τιμωρού πεπρωμένου.
Λίγο μετά τη σφαγή των Μηλίων, ήρθαν πρέσβεις από την Έγεστα, ζητώντας τη βοήθεια των Αθηναίων εναντίον των κατοίκων του Σελινούντα. Ο νεαρός Αλκιβιάδης, αριστοκρατικής καταγωγής που όμως έγινε δημοκρατικός από υπολογισμό και φιλοδοξία, μαθητής του Σωκράτη αλλά χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να πείσει τους Αθηναίους να αποφασίσουν την καταστροφική εκστρατεία της Σικελίας.
«Και τότε, λέει ο Θουκυδίδης, κατελήφθησαν όλοι αδιακρίτως από σφο- δράν επιθυμίαν να εκστρατεύσουν· οι μεν πλέον ηλικιωμένοι, με τη σκέψιν ότι θα υποτάξουν την χώραν εις την οποίαν επήγαιναν, ή τουλάχιστον ότι ένα τόσον μεγάλο στράτευμα δεν έχει φόβον να πάθη τίποτε· οι δε ευρισκόμενοι εις την κατάλληλον ηλικίαν, με τον πόθον να ιδούν και να γνωρίσουν μίαν μακρινήν χώρα και με την πεποίθησιν ότι θα σωθούν· τέλος, οι άνθρωποι του λαού που θα εστρατεύοντο, με την ιδέαν ότι και χρήματα θα εκέρδιζαν επί του παρόντος και την δύναμιν της πόλεως θα εμεγάλωναν, ώστε να έχουν από αυτήν παντοτεινήν μισθοδοσίαν.» (ΣΤ. 24).
Η εκστρατεία ξεκίνησε στα τέλη της άνοιξης του 415. Δυο χρόνια αργότερα ήρθε η καταστροφή. Μετά από μια σοβαρή ήττα του στόλου στα ανοιχτά των Συρακουσών, και δεχόμενοι επιθέσεις από τους Συρακούσιους, οι Αθηναίοι, λέει ο Θουκυδίδης, «έφευγαν, αφού έχασαν όλα τα πλοία των και όχι πλέον με μεγάλην ελπίδα, αλλά με κίνδυνον και δια τον εαυτόν τους και δια την πόλιν» (Ζ,75). Όταν διατάχθηκε υποχώρηση,
«η στιγμή της εγκαταλείψεως του στρατοπέδου προκαλούσε εις τα όμματα και την ψυχή εκάστου πολλάς άλλας αλγεινάς εντυπώσεις. Οι νεκροί έμεναν άταφοι και, οσάκις κανείς έβλεπε πεσμένον κάποιον ιδικόν του, κατελαμβάνετο από λύπην και φόβον. Μεγαλυτέραν όμως λύπην και από τους νεκρούς προξενούσαν εις τους ζώντας οι εγκαταλειπόμενοι τραυματίαι και ασθενείς, που τους συγκινούσαν περισσότερον και από τους αποθαμένους. Διότι άρχιζαν τας παρακλήσεις και τους οδυρμούς και έφερναν τους αναχωρούντας εις αμηχανίαν· οσάκις κανείς έβλεπε κάποιον φίλον ή συγγενή του, τον εκαλούσε μεγαλοφώνως με το όνομά του και εζητούσε επιμόνους να τον πάρη μαζί του· άλλοι εκρεμώντο από τους αναχωρούντας συσκήνους των και τους ακολουθούσαν όσο μπορούσαν, όταν όμως έχαναν τας δυνάμεις των, εγκατελείποντο και τότε άρχιζαν τους εξορκισμούς και τους οδυρμούς.»
Η υποχώρηση έληξε με τη σφαγή κοντά στον ποταμό Ασσίναρο. Οι επιζώντες θα καταλήξουν έγκλειστοι στα λατομεία των Συρακουσών.
«Τους είχαν συσσωρεύσει εις ένα χώρον κοίλον και στενόν, ενώ ήσαν πολλοί, όπου τους εβασάνιζαν πρώτα ο ήλιος και ο πνιγηρός καύσων.. αφού το μέρος δεν εστεγάζετο, κατόπιν δε αι ψυχραί νύκτες του φθινοπώρου, αι οποίαι με την απότομον μεταβολήν τους έφερναν ασθενείας...Τα σώματα εκείνων που απέθνησκον από τα τραύματα, από την μεταβολήν του καιρού και άλλας αιτίας, ήσαν εκεί συσσωρευμένα όλα μαζί. το ένα επάνω εις το άλλο, και εσκορπούσαν οσμήν ανυπόφορον. Εκτός τούτων εβασανίζοντο και από την πείναν και την δίψαν» (Ζ.87).
Η Αθήνα βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει τον πόλεμο και μάλιστα να απορρίψει την πρόταση ειρήνης των Λακεδαιμονίων. Η αποφασιστική μάχη διεξάχθηκε τελικά στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο, το 405. Ο αθηναϊκός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς. «Θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά, διηγείται ο Ξενοφών {Ελληνικά. Β. 2, 3), στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα - δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (...), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες». Από τον Νοέμβριο του 405, ο Πειραιάς αποκλείστηκε. Πολιορκημένοι από τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν για τέσσερεις μήνες και παραδόθηκαν τον Απρίλιο του 404. «Μετά απ’ αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια - νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα» (Ξενοφών, στο ίδιο, Β, 2).
Έτσι τελείωσε ένας πόλεμος που είχε διαρκέσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα και από τον οποίο η Ελλάδα έβγαινε ερειπωμένη και αναστατωμένη. Μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας από τις μακεδονικές φάλαγγες (το 336), η ιστορία των πόλεων δεν θα είναι παρά ένας επίλογος στα περασμένα μεγαλεία. Αυτή τη θρυμματισμένη αρμονία θα μας αποκαλύψει η μετακλασική τέχνη του 4ου αιώνα.
---------------------
[1] Θουκυδίδης, Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, Β, 63
[2] Στο ίδιο, Α, 77.
[3] Στο ίδιο, Β. 64.
[4] Θουκυδίδης, Α, 74.
[5] Θουκυδίδης, Α, 75-77.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου