Ο Αγησίλαος, όταν πήρε τα χρήματα από τον Τιθραύστη και πέρασε στη Φρυγία του Φαρναβάζου, έδειξε τις διαθέσεις του από την αρχή: «βάλθηκε να καίει και να λεηλατεί τη χώρα και να υποτάσσει τις πόλεις, άλλες με το καλό κι άλλες με τη βία». (4,1,1). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ο Σπιθριδάτης του υποσχέθηκε ότι αν πάνε στην Παφλαγονία θα έπειθε τον εκεί βασιλιά να πάει με το μέρος τους: «Ο Αγησίλαος ξεκίνησε πρόθυμα, γιατί από καιρό φιλοδοξούσε ν’ αποσπάσει κάποιαν εθνότητα από τον Βασιλέα». (4,1,2).
Τα πράγματα λέγονται πλέον με το όνομά τους. Ο Αγησίλαος ασκεί ξεκάθαρο επεκτατισμό στην περσική χώρα και τα προσχήματα που θέλουν να ενδιαφέρεται μόνο για τις ελληνικές πόλεις είναι αδύνατο να διατηρηθούν. Ο βασιλιάς των Παφλαγόνων, Ότυς, όχι μόνο έγινε σύμμαχος του Αγησιλάου, αλλά πρόσφερε αμέσως χίλιους ιππείς και δυο χιλιάδες πελταστές. Ο Αγησίλαος πρότεινε να παντρευτεί ο Ότυς την κόρη του Σπιθριδάτη, πράγμα που έγινε αμέσως αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Απολύτως ευχαριστημένος αναχώρησε για το Δασκύλειο, όπου ήταν τα ανάκτορα του Φαρναβάζου. Ξεχειμώνιαζε πλιατσικολογώντας την περιοχή, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική σύγκρουση. Όταν ο Φαρνάβαζος επιτέθηκε με δρεπανηφόρα άρματα και ιππικό τους στρατιώτες του Αγησιλάου, που πλέον «έβγαιναν γι’ ανεφοδιασμό δίχως προφυλάξεις» (4,1,17), σκοτώνοντας περίπου εκατό, προκάλεσε τέτοια οργή, που, όταν τέσσερις μέρες αργότερα εντοπίστηκε στρατοπεδευμένος στην Καυή, ο Ηριππίδας ανταπέδωσε το χτύπημα κυριεύοντας το στρατόπεδο και παίρνοντας λάφυρα μεγάλης αξίας.
Γι’ αυτά τα λάφυρα, όμως, έγινε η παρεξήγηση με το Σπιθριδάτη και τους Παφλαγόνες: «Καθώς όμως οι Παφλαγόνες κι ο Σπιθριδάτης έπαιρναν τα λάφυρα, ο Ηριππίδας έβαλε ταξιάρχους και λοχαγούς να τους σταματήσουν και τα συγκέντρωσε όλα κι από το Σπιθριδάτη κι από τους Παφλαγόνες, για να ‘χει περισσότερα να πάει στους λαφυροπώλες. Εκείνοι ωστόσο δεν ανέχτηκαν αυτή τη μεταχείριση· κρίνοντας ότι τους αδίκησαν και τους πρόσβαλαν, μάζεψαν τα πράγματά τους και σηκώθηκαν νύχτα να πάνε στις Σάρδεις, στον Αριαίο». (4,1,26-27). Η απώλεια των Παφλαγόνων και του Σπιθριδάτη «στάθηκε το βαρύτερο πλήγμα που δοκίμασε ο Αγησίλαος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας». (4,1,28).
Αμέσως μετά «κάποιος Κυζικηκός, ο Απολλοφάνης» μεσολάβησε για να συναντηθεί ο Αγησίλαος με το Φαρνάβαζο. Στη συνάντηση αυτή ο Φαρνάβαζος είπε: «Τον καιρό που πολεμούσατε τους Αθηναίους στάθηκα φίλος και σύμμαχός σας. Σας έδωσα χρήματα για να φτιάξετε δυνατό ναυτικό, και στη στεριά πολέμησα ο ίδιος καβάλα στο πλευρό σας, κυνηγώντας τον εχθρό ως μέσα στη θάλασσα. Ούτε και μπορείτε να με κατηγορήσετε ότι σας έπαιξα ποτέ διπλό παιχνίδι, με λόγια ή με έργα, όπως ο Τισσαφέρνης. Ενώ όμως έτσι φέρθηκα μαζί σας, τώρα βρίσκομαι εξαιτίας σας σε τέτοια κατάντια, που μήτε να φάω έχω μέσα στον ίδιο μου τον τόπο, εκτός αν μαζέψω τ’ απομεινάρια σας όπως κάνουν τ’ άγρια ζώα. Κι όλα όσα μου άφησε ο πατέρας μου – ωραία σπίτια, κήπους γεμάτους δέντρα και ζώα, που ήταν η χαρά μου – όλ’ αυτά τα βλέπω ρημαγμένα με τη φωτιά και με το σίδερο. Αν τώρα εγώ είμαι που δεν καταλαβαίνω τι είναι τίμιο και τι είναι δίκαιο, εξηγήστε μου σεις πώς συμβιβάζεται η διαγωγή σας με την έννοια της ευγνωμοσύνης». (4,1,32—33).
Ότι ο Φαρνάβαζος λέει την αλήθεια δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Ξενοφώντας αναφέρει: «Οι τριάντα Σπαρτιάτες τον ντράπηκαν όλοι κι έμειναν αμίλητοι». (4,1,34). Ο Αγησίλαος σκέφτηκε καλά την απάντησή του: «Κι όμως Φαρνάβαζε, το ξέρεις, φαντάζομαι, ότι και στις ελληνικές πόλεις συνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι με δεσμούς φιλοξενίας. Όταν ωστόσο γίνεται πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις, πολεμάει ο καθένας για την πατρίδα του ακόμη κι εναντίον των φίλων του, και συμβαίνει και να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εμείς τώρα που πολεμάμε τον Βασιλέα είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε καθετί δικό του σαν εχθρικό. Μολοντούτο τίποτε δεν θα μας ευχαριστούσε περισσότερο από το να γίνουμε φίλοι. Δεν είμαι εγώ βέβαια που θα σε συμβούλευα ν’ αλλάξεις αφέντη, κι αντί το Βασιλέα να έχεις εμάς· αν έρθεις όμως τώρα με το μέρος μας δεν θα ‘χεις ανάγκη να προσκυνάς κανέναν, μήτε αφέντη να ‘χεις, παρά θα ζεις από το βιός σου». (4,1, 34-35).
Ο Αγησίλαος ομολογεί ότι η Σπάρτη βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με το βασιλιά, όμως δεν ξεκαθαρίζει τους λόγους που γίνεται αυτό. Αρχικά, υπήρχε η δικαιολογία της απελευθέρωσης των ελληνικών πόλεων. Τώρα προτείνει ανοιχτά στο Φαρνάβαζο να πάει με το μέρος της Σπάρτης λέγοντάς του ότι θα απελευθερωθεί κι αυτός. Ο Φαρνάβαζος βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των ισχυρών και πρέπει να επιλέξει. Και πάλι θα μιλήσει με εντιμότητα: «Λοιπόν, αν ο Βασιλεύς στείλει άλλον στρατηγό και τεθώ υπό τις προσταγές του, θα δεχτώ να γίνω και φίλος και σύμμαχός σας. Αν όμως μου αναθέσει την αρχιστρατηγία – τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας – να το ξέρετε καλά ότι θα σας πολεμήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις». (4,1,37).
Η ιδιοτέλεια κινεί το μεγάλο παζάρι της ιστορίας κι ο Φαρνάβαζος δεν έχει κανένα λόγο να το κρύψει. Γι’ αυτό είναι αφοπλιστικός. Ο Αγησίλαος φαίνεται να κατανοεί πολύ καλά αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτό και δείχνει απόλυτο σεβασμό: «Μακάρι, αγαπητέ μου, τέτοιος που είσαι να γίνεις φίλος μας! Πάντως ένα να ξέρεις: ότι τώρα θα φύγω από τον τόπο σου όσο μπορώ πιο γρήγορα, κι από δω και μπρος, όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε, δεν θα πειράξουμε εσένα και τους δικούς σου». (4,1,38).
Ο Αγησίλαος, όταν πήρε τα λεφτά από τον Τιθραύστη δε δίστασε καθόλου να στραφεί εναντίον του Φαρναβάζου. Τώρα υπόσχεται ανακωχή για «όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε». Προφανώς, αν ξεμείνει από εχθρούς, θα επιστρέψει. Ό,τι κι αν γίνει, ο πόλεμος δε θα λείψει.
Όταν έφτασαν τα νέα από την Ελλάδα και ανακοινώθηκε ότι η Σπάρτη παραγγέλλει τη γρηγορότερη επιστροφή στην Πελοπόννησο προς αποφυγή των χειρότερων «ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα ‘χανε, και του βαρυφάνηκε». (4,2,3).
Δεν είναι εύκολο να χάνει κανείς την μπουκιά μες απ’ το στόμα. Εξάλλου, το πράγμα ειπώθηκε καθαρά: «τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας». Όμως δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Η τελευταία υπόσχεση που έδωσε στους συμμάχους είναι βέβαιο ότι καθρέφτιζε τη δική του επιθυμία: «Αν όλα πάνε καλά να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα ‘ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας». (4,2,3).
Σχετικά με τις δυνάμεις των Αθηναίων και των άλλων ελληνικών πόλεων που είχε στη διάθεσή του ο Αγησίλαος, ο Ξενοφώντας δεν κάνει καμία αναφορά. Το σίγουρο είναι ότι ο Αγησίλαος δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει την Ασία στην τύχη της για όσο θα έλλειπε: «… όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις». (4,2,5).
Οι σύμμαχοι της Ασίας, αν και αρχικά φάνηκαν συγκινημένοι κι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην Ελλάδα με τη σκέψη να τον ξαναφέρουν στην Ασία, αφού τακτοποιήσουν όλες τις εκεί υποθέσεις, στη συνέχεια δεν ήταν τόσο πρόθυμοι γι’ αυτό. Ο Αγησίλαος για να εξασφαλίσει στρατό ακολούθησε την προσφιλή μέθοδο των βραβείων για την πόλη που θα πρόσφερε το πιο αξιόμαχο εκστρατευτικό σώμα και για τον ίππαρχο που θα παρουσίαζε το καλύτερο ιππικό. Αφού εξασφάλισε στράτευμα πολύ μεγαλύτερο σε αξία από τα τέσσερα τάλαντα που ξόδεψε για τα βραβεία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο κάνοντας την ίδια διαδρομή, που είχε κάνει ο Ξέρξης, όταν εκστράτευσε εναντίον των Ελλήνων.
Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο οι συγκρούσεις είχαν ήδη αρχίσει. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάποιες απώλειες, όταν, αφού στρατοπέδευσαν στη Σικυώνα, εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια. Αμέσως, όμως, άλλαξαν πορεία, και αφού κατέβηκαν στη θάλασσα, προχώρησαν παράλληλα μ’ αυτήν καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Ο Ξενοφώντας απαριθμεί αναλυτικά τις δυνάμεις και των δύο στρατοπέδων καθιστώντας σαφές το μέγεθος της σύγκρουσης που επικρεμόταν: «Είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Λακεδαιμονίων, σχεδόν τρεις χιλιάδες οπλίτες των Ηλείων, των Τριφυλίων, των Ακρωρείων και των Λασιωνίων και χίλιοι πεντακόσιοι των Σικυωνίων· άλλες τρεις χιλιάδες τουλάχιστον συγκεντρώθηκαν από τους Επιδαυρίους, τους Τροιζηνίους, τους Ερμιονείς και τους Αλιείς. Χώρια απ’ αυτούς υπήρχαν κάπου εξακόσιοι ιππείς των Λακεδαιμονίων, καθώς και περίπου τριακόσιοι Κρητικοί τοξότες και τουλάχιστον τετρακόσιοι σφενδονοφόροι από τους Μαργανείς, τους Λετρίνους και τους Αμφιδόλους… Όσο για τη δύναμη των αντιπάλων τους, είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Αθηναίων, περίπου εφτά χιλιάδες – όπως φαίνεται – των Αργείων, κάπου πέντε χιλιάδες των Βοιωτών, περίπου τρεις χιλιάδες των Κορινθίων, και τουλάχιστον άλλες τρεις χιλιάδες απ’ ολόκληρη την Εύβοια… Από ιππικό είχαν κάπου οχτακόσιους Βοιωτούς, περίπου εξακόσιους Αθηναίους, μια εκατοστή Χαλκιδείς από την Εύβοια κι ως πενήντα Οπουντίους Λοκρούς. Και σ’ ελαφρύ πεζικό υπερτερούσε η παράταξη των Κορινθίων, επειδή είχαν μαζί τους τους Οζόλες Λοκρούς, τους Μηλιείς και τους Ακαρνάνες». (4,2,16-17).
Σχεδόν όλος ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται παραταγμένος στην Πελοπόννησο, που για μια ακόμη φορά γίνεται το κέντρο όλων των επιχειρήσεων: «Όταν άρχισε η συμπλοκή, όλοι οι άλλοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων νικήθηκαν από τους αντικρινούς τους· μόνο οι Πελληνείς, που είχαν απέναντί τους τους Θεσπιείς, εξακολουθούσαν να πολεμούν και σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο μεριές». (4,2,20).
Από τη στιγμή που σχεδόν αμέσως όλοι οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ηττήθηκαν – οι Πελληνείς κρίνονται μεμονωμένη περίπτωση – είναι φανερό ότι η σύγκρουση αφορά τη Σπάρτη με όλο τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο: «Οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν όσους Αθηναίους είχαν μπρος τους, και κυκλώνοντάς τους με το περισσευούμενο δεξιό κέρας σκότωσαν πολλούς. Έπειτα, καθώς οι ίδιοι ήταν ανέπαφοι, προχώρησαν συντεταγμένοι και προσπέρασαν τις τέσσερις άλλες φυλές των Αθηναίων προτού γυρίσουν από την καταδίωξη· έτσι, αυτοί δεν είχαν άλλες απώλειες παρά εκείνες που μπορεί να τους προξένησαν κατά τη σύγκρουση οι Τεγεάτες. Τους Αργείους όμως τους πρόλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι την ώρα που επέστρεφαν· λένε ότι ενώ ο επικεφαλής πολέμαρχος ετοιμαζόταν να τους επιτεθεί κατά μέτωπο, κάποιος φώναξε ν’ αφήσουν να περάσουν οι πρώτοι. Αμέσως μετά οι Λακεδαιμόνιοι όρμησαν κατά πάνω τους και, χτυπώντας τους από την αφύλαχτη πλευρά, καθώς εκείνοι περνούσαν τρέχοντας μπροστά τους, σκότωσαν πολλούς. Επιτέθηκαν και στους Κορινθίους την ώρα που γύριζαν. Τέλος οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν και μερικούς Θηβαίους στην επιστροφή τους από την καταδίωξη, και σκότωσαν κι απ’ αυτούς πολλούς… γύρισαν πίσω στο σημείο που είχε πρωτοαρχίσει η μάχη κι έστησαν τρόπαιο». (4,2,21-22-23).
Την είδηση της νίκης ο Αγησίλαος την έμαθε στην Αμφίπολη από το Δερκυλίδα. Αμέσως τον έστειλε στην Ασία, για να ανακοινώσει τα νέα σε όλες τις πόλεις που έδωσαν στρατό. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν απώλειες μόνο οχτώ ανδρών. Οι αντίπαλοι μετρούσαν πάρα πολλούς. Το κακό ήταν ότι οι σύμμαχοι είχαν επίσης πολλές απώλειες.
Ο Αγησίλαος προσπαθούσε να φτάσει το γρηγορότερο δυνατό στην Πελοπόννησο. Πέρασε τη Μακεδονία χωρίς καμία αντίσταση. Στη Θεσσαλία όμως τον ακολουθούσαν και με κλεφτοπόλεμο του προκαλούσαν φθορές οι Λαρισινοί, οι Κραννώνιοι, οι Σκοτουσσαίοι κι Φαρσάλιοι (όλοι σύμμαχοι των Βοιωτών), τους οποίους κατάφερε να συντρίψει με μια ξαφνική επέλαση. Η επιτυχία αυτή τον γέμισε ενθουσιασμό: «είχε νικήσει, με το ιππικό που είχε οργανώσει ο ίδιος, τον λαό που καμάρωνε περισσότερο απ’ όλους για την ιππευτική του τέχνη». (4,3,8-9).
Μετά από μια μέρα βρισκόταν ήδη στα σύνορα της Βοιωτίας. Εκεί έμαθε τη δυσάρεστη είδηση της συντριβής του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο και το θάνατο του Πείσανδρου από τις δυνάμεις των Φοινικικών και ελληνικών πλοίων, που ηγούνταν ο Φαρνάβαζος και ο Κόνων αντίστοιχα, ο οποίος είχε περάσει στην υπηρεσία των Περσών. (Ο Ρόδης Ρούφος σημειώνει ότι τα πλοία λέγονταν «ελληνικά» όχι γιατί εξυπηρετούσαν ελληνικά συμφέροντα, αλλά γιατί ήταν επανδρωμένα με πληρώματα Ελλήνων μισθοφόρων).
Ο Αγησίλαος προτίμησε να μην μαθευτεί αυτό το νέο, για να κρατήσει ακμαίο το ηθικό των στρατιωτών. Διέδωσε ότι πράγματι ο Πείσανδρος είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ο στόλος των Λακεδαιμονίων είχε επικρατήσει: «Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μιαν αψιμαχία με τον εχθρό οι άνδρες του Αγησιλάου νίκησαν, νομίζοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κερδίσει τη ναυμαχία». (4,3,14).
Τώρα πια ήταν η ώρα του Αγησιλάου να συγκρουστεί με τους αντιπάλους. Η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Κορωνείας, καθώς ο Αγησίλαος ερχόταν από τον Κηφισό και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους από τον Ελικώνα: «Απέναντι στον Αγησίλαο βρίσκονταν τώρα παραταγμένοι οι Βοιωτοί, οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Κορίνθιοι, οι Αινιάνες, οι Ευβοείς κι οι Λοκροί και των δύο Λοκρίδων. Μαζί του είχε ο Αγησίλαος ένα τάγμα Λακεδαιμονίων που είχε περάσει αντίκρυ από την Κόρινθο, το μισό από το τάγμα που στάθμευε στον Ορχομενό, καθώς και τους Λακεδαιμονίους νεοδαμώδεις που είχαν εκστρατεύσει μαζί του· είχε ακόμα τους μισθοφόρους που διοικούσε ο Ηριππίδας, καθώς και τις μονάδες από τις ελληνικές πόλεις της Ασίας κι όσες είχε παραλάβει στο πέρασμά του από πόλεις στο ευρωπαϊκό έδαφος· τέλος του ήρθε επιτόπια ενίσχυση από οπλίτες Ορχομενίους και Φωκείς. Πελταστές είχε πολύ περισσότερους ο Αγησίλαος, ενώ το ιππικό των δύο παρατάξεων ήταν πάνω κάτω ισάριθμο». (4,3,15).
Κι ενώ αρχικά τα πράγματα φαίνονταν εύκολα για τους Λακεδαιμονίους, καθώς τόσο οι Θηβαίοι, όσο και οι Αργείοι το έβαλαν στα πόδια κατευθυνόμενοι στον Ελικώνα, πάνω που ήταν έτοιμοι να στεφανώσουν τον Αγησίλαο έφτασε η είδηση ότι «οι Θηβαίοι διέσπασαν τους Ορχομενίους κι είχαν προχωρήσει ως το στρατόπεδο με τις αποσκευές». (4,3,18).
Φυσικά, ο Αγησίλαος έσπευσε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον τους. Οι Θηβαίοι βλέποντας ότι όλοι οι σύμμαχοι έφευγαν προς τον Ελικώνα προχώρησαν με πυκνή σύνταξη έχοντας στόχο να ενωθούν μαζί τους. Για τον Αγησίλαο υπήρχαν δύο επιλογές: ή να τους αφήσει να φύγουν και να τους προκαλέσει μεγάλες φθορές κυνηγώντας τους ή να τους χτυπήσει κατά μέτωπο. Επέλεξε το δεύτερο κι έγινε σκληρή σύγκρουση σώμα με σώμα.
Ο ίδιος ο Αγησίλαος πληγώθηκε – ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι υπέφερε από πολλές πληγές: «Τελικά μερικοί Θηβαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν στον Ελικώνα, πολλοί όμως σκοτώθηκαν στην υποχώρηση». (4,3,19). Τους ογδόντα αντιπάλους οπλίτες που κατέφυγαν στο ναό ως ικέτες ο Αγησίλαος έδωσε εντολή να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν χωρίς να τους πειράξουν.
Η ανακωχή που ακολούθησε είχε να κάνει μόνο με την περισυλλογή των νεκρών. (Ο Αγησίλαος εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο για να πάει στους Δελφούς και να αφιερώσει στο θεό το ένα δέκατο από τα λάφυρα). Όσο για την επίθεση που έκανε ο πολέμαρχος Γύλις στη Λοκρίδα, έληξε άδοξα με αρκετές απώλειες των Λακεδαιμονίων και το θάνατο του ίδιου. Καμία ένδειξη για ηρεμία. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι το πράγμα κλιμακώνεται.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Τα πράγματα λέγονται πλέον με το όνομά τους. Ο Αγησίλαος ασκεί ξεκάθαρο επεκτατισμό στην περσική χώρα και τα προσχήματα που θέλουν να ενδιαφέρεται μόνο για τις ελληνικές πόλεις είναι αδύνατο να διατηρηθούν. Ο βασιλιάς των Παφλαγόνων, Ότυς, όχι μόνο έγινε σύμμαχος του Αγησιλάου, αλλά πρόσφερε αμέσως χίλιους ιππείς και δυο χιλιάδες πελταστές. Ο Αγησίλαος πρότεινε να παντρευτεί ο Ότυς την κόρη του Σπιθριδάτη, πράγμα που έγινε αμέσως αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Απολύτως ευχαριστημένος αναχώρησε για το Δασκύλειο, όπου ήταν τα ανάκτορα του Φαρναβάζου. Ξεχειμώνιαζε πλιατσικολογώντας την περιοχή, χωρίς να γίνει κάποια ουσιαστική σύγκρουση. Όταν ο Φαρνάβαζος επιτέθηκε με δρεπανηφόρα άρματα και ιππικό τους στρατιώτες του Αγησιλάου, που πλέον «έβγαιναν γι’ ανεφοδιασμό δίχως προφυλάξεις» (4,1,17), σκοτώνοντας περίπου εκατό, προκάλεσε τέτοια οργή, που, όταν τέσσερις μέρες αργότερα εντοπίστηκε στρατοπεδευμένος στην Καυή, ο Ηριππίδας ανταπέδωσε το χτύπημα κυριεύοντας το στρατόπεδο και παίρνοντας λάφυρα μεγάλης αξίας.
Γι’ αυτά τα λάφυρα, όμως, έγινε η παρεξήγηση με το Σπιθριδάτη και τους Παφλαγόνες: «Καθώς όμως οι Παφλαγόνες κι ο Σπιθριδάτης έπαιρναν τα λάφυρα, ο Ηριππίδας έβαλε ταξιάρχους και λοχαγούς να τους σταματήσουν και τα συγκέντρωσε όλα κι από το Σπιθριδάτη κι από τους Παφλαγόνες, για να ‘χει περισσότερα να πάει στους λαφυροπώλες. Εκείνοι ωστόσο δεν ανέχτηκαν αυτή τη μεταχείριση· κρίνοντας ότι τους αδίκησαν και τους πρόσβαλαν, μάζεψαν τα πράγματά τους και σηκώθηκαν νύχτα να πάνε στις Σάρδεις, στον Αριαίο». (4,1,26-27). Η απώλεια των Παφλαγόνων και του Σπιθριδάτη «στάθηκε το βαρύτερο πλήγμα που δοκίμασε ο Αγησίλαος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας». (4,1,28).
Αμέσως μετά «κάποιος Κυζικηκός, ο Απολλοφάνης» μεσολάβησε για να συναντηθεί ο Αγησίλαος με το Φαρνάβαζο. Στη συνάντηση αυτή ο Φαρνάβαζος είπε: «Τον καιρό που πολεμούσατε τους Αθηναίους στάθηκα φίλος και σύμμαχός σας. Σας έδωσα χρήματα για να φτιάξετε δυνατό ναυτικό, και στη στεριά πολέμησα ο ίδιος καβάλα στο πλευρό σας, κυνηγώντας τον εχθρό ως μέσα στη θάλασσα. Ούτε και μπορείτε να με κατηγορήσετε ότι σας έπαιξα ποτέ διπλό παιχνίδι, με λόγια ή με έργα, όπως ο Τισσαφέρνης. Ενώ όμως έτσι φέρθηκα μαζί σας, τώρα βρίσκομαι εξαιτίας σας σε τέτοια κατάντια, που μήτε να φάω έχω μέσα στον ίδιο μου τον τόπο, εκτός αν μαζέψω τ’ απομεινάρια σας όπως κάνουν τ’ άγρια ζώα. Κι όλα όσα μου άφησε ο πατέρας μου – ωραία σπίτια, κήπους γεμάτους δέντρα και ζώα, που ήταν η χαρά μου – όλ’ αυτά τα βλέπω ρημαγμένα με τη φωτιά και με το σίδερο. Αν τώρα εγώ είμαι που δεν καταλαβαίνω τι είναι τίμιο και τι είναι δίκαιο, εξηγήστε μου σεις πώς συμβιβάζεται η διαγωγή σας με την έννοια της ευγνωμοσύνης». (4,1,32—33).
Ότι ο Φαρνάβαζος λέει την αλήθεια δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Ξενοφώντας αναφέρει: «Οι τριάντα Σπαρτιάτες τον ντράπηκαν όλοι κι έμειναν αμίλητοι». (4,1,34). Ο Αγησίλαος σκέφτηκε καλά την απάντησή του: «Κι όμως Φαρνάβαζε, το ξέρεις, φαντάζομαι, ότι και στις ελληνικές πόλεις συνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι με δεσμούς φιλοξενίας. Όταν ωστόσο γίνεται πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις, πολεμάει ο καθένας για την πατρίδα του ακόμη κι εναντίον των φίλων του, και συμβαίνει και να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εμείς τώρα που πολεμάμε τον Βασιλέα είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε καθετί δικό του σαν εχθρικό. Μολοντούτο τίποτε δεν θα μας ευχαριστούσε περισσότερο από το να γίνουμε φίλοι. Δεν είμαι εγώ βέβαια που θα σε συμβούλευα ν’ αλλάξεις αφέντη, κι αντί το Βασιλέα να έχεις εμάς· αν έρθεις όμως τώρα με το μέρος μας δεν θα ‘χεις ανάγκη να προσκυνάς κανέναν, μήτε αφέντη να ‘χεις, παρά θα ζεις από το βιός σου». (4,1, 34-35).
Ο Αγησίλαος ομολογεί ότι η Σπάρτη βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με το βασιλιά, όμως δεν ξεκαθαρίζει τους λόγους που γίνεται αυτό. Αρχικά, υπήρχε η δικαιολογία της απελευθέρωσης των ελληνικών πόλεων. Τώρα προτείνει ανοιχτά στο Φαρνάβαζο να πάει με το μέρος της Σπάρτης λέγοντάς του ότι θα απελευθερωθεί κι αυτός. Ο Φαρνάβαζος βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των ισχυρών και πρέπει να επιλέξει. Και πάλι θα μιλήσει με εντιμότητα: «Λοιπόν, αν ο Βασιλεύς στείλει άλλον στρατηγό και τεθώ υπό τις προσταγές του, θα δεχτώ να γίνω και φίλος και σύμμαχός σας. Αν όμως μου αναθέσει την αρχιστρατηγία – τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας – να το ξέρετε καλά ότι θα σας πολεμήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις». (4,1,37).
Η ιδιοτέλεια κινεί το μεγάλο παζάρι της ιστορίας κι ο Φαρνάβαζος δεν έχει κανένα λόγο να το κρύψει. Γι’ αυτό είναι αφοπλιστικός. Ο Αγησίλαος φαίνεται να κατανοεί πολύ καλά αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτό και δείχνει απόλυτο σεβασμό: «Μακάρι, αγαπητέ μου, τέτοιος που είσαι να γίνεις φίλος μας! Πάντως ένα να ξέρεις: ότι τώρα θα φύγω από τον τόπο σου όσο μπορώ πιο γρήγορα, κι από δω και μπρος, όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε, δεν θα πειράξουμε εσένα και τους δικούς σου». (4,1,38).
Ο Αγησίλαος, όταν πήρε τα λεφτά από τον Τιθραύστη δε δίστασε καθόλου να στραφεί εναντίον του Φαρναβάζου. Τώρα υπόσχεται ανακωχή για «όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε». Προφανώς, αν ξεμείνει από εχθρούς, θα επιστρέψει. Ό,τι κι αν γίνει, ο πόλεμος δε θα λείψει.
Όταν έφτασαν τα νέα από την Ελλάδα και ανακοινώθηκε ότι η Σπάρτη παραγγέλλει τη γρηγορότερη επιστροφή στην Πελοπόννησο προς αποφυγή των χειρότερων «ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα ‘χανε, και του βαρυφάνηκε». (4,2,3).
Δεν είναι εύκολο να χάνει κανείς την μπουκιά μες απ’ το στόμα. Εξάλλου, το πράγμα ειπώθηκε καθαρά: «τέτοια καθώς φαίνεται είναι η δύναμη της φιλοδοξίας». Όμως δεν υπήρχε και άλλη επιλογή. Η τελευταία υπόσχεση που έδωσε στους συμμάχους είναι βέβαιο ότι καθρέφτιζε τη δική του επιθυμία: «Αν όλα πάνε καλά να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα ‘ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας». (4,2,3).
Σχετικά με τις δυνάμεις των Αθηναίων και των άλλων ελληνικών πόλεων που είχε στη διάθεσή του ο Αγησίλαος, ο Ξενοφώντας δεν κάνει καμία αναφορά. Το σίγουρο είναι ότι ο Αγησίλαος δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει την Ασία στην τύχη της για όσο θα έλλειπε: «… όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις». (4,2,5).
Οι σύμμαχοι της Ασίας, αν και αρχικά φάνηκαν συγκινημένοι κι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην Ελλάδα με τη σκέψη να τον ξαναφέρουν στην Ασία, αφού τακτοποιήσουν όλες τις εκεί υποθέσεις, στη συνέχεια δεν ήταν τόσο πρόθυμοι γι’ αυτό. Ο Αγησίλαος για να εξασφαλίσει στρατό ακολούθησε την προσφιλή μέθοδο των βραβείων για την πόλη που θα πρόσφερε το πιο αξιόμαχο εκστρατευτικό σώμα και για τον ίππαρχο που θα παρουσίαζε το καλύτερο ιππικό. Αφού εξασφάλισε στράτευμα πολύ μεγαλύτερο σε αξία από τα τέσσερα τάλαντα που ξόδεψε για τα βραβεία, επέστρεψε στην Πελοπόννησο κάνοντας την ίδια διαδρομή, που είχε κάνει ο Ξέρξης, όταν εκστράτευσε εναντίον των Ελλήνων.
Στο μεταξύ, στην Πελοπόννησο οι συγκρούσεις είχαν ήδη αρχίσει. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κάποιες απώλειες, όταν, αφού στρατοπέδευσαν στη Σικυώνα, εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια. Αμέσως, όμως, άλλαξαν πορεία, και αφού κατέβηκαν στη θάλασσα, προχώρησαν παράλληλα μ’ αυτήν καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Ο Ξενοφώντας απαριθμεί αναλυτικά τις δυνάμεις και των δύο στρατοπέδων καθιστώντας σαφές το μέγεθος της σύγκρουσης που επικρεμόταν: «Είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Λακεδαιμονίων, σχεδόν τρεις χιλιάδες οπλίτες των Ηλείων, των Τριφυλίων, των Ακρωρείων και των Λασιωνίων και χίλιοι πεντακόσιοι των Σικυωνίων· άλλες τρεις χιλιάδες τουλάχιστον συγκεντρώθηκαν από τους Επιδαυρίους, τους Τροιζηνίους, τους Ερμιονείς και τους Αλιείς. Χώρια απ’ αυτούς υπήρχαν κάπου εξακόσιοι ιππείς των Λακεδαιμονίων, καθώς και περίπου τριακόσιοι Κρητικοί τοξότες και τουλάχιστον τετρακόσιοι σφενδονοφόροι από τους Μαργανείς, τους Λετρίνους και τους Αμφιδόλους… Όσο για τη δύναμη των αντιπάλων τους, είχαν συγκεντρωθεί κάπου έξι χιλιάδες οπλίτες των Αθηναίων, περίπου εφτά χιλιάδες – όπως φαίνεται – των Αργείων, κάπου πέντε χιλιάδες των Βοιωτών, περίπου τρεις χιλιάδες των Κορινθίων, και τουλάχιστον άλλες τρεις χιλιάδες απ’ ολόκληρη την Εύβοια… Από ιππικό είχαν κάπου οχτακόσιους Βοιωτούς, περίπου εξακόσιους Αθηναίους, μια εκατοστή Χαλκιδείς από την Εύβοια κι ως πενήντα Οπουντίους Λοκρούς. Και σ’ ελαφρύ πεζικό υπερτερούσε η παράταξη των Κορινθίων, επειδή είχαν μαζί τους τους Οζόλες Λοκρούς, τους Μηλιείς και τους Ακαρνάνες». (4,2,16-17).
Σχεδόν όλος ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται παραταγμένος στην Πελοπόννησο, που για μια ακόμη φορά γίνεται το κέντρο όλων των επιχειρήσεων: «Όταν άρχισε η συμπλοκή, όλοι οι άλλοι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων νικήθηκαν από τους αντικρινούς τους· μόνο οι Πελληνείς, που είχαν απέναντί τους τους Θεσπιείς, εξακολουθούσαν να πολεμούν και σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο μεριές». (4,2,20).
Από τη στιγμή που σχεδόν αμέσως όλοι οι σύμμαχοι των Σπαρτιατών ηττήθηκαν – οι Πελληνείς κρίνονται μεμονωμένη περίπτωση – είναι φανερό ότι η σύγκρουση αφορά τη Σπάρτη με όλο τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο: «Οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν όσους Αθηναίους είχαν μπρος τους, και κυκλώνοντάς τους με το περισσευούμενο δεξιό κέρας σκότωσαν πολλούς. Έπειτα, καθώς οι ίδιοι ήταν ανέπαφοι, προχώρησαν συντεταγμένοι και προσπέρασαν τις τέσσερις άλλες φυλές των Αθηναίων προτού γυρίσουν από την καταδίωξη· έτσι, αυτοί δεν είχαν άλλες απώλειες παρά εκείνες που μπορεί να τους προξένησαν κατά τη σύγκρουση οι Τεγεάτες. Τους Αργείους όμως τους πρόλαβαν οι Λακεδαιμόνιοι την ώρα που επέστρεφαν· λένε ότι ενώ ο επικεφαλής πολέμαρχος ετοιμαζόταν να τους επιτεθεί κατά μέτωπο, κάποιος φώναξε ν’ αφήσουν να περάσουν οι πρώτοι. Αμέσως μετά οι Λακεδαιμόνιοι όρμησαν κατά πάνω τους και, χτυπώντας τους από την αφύλαχτη πλευρά, καθώς εκείνοι περνούσαν τρέχοντας μπροστά τους, σκότωσαν πολλούς. Επιτέθηκαν και στους Κορινθίους την ώρα που γύριζαν. Τέλος οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν και μερικούς Θηβαίους στην επιστροφή τους από την καταδίωξη, και σκότωσαν κι απ’ αυτούς πολλούς… γύρισαν πίσω στο σημείο που είχε πρωτοαρχίσει η μάχη κι έστησαν τρόπαιο». (4,2,21-22-23).
Την είδηση της νίκης ο Αγησίλαος την έμαθε στην Αμφίπολη από το Δερκυλίδα. Αμέσως τον έστειλε στην Ασία, για να ανακοινώσει τα νέα σε όλες τις πόλεις που έδωσαν στρατό. Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν απώλειες μόνο οχτώ ανδρών. Οι αντίπαλοι μετρούσαν πάρα πολλούς. Το κακό ήταν ότι οι σύμμαχοι είχαν επίσης πολλές απώλειες.
Ο Αγησίλαος προσπαθούσε να φτάσει το γρηγορότερο δυνατό στην Πελοπόννησο. Πέρασε τη Μακεδονία χωρίς καμία αντίσταση. Στη Θεσσαλία όμως τον ακολουθούσαν και με κλεφτοπόλεμο του προκαλούσαν φθορές οι Λαρισινοί, οι Κραννώνιοι, οι Σκοτουσσαίοι κι Φαρσάλιοι (όλοι σύμμαχοι των Βοιωτών), τους οποίους κατάφερε να συντρίψει με μια ξαφνική επέλαση. Η επιτυχία αυτή τον γέμισε ενθουσιασμό: «είχε νικήσει, με το ιππικό που είχε οργανώσει ο ίδιος, τον λαό που καμάρωνε περισσότερο απ’ όλους για την ιππευτική του τέχνη». (4,3,8-9).
Μετά από μια μέρα βρισκόταν ήδη στα σύνορα της Βοιωτίας. Εκεί έμαθε τη δυσάρεστη είδηση της συντριβής του σπαρτιατικού στόλου στην Κνίδο και το θάνατο του Πείσανδρου από τις δυνάμεις των Φοινικικών και ελληνικών πλοίων, που ηγούνταν ο Φαρνάβαζος και ο Κόνων αντίστοιχα, ο οποίος είχε περάσει στην υπηρεσία των Περσών. (Ο Ρόδης Ρούφος σημειώνει ότι τα πλοία λέγονταν «ελληνικά» όχι γιατί εξυπηρετούσαν ελληνικά συμφέροντα, αλλά γιατί ήταν επανδρωμένα με πληρώματα Ελλήνων μισθοφόρων).
Ο Αγησίλαος προτίμησε να μην μαθευτεί αυτό το νέο, για να κρατήσει ακμαίο το ηθικό των στρατιωτών. Διέδωσε ότι πράγματι ο Πείσανδρος είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ο στόλος των Λακεδαιμονίων είχε επικρατήσει: «Το αποτέλεσμα ήταν ότι σε μιαν αψιμαχία με τον εχθρό οι άνδρες του Αγησιλάου νίκησαν, νομίζοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κερδίσει τη ναυμαχία». (4,3,14).
Τώρα πια ήταν η ώρα του Αγησιλάου να συγκρουστεί με τους αντιπάλους. Η μάχη έγινε στην πεδιάδα της Κορωνείας, καθώς ο Αγησίλαος ερχόταν από τον Κηφισό και οι Θηβαίοι με τους συμμάχους από τον Ελικώνα: «Απέναντι στον Αγησίλαο βρίσκονταν τώρα παραταγμένοι οι Βοιωτοί, οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Κορίνθιοι, οι Αινιάνες, οι Ευβοείς κι οι Λοκροί και των δύο Λοκρίδων. Μαζί του είχε ο Αγησίλαος ένα τάγμα Λακεδαιμονίων που είχε περάσει αντίκρυ από την Κόρινθο, το μισό από το τάγμα που στάθμευε στον Ορχομενό, καθώς και τους Λακεδαιμονίους νεοδαμώδεις που είχαν εκστρατεύσει μαζί του· είχε ακόμα τους μισθοφόρους που διοικούσε ο Ηριππίδας, καθώς και τις μονάδες από τις ελληνικές πόλεις της Ασίας κι όσες είχε παραλάβει στο πέρασμά του από πόλεις στο ευρωπαϊκό έδαφος· τέλος του ήρθε επιτόπια ενίσχυση από οπλίτες Ορχομενίους και Φωκείς. Πελταστές είχε πολύ περισσότερους ο Αγησίλαος, ενώ το ιππικό των δύο παρατάξεων ήταν πάνω κάτω ισάριθμο». (4,3,15).
Κι ενώ αρχικά τα πράγματα φαίνονταν εύκολα για τους Λακεδαιμονίους, καθώς τόσο οι Θηβαίοι, όσο και οι Αργείοι το έβαλαν στα πόδια κατευθυνόμενοι στον Ελικώνα, πάνω που ήταν έτοιμοι να στεφανώσουν τον Αγησίλαο έφτασε η είδηση ότι «οι Θηβαίοι διέσπασαν τους Ορχομενίους κι είχαν προχωρήσει ως το στρατόπεδο με τις αποσκευές». (4,3,18).
Φυσικά, ο Αγησίλαος έσπευσε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον τους. Οι Θηβαίοι βλέποντας ότι όλοι οι σύμμαχοι έφευγαν προς τον Ελικώνα προχώρησαν με πυκνή σύνταξη έχοντας στόχο να ενωθούν μαζί τους. Για τον Αγησίλαο υπήρχαν δύο επιλογές: ή να τους αφήσει να φύγουν και να τους προκαλέσει μεγάλες φθορές κυνηγώντας τους ή να τους χτυπήσει κατά μέτωπο. Επέλεξε το δεύτερο κι έγινε σκληρή σύγκρουση σώμα με σώμα.
Ο ίδιος ο Αγησίλαος πληγώθηκε – ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι υπέφερε από πολλές πληγές: «Τελικά μερικοί Θηβαίοι κατόρθωσαν να φτάσουν στον Ελικώνα, πολλοί όμως σκοτώθηκαν στην υποχώρηση». (4,3,19). Τους ογδόντα αντιπάλους οπλίτες που κατέφυγαν στο ναό ως ικέτες ο Αγησίλαος έδωσε εντολή να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν χωρίς να τους πειράξουν.
Η ανακωχή που ακολούθησε είχε να κάνει μόνο με την περισυλλογή των νεκρών. (Ο Αγησίλαος εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο για να πάει στους Δελφούς και να αφιερώσει στο θεό το ένα δέκατο από τα λάφυρα). Όσο για την επίθεση που έκανε ο πολέμαρχος Γύλις στη Λοκρίδα, έληξε άδοξα με αρκετές απώλειες των Λακεδαιμονίων και το θάνατο του ίδιου. Καμία ένδειξη για ηρεμία. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι το πράγμα κλιμακώνεται.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου