τίς δέ νύ τοι νήσων, ποῖον δ᾽ ὄρος εὔαδε πλεῖστον,
τίς δὲ λιμήν, ποίη δὲ πόλις; τίνα δ᾽ ἔξοχα νυμφέων
185 φίλαο, καὶ ποίας ἡρωίδας ἔσχες ἑταίρας;
εἰπέ, θεή, σὺ μὲν ἄμμιν, ἐγὼ δ᾽ ἑτέροισιν ἀείσω.
νήσων μὲν Δολίχη, πολίων δέ τοι εὔαδε Πέργη,
Τηΰγετον δ᾽ ὀρέων, λιμένες γε μὲν Εὐρίποιο.
ἔξοχα δ᾽ ἀλλάων Γορτυνίδα φίλαο νύμφην,
190 ἐλλοφόνον Βριτόμαρτιν ἐύσκοπον· ἧς ποτε Μίνως
πτοιηθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι κατέδραμεν οὔρεα Κρήτης.
ἡ δ᾽ ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη,
ἄλλοτε δ᾽ εἱαμενῇσιν· ὁ δ᾽ ἐννέα μῆνας ἐφοίτα
παίπαλά τε κρημνούς τε, καὶ οὐκ ἀνέπαυσε διωκτύν,
195 μέσφ᾽ ὅτε μαρπτομένη καὶ δὴ σχεδὸν ἥλατο πόντον
πρηόνος ἐξ ὑπάτοιο, καὶ ἔνθορεν εἰς ἁλιήων
δίκτυα, τά σφ᾽ ἐσάωσαν· ὅθεν μετέπειτα Κύδωνες
νύμφην μὲν Δίκτυναν, ὄρος δ᾽ ὅθεν ἥλατο νύμφη
Δικταῖον καλέουσιν, ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς
200 ἱερά τε ῥέζουσι· τὸ δὲ στέφος ἤματι κείνῳ
ἢ πίτυς ἢ σχῖνος· μύρτοιο δὲ χεῖρες ἄθικτοι·
δὴ τότε γὰρ πέπλοισιν ἐνέσχετο μύρσινος ὄζος
τῆς κούρης, ὅτ᾽ ἔφευγεν· ὅθεν μέγα χώσατο μύρτῳ.
Οὖπι ἄνασσ᾽ εὐῶπι φαεσφόρε, καὶ δέ σε κείνης
205 Κρηταέες καλέουσιν ἐπωνυμίην ἀπὸ νύμφης.
καὶ μὴν Κυρήνην ἑταρίσσαο, τῇ ποτ᾽ ἔδωκας
αὐτὴ θηρητῆρε δύω κύνε, τοῖς ἔνι κούρη
Ὑψηὶς παρὰ τύμβον Ἰώλκιον ἔμμορ᾽ ἀέθλου.
καὶ Κεφάλου ξανθὴν ἄλοχον Δηιονίδαο,
210 πότνια, σὴν ὁμόθηρον ἐθήκαο· καὶ δέ σε φασί
καλὴν Ἀντίκλειαν ἴσον φαέεσσι φιλῆσαι·
αἱ πρῶται θοὰ τόξα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισι φαρέτρας
ἰοδόκους ἐφόρησαν· †ἀσύλλωτοι δέ φιν ὦμοι
δεξιτεροί, καὶ γυμνὸς ἀεὶ παρεφαίνετο μαζός.
215 ᾔνησας δ᾽ ἔτι πάγχυ ποδορρώρην Ἀταλάντην,
κούρην Ἰασίοιο συοκτόνον Ἀρκασίδαο,
καί ἑ κυνηλασίην τε καὶ εὐστοχίην ἐδίδαξας.
οὔ μιν ἐπίκλητοι Καλυδωνίου ἀγρευτῆρες
μέμφονται κάπροιο· τὰ γὰρ σημήια νίκης
220 Ἀρκαδίην εἰσῆλθεν, ἔχει δ᾽ ἔτι θηρὸς ὀδόντας.
οὐδὲ μὲν Ὑλαῖόν τε καὶ ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα
οὐδέ περ ἐχθαίροντας ἐν Ἄιδι μωμήσασθαι
τοξότιν· οὐ γάρ σφιν λαγόνες συνεπιψεύσονται,
τάων Μαιναλίη νᾶεν φόνῳ ἀκρώρεια.
***
Απ᾽ τα νησιά ποιό σου αρέσει περισσότερο; ποιό όρος;ποιό λιμάνι, ποιά πόλη, κι από τις νύμφες ποιάν αγάπησες περσότερο,185ποιές ηρωίδες είχες για συντρόφισσές σου;Πες τα θεά σ᾽ εμένανε κι εγώ στους άλλους θα τα τραγουδήσω.Απ᾽ τα νησιά η Δολίχη, η Πέργη από τις πόλεις,ο Ταΰγετος από τα όρη, κι από τα λιμάνια ο Εύριπος.Και πιο πολύ αγάπησες από τις άλλες, τη Γορτύνια νύμφη,190την ελαφοκτόνα Βριτόμαρτη την καλοτοξεύτρα, για την οποία κάποτε ο Μίνωας,ερωτοβαρεμένος τα βουνά της Κρήτης πήρε σβάρνα.Και η νύμφη πότε κρύβονταν κάτω από δρυς πυκνούς,πότε στα χόρτα τα ψηλά. Κι εκείνος εννιά μήνες τριγυρνούσεβράχια και γκρέμνα, το κυνηγητό χωρίς να παύει.195Ώσπου, πάνω που θα την έπιανε, αυτή στον πόντο πήδηξεαπό του βράχου την κορφή και μέσα σε ψαράδωντα δίχτυα βρέθηκε και που την έσωσαν. Για τούτο οι Κύδωνες μετάείπαν τη νύμφη Δίκτυννα και το βουνό απ᾽ όπου πήδηξεΔικταίο το αποκάλεσαν. Κι αφού της έχτισαν βωμούς,200εκεί της θυσιάζουν. Και το στεφάνι που φορούν τη μέρα της γιορτής τηςείναι από πεύκο ή σκίνο. Όμως στα χέρια τους δεν πιάνουνε μυρτιά,γιατί τη μέρα εκείνη σε μυρτιάς κλωνάρι πιάστηκε το πέπλοτης κόρης καθώς έφευγε. Για τούτο με το μύρτο κάκιωσε τόσο πολύ.Ούπη άνασσα ομορφομάτα που το φως φέρνεις, από εκείνη205τη νύμφη οι Κρήτες ονομάτισαν κι εσένα.Και βέβαια την Κυρήνη διάλεξες για σύντροφο και κάποτε της έδωσεςδυο κυνηγόσκυλα, όπου μ᾽ εκείνα η κόρητου Υψέα εβραβεύτηκε στης Ιωλκού τον τύμβο.Και την ξανθή σύζυγο του Δηιονίδη Κέφαλου210τη σεβαστή, συγκυνηγό σου έκανες. Και λένεπως την ωραία Αντίκλεια αγάπησες ωσάν τα μάτια σου.Αυτές οι νύμφες ήτανε οι πρώτες που γοργά τόξα και φαρέτρες στους ώμουςφόρεσαν με βέλη· κι ήτανε δίχως πόρπη ο ώμοςο δεξιός, και πάντοτε γυμνός φαινόταν ο μαστός τους.215Ακόμα και την Αταλάντη αγάπησες την ταχυπόδαρητην κόρη του Ιάσιου του Αρκασίδη, την καπροσκοτώστρα,που εσύ τη δίδαξες να κυνηγάει με σκύλους κι εύστοχα να τοξεύει.Οι ονομαστοί συγκυνηγοί του Καλυδώνιου κάπρουδεν την μέμφονται, και τα σημάδια από τη νίκη της εκείνη220η Αρκαδία τα δέχτηκε, κι ακόμα έχει του θεριού τα δόντια.Κι ούτε ο Υλαίος, ούτε ο άφρονας ο Ροίκοςπου την εχθρεύονται, στον Άδη θα συκοφαντήσουντην τοξότρια. Γιατί μαζί μ᾽ αυτούς δεν θα ψευστούντου Μαίναλου οι κορφές, βαμμένες απ᾽ το αίμα των λαγόνων τους.
