Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Εισαγωγή

Η στάση του Μεγάλου Βασιλιά της Περσίας Δαρείου του Β΄ και των σατραπών του προς τις δύο ελληνικές συμμαχίες υπήρξε αποφασιστική για την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο πόλεμος κρίθηκε υπέρ των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους μόνον όταν οι Αχαιμενίδες προσέφεραν την υποστή­ριξή τους στους Σπαρτιάτες, αντιδρώντας αρχικά στη βοήθεια των Αθηναίων προς τον επαναστάτη Αμόργη και έπειτα στις αθηναϊκές επιτυχίες μετά το 410 π.Χ. Το γεγονός ότι η βοήθεια των Περσών προς τους εχθρούς της Αθήνας δεν αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά θέματα του Θουκυδίδη και ότι τα περσικά χωρία του έργου γενικά αποδεικνύονται μάλλον λιγοστά, θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει στις προκαταλήψεις του ιστορικού. Η ερμηνεία αυτή, όμως, δεν μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο Θουκυδίδης μνημονεύει κάποια γεγονότα της ιστορίας των ελληνοπερσικών σχέσεων, ενώ για κάποια άλλα σιωπά.

Η μελέτη αυτή έχει τρεις σκοπούς: πρώτον, να ορίσει και να περιγράφει τον ρόλο των Περσών πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και κατά τη διάρκεια αυτού, έτσι όπως τον αποδίδει ο Θουκυδίδης· δεύτερον, να εξετάσει την άποψη του ιστορικού για τους Πέρσες, σε σύγκριση κυρίως με τις απόψεις των συγγραφέων της εποχής του· και, τέλος, να θίξει το ζήτημα της παράδοσης των περσικών ονομάτων και των θεσμών της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών από τον Θουκυδίδη.

Ο Θουκυδίδης και οι Περσικοί Πόλεμοι

Όταν πρόκειται για τις συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων και των Μεγάλων Βασιλέων, ο Θουκυδίδης είναι φειδωλός: η μόνη αναφορά στις πολιτικές φιλοδοξίες του Κόρου και του Καμβύση συνδυάζεται με την αναφορά στην ανάπτυξη των ελληνικών θαλάσσιων δυνάμεων και το τέλος της ιωνικής επίδειξης δύναμης (1.13.6· 1.14.2· 1.16.1). Ακόμη και οι ελληνικές εκστρατείες του Δαρείου του Α΄ και του γιου του, του Ξέρξη, θίγονται με τρόπο μάλλον επιφανειακό (1.18.1 κ.ε.· 1.23.1· 2.34.5) ή στα συμφραζόμενα της συνέλευσης στη Σπάρτη το 432/1 π.Χ., όταν πρόκειται να περιγραφούν οι αδυναμίες της Σπάρτης (δημηγορίες των Κορινθίων και των Αθηναίων) ή τα προτερήματα της Αθήνας (δημηγορία των Αθηναίων) (1.69.5· 1.73.2-74.4).[2] Το χωρίο 1.23.1 καθιστά σαφές ότι ο ιστορικός υποβάθμισε τη σημασία των Περσικών Πολέμων για να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στον Πελοποννησιακό Πόλεμo.

Ο Θουκυδίδης, οι Πέρσες και η Πεντηκονταετία

Ο Θουκυδίδης αρχίζει την εξιστόρηση των κύριων γεγονότων με την αποχώρηση των Περσών από την Ελλάδα (479 π.Χ.). Σε είκοσι εννέα κεφάλαια (1.89- 118) καταγράφει πολλά από τα βασικά γεγονότα της περιόδου από το 479 έως το 431 π.Χ. (αν και όχι όλα), και βάσει αυτών ορίζει ποια υπήρξε η πραγματική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου: η άνοδος της δύναμης της Αθήνας (ως ἡγεμόνος και τελικά ως κυρίου της Δηλιακής Συμμαχίας)[3] και οι επακόλουθοι φόβοι των Σπαρτιατών. Η μνεία στο σημείο αυτό των μέτρων που έλαβαν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους εναντίον του Πέρση βασιλιά και των Ελλήνων υποστηρικτών του είναι αναμενόμενη.[4] Ο ιστορικός προσφέρει μια εξαιρετικά λεπτομερή περιγραφή της αποτυχίας των Αθηναίων στην Αίγυπτο (1.109-110).

Το γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν μνημονεύει κάποια συνθήκη ή ανεπίσημη συμφωνία μεταξύ Περσών και Αθηναίων ως κατακλείδα της επιθετικής φάσης της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής (Ειρήνη του Καλλία’) ούτε στο 1.112 ούτε αλλού στο έργο του θεωρήθηκε απόδειξη πως δεν υπήρξε τέτοια συμφωνία· υπάρχουν, όμως, άλλα χωρία στο έργο (π.χ., 8.56.4, 58.2) που μοιάζουν να προϋποθέτουν μια τέτοια συμφωνία, και οι Έφορος-Διόδωρος επιβεβαιώνουν πράγματι την ύπαρξή της (12.4).[5] Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι αρκετά σαφές ότι ο Αθηναίος ιστορικός γνωρίζει καλά παρόμοιες διπλωματικές επαφές μεταξύ Περσών και Ελλήνων και τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν: μνημονεύει τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Παυσανία και τον Αρτάβαζο (1.129.1) και εκείνες ανάμεσα στον Θεμιστοκλή και τον Αρταξέρξη τον Α΄ (1.137.3), καθώς και το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να ζητήσουν περσική βοήθεια πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων το 431 π.Χ. (1.82.1· 2.7.1).[6]

Ο Θουκυδίδης, οι Πέρσες και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος

Δεν είναι σαφές εάν η περσική πλευρά επηρεάστηκε στη συμφωνία της με την Αθήνα (449 π.Χ.) από την προσδοκία ότι οι δύο ελληνικές συμμαχίες θα ανταγωνίζονταν και θα υπέσκαπταν η μία την άλλη·[7] είναι, όμως, βέβαιο ότι η συμφωνία αυτή δεν εμπόδισε τους Πέρσες να συνεχίσουν να ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην ελληνική πολιτική (μέσω χρημάτων).[8] Η ιδέα ότι οι Πέρσες (όπως και οι Αθηναίοι – βλ. πιο κάτω) αναζητούσαν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους στη δυτική Μικρά Ασία παρά την Ειρήνη του Καλλία’ επιβεβαιώνεται από την υποστήριξη του Πισσούθνη προς τους Σαμίους που είχαν αποστατήσει (Θουκ. 1.115.4) και την κατάληψη της Κολοφώνας από τους Πέρσες (Θουκ. 3.34).[9] Παρ’ όλα αυτά, ελλείψει περισσότερων πληροφοριών, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν οι σατράπες ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία σε αυτές τις περιπτώσεις ή εάν είχαν συμβουλευθεί τον Μεγάλο Βασιλέα. Τελικά, η πολιτική αυτή απέδωσε, όταν η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν ότι έπρεπε να αποκτήσουν νέους συμμάχους για να μπορέσουν να ελέγξουν η μία την άλλη. Στο χωρίο 2.67.1 ο Θουκυδίδης μνημονεύει μια πελοποννησιακή αποστολή στον Αρταξέρξη το καλοκαίρι του 430. Οι απεσταλμένοι επρόκειτο να ζητήσουν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, αλλά παραδόθηκαν τελικά στους Αθηναίους από τον Σάδοκο, τον γιο του Σιτάλκη, και θανατώθηκαν αργότερα χωρίς να δικαστούν. Στο χωρίο 4.50 ο Θουκυδίδης μνημονεύει και άλλες επαφές των Πελοποννησίων με την Περσία, τα μηνύματα των οποίων, όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει ο Αρταξέρξης. Λέγεται πως λίγο αργότερα μια αθηναϊκή διπλωματική αποστολή ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του Μεγάλου Βασιλιά[10] (4.50.3).[11]

Η Περσία, όμως, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στις διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων, μόνον όταν η Αθήνα υποστήριξε τον επαναστάτη Αμόργη (413 π.Χ.),[12] αν και είναι πιθανό πως οι Αθηναίοι είχαν ήδη συνεργαστεί με τον πατέρα του Αμόργη.[13] Οι αδιάκοπες μικροσυγκρούσεις μεταξύ Περσών και Αθηναίων θα πρέπει, λοιπόν, να συνέβαιναν παράλληλα προς τις διπλωματικές επαφές και να κατέληξαν σε μια μείζονα σύγκρουση, όταν η αθηναϊκή καταστροφή στη Σικελία επέτρεψε στους Πελοποννησίους να εφαρμόσουν τα (υποτίθεται παλαιότατα) σχέδιά τους για έναν θαλάσσιο πόλεμο στο Αιγαίο Πέλαγος. Παρ’ όλα αυτά, το περσικό ζήτημα δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στο έργο του Θουκυδίδη από το κεφάλαιο 4.50 έως το 8ο βιβλίο (δηλαδή, στην περίοδο 425-412 π.Χ.). Δεν είναι καθόλου σαφές γιατί ο Θουκυδίδης αποσιωπά και την ανανέωση της Ειρήνης του Καλλία’ από τον Δαρείο τον Β’ (424/3 π.Χ.)[14] και την αθηναϊκή υποστήριξη προς τον Αμόργη (και προς τον Πισσούθνη),[15] που ακύρωσε τις συμφωνίες μεταξύ Περσίας και Αθήνας. Προσπάθειες να ερμηνευτεί αυτή η σιωπή αποκλειστικά βάσει της ιστορίας της σύνθεσης του έργου[16] δεν είναι πειστικές.[17] Μια πιθανή εξήγηση[18] είναι ότι ο Θουκυδίδης είχε επηρεαστεί πολύ από την ιδέα του διπολικού συστήματος εξουσίας στην Ελλάδα και του αθηναϊκού-σπαρτιατικού δυϊσμού. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο ιστορικός να επιθυμούσε να σκιαγραφήσει αναδρομικά κατά κάποιον τρόπο τις εξελίξεις από το 431 π.Χ., όταν η εμφάνιση του Κύρου του Νεότερου θα προσέθετε μια νέα διάσταση στη βοήθεια των Περσών προς τους Πελοποννησίους. Από την άλλη, οι παρατηρήσεις του στο χωρίο 2.65 δεν φαίνεται να υποδηλώνουν πως εξετίμησε ποτέ δεόντως τον ρόλο των Περσών, χωρίς την οικονομική υποστήριξη των οποίων οι θαλάσσιες επιχειρήσεις των Πελοποννησίων θα είχαν λήξει πιθανότατα μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών. Το γεγονός μοιάζει ακόμη πιο παράδοξο, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Θουκυδίδης δεν υποτιμά συνήθως την ιστορική σημασία των χρημάτων.

Ο Θουκυδίδης αφιερώνει πολύ χώρο στον ανταγωνισμό ανάμεσα στον σατράπη των Σάρδεων Τισσαφέρνη και τον σατράπη του Δασκυλίου Φαρνάβαζο, που επιδίωκαν τη σύναψη συμμαχίας με τη Σπάρτη την ίδια εποχή (412 π.Χ.)· λέγεται πως και οι δύο ήθελαν να αποδυναμώσουν τους Αθηναίους, έτσι ώστε να επιβάλουν την καταβολή των φόρων που απαιτούσε ο Μεγάλος Βασιλιά από τις ελληνικές πόλεις των περσικών επαρχιών και η οποία παρεμποδιζόταν από τους Αθηναίους (8.5.5, 8.6.1). Υποτίθεται πως ο Τισσαφέρνης περίμενε τη βοήθεια των Σπαρτιατών για την καταστολή της επανάστασης του Αμόργη στην Καρία την ίδια εποχή (8.5-5).[19] Αν και ειδικά ο Τισσαφέρνης παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως χαρακτήρας προνοητικός,[20] είναι σαφές πως και η προσέγγιση της Σπάρτης εκ μέρους των Περσών και η πρόθεση για εκ νέου επιβολή φόρων στις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας αποτελούσαν εντολή του Μεγάλου Βασιλιά (8.4.5), η οποία αποτελούσε με τη σειρά της αντίδραση στην αθηναϊκή παραβίαση της συμφωνίας·[21] ο σατράπης, όμως, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ουσιαστική ελευθερία κινήσεων κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών.

Αν και ο Θουκυδίδης δεν εξηγεί με σαφήνεια γιατί οι σχέσεις Σπάρτης και Περσίας ήταν τελικά πιο δύσκολες από ό,τι αναμενόταν, παρά τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων για τη σύλληψη του Αμόργη και τον κοινό εχθρό, την Αθήνα, μπορούμε εντούτοις να συναγάγουμε τους λόγους από την αφήγησή του. Κατ’ αρχάς, ο Τισσαφέρνης και ο Δαρείος δεν είχαν καμία πρόθεση να προσφέρουν άνευ όρων βοήθεια στους Σπαρτιάτες· η δράση των Περσών υπαγορευόταν πάντοτε από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας, όπως φαίνεται από τα επιχειρήματα για τα τρία προσχέδια συνθήκης στα έτη 412 και 411 π.Χ. (8.18· 8.37– 8.58)[22] και την παροχή πλοίων και χρημάτων (8.29· 8.45-2-6- 8.78· 8.80.1· 8.83.3). Έπειτα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των σατραπών του Δασκυλίου και των Σάρδεων (8.6.1· 8.99· 8.109.1), εγγενής στο σύστημα διακυβέρνησης των Αχαιμενιδών, καθώς και οι ανεπαρκείς στρατιωτικοί και (πιθανότατα) οικονομικοί πόροι των Περσών διοικητών στη Δόση,[23] δεν επέτρεψαν την αντίδραση των Αχαιμενιδών στις αθηναϊκές προκλήσεις.[24] Το γεγονός πως υπήρχε στη Σπάρτη μια πολιτική μερίδα που προτιμούσε συνεργασία με τον Φαρνάβαζο (8.6.2· πρβλ. 8.39.1) περιέπλεξε τα πράγματα για τον Τισσαφέρνη στα αρχικά στάδια της περσο-σπαρτιατικής σύμπραξης.[25]

Αν και φαίνεται πως ύψιστη προτεραιότητα και για τον Τισσαφέρνη και για τον Δαρείο ήταν η τιμωρία των Αθηναίων και η συνακόλουθη ανάκτηση των χαμένων εδαφών, δεν υπήρχε πρόθεση αποκλειστικής και άνευ όρων υποστήριξης των Σπαρτιατών. Την ίδια στιγμή και οι δύο Πέρσες είχαν ίσως θορυβηθεί με το σύνθημα των Σπαρτιατών για ‘ελευθερία και αυτονομία’[26] και με την άκαμπτη στρατηγική τους. Από την άποψη αυτή, σωστά έχουν προσέξει οι μελετητές πως η θουκυδίδεια περιγραφή των διαβουλεύσεων μεταξύ του σατράπη και του Αλκιβιάδη (8.45 κ.ε.) επηρεάστηκε βαθύτατα από τις έριδες για την Κνίδο – τη διαμαρτυρία του Λίχα για τις δύο πρώτες συμφωνίες με την Περσία και την οργή του Τισσαφέρνη για τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών (8.43.2-4). Αν και στην πραγματικότητα οι συμφωνίες Περσών και Σπαρτιατών προηγήθηκαν αυτών των συζητήσεων και ο Τισσαφέρνης ήταν ο αρχιτέκτονας αυτής της μη δεσμευτικής πολιτικής προς τη Σπάρτη, το έργο του Θουκυδίδη δίνει την εντύπωση πως ο Αλκιβιάδης μπορούσε να είχε προβλέψει τις προκλήσεις των Σπαρτιατών στην Κνίδο και να τις αναφέρει στον σατράπη.[27] Αν και φαίνεται πως ο Θουκυδίδης γνώριζε καλά πως ο Πέρσης επηρέαζε αποφασιστικά τις διαπραγματεύσεις και με τους Σπαρτιάτες και με τους Αθηναίους (πρβλ., π.χ., 8.46.5– 8.81.2), ο Τισσαφέρνης ‘του’ είναι σε γενικές γραμμές ένας πολιτικός με σκοπιμότητες και κυκλοθυμικός, που ενεργεί από φόβο προς τη Σπάρτη και ακολουθεί τις συμβουλές του Αλκιβιάδη μόνο περιστασιακά (8.46.5· πρβλ. 8.56.2 κ.ε.). Παρ’ όλα αυτά, οι ‘μεταπτώσεις στη διάθεση’ (όργαί: Θουκ. 8.83.3), για τις οποίες παραπονούνται μόνον οι Σπαρτιάτες, αντιπροσωπεύουν μια ισορροπημένη πολιτική δύναμης, η οποία, ενόψει των στόχων της περσικής πολιτικής και των στρατιωτικών και οικονομικών περιορισμών της, ήταν επιφυλακτική απέναντι στην προοπτική μιας αποφασιστικής προτίμησης της μίας εκ των δύο ελληνικών συμμαχιών.[28] Οι πιθανοί νέοι στόχοι της αθηναϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν αποφασίζονταν εκείνη τη στιγμή από τον Αλκιβιάδη αλλά από τον Τισσαφέρνη.[29] Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ο Αλκιβιάδης πρότεινε στον σατράπη να αφήσει τις δύο ελληνικές πλευρές να πολεμούν μεταξύ τους έτσι ώστε να εξασθενήσουν[30] παρά να υποστηρίξει τη μία από αυτές (8.46), επιδιώκοντας, βέβαια, να οδηγήσει τελικά τους Πέρσες να υποστηρίξουν την Αθήνα και, πιο σημαντικό ακόμη, να επιτύχει τη θριαμβευτική επιστροφή του στην πατρίδα (πρβλ. 8.47 κ.ε.).[31] Δεν είναι σαφές εάν η επιπρόσθετη συμβουλή του Αλκιβιάδη να επιδιωχθεί μελλοντική μακροπρόθεσμη συνεργασία με την Αθήνα (8.46.3)[32] εντυπωσίασε εν τέλει τον Τισσαφέρνη.

Οι αθηναϊκές επιτυχίες της περιόδου 410-407 π.Χ. ήταν πιθανότατα ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Δαρείος ο Β΄ εγκατέλειψε την πολιτική αυτή υπέρ μιας ανεπιφύλακτης στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς τη Σπάρτη.[33] Μετά τον πόλεμο ο Θουκυδίδης μνημονεύει αυτόν τον επαναπροσανατολισμό της περσικής πολιτικής προς τη Δύση (2.65.12). Δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα επαινούσε την προνοητικότητα της πολιτικής του Τισσαφέρνη και την απόλυτη αφοσίωσή του στον Βασιλιά, στην περίπτωση που είχε βιώσει τις φιλοδοξίες του Κύρου του Νεότερου και τη σπαρτιατική ηγεμονία – δύο στοιχεία εξίσου επιζήμια για την Περσία.

Η άποψη του Θουκυδίδη για τους Πέρσες

Η πρόσφατη έρευνα έχει δείξει ότι στην Αθήνα του 5ου αι. δεν υπήρχε μια ενιαία άποψη για τους Πέρσες ή τους βαρβάρους· ποικιλόμορφες εικόνες της Περσίας και των Περσών υπήρχαν και στη γραμματεία και στην τέχνη, στενά εξαρτημένες από την πρόθεση του εκάστοτε συγγραφέα, καλλιτέχνη ή πελάτη και επηρεασμένες από αρχές ποιητικής και δημόσιου λόγου· οι εικόνες αυτές αντικατόπτριζαν ταυτοχρόνως εν μέρει το καθεστώς των ελληνοπερσικών σχέσεων (δηλαδή, κυρίως των σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Περσίας). Εντούτοις, κατά τις δεκαετίες του 430 και του 420 Αθηναίοι αριστοκράτες άρχισαν να υιοθετούν δείκτες κοινωνικού status από τον περσικό ‘αντίπαλο κόσμο’ (την ενδυμασία, παραδείγματος χάριν) για να αποκομίσουν πλεονεκτήματα στην ισονομική κοινωνία της πατρίδας τους.[34]

Δεν είναι τυχαίο που το έργο του Θουκυδίδη κατέχει μικρή μόνο θέση στη μελέτη του βασιλείου των Αχαιμενιδών: ο συγγραφέας και οι χαρακτήρες του σπάνια εκφράζουν τη γνώμη τους για τα περσικά πράγματα. Λεπτομερείς αναφορές γίνονται μόνο για (α) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περσικής βασιλείας και διακυβέρνησης, και (β) την περσική/ανατολίτικη αντίληψη για την πολυτέλεια και την επίδειξή της. Συχνά, εντούτοις, τα έθιμα αυτά και οι θεσμοί των Περσών λειτουργούν απλώς και μόνον ως υπόβαθρο για τις θουκυδίδειες περιγραφές των διάφορων χαρακτήρων και των μεγάλων αποκλίσεων που υπάρχουν ως προς τη συμπεριφορά και τους θεσμούς τους. Έτσι, οι Θηβαίοι του Θουκυδίδη περιγράφουν μια αντίθεση ανάμεσα στην εγωιστική και άνομη πολιτική των πολιτικών τους ηγετών κατά τους Περσικούς Πολέμους και στην πολιτική των Περσών Βασιλέων, τους οποίους εύλογα οι Θηβαίοι επιθυμούσαν να υποστηρίξουν εκείνη την εποχή (3.62). Παρόμοια, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη θεωρούν πολύ σημαντικό να καταστήσουν σαφές πως η δική τους συμπεριφορά προς τους συμμάχους είναι πολύ πιο επιεικής από τη συμπεριφορά των Περσών στο παρελθόν (1.77). Ο ίδιος ο Θουκυδίδης είναι πιο επιφυλακτικός ως προς την κρίση του: παραδείγματος χάριν, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι ο ιστορικός θεωρούσε τον περσικό τρόπο διακυβέρνησης πιο εύκαμπτο από τον αθηναϊκό, εφόσον θεωρεί έξυπνη πολιτική κίνηση τη δήλωση του Αλκιβιάδη (και του Πεισάνδρου) ότι η περσική υποστήριξη προς την Αθήνα θα απαιτούσε μια ολιγαρχική επανάσταση στην πόλη (8.48.1· 8.53.3). Τα δημοφιλή στερεότυπα για τους βαρβάρους – παραδείγματος χάριν, ότι ακόμη και οι Πέρσες αριστοκράτες ήταν ουσιαστικά δούλοι – απουσιάζουν από το έργο του Θουκυδίδη. Η κριτική που ασκεί ο Περικλής στη δημόσια επίδειξη του πλούτου (2.40) και η περιγραφή του ‘εξανατολισμού’ του Παυσανία (1.130) σίγουρα παραπέμπουν στην πολυτελή ζωή (και πιθανότατα στην υπερηφάνεια) των Μεγάλων Βασιλέων·[35] από την άλλη, η υπερβολή τους όσον αφορά την ανταπόδοση των δώρων[36] βρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την αρπακτικότητα των Θρακών βασιλέων και ευγενών (2.97).

Τα ονόματα και οι θεσμοί των Περσών στο Θουκυδίδη

Πριν από δύο δεκαετίες περίπου παρατηρήθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης αποδίδει τα περσικά ονόματα, καθώς και οι αναφορές του στους περσικούς θεσμούς είναι απολύτως αξιόπιστοι.[37] Εντούτοις, θα ήθελα να ανακεφαλαιώσω σύντομα τρεις από τις παρατηρήσεις που έκανε ο Schmitt το 1983: ο Schmitt θεωρεί εντυπωσιακό το γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει την καταγωγή των Περσών βασιλέων από το γένος των Αχαιμενιδών ούτε τον όρο σατράπης (όπως κάνει ο Ηρόδοτος).[38] Όσον αφορά την επιστολή του Ξέρξη προς τον Παυσανία (1.129.3), υπάρχει ακόμη διαφωνία μεταξύ των μελετητών· παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να τη θεωρήσουμε γνήσια, εφόσον δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα για να υποστηριχθεί το αντίθετο.[39] Τα Ἀσσύρια γράμματα της επιστολής του Πέρση απεσταλμένου Αρταφέρνη (4.50.1· 4.50.3), ο οποίος είχε φυλακιστεί από τους Αθηναίους, σίγουρα αναφέρονται σε αραμαϊκούς χαρακτήρες, ακόμη και αν ο όρος αυτός είχε αρχικά συνήθως τη πιο γενική σημασία της ‘ανατολικής γραφής’.[40]

Συμπεράσματα

Οι Πέρσες έχουν δευτερεύουσα μόνο σημασία στην Ιστορία του Θουκυδίδη, και λόγω της εστίασης του ιστορικού στη δυαδική σχέση μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και λόγω της ανεπαρκούς – έστω και αναδρομικά – εκτίμησης του πολιτικού ρόλου των ανατολικών γειτόνων των Ελλήνων. Κατά συνέπεια, οι Περσικοί Πόλεμοι και η ιδεολογική τους αποτίμηση εκ μέρους των ελληνικών κρατών (ακόμη και στις δημόσιες συζητήσεις για την αττική ἀρχήν) έχουν μεγαλύτερη σημασία από την επακριβή περιγραφή των σχέσεων μεταξύ των ελληνικών πόλεων και του ισχυρού γείτονα τους στην Ανατολή. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική θουκυδίδεια περιγραφή της ιστορίας των ελληνοπερσικών σχέσεων και των εθίμων και θεσμών της Περσίας είναι αξιοσημείωτη (ιδιαίτερα εάν τη συγκρίνουμε με τις περιγραφές των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων του Θουκυδίδη)· ο Τισσαφέρνης του Θουκυδίδη ελάχιστα μοιάζει στον δόλιο Τισσαφέρνη του Ξενοφώντα, και μπορεί να συγκριθεί κάλλιστα με πολλούς Έλληνες πολιτικούς. Αυτό δεν μπορεί να οφείλεται μόνο στο γεγονός πως ο Θουκυδίδης δεν πρόλαβε να περιγράφει στο έργο του τη νέα σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και του Μεγάλου Βασιλιά· την ίδια αυτοσυγκράτηση και σχετική ισορροπία μπορούμε να διακρίνουμε και στην περιγραφή των Περσικών Πολέμων, καθώς και της περιόδου έως την Ειρήνη του Καλλία’ που προσφέρει. Παρ’ όλα αυτά, ο γιος του Ολόρου προσφέρει ελάχιστες πληροφορίες για τον ιστορικό που ενδιαφέρεται ειδικά για τους Αχαιμενίδες.
-------------------------
[2] Παρ’ όλα αυτά, η δημηγορία των Κορινθίων προκαλεί έκπληξη με τη δήλωση ότι‘ο βάρβαρος’ απέτυχε λόγω της δικής του ανεπάρκειας (1.69.5)· πρόκειται, σίγουρα, για έναν υπαινιγμό στους ισχυρισμούς των Αθηναίων σχετικά με τα δικά τους ηρωικά κατορθώματα κατά τους Περσικούς Πολέμους. Στο ίδιο χωρίο οι Αθηναίοι, αναφέροντας τη συμβολή τους στον Μαραθώνα, υπαινίσσονται ότι η εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη δεν στόχευε απλώς στην Αθήνα (και την Ερέτρια· 1.73-4). Οι Αθηναίοι κέρδισαν το δικαίωμα ηγεμονίας στη Δηλιακή Συμμαχία, επειδή υποτίθεται πως πολέμησαν υπέρ ολόκληρης της Ελλάδας. Ο Θουκυδίδης απηχεί στο σημείο αυτό την αθηναϊκή άποψη για τους Περσικούς Πολέμους.

[3] Ο ιστορικός υπογραμμίζει (επίσης) τη μετάβαση από την αθηναϊκή ηγεμονία στην αθηναϊκή απόλυτη κυριαρχία (1.96.1, 97.2), η οποία, γράφει, ασκούνταν σταδιακά όλο και πιο έντονα κατά τη διάρκεια της Πεντηκονταετίας (1.118.1) και θεωρήθηκε τελικά τυραννίδα στους κόλπους της Δηλιακής Συμμαχίας (2.63.1 κ.ε.). Εντούτοις, κατά τη γνώμη του, μια νέα φάση της αθηναϊκής πολιτικής είχε αρχίσει ήδη με την υποταγή των Ναξίων (1.96)· κατά συνέπεια, δεν κάνει λόγο για ριζική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των Αθηναίων και των συμμάχων τους μετά το 449 π.Χ.

[4] Αναφέρει, λοιπόν, τη δεδηλωμένη πρόθεση (πρόσχημα) της ομοσπονδίας (‘ως αντίποινα για τις απώλειες τους λεηλάτησαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά’: 1.96.1), την κατάκτηση της Ηιόνας και τη νίκη της ομοσπονδίας στον ποταμό Ευρυμέδοντα (1.100.1) και αργότερα την υποστήριξη του σατράπη Πισσούθνη προς τους επαναστατημένους Σαμίους (1.115.3-5).

[5] Για ανάλυση του θέματος βλ. D. Μ. Lewis (1992α) 121-127’ Badian (1993) κεφ. 1· Meister (1997) 152-64 και Welwei (1999) 107 (με σημ. 117-21).

[6] Το γεγονός πως οι Σπαρτιάτες παρουσίαζαν ως υπερβολικά δύσκολη την αναθεώρηση της περσικής πολιτικής τους την εποχή εκείνη, μεταξύ άλλων και επειδή επισήμως βρίσκονταν ακόμη σε πόλεμο με την Περσία (D. Μ. Lewis [1977] 62), καθίσταται σαφές από τα λόγια που αποδίδει ο Θουκυδίδης στον Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμο (1.82.1): ‘… κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει αν, θύματα της επιβουλής των Αθηναίων και για να σωθούμε, επιδιώξουμε συμμαχίες όχι μόνο με Έλληνες, αλλά και με βαρβάρους’. Η συνεργασία με την Περσία ήταν αντίθετη προς τον δεδηλωμένο στόχο της Σπάρτης στον πόλεμο, την απελευθέρωση, δηλαδή, όλων των (υπόδουλων) ελληνικών πόλεων (Θουκ. 1.124.3* 2.8.4· 3.32.2 κλπ.· πρβλ. D. Μ. Lewis [1977] 65 κ.ε.).

[7] Strassler (1998) 600.

[8] Λέγεται ότι ήδη από την εποχή της εκδίωξης των Αθηναίων από την Αίγυπτο (454 π.Χ.) ο Αρταξέρξης ο Α΄ είχε προσεγγίσει τη Σπάρτη μέσω του Πέρση απεσταλμένου Με- γάβαζου (Μεγάβυξου) ‘για να δωροδοκήσει τους Πελοποννησίους να εισβάλουν στην Αττική και να απομακρύνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τους Αθηναίους από την Αίγυπτο’ (Θουκ. 1.109.1 κ.ε.). Πρβλ. Eddy (1973) 245 (με τη σημαντική παραπομπή του στην επιγραφή ML 40, όπου η περσική αυτοκρατορία παρουσιάζεται ως τόπος στον οποίο καταφεύγουν οι εξόριστοι εχθροί της Αθήνας —στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εξορίστους από τις Ερυθρές). Σχετικά, ο Blamire (1989) (σημ. στον Πλούτ. Κιμ. 10.9) αναφέρει ακόμη την πα­ρουσία του εξόριστου Πέρση Ροισάκη στην Αθήνα· από το γεγονός πως ο άνδρας αυτός έγινε στόχος συκοφαντών ο Blamire συμπεραίνει ότι ο Πέρσης ήταν ύποπτος κατασκοπείας στην υπηρεσία του Αρταξέρξη. Για τους εξόριστους Πέρσες στην Αθήνα πρβλ. Babler (1998) 101-14.

[9] Hornblower, Comm, 1.415-16.

[10] Σύμφωνα με βαβυλωνιακά έγγραφα, που συμφωνούν με τα όσα γράφει ο Θουκυδίδης στο χωρίο 4.50.3, ο Αρταξέρξης ο Α΄ πέθανε κατά το 41° έτος της βασιλείας του, και ο γιος του Δαρείος (ο Β΄) ο Ώχος τον διαδέχτηκε στον θρόνο κάποια στιγμή μεταξύ της 24 Δεκεμβρίου 424 και της 13ης Φεβρουάριου 423 π.Χ. (Stolper [1983]· Hornblower, Comm. 2.207 κ.ε.). Για τη διαμάχη στην Περσία για τη διαδοχή του Αρταξέρξη του Α’ πρβλ. την περίληψη στον Briant (2002) 588-91· 977 κ.ε.

[11] Σε γενικές γραμμές ο Θουκυδίδης είναι επιλεκτικός όσον αφορά τις διπλωματικές πρωτοβουλίες. Αυτό ισχύει για τις μεταξύ ελληνικών πόλεων σχέσεις, και πιθανότατα και για τις επαφές μεταξύ Ελλήνων και Περσών.

[12] Για την απουσία αναφορών στους Πέρσες από το 4.50 έως το 8.5.4 και τους λόγους που πιθανόν την υπαγορεύουν πρβλ. Andrewes (1961)· Hornblower, Comm.2.423. Μόνη εξαίρεση αποτελεί το χωρίο 5.1, όπου λέγεται ότι οι πολυάριθμοι Δήλιοι που εκδιώχθηκαν από τους Αθηναίους εγκαταστάθηκαν στο Αδραμύττιο, ένα μέρος που τους παραχώρησε ο σατράπης Φαρνάκης (Hornblower, Comm. 2.423 κ.ε.).

[13] Hornblower, Comm. 2.163·

[14] Ανδ. 3.29· για τη συμφωνία αυτή πρβλ. Lewis (1992β) 422 σημ. 132. Η κρίση του Westlake όσον αφορά την αθηναϊκή πολιτική απέναντι στον Αμόργη και τον Μεγάλο Βασιλέα (1977α) δεν μου φαίνεται πειστική.

[15] Ανδ. 3.29· την υποστήριξη αυτή μπορούμε να συναγάγουμε έμμεσα και από το χωρίο 8.54.3, αλλά καμία αναφορά δεν γίνεται στους λόγους της αθηναϊκής δέσμευσης (οι οποίοι παραμένουν άγνωστοι)· πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 86.

[16] Andrewes (1961) 7 κ.ε.

[17] Πρβλ., π.χ., Erbse (1989) 64 κ.ε.· 95· Cawkwell (1997) 15 κ.ε. Παρ’ όλα αυτά, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι ελληνικές υποθέσεις ενδιέφεραν λιγότερο τον νέο Μεγάλο Βασιλιά (και τον Θουκυδίδη) ενόψει των επαναστάσεων που ακολούθησαν την ανάρρηση του Δαρείου στο θρόνο (D. Μ. Lewis [1977] 78-82).

[18] Επιστολή του Β. Smarczyk.

[19] Ο D. Μ. Lewis (1977) 85 σωστά συμπεραίνει ότι η πολιτική του Μεγάλου Βασιλιά τα επόμενα χρόνια υπαγορευόταν από την επιθυμία του να εκδικηθεί την Αθήνα.

[20] Ο D. Μ. Lewis (1977) 87 και ο Westlake (1985) 167 υπογραμμίζουν την πρωτοβουλία του Τισσαφέρνη (και του Φαρνάβαζου) κατά την αποκατάσταση των σχέσεων Σπάρτης και Περσίας.

[21] Πρβλ. Cawkwell (1997) 48.

[22] Για τις συμφωνίες πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 90-107· Levy (1983). Το γεγονός πως ο Τισσαφέρνης συμφωνούσε απόλυτα με τον Μέγα Βασιλιά από την άποψη αυτή γίνεται σαφές στο χωρίο 8.43.4 (πρβλ. Cawkwell [1997] 46-49· στο χωρίο 8.29.1, ο Θουκυδίδης περιγράφει τις λεπτομέρειες των πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ σατράπη και βασιλιά). Όταν ο Λίχας διατείνεται πως οι Πέρσες πρόκειται να εγείρουν διεκδικήσεις στη βόρεια και την κεντρική Ελλάδα βρίσκοντας έρεισμα στις δύο πρώτες συμφωνίες (8.43-3 κ.ε.), είναι εύλογο να εικάσουμε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδίωκε πιθανότατα να κερδίσει την υποστήριξη της Σπάρτης· με την πρόταση ‘η χώρα ή οι πόλεις που ανήκουν στον Βασιλιά, ή ανήκαν στους προγόνους του, θα ανήκουν για πάντα στον Βασιλιά’ (πρβλ. 8.18.1· 8.37.2), οι Πέρσες σίγουρα δεν αναφέρονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ορίζοντας απερίφραστα την Ασία. ως το βασίλειο του Μεγάλου Βασιλιά στην τρίτη συνθήκη (8.58.2), προσπαθούσαν να απαντήσουν στους ισχυρισμούς του Λίχα.

[23] Οι ελλείψεις αυτές, αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας του Μεγάλου Βασιλιά (Θουκ. 8.45.6· 8.87.5· 8.109.1· πρβλ. Ελλ. Οξ. 19.2· ο Μέγας Βασιλιάς ήλπιζε κατά πάσα πιθανότητα να χρησιμοποιήσει τους φόρους των ανακτημένων πόλεων για να χρηματοδοτήσει τα μέτρα κατά των Αθηναίων) και της στρατιωτικής οργάνωσης των Αχαιμενιδών, που βασιζόταν στη διαίρεση σε μόνιμο στρατό και σε αυτοκρατορικές μονάδες επιστράτευσης, σήμαιναν ότι και ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος ήταν εξαρτημένοι από την επιτόπια σπαρτιατική υποστήριξη.

[24] Briant (2002) 593-99, 978-90 (όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία).

[25] Για τον τρόπο με τον οποίο επωφελήθηκαν από αυτόν τον ανταγωνισμό οι Σπαρτιάτες πρβλ. επίσης Ξεν. Ελλ. 1.1.31 κ.ε.

[26] Πρβλ. Smarczyk (1986) 62 σημ. 77.

[27] Erbse (1989) 38 κ.ε. Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, ότι στον Θουκυδίδη ο σατράπης των Σάρδεων επιθυμούσε, από τον χειμώνα του 412/411 π.Χ. και ύστερα να ελέγχει τις προτάσεις του Αλκιβιάδη, που μόλις είχε αλλάξει και πάλι στρατόπεδο (8.45.1), για μια συνεργασία Αθηναίων και Περσών.

[28] Στην πορεία προς την τρίτη συμφωνία με τη Σπάρτη ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ακόμη ότι ο Πέρσης επιδίωκε αυτό το είδος πολιτικής (που διαφαίνεται στον λογισμόν και την πρόνοιαν) (8.57.2: ἐβούλετο ἐπανισοῦν τούς Ἕλληνας πρός ἀλλήλους).

[29] Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Αθηναίος αριστοκράτης ποτέ δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του – ούτε προς τους ολιγαρχικούς της Αθήνας (8.47.2· πρβλ. 8.53-3) ούτε προς τους δημοκρατικούς του στόλου στη Σάμο (8.81.2 κ.ε.) – να συνάψει συμμαχία με τον Πέρση βασιλιά. Το επιχείρημα του Αλκιβιάδη και του Πείσανδρου στην πρώτη περίπτωση, ότι δηλαδή ο Μεγάλος Βασιλιάς και ο Τισσαφέρνης θα αποδέχονταν πιο εύκολα ένα ολιγαρχικό καθεστώς στην Αθήνα παρά ένα δημοκρατικό, δεν ήταν, βέβαια, παρά το μέσον εκπλήρωσης ενός σκοπού. Και οι δύο θα πρέπει να γνώριζαν πως η εξωτερική πολιτική της Περσίας προς την Αθήνα δεν καθοριζόταν από το πολιτικό σύστημα της πόλης, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τις δραστηριότητές της στο ανατολικό Αιγαίο. Ο Westlake (1985) επιχειρεί να αποδώσει τα θετικά (πολιτικός λογισμός και πολιτική πρόνοια) και τα αρνητικά (υπεροψία, προκλητική συμπεριφορά κλπ.) στοιχεία του θουκυδίδειου Τισσαφέρνη στο γεγονός ότι ο ιστορικός χρησιμοποιούσε διαφορετικές πηγές, αλλά η άποψή του δεν μου φαίνεται πειστική.

[30] Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον όρο τρίβειν εδώ (8.46.4).

[31] Πρβλ. D. Μ. Lewis (1977) 98.0 Erbse (1989) 75-92 απορρίπτει την άποψη ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε η πηγή πληροφοριών του Θουκυδίδη (λόγου χάριν στο χωρίο 8.45 κ.ε.) και πιστεύει ότι η εικόνα του Αλκιβιάδη που σκιαγραφεί ο ιστορικός έχει συνοχή.

[32] Πρβλ. Seager-Tuplin (1980) για τη διάκριση μεταξύ των Ελλήνων της ηπειρωτικής χώρας (και των Ελλήνων των νησιών) και των Ελλήνων της Ασίας, που είναι σαφής στο σημείο αυτό για πρώτη φορά.

[33] Το 408 π.Χ. φαίνεται πως η Αθήνα έχει ακόμη επαφές με τον Τισσαφέρνη (IG I3113). Δεν είναι σαφές εάν η σπαρτιατική αντιπροσωπεία υπό τον Βοιώτιο διαδραμάτισε τον ρόλο που της είχε ανατεθεί στην περσική μεταστροφή (Ξεν. Ελλ. 1.4.1). Ο Tuplin (1987) απορρίπτει την άποψη για την ύπαρξη μιας νέας συνθήκης μεταξύ της Σπάρτης και του Μεγάλου Βασιλιά (αντίθετα προς τον D. Μ. Lewis [1977] 124 κ.ε., ο οποίος θεωρεί δεδομένη την ύπαρξη συμφωνίας που προέβλεπε την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, αλλά και την ταυτόχρονη φορολογική τους υποτέλεια). Ο Δαρείος ήλπιζε ίσως ακόμη να κατευνάσει την διαμάχη μεταξύ των γιων του Βασιλιά στέλνοντας τον Κύρο στο δυτικό μέτωπο. Ο Cawkwell (1997) 49, παραπέμποντας στον Πλούτ. Λυσ. 9.2, δεν πιστεύει πως υπήρξε κάποια αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Περσίας· εξηγεί, μάλιστα, την ουσιαστική περσική υποστήριξη προς τη Σπάρτη μόνο βάσει των προθέσεων του Κύρου να εξασφαλίσει τη σπαρτιατική βοήθεια στον αγώνα του για τον θρόνο μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων επί των Αθηναίων.

[34] Για την ελληνική άποψη για τους βαρβάρους/Πέρσες κατά τον 5° αι. βλ. Schmal (1995)· Liith (1997)· Gehrke (2000): γενική ανάλυση· Thomas (2000) 75-101· Rollinger (2004): για τον ‘περσικό λόγο’ στην Αθήνα- Hall (1989)· Georges (1994)· Tuplin (1996) 132-77′ Hutzfeldt (1999)’ Bichler (2000) σε διάφορα σημεία: για τη γραμματεία· Raeck (1981)· Castriota (1992)· Μ. C. Miller (1997)· Babler (1998)· Holscher (1998) και (2000)· Cohen (2000): για την τέχνη.

[35] Η τελευταία είναι η προσπάθεια να αποκρουστεί η κατηγορία των εχθρών της Αθήνας ότι η πόλη, καταδυναστεύοντας τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, είχε καταστεί ο διάδοχος των Περσών (πρβλ. Θουκ. 6.76.3 κ.ε., 6.82.3, κτλ.).

[36] Wiesehofer (2001) 607 κ.ε.

[37] Schmitt (1983).

[38] Για τον σατράπη των Αχαιμενιδών και τα καθήκοντα του, καθώς και για τους ελληνικούς όρους για το αξίωμα αυτό πρβλ. Klinkott (2005).

[39] Πρβλ. Schmitt (1983) 71 κ.ε.· Gauger (2000) 263 κ.ε., 374 (και βιβλιογραφία), με την επιχειρηματολογία του οποίου συμφωνώ.

[40] Nylander (1968) ιδ. 122· D. Μ. Lewis (1977) 2 κ.ε. και σημ. 3.