τίς δὲ λιμήν, ποίη δὲ πόλις; τίνα δ᾽ ἔξοχα νυμφέων
185 φίλαο, καὶ ποίας ἡρωίδας ἔσχες ἑταίρας;
εἰπέ, θεή, σὺ μὲν ἄμμιν, ἐγὼ δ᾽ ἑτέροισιν ἀείσω.
νήσων μὲν Δολίχη, πολίων δέ τοι εὔαδε Πέργη,
Τηΰγετον δ᾽ ὀρέων, λιμένες γε μὲν Εὐρίποιο.
ἔξοχα δ᾽ ἀλλάων Γορτυνίδα φίλαο νύμφην,
190 ἐλλοφόνον Βριτόμαρτιν ἐύσκοπον· ἧς ποτε Μίνως
πτοιηθεὶς ὑπ᾽ ἔρωτι κατέδραμεν οὔρεα Κρήτης.
ἡ δ᾽ ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη,
ἄλλοτε δ᾽ εἱαμενῇσιν· ὁ δ᾽ ἐννέα μῆνας ἐφοίτα
παίπαλά τε κρημνούς τε, καὶ οὐκ ἀνέπαυσε διωκτύν,
195 μέσφ᾽ ὅτε μαρπτομένη καὶ δὴ σχεδὸν ἥλατο πόντον
πρηόνος ἐξ ὑπάτοιο, καὶ ἔνθορεν εἰς ἁλιήων
δίκτυα, τά σφ᾽ ἐσάωσαν· ὅθεν μετέπειτα Κύδωνες
νύμφην μὲν Δίκτυναν, ὄρος δ᾽ ὅθεν ἥλατο νύμφη
Δικταῖον καλέουσιν, ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς
200 ἱερά τε ῥέζουσι· τὸ δὲ στέφος ἤματι κείνῳ
ἢ πίτυς ἢ σχῖνος· μύρτοιο δὲ χεῖρες ἄθικτοι·
δὴ τότε γὰρ πέπλοισιν ἐνέσχετο μύρσινος ὄζος
τῆς κούρης, ὅτ᾽ ἔφευγεν· ὅθεν μέγα χώσατο μύρτῳ.
Οὖπι ἄνασσ᾽ εὐῶπι φαεσφόρε, καὶ δέ σε κείνης
205 Κρηταέες καλέουσιν ἐπωνυμίην ἀπὸ νύμφης.
καὶ μὴν Κυρήνην ἑταρίσσαο, τῇ ποτ᾽ ἔδωκας
αὐτὴ θηρητῆρε δύω κύνε, τοῖς ἔνι κούρη
Ὑψηὶς παρὰ τύμβον Ἰώλκιον ἔμμορ᾽ ἀέθλου.
καὶ Κεφάλου ξανθὴν ἄλοχον Δηιονίδαο,
210 πότνια, σὴν ὁμόθηρον ἐθήκαο· καὶ δέ σε φασί
καλὴν Ἀντίκλειαν ἴσον φαέεσσι φιλῆσαι·
αἱ πρῶται θοὰ τόξα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισι φαρέτρας
ἰοδόκους ἐφόρησαν· †ἀσύλλωτοι δέ φιν ὦμοι
δεξιτεροί, καὶ γυμνὸς ἀεὶ παρεφαίνετο μαζός.
215 ᾔνησας δ᾽ ἔτι πάγχυ ποδορρώρην Ἀταλάντην,
κούρην Ἰασίοιο συοκτόνον Ἀρκασίδαο,
καί ἑ κυνηλασίην τε καὶ εὐστοχίην ἐδίδαξας.
οὔ μιν ἐπίκλητοι Καλυδωνίου ἀγρευτῆρες
μέμφονται κάπροιο· τὰ γὰρ σημήια νίκης
220 Ἀρκαδίην εἰσῆλθεν, ἔχει δ᾽ ἔτι θηρὸς ὀδόντας.
οὐδὲ μὲν Ὑλαῖόν τε καὶ ἄφρονα Ῥοῖκον ἔολπα
οὐδέ περ ἐχθαίροντας ἐν Ἄιδι μωμήσασθαι
τοξότιν· οὐ γάρ σφιν λαγόνες συνεπιψεύσονται,
τάων Μαιναλίη νᾶεν φόνῳ ἀκρώρεια.
***
Απ᾽ τα νησιά ποιό σου αρέσει περισσότερο; ποιό όρος;ποιό λιμάνι, ποιά πόλη, κι από τις νύμφες ποιάν αγάπησες περσότερο,185ποιές ηρωίδες είχες για συντρόφισσές σου;Πες τα θεά σ᾽ εμένανε κι εγώ στους άλλους θα τα τραγουδήσω.Απ᾽ τα νησιά η Δολίχη, η Πέργη από τις πόλεις,ο Ταΰγετος από τα όρη, κι από τα λιμάνια ο Εύριπος.Και πιο πολύ αγάπησες από τις άλλες, τη Γορτύνια νύμφη,190την ελαφοκτόνα Βριτόμαρτη την καλοτοξεύτρα, για την οποία κάποτε ο Μίνωας,ερωτοβαρεμένος τα βουνά της Κρήτης πήρε σβάρνα.Και η νύμφη πότε κρύβονταν κάτω από δρυς πυκνούς,πότε στα χόρτα τα ψηλά. Κι εκείνος εννιά μήνες τριγυρνούσεβράχια και γκρέμνα, το κυνηγητό χωρίς να παύει.195Ώσπου, πάνω που θα την έπιανε, αυτή στον πόντο πήδηξεαπό του βράχου την κορφή και μέσα σε ψαράδωντα δίχτυα βρέθηκε και που την έσωσαν. Για τούτο οι Κύδωνες μετάείπαν τη νύμφη Δίκτυννα και το βουνό απ᾽ όπου πήδηξεΔικταίο το αποκάλεσαν. Κι αφού της έχτισαν βωμούς,200εκεί της θυσιάζουν. Και το στεφάνι που φορούν τη μέρα της γιορτής τηςείναι από πεύκο ή σκίνο. Όμως στα χέρια τους δεν πιάνουνε μυρτιά,γιατί τη μέρα εκείνη σε μυρτιάς κλωνάρι πιάστηκε το πέπλοτης κόρης καθώς έφευγε. Για τούτο με το μύρτο κάκιωσε τόσο πολύ.Ούπη άνασσα ομορφομάτα που το φως φέρνεις, από εκείνη205τη νύμφη οι Κρήτες ονομάτισαν κι εσένα.Και βέβαια την Κυρήνη διάλεξες για σύντροφο και κάποτε της έδωσεςδυο κυνηγόσκυλα, όπου μ᾽ εκείνα η κόρητου Υψέα εβραβεύτηκε στης Ιωλκού τον τύμβο.Και την ξανθή σύζυγο του Δηιονίδη Κέφαλου210τη σεβαστή, συγκυνηγό σου έκανες. Και λένεπως την ωραία Αντίκλεια αγάπησες ωσάν τα μάτια σου.Αυτές οι νύμφες ήτανε οι πρώτες που γοργά τόξα και φαρέτρες στους ώμουςφόρεσαν με βέλη· κι ήτανε δίχως πόρπη ο ώμοςο δεξιός, και πάντοτε γυμνός φαινόταν ο μαστός τους.215Ακόμα και την Αταλάντη αγάπησες την ταχυπόδαρητην κόρη του Ιάσιου του Αρκασίδη, την καπροσκοτώστρα,που εσύ τη δίδαξες να κυνηγάει με σκύλους κι εύστοχα να τοξεύει.Οι ονομαστοί συγκυνηγοί του Καλυδώνιου κάπρουδεν την μέμφονται, και τα σημάδια από τη νίκη της εκείνη220η Αρκαδία τα δέχτηκε, κι ακόμα έχει του θεριού τα δόντια.Κι ούτε ο Υλαίος, ούτε ο άφρονας ο Ροίκοςπου την εχθρεύονται, στον Άδη θα συκοφαντήσουντην τοξότρια. Γιατί μαζί μ᾽ αυτούς δεν θα ψευστούντου Μαίναλου οι κορφές, βαμμένες απ᾽ το αίμα των λαγόνων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου