«Το λάθος της κοινής συνείδησης έγκειται στο ότι μετατρέπει το φανερό σε προφανές. Ενώ για την εγρήγορη συνείδηση τίποτε δεν είναι προφανές».
Η προσωκρατική σκέψη δεν είναι εκδήλωση μιας ξαφνικής αφύπνισης του ελληνικού πνεύματος. Είναι η κορυφαία κατάληξη μιας μακροχρόνιας εξέλιξης και ωρίμασης της προσωπικότητας του Έλληνα. Καλύπτει τη χρονική περίοδο από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το τέλος, περίπου, του 5ου αι. Π.Χ., που συμπίπτει - εξ ου και η συμβατική ονομασία της- με την εποχή που εμφανίζεται ο Σωκράτης.
Ο Ησίοδος (8ος-7ος αι. π.Χ.) θα κάνει το πρώτο βήμα απομυθοποίησης και μετάβασης από θεϊκές προσωποποιήσεις προς αντίστοιχες αφηρημένες έννοιες. Είναι εκείνος που θα θέσει για πρώτη φορά τα βασικά ερωτήματα για την «αλήθεια», για την «απαρχή» και για τη «συνοχή του κόσμου». Δίνοντας μια φυσιοκρατική απάντηση στην κοσμογονία του, φωτίζει ήδη τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο ελληνικός στοχασμός. Το ελληνικό πνεύμα είναι πλέον ώριμο για το αποφασιστικό βήμα προς τη φιλοσοφία και την, ακόμη άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν, επιστήμη.
Αυτό το τελικό, αποφασιστικό βήμα θα είναι αποκλειστικό επίτευγμα των προσωκρατικών φιλοσόφων. Αυτοί είναι εκείνοι που θα αποτινάξουν τις τελευταίες μυθολογικές, ανθρωπομορφικές εικόνες, εκφράζοντας το γεγονός αυτό και γλωσσικά με την αντικατάσταση των ονομάτων των θεών με λέξεις ουδετέρου γένους, όπως το «άπειρον», τα «εναντία», το «χρεών». Αυτοί είναι εκείνοι που θα γενικεύσουν προσωπικές, πρακτικές εμπειρίες και γνώσεις, ανάγοντας τις σε καθολικές αρχές και θεωρίες. Για πρώτη φορά η ανθρώπινη νόηση εστιάζεται στην αλήθεια, αναζητώντας την υποκείμενη τάξη και σταθερότητα στη φύση, θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει με πνεύμα ορθολογικό και κριτικό; και ο τρόπος αυτός θα είναι καθοριστικός για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης.
Και επιστήμης; Μερικοί θα αμφισβητήσουν το τελευταίο. Η επιστήμη, θα πουν, βασίζεται στην παρατήρηση και στο πείραμα. Κακώς, λοιπόν, οι Προσωκρατικοί ονομάζονται επιστημονικοί φιλόσοφοι. Οι προτάσεις τους υπήρξαν δογματικές τόσο σε θέματα που επιδέχονται παρατηρήσεις και πειράματα όσο και σε ζητήματα που δεν προσφέρονται σε αυτά. Επομένως, θα συμπεράνουν, στους προσωκρατικούς φιλοσόφους υπάρχει έντονο ακόμη το σύνθετο στοιχείο του μάντη-ποιητή-σοφού, δια του οποίου τους αποκαλύπτεται η αλήθεια. Έμπνευση και διαίσθηση, όχι εμπειρία και λογική, είναι εκείνο που φωτίζει το πνεύμα τους. Και αυτό δεν είναι επιστήμη. Λάθος, θα υποστηρίξουν άλλοι. Στα ελάχιστα αποσπάσματα των Προσωκρατικών που σώζονται, μπορούμε να διακρίνουμε παρατηρήσεις, πάνω στις οποίες βασίζονται οι θεωρίες τους. Αν διασώζονταν όλα τα έργα τους, τότε θα ήταν ολοφάνερη η εδραίωση των θεωριών τους πάνω στην παρατήρηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις σωζόμενες, της ίδιας εποχής, ιατρικές πραγματείες της ιπποκράτειας ιατρικής, η οποία, με βάση τη συσσωρευμένη εμπειρία, προβαίνει σε γενικεύσεις που υποβάλλονται και σε στοιχειώδη πειραματικό έλεγχο. Δογματική, ως ένα βαθμό, σκέψη μπορεί να εντοπισθεί μόνο στους Πυθαγορείους - και εν μέρει στον Εμπεδοκλή (στο έργο του Καθαρμοί)- των οποίων ο θεολογικός στοχασμός είναι ξένος προς τον στοχασμό όλων των άλλων Προσωκρατικών. Είναι αυθαίρετο να κατατάσσει κανείς τον Ηράκλειτο ή τον Παρμενίδη στους Ορφικούς ή στους Σαμάνους. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο G. Vlastos2, o Παρμενίδης, μολονότι παρουσιάζει τη θεωρία του ως θρησκευτική αποκάλυψη, δεν βασίζει την ορθότητα του ισχυρισμού του σε υπερφυσική έμπνευση. Η θεά του δεν λέει «πίστεψε», αλλά «κρίναι λόγω», κρίνε με τη λογική. Ούτε υπάρχει καμιά απέχθεια των Προσωκρατικών προς την αισθητήρια εμπειρική διερεύνηση. «Αλλά να παρατηρείς με κάθε τρόπο πώς καθετί φανερώνεται, μήτε έχοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στην όραση από την ακοή, ούτε στην πολυθόρυβη ακοή από τη γεύση, ούτε να αρνιέσαι την πίστη σου σε κάποιο από τα άλλα όργανα, που πέρασμα είναι για την νόηση, αλλά να κατανοείς με τον τρόπο που φανερώνεται κάθε πράγμα», παροτρύνει ο Εμπεδοκλής. Και ο Ηράκλειτος θα πει: «Για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, είναι κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ’ αυτιά», που σημαίνει ότι η μαρτυρία των αισθήσεων είναι αληθινή στο μέτρο που ο άνθρωπος έχει την αντίληψη να εκτιμήσει σωστά. Επομένως, οι Προσωκρατικοί υπήρξαν επιστημονικοί φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένων και των Πυθαγορείων, που, πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την κατ’ εξοχήν επιστημονική μέθοδο των μαθηματικών στη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων και που αποδεδειγμένα χρησιμοποίησαν και την παρατήρηση και το πείραμα (π.χ. στην σχέση μηκών χορδής) στις θεωρίες τους.
Ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσον οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπήρξαν και οι θεμελιωτές της επιστήμης απαιτεί βαθύτερη ανάλυση, θα υπενθυμίσουμε, βεβαίως, ότι οι παρατηρήσεις μας αναφέρονται αποκλειστικά στην πρώτη περίοδο, την Προσωκρατική (6ος-5ος αι. π.Χ.), της ελληνικής φιλοσοφίας και όχι στα μετέπειτα ελληνικά φιλοσοφικό συστήματα3. Τα τελευταία, ιδίως από τότε που εξελίχθηκαν σε δόγματα κατά τη μεσαιωνική σχολαστική περίοδο, διαφέρουν σαφώς από την κριτική ορθολογική παράδοση των Προσωκρατικών.
Το επίτευγμα των Προσωκρατικών έγκειται στην ορθολογική, κριτική θεώρηση ολόκληρου του σύμπαντος ως μιας εύτακτης ενότητας, τον «κόσμον». Η διαπίστωση αυτή είναι καθοριστική για την κατανόηση του τρόπου διερεύνησης της φύσης και καταδεικνύει πόσο άδικη είναι η μομφή ορισμένων που θα ήθελαν οι Προσωκρατικοί να ασχοληθούν πρώτα με την έρευνα των γύρω τους επιμέρους αντικειμένων και μετά να προχωρήσουν σε κοσμογονικά προβλήματα. Καθώς ο αρχαίος Έλληνας της εποχής αυτής βλέπει ακόμη τον κόσμο ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο οργανικό σύνολο, μέσα στο οποίο φύση, κοινωνία, άνθρωπος είναι αρμονικά εντεταγμένα, υπακούοντας στους ίδιους φυσικούς-βιολογικούς-κοινωνικούς νόμους, είναι επόμενο και κατανοητό να θέσει, πρώτα, ερωτήματα που αφορούν ολόκληρο το σύμπαν, δηλαδή ερωτήματα κοσμολογικά (της πρώτης αρχής, της πρωταρχικής ουσίας) και μετά να επεκταθεί σε επιμέρους θέματα. Έτσι, θα αρχίσει με τολμηρές, κοσμογονικές θεωρίες, για να καταλήξει στα έμβια όντα, στον άνθρωπο. Η μέθοδος του, επομένως, είναι εκ των πραγμάτων κυρίως παραγωγική (deductive), εκ του γενικού προς το μερικό, αντί της επαγωγικής (inductive) ερευνητικής μεθόδου, από τα μέρη προς το όλον, που προβλήθηκε ως η κατ' εξοχήν επιστημονική μέθοδος κατά την Αναγέννηση. Είναι όμως πράγματι ο προσωκρατικός, παραγωγικός τρόπος προσέγγισης του μυστηρίου της φύσης αντιεπιστημονικός; Αυτό θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω.
Η ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αρχίζει με την Αναγέννηση. Ενώ ο Galileo Galilei (1564-1642) υπήρξε ο θεμελιωτής της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης, ο σύγχρονος του Francis Bacon (I56I-I626) θεωρείται, χωρίς ο ίδιος να είναι επιστήμων, ο εμπνευστής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου: «Οι αρχαίοι», θα πει, «είχαν έναν ειδικό τρόπο διερεύνησης και ανακάλυψης, και τα γραπτά τους έργα το αποδεικνύουν. Ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε αμέσως συνήγαγαν από μερικά περιστατικά και λεπτομέρειες γενικότερα συμπεράσματα ή τις ίδιες τις αρχές της επιστήμης και, μετά, με τις άμεσες προτάσεις τους, έβγαζαν τα επιμέρους συμπεράσματα και τα έλεγχαν με βάση την αναμφισβήτητη και εδραιωμένη αλήθεια των πρώτων»4. Αυτή όμως η μέθοδος είναι, κατά τον F. Bacon, εσφαλμένη. Αντί να προσπαθεί να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια απαγωγικά, με τη χρησιμοποίηση γενικών συλλογιστικών κανόνων, θα πρέπει, αντίθετα, να αρχίζει από επιμέρους παρατηρήσεις και προτάσεις και να καταλήγει σταδιακά σε γενικότερες θεωρίες. Στο μεγάλο έργο του Novum Organum -τίτλος επιλεγμένος σε συνειδητή αντιδιαστολή προς το Όργανον του Αριστοτέλους - θα υποδείξει την επιστημονική μέθοδο δι’ επαγωγής για την επίτευξη του σκοπού αυτού, υποστηρίζοντας ότι ο αληθινός επιστήμονας «καταλήγει σε κανόνες από τις αισθήσεις και από ειδικές, συγκεκριμένες περιπτώσεις, και ανέρχεται συνεχώς και σταδιακά, έως ότου τελικά φθάσει σία πιο γενικά αξιώματα. Αυτός είναι ο αληθινός δρόμος, που όμως δεν χρησιμοποιήθηκε»5.
Ο ίδιος o F. Bacon εν τούτοις, βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, θα εξαιρέσει από την πολεμική του κατά του πλατωνικού και κυρίως αριστοτελικού δογματισμού το έργο των Προσωκρατικών: «Η περίοδος κατά την οποία η φυσική φιλοσοφία φάνηκε κυρίως να ακμάζει μεταξύ των Ελλήνων», παρατηρεί, ήταν πολύ σύντομη, καθώς κατά μεν την πρώιμη αρχαϊκή εποχή, οι επτά Σοφοί (με εξαίρεση τον Θαλή) ασχολήθηκαν με τους ηθικούς κανόνες και την πολιτική, ενώ κατά μια μετέπειτα εποχή, αφού ο Σωκράτης προσγείωσε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη Γη, επικράτησε η ηθική φιλοσοφία και απέσπασε την προσοχή του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο... (Οι προσωκρατικοί) όπως ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης, ο Φιλόλαος και οι λοιποί (εξαιρώ τον Πυθαγόρα, που ήταν προληπτικός) δεν ίδρυσαν, εξ όσων γνωρίζουμε, Σχολές, αλλά προχώρησαν στη διερεύνηση της αλήθειας σιωπηλά και με μεγαλύτερη αυστηρότητα και σεμνότητα, δηλαδή με λιγότερη επιτήδευση και επίδειξη. Έτσι, κατά τη γνώμη μας, ενήργησαν με μεγαλύτερη σύνεση, ακόμη και αν τα έργα τους μπορεί να χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου... Τα ομοιομερή του Αναξαγόρα, τα άτομα του Λευκίππου και του Δημοκρίτου, ο ουρανός και η γη του Παρμενίδη, η έρις και η φιλία του Εμπεδοκλέους, η αποσύνθεση και επανένωση των σωμάτων στην κοινή φύση της φλόγας κατά τον Ηράκλειτο, παρουσιάζουν μερικά διάσπαρτα δείγματα φυσικής φιλοσοφίας και πειράματος»6.
Έχει, όμως, γενικότερα o F. Bacon δίκαιο; Είναι πράγματι η δι’ επαγωγής μέθοδος, από τις επιμέρους παρατηρήσεις προς τη γενικότερη θεωρία, ο μόνος επιστημονικός δρόμος; Το γεγονός ότι οι Προσωκρατικοί, για τους λόγους που προαναφέραμε, στοχάστηκαν παραγωγικά, αρχίζοντας από συμπαντικές, γενικές ερωτήσεις και όχι από μεμονωμένες, εξειδικευμένες παρατηρήσεις, σημαίνει ότι στερούνται επιστημονικής σκέψης; Η ίδια η ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αναιρεί τον ισχυρισμό αυτό. Ο Β. Russell θα παρατηρήσει: «Η επαγωγική μέθοδος του F. Bacon σφάλλει κατά το γεγονός ότι δεν αποδίδει επαρκή σημασία στην (επιστημονική) υπόθεση. Πίστευε πως η απλή τακτοποίηση των δεδομένων θα καθιστούσε τη σωστή υπόθεση αυτόδηλη. Αλλά τούτο σπανίως συμβαίνει. Κατά κανόνα, η διατύπωση υποθέσεων είναι το δυσκολότερο μέρος του επιστημονικού έργου και το μέρος που διεκδικεί την πιο μεγάλη ικανότητα. Μέχρι τώρα δεν έχει ευρεθεί μέθοδος που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την επινόηση υποθέσεων»7. Η απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του F. Bacon, πώς θα φθάσει στην αντικειμενική αλήθεια, δεν έγκειται στην -εκ φύσεως αδύνατη - απογύμνωση της παρατήρησης από κάθε θεωρία ή προσδοκία, αλλά στην κριτική θεώρηση και στον κριτικό, πειραματικό έλεγχο. Δεν είναι αντιεπιστημονικό να εκφράζει κανείς εικασίες, παρατηρεί ο R. Feynman, βραβείο Nobel Φυσικής 1965. «Απλώς υπάρχει αβεβαιότητα. Αντιεπιστημονικό θα ήταν να μην διατυπωθεί η εικασία. Εικασίες πρέπει να γίνονται, επειδή οι παρεκτάσεις (extrapolations) είναι τα μόνα πράγματα που έχουν κάποια πραγματική αξία»8. Η υπόθεση είναι εκείνη που προηγείται και καθοδηγεί την παρατήρηση. «Είναι για λόγους αρχής τελείως εσφαλμένο», επισημαίνει ο Α. Einstein σε μια συζήτηση του με τον W. Heisenberg, «να θέλει κανείς να εδραιώσει μια θεωρία αποκλειστικό επάνω σε παρατηρήσιμα μεγέθη. Γιατί, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κατά πρώτον, η θεωρία αποφασίζει τι μπορεί κανείς να παρατηρήσει». Δύο φαίνεται να είναι οι τρόποι σύλληψης μιας υπόθεσης ή θεωρίας: Ο πρώτος βασίζεται στην ενόραση10, ο δεύτερος στην ορθολογική κρίση. Ενόραση, διαίσθηση απαντά σε όλους τους λαούς. Ο κριτικός ορθολογισμός όμως απαντά για πρώτη φορά στους Προσωκρατικούς και είναι μοναδικό, δικό τους επίτευγμα. Οι Προσωκρατικοί είναι εκείνοι οι οποίοι δημιουργούν για πρώτη φορά μια επιστημονική παράδοση που επιτρέπει και ενθαρρύνει -σε αντίθεση με όλες τις άλλες Σχολές των οποίων μοναδική επιδίωξη είναι η διαφύλαξη και διατήρηση της διδασκαλίας των ιδρυτών τους- την με κριτικό πνεύμα αναθεώρηση των θεωριών των παλαιότερων από τους νεότερους «φυσιολόγους».
Η παρατήρηση δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην αλήθεια. Αντίθετα, ο αρμονικός συνδυασμός της ενόρασης με την ορθολογική κριτική, που διακρίνει κατ' εξοχήν το πνεύμα των Προσωκρατικών, αποτελεί τον επίπονο δρόμο της σύλληψης μιας θεωρίας. Η ιστορία της επιστήμης έχει να παρουσιάσει πληθώρα παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Ήδη ο σύγχρονος του F. Bacon και εδραιωτής της επιστημονικής, πειραματικής διερεύνησης G. Galilei θα εκφράσει τον θαυμασμό του προς τους μεγάλους πρωτεργάτες της ηλιοκεντρικής θεωρίας, οι οποίοι, «σε οξεία αντίθεση με τη μαρτυρία των ίδιων των αισθήσεων τους και με την αποκλειστική δύναμη του νου, προτίμησαν εκείνο που τους υπέδειξε η λογική από αυτό που η αισθητήρια εμπειρία καθαρά τους φανέρωνε... δεν υπάρχει όριο στην κατάπληξη μου, όταν σκέπτομαι πως ο Αρίσταρχος και ο Κοπέρνικος ήταν ικανοί να αφήσουν τη λογική να υπερνικήσει τις αισθήσεις και, αψηφώντας τις, να κάνουν τη λογική κυρίαρχη της πεποίθησης τους», θα δούμε σειρά τέτοιων παραδειγμάτων στο έργο των Προσωκρατικών. Το πρώτο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία της επιστήμης αποτελεί αναμφίβολα η θεωρία του Αναξίμανδρου, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ότι η Γη αιωρείται στο κενό, θεωρία που κατά τον Κ. Popper «είναι μια από τις τολμηρότερες, τις πιο επαναστατικές και τις πιο θαυμαστές ιδέες σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος»12. Το αξιοσημείωτο στην ιδέα αυτή είναι ότι η ενόραση και η λογική οδήγησαν τον Αναξίμανδρο στο σωστό συμπέρασμα ότι η Γη δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται πουθενά, αλλά πρέπει να αιωρείται, ενώ, αντίθετα, η παρατήρηση και η εμπειρία ότι βρισκόμαστε πάνω σε μια επίπεδη γήινη επιφάνεια με τον κυκλικό ορίζοντα γύρω μας ήταν εκείνες που τον παρέσυραν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η Γη είναι κύλινδρος (και όχι σφαίρα), σε μια από τις επίπεδες επιφάνειες του οποίου ζει ο άνθρωπος.
Η επιστημονική, ορθολογική κριτική παράδοση που θεμελιώνει ο Αναξίμανδρος αντικατοπτρίζεται, δυόμιση χιλιετίες αργότερα, στα λόγια του Α. Einstein: «Η μέθοδος του θεωρητικού συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση, ως θεμελίου γενικών προϋποθέσεων, των λεγόμενων Αρχών, από τις οποίες μπορεί να συναγάγει συμπεράσματα. Η δραστηριότητα του διακρίνεται σε δύο μέρη. Πρώτον, πρέπει να ανακαλύψει τις αρχές αυτές, δεύτερον να αναπτύξει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτές.... Η πρώτη από τις δυο δραστηριότητες, δηλαδή εκείνη της κατάστρωσης μιας θεωρίας, που θα πρέπει να χρησιμεύσει ως βάση για την παραγωγή (Deduktion), είναι τελείως διαφορετικού τύπου. Εδώ δεν υπάρχει κάποια συστηματικά εφαρμοζόμενη μέθοδος που μπορεί να τη διδαχθεί κανείς και που οδηγεί στον στόχο. Ο ερευνητής πρέπει μάλλον να αφουγκραστεί (ablauschen) κατά κάποιον τρόπο αυτές τις γενικές αρχές από τη φύση, με το να διαβλέψει ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερα συμπλέγματα εμπειρικών γεγονότων, που μπορούν va διατυπωθούν με ακρίβεια... Όσο όμως οι αρχές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση της παραγωγικής μεθόδου δεν έχουν βρεθεί, δεν χρησιμεύει κατ’ αρχήν στον θεωρητικό σε τίποτε το μεμονωμένο εμπειρικό γεγονός. Πολύ περισσότερο δεν είναι καν σε θέση να αρχίσει κάτι με μεμονωμένους, εμπειρικά διατυπωμένους, γενικότερους νόμους»13. Η μομφή, επομένως, ότι οι Προσωκρατικοί δεν έχουν να επιδείξουν επιστημονική σκέψη γιατί δεν είχαν ως αφετηρία τις επιμέρους παρατηρήσεις δεν ευσταθεί. Ξεκινούν και αυτοί, όπως θα πει ο A. Einstein, «αφουγκραζόμενοι», με ενόραση και κριτική ορθολογική σκέψη, ορισμένες «αρχές από τη φύση» και παραγωγικά προχωρούν μετά στα επιμέρους συμπεράσματα.
Θα μπορούσε, όμως, να τους προσάψει κανείς μια άλλη μομφή: το ότι παρέβλεψαν να υποβάλουν τις θεωρίες τους σε πειραματικό έλεγχο, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η αντικειμενικότητα μιας θεωρίας δεν βασίζεται μόνο στον κριτικό στοχασμό ή/και στην ενόραση, αλλά και στην κριτική εξέταση των πειραμάτων που θα οδηγούσαν στην αποδοχή ή απόρριψη της θεωρίας. Η μομφή επομένως αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, φαίνεται να είναι βάσιμη. Γιατί οι Προσωκρατικοί δεν επιδίωξαν την πειραματική απόδειξη των θεωριών τους; Ήταν από επιπολαιότητα και έλλειψη διορατικότητας ή υπάρχει κάποιο βαθύτερο αίτιο γι' αυτό; Οπωσδήποτε δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε στον 6ο-5ο αι. π.Χ. Η τεχνολογία είναι υποτυπώδης. Τεχνικά μέσα πειραματισμού και όργανα μετρήσεως είναι ακόμη, με λίγες εξαιρέσεις, ανύπαρκτα. Τεράστια πρακτικά εμπόδια δυσχεραίνουν την άνετη διακίνηση των ιδεών και των πληροφοριών μεταξύ διαφόρων γεωγραφικών περιοχών. Λεξιλόγιο για τη διατύπωση φιλοσοφικών και επιστημονικών όρων δεν υπάρχει ακόμη. Πρέπει να εφευρεθεί από τους ίδιους τους Προσωκρατικούς, για πρώτη φορά, προς τον σκοπό αυτό η στοιχειώδης, απαραίτητη ορολογία, θα μπορούσε να πει κανείς, παραφράζοντας τη ρήση του W. Churchill, ότι ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο λίγοι, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν εξέφρασαν, με τόσο περιορισμένα λεκτικά και τεχνικά μέσα, έναν τόσο μεγάλο πλούτο ιδεών. Η φυσική και όλες οι επιστήμες βρίσκονται ακόμη άρρηκτα ενωμένες με τη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφική θεωρία, και σήμερα ακόμη, δεν αποδεικνύεται με πειράματα. Αν μεταφερθούμε στην εποχή εκείνη, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δύσκολα ακόμη θα ήταν σε θέση να διακρίνουν μεταξύ μιας φυσικής, υποκείμενης σε πειραματική απόδειξη, υπόθεσης και μιας φιλοσοφικής a priori θεωρίας. Η ίδια αυτή θεώρηση του σύμπαντος μαζί με τον άνθρωπο ως ενός ενιαίου, οργανικού συνόλου θα οδηγήσει πολλές φορές τον προσωκρατικό στοχασμό σε μια περισσότερο βιολογική παρά φυσικομαθηματική θεώρηση των κοσμικών φαινομένων. Αυτό αποτελεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι Προσωκρατικοί.
Υπάρχει ίσως και ένα βαθύτερο αίτιο για την έλλειψη της πειραματικής απόδειξης στις θεωρίες τους. Αυτό είναι η ίδια η στάση του προσωκρατικού πνεύματος απέναντι στη φύση: «Ένα ουσιώδες γνώρισμα του πειράματος», θα παρατηρήσει ο S. Sambursky, «είναι η απομόνωση ενός φαινομένου στην καθαρότητα του, προκειμένου να το μελετήσουμε πιο διεξοδικά και συστηματικά. Αυτή η απομόνωση είναι τεχνητή, γιατί τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν πάντοτε αναπόσπαστο τμήμα ενός ολόκληρου δικτύου αλληλοεξαρτώμενων διεργασιών... Υπό αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα ως αφύσικο»14, στο μέτρο που μια διεργασία απομονώνεται από το φυσικό της περιβάλλον και υποβάλλεται σε ελεγχόμενες από τον άνθρωπο συνθήκες. Για τον αρχαίο Έλληνα, που θεωρεί τη φύση στην ολότητα της ως μια αδιάσπαστη ενότητα, θα ήταν μάλλον αδιανόητη η τεχνητή διάσπαση του αρμονικού συνόλου και η απομόνωση και αλλαγή των παραμέτρων ενός τμήματος του. «Ο επιστήμονας», επισημαίνει ο φυσικός Η.Ρ. Dórr, «διαθέτει βεβαίως διάφορα «δίχτυα» για τη σύλληψη της πραγματικότητας (είναι όμως φανερό) ότι, παρά την όλη επιδεξιότητα στην παρατήρηση, κάθε παρατήρηση υποχρεώνει σε έναν περιορισμό και μια επιλογή»15. Αυτό δεν θα ήταν μόνο άτοπο για τους Προσωκρατικούς, αλλά θα αποτελούσε ίσως και «ύβριν», προσπάθεια επέμβασης στα φαινόμενα του αρμονικού «κόσμου».
Αλλά ίσως να διαισθάνονταν επίσης ότι, στο μέτρο που θα ασχολούνταν με επιμέρους πειραματικά δεδομένα, θα στένευαν τα όρια της σκέψης τους. Ο στόχος των Προσωκρατικών είναι μεγαλεπίβολος. Σκοπός τους είναι να κατανοήσουν, όχι να περιγράψουν τη φύση. Είναι εξαιρετικά οξυδερκείς και ενορατικοί, ώστε να μπορούν να διαισθάνονται ότι τυχόν ενασχόληση τους με επιμέρους λεπτομερειακές, πειραματικές αποδείξεις θα σήμαινε κατ’ ανάγκην απόκλιση από τον μοναδικό στόχο τους, που είναι το «ειδέναι» τον κόσμο στην ολότητα του. Το πόσο δίκαιο είχαν θα το επισημάνει με κάποια πικρία και νοσταλγία σε μια διάλεξη του, είκοσι πέντε αιώνες αργότερα, ο W. Heisenberg: «Όσο διευρύνεται το πεδίο που μας διανοίγεται στη φυσική, χημεία και αστρονομία τόσο περισσότερο φροντίζουμε να αντικαθιστούμε τον όρο «φυσική εξήγηση» με τον πιο ταπεινό όρο «φυσική περιγραφή», και τόσο περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η πρόοδος δεν αναφέρεται σε άμεση γνώση, αλλά σε αναλυτική εμβάθυνση. Με κάθε μεγάλη ανακάλυψη -και αυτό μπορεί να το παρακολουθήσει κανείς ιδίως στη σύγχρονη φυσική— μειώνονται οι απαιτήσεις των ερευνητών για μια κατανόηση του κόσμου υπό την πρωταρχική του έννοια»16.
Αλλά οι Προσωκρατικοί, και αν ακόμη ήθελαν να ελέγξουν πειραματικά τις θεωρίες τους, οι περισσότερες από αυτές θα ήταν ακόμη τόσο γενικές, ώστε θα ήταν αδύνατο, στο πρώιμο αυτό στάδιο, να διατυπωθούν και πολύ περισσότερο να διενεργηθούν σχετικά πειράματα για την υποστήριξη των θεωριών τους. Ποιο πείραμα θα μπορούσε να αποδείξει μια υπόθεση για την απαρχή του σύμπαντος ή ποιο πείραμα τη δημοκρίτεια ατομική δομή της ύλης; Μήπως, επομένως, ενήργησαν αντιεπιστημονικά, σπεύδοντας να ανακοινώσουν τις θεωρίες τους, χωρίς να έχουν πρώτα απτές αποδείξεις για την ορθότητα τους; Η απάντηση είναι «όχι». Η ιστορία της επιστήμης τα τελευταία τριακόσια χρόνια βρίθει από παραδείγματα διαπρεπών επιστημόνων που διατύπωσαν μια θεωρία τους πολύ πριν υπάρξει πειραματική απόδειξη γι’ αυτήν. Αρκεί να αναφέρουμε στον 20ο αιώνα τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας του Α.Einstein ή την υπόθεση του νετρίνου του W. Pauli. Ασφαλώς οι μεγάλοι αυτοί φυσικοί δεν ήταν λιγότερο επιστήμονες, όταν προέτρεξαν με τη θεωρία τους. Ο A.Einstein θα επισημάνει: «Μπορεί να παρουσιαστεί η περίπτωση σαφώς διατυπωμένες αρχές να οδηγούν σε συνέπειες, οι οποίες βρίσκονται τελείως ή σχεδόν τελείως εκτός των ορίων της περιοχής δεδομένων που είναι προσιτά στην εμπειρία μας. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να απαιτηθεί πολύχρονη εμπειρική, ερευνητική εργασία για να διαπιστώσουμε κατά πόσον οι θεωρητικές αρχές ανταποκρίνονται στην αλήθεια»17.
Υπάρχει και ένα τελευταίο ερώτημα: Είναι οι φυσικές θεωρίες των Προσωκρατικών σωστές; Και εάν -όπως συμβαίνει με τις περισσότερες- διαψεύσθηκαν αργότερα, το γεγονός αυτό δεν τις αποστερεί από την ιδιότητα της επιστημονικότητας; Η απάντηση είναι αρνητική. Κατ’ αρχήν, στη μακραίωνη πορεία της επιστήμης, υπάρχει πλήθος θεωριών, ακόμη και πειραματικά τεκμηριωμένων, που έχουν παύσει να ισχύουν και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες, οι οποίες ισχύουν σήμερα και που μπορεί στο απώτερο μέλλον να αντικατασταθούν και πάλι από άλλες που θα αποδειχθούν ορθότερες. «Μα δεν είναι οι θεωρίες του Αναξίμανδρου εσφαλμένες, και γι’ αυτόν το λόγο μη επιστημονικές;», διερωτάται ο Κ. Popper. «Είναι εσφαλμένες, αλλά το ίδιο είναι πολλές θεωρίες βασισμένες σε αναρίθμητα πειράματα, τις οποίες αποδεχόταν η σύγχρονη επιστήμη μέχρι πρόσφατα και των οποίων τον επιστημονικό χαρακτήρα κανείς δεν θα διανοούνταν να αμφισβητήσει, παρ’ όλο που τώρα πιστεύεται ότι είναι εσφαλμένες... Μια εσφαλμένη θεωρία μπορεί να αποτελεί ένα τόσο μεγάλο επίτευγμα όσο και μια αληθινή. Και πολλές εσφαλμένες θεωρίες συνέβαλαν περισσότερο στην αναζήτηση της αλήθειας από όσο μερικές λιγότερο ενδιαφέρουσες θεωρίες που εξακολουθούν να είναι ακόμη αποδεκτές»18. Μήπως δεν ήταν οι -εκ των υστέρων εσφαλμένοι- κλασικοί νόμοι της ενεργειακής ακτινοβολίας μέλανος σώματος των W. Wien και j. Rayleigh-J. Jeans εκείνοι που οδήγησαν τον M. Planck στην κριτική θεώρηση και διατύπωση της κβαντικής θεωρίας; Ή μήπως δεν ήταν η -εσφαλμένη- ατομική υπόθεση του Ε. Rutherford, πάνω στην οποία βασίστηκε ο Ν. Bohr για την ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας του; Όπως σημειώνει ο Κ. Popper στο δοκίμιο του Back to the Presocratics, «υπάρχει η πιο τέλεια δυνατή νοητική συνέχεια σκέψης μεταξύ των θεωριών (των Προσωκρατικών) και των τελευταίων εξελίξεων στη φυσική. Κατά πόσον ονομάζονται φιλόσοφοι ή προ-επιστήμονες ή επιστήμονες μικρή σημασία έχει». Η πραγματική θεωρία της γνώσης, κατά τον Κ. Popper, έγκειται «στην αληθινή περιγραφή μιας πρακτικής που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιωνία και που - αν και υπάρχουν ακόμη πολλοί επιστήμονες που πιστεύουν στον επαγωγικό μύθο του Bacon- ενσωματώθηκε στη σύγχρονη επιστήμη: στη θεωρία ότι η γνώση προχωρεί μέσω υποθέσεων και ανασκευών»19. Καμία θεωρία δεν μπορεί να διεκδικήσει το απόλυτο της αλήθειας. Αυτό θα το επισημάνουν με εκπληκτική διορατικότητα ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, γεγονός που αποδεικνύει και πόσο ανακριβής υπήρξε ο ισχυρισμός ότι η προσωκρατική σκέψη είναι δήθεν δογματική: «Δεν αποκάλυψαν εξ αρχής τα πάντα οι θεοί στους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι αναζητώντας ανακαλύπτουν και επινοούν με τον καιρό το καλύτερο», θα πει ο Ξενοφάνης; το καλύτερο, όχι το απόλυτο. «Ας θεωρηθεί ότι αυτά τα πράγματα προσομοιάζουν με την αλήθεια... Κανείς άνθρωπος δεν ξέρει ή πρόκειται ποτέ να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια για τους θεούς και για όλα τα όσα λέγω. Γιατί, ακόμη και αν τύχει κάποιος να πει την πλήρη αλήθεια, ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Για όλα τα πράγματα υπάρχουν μόνο γνώμες». Διότι, όπως θα πει ο Ηράκλειτος: «Η φύση του ανθρώπου δεν έχει κρίση και φρόνηση, ενώ το θείο έχει.... Η φύση αγαπά να αποκρύπτει τον εαυτό της». Και ο Δημόκριτος θα το επιβεβαιώσει: «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε, διότι η αλήθεια βρίσκεται κρυμμένη στον βυθό».
Το συμπέρασμα θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση του S. Sambursky: «το ότι αυτοί οι φυσικοί φιλόσοφοι είναι οι πνευματικοί προπάτορες της εποχής μας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν που συγκρίνει τη σημερινή επιστήμη με τα επιτεύγματα της ελληνικής επιστήμης, που είναι μέρος της κληρονομιάς μας, τη μεθοδικότητα της, τη φαντασία και έμπνευση της, την τρομερή συνειρμική της δύναμη και την ικανότητα εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων»20. Η μονιμότητα και σταθερότητα που διέβλεψαν πίσω από την επιφανειακή πολλαπλότητα των φυσικών φαινομένων και η αποφασιστικότητα τους να την διερευνήσουν με κριτικό, ορθολογικό πνεύμα έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο εξελίχθηκε και βασίζεται μέχρι σήμερα η επιστήμη.
Οι Προσωκρατικοί είναι αυτοί που για πρώτη φορά διατύπωσαν μια σειρά αρχών, που σε μια αρχική προσέγγιση, θα μπορούσε να συνοψιστούν ως εξής:
· Αναγωγή της φαινομενικής πολλαπλότητας και αταξίας του κόσμου σε μια σταθερή αρχή.
· Αποδοχή μιας νομοτελειακής, αποκλειστικά φυσικής αιτιότητας, που έχει οικουμενικό χαρακτήρα.
· Πεποίθηση ότι τα φυσικά φαινόμενα και οι φυσικοί νόμοι υπόκεινται στην κριτική, ορθολογική
διερεύνηση του ανθρώπινου νου.
· Μαθηματικοποίηση της φύσης.
· Αναγωγή της ποιότητας στην ποσότητα.
· Αλληλοσυσχετισμός και διασύνδεση όλων των όντων.
· Ο άνθρωπος-παρατηρητής αναπόσπαστο μέρος της φύσης.
· Συνένωση αντιθέτων εννοιών (Ηράκλειτος).
· Μετατόπιση του κύριου βάρους από την ύλη στις διεργασίες (Ηράκλειτος).
· Εγγενής δυναμική, αμφίδρομη ισορροπία (Ηράκλειτος).
· Εξελικτική διαδικασία.
Αυτές οι προτάσεις - που ούτε αυτονόητες αλλά ούτε και αυταπόδεικτες είναι- αποτελούν την ανυπέρβλητη προσφορά του ελληνικού πνεύματος προς την ανθρωπότητα.
Στο έργο των Προσωκρατικών θα συναντήσουμε, πολλές φορές, ρήσεις και συμπεράσματα με τα οποία φαίνεται να συμφωνούν ποιοτικά οι σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διατυπώσουμε με σαφήνεια τα όρια του προσωκρατικού στοχασμού:
· Οι Προσωκρατικοί πρώτοι έθεσαν τα καίρια φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που απασχολούν έκτοτε το δυτικό πνεύμα. "Για τον ζωντανό φιλοσοφικό στοχασμό η ερώτηση έχει προτεραιότητα έναντι της απαντήσεως", θα πει ο Χ. Μαλεβίτσης. «Και η απάντηση ποτέ δεν ακυρώνει το ερώτημα, επειδή ποτέ δεν το υπερβαίνει»21.
· Θεμελίωσαν πρώτοι την παράδοση της κριτικής -και όχι δογματικής-διερεύνησης, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε επιστήμη. «Εξ όσων γνωρίζω», παρατηρεί ο Κ. Popper, «η κριτική ή ορθολογική παράδοση ανακαλύφθηκε μόνο μία φορά. Χάθηκε μετά από δύο ή τρεις αιώνες, ίσως λόγω της ανόδου του αριστοτελικού δόγματος της «επιστήμης»... Ξαναανακαλύφθηκε και συνειδητά αναβίωσε κατά την Αναγέννηση, ειδικά από τον G. Galilei»22.
· Υπέδειξαν πρώτοι «νοητικά εργαλεία» και ποιοτικές μεθόδους προσέγγισης και κατανόησης του φυσικού κόσμου που χρησιμοποιούνται δημιουργικά μέχρι σήμερα, όπως μέτρον, ρυθμός, συμμετρία, αναλογία, τάξις, κόσμος, συνεχές-διάκριτο, ομοιογένεια, ισοτροπία, κ.ά.
· Τέλος, έδωσαν απαντήσεις καθοδηγούμενοι από έναν εκπληκτικό συνδυασμό ορθολογισμού, ενόρασης και παρατήρησης όχι όμως -εκτός ορισμένων εξαιρέσεων- από το πείραμα.
Στο τελευταίο αυτό σημείο έγκειται και η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του προσωκρατικού στοχασμού και της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Πείραμα και μέτρηση παίζουν κατά τα τελευταία τριακόσια χρόνια καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή ή απόρριψη μιας θεωρίας. Η οποιαδήποτε, επομένως, σύμπτωση - και υπάρχουν πολλές - προσωκρατικών αντιλήψεων με σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες εκπηγάζει από διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και ερμηνείας και θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρηθεί ότι οι δεύτερες αποτελούν απλώς συνέχεια και πειραματική επιβεβαίωση των πρώτων.
Πώς θα μπορούσε να εξηγηθούν τότε αυτοί οι συχνά εκπληκτικοί παραλληλισμοί; Συμβαίνει αυτό από καθαρή τύχη; Συμβαίνει επειδή οι στοχαστές εκείνοι είχαν μια πηγαία διαίσθηση και ενόραση - εκτός από την έλλογη, κριτική ικανότητα - που τους οδηγούσε στη σωστή επιστημονική κατεύθυνση; Ή συμβαίνει επειδή ο δικός τους "τρόπος του σκέπτεσθαι" μπόλιασε όλην τη μετέπειτα εξέλιξη του ευρωπαϊκού στοχασμού, ώστε ο τελευταίος να βαδίζει πάνω στα δικά τους χνάρια; Με μια γενική απάντηση κινδυνεύουμε, τονίζοντας τις συμπτώσεις, να οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα ή, παραβλέποντας τις ομοιότητες, να αχθούμε σε μια υπεραπλούοτευση και τέλεια παρεξήγηση του έργου των Προσωκρατικών. Την απάντηση, κατά περίπτωση, ας την ζυγίσει και ας την δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης.
Η προσωκρατική σκέψη δεν είναι εκδήλωση μιας ξαφνικής αφύπνισης του ελληνικού πνεύματος. Είναι η κορυφαία κατάληξη μιας μακροχρόνιας εξέλιξης και ωρίμασης της προσωπικότητας του Έλληνα. Καλύπτει τη χρονική περίοδο από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. μέχρι το τέλος, περίπου, του 5ου αι. Π.Χ., που συμπίπτει - εξ ου και η συμβατική ονομασία της- με την εποχή που εμφανίζεται ο Σωκράτης.
Ο Ησίοδος (8ος-7ος αι. π.Χ.) θα κάνει το πρώτο βήμα απομυθοποίησης και μετάβασης από θεϊκές προσωποποιήσεις προς αντίστοιχες αφηρημένες έννοιες. Είναι εκείνος που θα θέσει για πρώτη φορά τα βασικά ερωτήματα για την «αλήθεια», για την «απαρχή» και για τη «συνοχή του κόσμου». Δίνοντας μια φυσιοκρατική απάντηση στην κοσμογονία του, φωτίζει ήδη τον δρόμο που θα ακολουθήσει ο ελληνικός στοχασμός. Το ελληνικό πνεύμα είναι πλέον ώριμο για το αποφασιστικό βήμα προς τη φιλοσοφία και την, ακόμη άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν, επιστήμη.
Αυτό το τελικό, αποφασιστικό βήμα θα είναι αποκλειστικό επίτευγμα των προσωκρατικών φιλοσόφων. Αυτοί είναι εκείνοι που θα αποτινάξουν τις τελευταίες μυθολογικές, ανθρωπομορφικές εικόνες, εκφράζοντας το γεγονός αυτό και γλωσσικά με την αντικατάσταση των ονομάτων των θεών με λέξεις ουδετέρου γένους, όπως το «άπειρον», τα «εναντία», το «χρεών». Αυτοί είναι εκείνοι που θα γενικεύσουν προσωπικές, πρακτικές εμπειρίες και γνώσεις, ανάγοντας τις σε καθολικές αρχές και θεωρίες. Για πρώτη φορά η ανθρώπινη νόηση εστιάζεται στην αλήθεια, αναζητώντας την υποκείμενη τάξη και σταθερότητα στη φύση, θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει με πνεύμα ορθολογικό και κριτικό; και ο τρόπος αυτός θα είναι καθοριστικός για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης.
Και επιστήμης; Μερικοί θα αμφισβητήσουν το τελευταίο. Η επιστήμη, θα πουν, βασίζεται στην παρατήρηση και στο πείραμα. Κακώς, λοιπόν, οι Προσωκρατικοί ονομάζονται επιστημονικοί φιλόσοφοι. Οι προτάσεις τους υπήρξαν δογματικές τόσο σε θέματα που επιδέχονται παρατηρήσεις και πειράματα όσο και σε ζητήματα που δεν προσφέρονται σε αυτά. Επομένως, θα συμπεράνουν, στους προσωκρατικούς φιλοσόφους υπάρχει έντονο ακόμη το σύνθετο στοιχείο του μάντη-ποιητή-σοφού, δια του οποίου τους αποκαλύπτεται η αλήθεια. Έμπνευση και διαίσθηση, όχι εμπειρία και λογική, είναι εκείνο που φωτίζει το πνεύμα τους. Και αυτό δεν είναι επιστήμη. Λάθος, θα υποστηρίξουν άλλοι. Στα ελάχιστα αποσπάσματα των Προσωκρατικών που σώζονται, μπορούμε να διακρίνουμε παρατηρήσεις, πάνω στις οποίες βασίζονται οι θεωρίες τους. Αν διασώζονταν όλα τα έργα τους, τότε θα ήταν ολοφάνερη η εδραίωση των θεωριών τους πάνω στην παρατήρηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις σωζόμενες, της ίδιας εποχής, ιατρικές πραγματείες της ιπποκράτειας ιατρικής, η οποία, με βάση τη συσσωρευμένη εμπειρία, προβαίνει σε γενικεύσεις που υποβάλλονται και σε στοιχειώδη πειραματικό έλεγχο. Δογματική, ως ένα βαθμό, σκέψη μπορεί να εντοπισθεί μόνο στους Πυθαγορείους - και εν μέρει στον Εμπεδοκλή (στο έργο του Καθαρμοί)- των οποίων ο θεολογικός στοχασμός είναι ξένος προς τον στοχασμό όλων των άλλων Προσωκρατικών. Είναι αυθαίρετο να κατατάσσει κανείς τον Ηράκλειτο ή τον Παρμενίδη στους Ορφικούς ή στους Σαμάνους. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο G. Vlastos2, o Παρμενίδης, μολονότι παρουσιάζει τη θεωρία του ως θρησκευτική αποκάλυψη, δεν βασίζει την ορθότητα του ισχυρισμού του σε υπερφυσική έμπνευση. Η θεά του δεν λέει «πίστεψε», αλλά «κρίναι λόγω», κρίνε με τη λογική. Ούτε υπάρχει καμιά απέχθεια των Προσωκρατικών προς την αισθητήρια εμπειρική διερεύνηση. «Αλλά να παρατηρείς με κάθε τρόπο πώς καθετί φανερώνεται, μήτε έχοντας περισσότερη εμπιστοσύνη στην όραση από την ακοή, ούτε στην πολυθόρυβη ακοή από τη γεύση, ούτε να αρνιέσαι την πίστη σου σε κάποιο από τα άλλα όργανα, που πέρασμα είναι για την νόηση, αλλά να κατανοείς με τον τρόπο που φανερώνεται κάθε πράγμα», παροτρύνει ο Εμπεδοκλής. Και ο Ηράκλειτος θα πει: «Για τους ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές, είναι κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ’ αυτιά», που σημαίνει ότι η μαρτυρία των αισθήσεων είναι αληθινή στο μέτρο που ο άνθρωπος έχει την αντίληψη να εκτιμήσει σωστά. Επομένως, οι Προσωκρατικοί υπήρξαν επιστημονικοί φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένων και των Πυθαγορείων, που, πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την κατ’ εξοχήν επιστημονική μέθοδο των μαθηματικών στη διερεύνηση των φυσικών φαινομένων και που αποδεδειγμένα χρησιμοποίησαν και την παρατήρηση και το πείραμα (π.χ. στην σχέση μηκών χορδής) στις θεωρίες τους.
Ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσον οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι υπήρξαν και οι θεμελιωτές της επιστήμης απαιτεί βαθύτερη ανάλυση, θα υπενθυμίσουμε, βεβαίως, ότι οι παρατηρήσεις μας αναφέρονται αποκλειστικά στην πρώτη περίοδο, την Προσωκρατική (6ος-5ος αι. π.Χ.), της ελληνικής φιλοσοφίας και όχι στα μετέπειτα ελληνικά φιλοσοφικό συστήματα3. Τα τελευταία, ιδίως από τότε που εξελίχθηκαν σε δόγματα κατά τη μεσαιωνική σχολαστική περίοδο, διαφέρουν σαφώς από την κριτική ορθολογική παράδοση των Προσωκρατικών.
Το επίτευγμα των Προσωκρατικών έγκειται στην ορθολογική, κριτική θεώρηση ολόκληρου του σύμπαντος ως μιας εύτακτης ενότητας, τον «κόσμον». Η διαπίστωση αυτή είναι καθοριστική για την κατανόηση του τρόπου διερεύνησης της φύσης και καταδεικνύει πόσο άδικη είναι η μομφή ορισμένων που θα ήθελαν οι Προσωκρατικοί να ασχοληθούν πρώτα με την έρευνα των γύρω τους επιμέρους αντικειμένων και μετά να προχωρήσουν σε κοσμογονικά προβλήματα. Καθώς ο αρχαίος Έλληνας της εποχής αυτής βλέπει ακόμη τον κόσμο ως ένα ενιαίο και αδιαίρετο οργανικό σύνολο, μέσα στο οποίο φύση, κοινωνία, άνθρωπος είναι αρμονικά εντεταγμένα, υπακούοντας στους ίδιους φυσικούς-βιολογικούς-κοινωνικούς νόμους, είναι επόμενο και κατανοητό να θέσει, πρώτα, ερωτήματα που αφορούν ολόκληρο το σύμπαν, δηλαδή ερωτήματα κοσμολογικά (της πρώτης αρχής, της πρωταρχικής ουσίας) και μετά να επεκταθεί σε επιμέρους θέματα. Έτσι, θα αρχίσει με τολμηρές, κοσμογονικές θεωρίες, για να καταλήξει στα έμβια όντα, στον άνθρωπο. Η μέθοδος του, επομένως, είναι εκ των πραγμάτων κυρίως παραγωγική (deductive), εκ του γενικού προς το μερικό, αντί της επαγωγικής (inductive) ερευνητικής μεθόδου, από τα μέρη προς το όλον, που προβλήθηκε ως η κατ' εξοχήν επιστημονική μέθοδος κατά την Αναγέννηση. Είναι όμως πράγματι ο προσωκρατικός, παραγωγικός τρόπος προσέγγισης του μυστηρίου της φύσης αντιεπιστημονικός; Αυτό θα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω.
Η ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αρχίζει με την Αναγέννηση. Ενώ ο Galileo Galilei (1564-1642) υπήρξε ο θεμελιωτής της σύγχρονης πειραματικής επιστήμης, ο σύγχρονος του Francis Bacon (I56I-I626) θεωρείται, χωρίς ο ίδιος να είναι επιστήμων, ο εμπνευστής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου: «Οι αρχαίοι», θα πει, «είχαν έναν ειδικό τρόπο διερεύνησης και ανακάλυψης, και τα γραπτά τους έργα το αποδεικνύουν. Ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε αμέσως συνήγαγαν από μερικά περιστατικά και λεπτομέρειες γενικότερα συμπεράσματα ή τις ίδιες τις αρχές της επιστήμης και, μετά, με τις άμεσες προτάσεις τους, έβγαζαν τα επιμέρους συμπεράσματα και τα έλεγχαν με βάση την αναμφισβήτητη και εδραιωμένη αλήθεια των πρώτων»4. Αυτή όμως η μέθοδος είναι, κατά τον F. Bacon, εσφαλμένη. Αντί να προσπαθεί να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια απαγωγικά, με τη χρησιμοποίηση γενικών συλλογιστικών κανόνων, θα πρέπει, αντίθετα, να αρχίζει από επιμέρους παρατηρήσεις και προτάσεις και να καταλήγει σταδιακά σε γενικότερες θεωρίες. Στο μεγάλο έργο του Novum Organum -τίτλος επιλεγμένος σε συνειδητή αντιδιαστολή προς το Όργανον του Αριστοτέλους - θα υποδείξει την επιστημονική μέθοδο δι’ επαγωγής για την επίτευξη του σκοπού αυτού, υποστηρίζοντας ότι ο αληθινός επιστήμονας «καταλήγει σε κανόνες από τις αισθήσεις και από ειδικές, συγκεκριμένες περιπτώσεις, και ανέρχεται συνεχώς και σταδιακά, έως ότου τελικά φθάσει σία πιο γενικά αξιώματα. Αυτός είναι ο αληθινός δρόμος, που όμως δεν χρησιμοποιήθηκε»5.
Ο ίδιος o F. Bacon εν τούτοις, βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, θα εξαιρέσει από την πολεμική του κατά του πλατωνικού και κυρίως αριστοτελικού δογματισμού το έργο των Προσωκρατικών: «Η περίοδος κατά την οποία η φυσική φιλοσοφία φάνηκε κυρίως να ακμάζει μεταξύ των Ελλήνων», παρατηρεί, ήταν πολύ σύντομη, καθώς κατά μεν την πρώιμη αρχαϊκή εποχή, οι επτά Σοφοί (με εξαίρεση τον Θαλή) ασχολήθηκαν με τους ηθικούς κανόνες και την πολιτική, ενώ κατά μια μετέπειτα εποχή, αφού ο Σωκράτης προσγείωσε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη Γη, επικράτησε η ηθική φιλοσοφία και απέσπασε την προσοχή του ανθρώπου από τον φυσικό κόσμο... (Οι προσωκρατικοί) όπως ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, ο Ξενοφάνης, ο Φιλόλαος και οι λοιποί (εξαιρώ τον Πυθαγόρα, που ήταν προληπτικός) δεν ίδρυσαν, εξ όσων γνωρίζουμε, Σχολές, αλλά προχώρησαν στη διερεύνηση της αλήθειας σιωπηλά και με μεγαλύτερη αυστηρότητα και σεμνότητα, δηλαδή με λιγότερη επιτήδευση και επίδειξη. Έτσι, κατά τη γνώμη μας, ενήργησαν με μεγαλύτερη σύνεση, ακόμη και αν τα έργα τους μπορεί να χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου... Τα ομοιομερή του Αναξαγόρα, τα άτομα του Λευκίππου και του Δημοκρίτου, ο ουρανός και η γη του Παρμενίδη, η έρις και η φιλία του Εμπεδοκλέους, η αποσύνθεση και επανένωση των σωμάτων στην κοινή φύση της φλόγας κατά τον Ηράκλειτο, παρουσιάζουν μερικά διάσπαρτα δείγματα φυσικής φιλοσοφίας και πειράματος»6.
Έχει, όμως, γενικότερα o F. Bacon δίκαιο; Είναι πράγματι η δι’ επαγωγής μέθοδος, από τις επιμέρους παρατηρήσεις προς τη γενικότερη θεωρία, ο μόνος επιστημονικός δρόμος; Το γεγονός ότι οι Προσωκρατικοί, για τους λόγους που προαναφέραμε, στοχάστηκαν παραγωγικά, αρχίζοντας από συμπαντικές, γενικές ερωτήσεις και όχι από μεμονωμένες, εξειδικευμένες παρατηρήσεις, σημαίνει ότι στερούνται επιστημονικής σκέψης; Η ίδια η ιστορία της σύγχρονης επιστήμης αναιρεί τον ισχυρισμό αυτό. Ο Β. Russell θα παρατηρήσει: «Η επαγωγική μέθοδος του F. Bacon σφάλλει κατά το γεγονός ότι δεν αποδίδει επαρκή σημασία στην (επιστημονική) υπόθεση. Πίστευε πως η απλή τακτοποίηση των δεδομένων θα καθιστούσε τη σωστή υπόθεση αυτόδηλη. Αλλά τούτο σπανίως συμβαίνει. Κατά κανόνα, η διατύπωση υποθέσεων είναι το δυσκολότερο μέρος του επιστημονικού έργου και το μέρος που διεκδικεί την πιο μεγάλη ικανότητα. Μέχρι τώρα δεν έχει ευρεθεί μέθοδος που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την επινόηση υποθέσεων»7. Η απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα του F. Bacon, πώς θα φθάσει στην αντικειμενική αλήθεια, δεν έγκειται στην -εκ φύσεως αδύνατη - απογύμνωση της παρατήρησης από κάθε θεωρία ή προσδοκία, αλλά στην κριτική θεώρηση και στον κριτικό, πειραματικό έλεγχο. Δεν είναι αντιεπιστημονικό να εκφράζει κανείς εικασίες, παρατηρεί ο R. Feynman, βραβείο Nobel Φυσικής 1965. «Απλώς υπάρχει αβεβαιότητα. Αντιεπιστημονικό θα ήταν να μην διατυπωθεί η εικασία. Εικασίες πρέπει να γίνονται, επειδή οι παρεκτάσεις (extrapolations) είναι τα μόνα πράγματα που έχουν κάποια πραγματική αξία»8. Η υπόθεση είναι εκείνη που προηγείται και καθοδηγεί την παρατήρηση. «Είναι για λόγους αρχής τελείως εσφαλμένο», επισημαίνει ο Α. Einstein σε μια συζήτηση του με τον W. Heisenberg, «να θέλει κανείς να εδραιώσει μια θεωρία αποκλειστικό επάνω σε παρατηρήσιμα μεγέθη. Γιατί, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κατά πρώτον, η θεωρία αποφασίζει τι μπορεί κανείς να παρατηρήσει». Δύο φαίνεται να είναι οι τρόποι σύλληψης μιας υπόθεσης ή θεωρίας: Ο πρώτος βασίζεται στην ενόραση10, ο δεύτερος στην ορθολογική κρίση. Ενόραση, διαίσθηση απαντά σε όλους τους λαούς. Ο κριτικός ορθολογισμός όμως απαντά για πρώτη φορά στους Προσωκρατικούς και είναι μοναδικό, δικό τους επίτευγμα. Οι Προσωκρατικοί είναι εκείνοι οι οποίοι δημιουργούν για πρώτη φορά μια επιστημονική παράδοση που επιτρέπει και ενθαρρύνει -σε αντίθεση με όλες τις άλλες Σχολές των οποίων μοναδική επιδίωξη είναι η διαφύλαξη και διατήρηση της διδασκαλίας των ιδρυτών τους- την με κριτικό πνεύμα αναθεώρηση των θεωριών των παλαιότερων από τους νεότερους «φυσιολόγους».
Η παρατήρηση δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην αλήθεια. Αντίθετα, ο αρμονικός συνδυασμός της ενόρασης με την ορθολογική κριτική, που διακρίνει κατ' εξοχήν το πνεύμα των Προσωκρατικών, αποτελεί τον επίπονο δρόμο της σύλληψης μιας θεωρίας. Η ιστορία της επιστήμης έχει να παρουσιάσει πληθώρα παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Ήδη ο σύγχρονος του F. Bacon και εδραιωτής της επιστημονικής, πειραματικής διερεύνησης G. Galilei θα εκφράσει τον θαυμασμό του προς τους μεγάλους πρωτεργάτες της ηλιοκεντρικής θεωρίας, οι οποίοι, «σε οξεία αντίθεση με τη μαρτυρία των ίδιων των αισθήσεων τους και με την αποκλειστική δύναμη του νου, προτίμησαν εκείνο που τους υπέδειξε η λογική από αυτό που η αισθητήρια εμπειρία καθαρά τους φανέρωνε... δεν υπάρχει όριο στην κατάπληξη μου, όταν σκέπτομαι πως ο Αρίσταρχος και ο Κοπέρνικος ήταν ικανοί να αφήσουν τη λογική να υπερνικήσει τις αισθήσεις και, αψηφώντας τις, να κάνουν τη λογική κυρίαρχη της πεποίθησης τους», θα δούμε σειρά τέτοιων παραδειγμάτων στο έργο των Προσωκρατικών. Το πρώτο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία της επιστήμης αποτελεί αναμφίβολα η θεωρία του Αναξίμανδρου, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ότι η Γη αιωρείται στο κενό, θεωρία που κατά τον Κ. Popper «είναι μια από τις τολμηρότερες, τις πιο επαναστατικές και τις πιο θαυμαστές ιδέες σε ολόκληρη την ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος»12. Το αξιοσημείωτο στην ιδέα αυτή είναι ότι η ενόραση και η λογική οδήγησαν τον Αναξίμανδρο στο σωστό συμπέρασμα ότι η Γη δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται πουθενά, αλλά πρέπει να αιωρείται, ενώ, αντίθετα, η παρατήρηση και η εμπειρία ότι βρισκόμαστε πάνω σε μια επίπεδη γήινη επιφάνεια με τον κυκλικό ορίζοντα γύρω μας ήταν εκείνες που τον παρέσυραν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η Γη είναι κύλινδρος (και όχι σφαίρα), σε μια από τις επίπεδες επιφάνειες του οποίου ζει ο άνθρωπος.
Η επιστημονική, ορθολογική κριτική παράδοση που θεμελιώνει ο Αναξίμανδρος αντικατοπτρίζεται, δυόμιση χιλιετίες αργότερα, στα λόγια του Α. Einstein: «Η μέθοδος του θεωρητικού συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση, ως θεμελίου γενικών προϋποθέσεων, των λεγόμενων Αρχών, από τις οποίες μπορεί να συναγάγει συμπεράσματα. Η δραστηριότητα του διακρίνεται σε δύο μέρη. Πρώτον, πρέπει να ανακαλύψει τις αρχές αυτές, δεύτερον να αναπτύξει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτές.... Η πρώτη από τις δυο δραστηριότητες, δηλαδή εκείνη της κατάστρωσης μιας θεωρίας, που θα πρέπει να χρησιμεύσει ως βάση για την παραγωγή (Deduktion), είναι τελείως διαφορετικού τύπου. Εδώ δεν υπάρχει κάποια συστηματικά εφαρμοζόμενη μέθοδος που μπορεί να τη διδαχθεί κανείς και που οδηγεί στον στόχο. Ο ερευνητής πρέπει μάλλον να αφουγκραστεί (ablauschen) κατά κάποιον τρόπο αυτές τις γενικές αρχές από τη φύση, με το να διαβλέψει ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερα συμπλέγματα εμπειρικών γεγονότων, που μπορούν va διατυπωθούν με ακρίβεια... Όσο όμως οι αρχές που μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση της παραγωγικής μεθόδου δεν έχουν βρεθεί, δεν χρησιμεύει κατ’ αρχήν στον θεωρητικό σε τίποτε το μεμονωμένο εμπειρικό γεγονός. Πολύ περισσότερο δεν είναι καν σε θέση να αρχίσει κάτι με μεμονωμένους, εμπειρικά διατυπωμένους, γενικότερους νόμους»13. Η μομφή, επομένως, ότι οι Προσωκρατικοί δεν έχουν να επιδείξουν επιστημονική σκέψη γιατί δεν είχαν ως αφετηρία τις επιμέρους παρατηρήσεις δεν ευσταθεί. Ξεκινούν και αυτοί, όπως θα πει ο A. Einstein, «αφουγκραζόμενοι», με ενόραση και κριτική ορθολογική σκέψη, ορισμένες «αρχές από τη φύση» και παραγωγικά προχωρούν μετά στα επιμέρους συμπεράσματα.
Θα μπορούσε, όμως, να τους προσάψει κανείς μια άλλη μομφή: το ότι παρέβλεψαν να υποβάλουν τις θεωρίες τους σε πειραματικό έλεγχο, όπως τον εννοούμε σήμερα. Η αντικειμενικότητα μιας θεωρίας δεν βασίζεται μόνο στον κριτικό στοχασμό ή/και στην ενόραση, αλλά και στην κριτική εξέταση των πειραμάτων που θα οδηγούσαν στην αποδοχή ή απόρριψη της θεωρίας. Η μομφή επομένως αυτή, θεωρητικά τουλάχιστον, φαίνεται να είναι βάσιμη. Γιατί οι Προσωκρατικοί δεν επιδίωξαν την πειραματική απόδειξη των θεωριών τους; Ήταν από επιπολαιότητα και έλλειψη διορατικότητας ή υπάρχει κάποιο βαθύτερο αίτιο γι' αυτό; Οπωσδήποτε δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε στον 6ο-5ο αι. π.Χ. Η τεχνολογία είναι υποτυπώδης. Τεχνικά μέσα πειραματισμού και όργανα μετρήσεως είναι ακόμη, με λίγες εξαιρέσεις, ανύπαρκτα. Τεράστια πρακτικά εμπόδια δυσχεραίνουν την άνετη διακίνηση των ιδεών και των πληροφοριών μεταξύ διαφόρων γεωγραφικών περιοχών. Λεξιλόγιο για τη διατύπωση φιλοσοφικών και επιστημονικών όρων δεν υπάρχει ακόμη. Πρέπει να εφευρεθεί από τους ίδιους τους Προσωκρατικούς, για πρώτη φορά, προς τον σκοπό αυτό η στοιχειώδης, απαραίτητη ορολογία, θα μπορούσε να πει κανείς, παραφράζοντας τη ρήση του W. Churchill, ότι ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας, τόσο λίγοι, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν εξέφρασαν, με τόσο περιορισμένα λεκτικά και τεχνικά μέσα, έναν τόσο μεγάλο πλούτο ιδεών. Η φυσική και όλες οι επιστήμες βρίσκονται ακόμη άρρηκτα ενωμένες με τη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφική θεωρία, και σήμερα ακόμη, δεν αποδεικνύεται με πειράματα. Αν μεταφερθούμε στην εποχή εκείνη, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι δύσκολα ακόμη θα ήταν σε θέση να διακρίνουν μεταξύ μιας φυσικής, υποκείμενης σε πειραματική απόδειξη, υπόθεσης και μιας φιλοσοφικής a priori θεωρίας. Η ίδια αυτή θεώρηση του σύμπαντος μαζί με τον άνθρωπο ως ενός ενιαίου, οργανικού συνόλου θα οδηγήσει πολλές φορές τον προσωκρατικό στοχασμό σε μια περισσότερο βιολογική παρά φυσικομαθηματική θεώρηση των κοσμικών φαινομένων. Αυτό αποτελεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι Προσωκρατικοί.
Υπάρχει ίσως και ένα βαθύτερο αίτιο για την έλλειψη της πειραματικής απόδειξης στις θεωρίες τους. Αυτό είναι η ίδια η στάση του προσωκρατικού πνεύματος απέναντι στη φύση: «Ένα ουσιώδες γνώρισμα του πειράματος», θα παρατηρήσει ο S. Sambursky, «είναι η απομόνωση ενός φαινομένου στην καθαρότητα του, προκειμένου να το μελετήσουμε πιο διεξοδικά και συστηματικά. Αυτή η απομόνωση είναι τεχνητή, γιατί τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν πάντοτε αναπόσπαστο τμήμα ενός ολόκληρου δικτύου αλληλοεξαρτώμενων διεργασιών... Υπό αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε το πείραμα ως αφύσικο»14, στο μέτρο που μια διεργασία απομονώνεται από το φυσικό της περιβάλλον και υποβάλλεται σε ελεγχόμενες από τον άνθρωπο συνθήκες. Για τον αρχαίο Έλληνα, που θεωρεί τη φύση στην ολότητα της ως μια αδιάσπαστη ενότητα, θα ήταν μάλλον αδιανόητη η τεχνητή διάσπαση του αρμονικού συνόλου και η απομόνωση και αλλαγή των παραμέτρων ενός τμήματος του. «Ο επιστήμονας», επισημαίνει ο φυσικός Η.Ρ. Dórr, «διαθέτει βεβαίως διάφορα «δίχτυα» για τη σύλληψη της πραγματικότητας (είναι όμως φανερό) ότι, παρά την όλη επιδεξιότητα στην παρατήρηση, κάθε παρατήρηση υποχρεώνει σε έναν περιορισμό και μια επιλογή»15. Αυτό δεν θα ήταν μόνο άτοπο για τους Προσωκρατικούς, αλλά θα αποτελούσε ίσως και «ύβριν», προσπάθεια επέμβασης στα φαινόμενα του αρμονικού «κόσμου».
Αλλά ίσως να διαισθάνονταν επίσης ότι, στο μέτρο που θα ασχολούνταν με επιμέρους πειραματικά δεδομένα, θα στένευαν τα όρια της σκέψης τους. Ο στόχος των Προσωκρατικών είναι μεγαλεπίβολος. Σκοπός τους είναι να κατανοήσουν, όχι να περιγράψουν τη φύση. Είναι εξαιρετικά οξυδερκείς και ενορατικοί, ώστε να μπορούν να διαισθάνονται ότι τυχόν ενασχόληση τους με επιμέρους λεπτομερειακές, πειραματικές αποδείξεις θα σήμαινε κατ’ ανάγκην απόκλιση από τον μοναδικό στόχο τους, που είναι το «ειδέναι» τον κόσμο στην ολότητα του. Το πόσο δίκαιο είχαν θα το επισημάνει με κάποια πικρία και νοσταλγία σε μια διάλεξη του, είκοσι πέντε αιώνες αργότερα, ο W. Heisenberg: «Όσο διευρύνεται το πεδίο που μας διανοίγεται στη φυσική, χημεία και αστρονομία τόσο περισσότερο φροντίζουμε να αντικαθιστούμε τον όρο «φυσική εξήγηση» με τον πιο ταπεινό όρο «φυσική περιγραφή», και τόσο περισσότερο γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η πρόοδος δεν αναφέρεται σε άμεση γνώση, αλλά σε αναλυτική εμβάθυνση. Με κάθε μεγάλη ανακάλυψη -και αυτό μπορεί να το παρακολουθήσει κανείς ιδίως στη σύγχρονη φυσική— μειώνονται οι απαιτήσεις των ερευνητών για μια κατανόηση του κόσμου υπό την πρωταρχική του έννοια»16.
Αλλά οι Προσωκρατικοί, και αν ακόμη ήθελαν να ελέγξουν πειραματικά τις θεωρίες τους, οι περισσότερες από αυτές θα ήταν ακόμη τόσο γενικές, ώστε θα ήταν αδύνατο, στο πρώιμο αυτό στάδιο, να διατυπωθούν και πολύ περισσότερο να διενεργηθούν σχετικά πειράματα για την υποστήριξη των θεωριών τους. Ποιο πείραμα θα μπορούσε να αποδείξει μια υπόθεση για την απαρχή του σύμπαντος ή ποιο πείραμα τη δημοκρίτεια ατομική δομή της ύλης; Μήπως, επομένως, ενήργησαν αντιεπιστημονικά, σπεύδοντας να ανακοινώσουν τις θεωρίες τους, χωρίς να έχουν πρώτα απτές αποδείξεις για την ορθότητα τους; Η απάντηση είναι «όχι». Η ιστορία της επιστήμης τα τελευταία τριακόσια χρόνια βρίθει από παραδείγματα διαπρεπών επιστημόνων που διατύπωσαν μια θεωρία τους πολύ πριν υπάρξει πειραματική απόδειξη γι’ αυτήν. Αρκεί να αναφέρουμε στον 20ο αιώνα τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας του Α.Einstein ή την υπόθεση του νετρίνου του W. Pauli. Ασφαλώς οι μεγάλοι αυτοί φυσικοί δεν ήταν λιγότερο επιστήμονες, όταν προέτρεξαν με τη θεωρία τους. Ο A.Einstein θα επισημάνει: «Μπορεί να παρουσιαστεί η περίπτωση σαφώς διατυπωμένες αρχές να οδηγούν σε συνέπειες, οι οποίες βρίσκονται τελείως ή σχεδόν τελείως εκτός των ορίων της περιοχής δεδομένων που είναι προσιτά στην εμπειρία μας. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να απαιτηθεί πολύχρονη εμπειρική, ερευνητική εργασία για να διαπιστώσουμε κατά πόσον οι θεωρητικές αρχές ανταποκρίνονται στην αλήθεια»17.
Υπάρχει και ένα τελευταίο ερώτημα: Είναι οι φυσικές θεωρίες των Προσωκρατικών σωστές; Και εάν -όπως συμβαίνει με τις περισσότερες- διαψεύσθηκαν αργότερα, το γεγονός αυτό δεν τις αποστερεί από την ιδιότητα της επιστημονικότητας; Η απάντηση είναι αρνητική. Κατ’ αρχήν, στη μακραίωνη πορεία της επιστήμης, υπάρχει πλήθος θεωριών, ακόμη και πειραματικά τεκμηριωμένων, που έχουν παύσει να ισχύουν και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες, οι οποίες ισχύουν σήμερα και που μπορεί στο απώτερο μέλλον να αντικατασταθούν και πάλι από άλλες που θα αποδειχθούν ορθότερες. «Μα δεν είναι οι θεωρίες του Αναξίμανδρου εσφαλμένες, και γι’ αυτόν το λόγο μη επιστημονικές;», διερωτάται ο Κ. Popper. «Είναι εσφαλμένες, αλλά το ίδιο είναι πολλές θεωρίες βασισμένες σε αναρίθμητα πειράματα, τις οποίες αποδεχόταν η σύγχρονη επιστήμη μέχρι πρόσφατα και των οποίων τον επιστημονικό χαρακτήρα κανείς δεν θα διανοούνταν να αμφισβητήσει, παρ’ όλο που τώρα πιστεύεται ότι είναι εσφαλμένες... Μια εσφαλμένη θεωρία μπορεί να αποτελεί ένα τόσο μεγάλο επίτευγμα όσο και μια αληθινή. Και πολλές εσφαλμένες θεωρίες συνέβαλαν περισσότερο στην αναζήτηση της αλήθειας από όσο μερικές λιγότερο ενδιαφέρουσες θεωρίες που εξακολουθούν να είναι ακόμη αποδεκτές»18. Μήπως δεν ήταν οι -εκ των υστέρων εσφαλμένοι- κλασικοί νόμοι της ενεργειακής ακτινοβολίας μέλανος σώματος των W. Wien και j. Rayleigh-J. Jeans εκείνοι που οδήγησαν τον M. Planck στην κριτική θεώρηση και διατύπωση της κβαντικής θεωρίας; Ή μήπως δεν ήταν η -εσφαλμένη- ατομική υπόθεση του Ε. Rutherford, πάνω στην οποία βασίστηκε ο Ν. Bohr για την ανάπτυξη της ατομικής θεωρίας του; Όπως σημειώνει ο Κ. Popper στο δοκίμιο του Back to the Presocratics, «υπάρχει η πιο τέλεια δυνατή νοητική συνέχεια σκέψης μεταξύ των θεωριών (των Προσωκρατικών) και των τελευταίων εξελίξεων στη φυσική. Κατά πόσον ονομάζονται φιλόσοφοι ή προ-επιστήμονες ή επιστήμονες μικρή σημασία έχει». Η πραγματική θεωρία της γνώσης, κατά τον Κ. Popper, έγκειται «στην αληθινή περιγραφή μιας πρακτικής που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιωνία και που - αν και υπάρχουν ακόμη πολλοί επιστήμονες που πιστεύουν στον επαγωγικό μύθο του Bacon- ενσωματώθηκε στη σύγχρονη επιστήμη: στη θεωρία ότι η γνώση προχωρεί μέσω υποθέσεων και ανασκευών»19. Καμία θεωρία δεν μπορεί να διεκδικήσει το απόλυτο της αλήθειας. Αυτό θα το επισημάνουν με εκπληκτική διορατικότητα ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, γεγονός που αποδεικνύει και πόσο ανακριβής υπήρξε ο ισχυρισμός ότι η προσωκρατική σκέψη είναι δήθεν δογματική: «Δεν αποκάλυψαν εξ αρχής τα πάντα οι θεοί στους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι αναζητώντας ανακαλύπτουν και επινοούν με τον καιρό το καλύτερο», θα πει ο Ξενοφάνης; το καλύτερο, όχι το απόλυτο. «Ας θεωρηθεί ότι αυτά τα πράγματα προσομοιάζουν με την αλήθεια... Κανείς άνθρωπος δεν ξέρει ή πρόκειται ποτέ να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια για τους θεούς και για όλα τα όσα λέγω. Γιατί, ακόμη και αν τύχει κάποιος να πει την πλήρη αλήθεια, ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Για όλα τα πράγματα υπάρχουν μόνο γνώμες». Διότι, όπως θα πει ο Ηράκλειτος: «Η φύση του ανθρώπου δεν έχει κρίση και φρόνηση, ενώ το θείο έχει.... Η φύση αγαπά να αποκρύπτει τον εαυτό της». Και ο Δημόκριτος θα το επιβεβαιώσει: «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτε, διότι η αλήθεια βρίσκεται κρυμμένη στον βυθό».
Το συμπέρασμα θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση του S. Sambursky: «το ότι αυτοί οι φυσικοί φιλόσοφοι είναι οι πνευματικοί προπάτορες της εποχής μας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν που συγκρίνει τη σημερινή επιστήμη με τα επιτεύγματα της ελληνικής επιστήμης, που είναι μέρος της κληρονομιάς μας, τη μεθοδικότητα της, τη φαντασία και έμπνευση της, την τρομερή συνειρμική της δύναμη και την ικανότητα εξαγωγής λογικών συμπερασμάτων»20. Η μονιμότητα και σταθερότητα που διέβλεψαν πίσω από την επιφανειακή πολλαπλότητα των φυσικών φαινομένων και η αποφασιστικότητα τους να την διερευνήσουν με κριτικό, ορθολογικό πνεύμα έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο εξελίχθηκε και βασίζεται μέχρι σήμερα η επιστήμη.
Οι Προσωκρατικοί είναι αυτοί που για πρώτη φορά διατύπωσαν μια σειρά αρχών, που σε μια αρχική προσέγγιση, θα μπορούσε να συνοψιστούν ως εξής:
· Αναγωγή της φαινομενικής πολλαπλότητας και αταξίας του κόσμου σε μια σταθερή αρχή.
· Αποδοχή μιας νομοτελειακής, αποκλειστικά φυσικής αιτιότητας, που έχει οικουμενικό χαρακτήρα.
· Πεποίθηση ότι τα φυσικά φαινόμενα και οι φυσικοί νόμοι υπόκεινται στην κριτική, ορθολογική
διερεύνηση του ανθρώπινου νου.
· Μαθηματικοποίηση της φύσης.
· Αναγωγή της ποιότητας στην ποσότητα.
· Αλληλοσυσχετισμός και διασύνδεση όλων των όντων.
· Ο άνθρωπος-παρατηρητής αναπόσπαστο μέρος της φύσης.
· Συνένωση αντιθέτων εννοιών (Ηράκλειτος).
· Μετατόπιση του κύριου βάρους από την ύλη στις διεργασίες (Ηράκλειτος).
· Εγγενής δυναμική, αμφίδρομη ισορροπία (Ηράκλειτος).
· Εξελικτική διαδικασία.
Αυτές οι προτάσεις - που ούτε αυτονόητες αλλά ούτε και αυταπόδεικτες είναι- αποτελούν την ανυπέρβλητη προσφορά του ελληνικού πνεύματος προς την ανθρωπότητα.
Στο έργο των Προσωκρατικών θα συναντήσουμε, πολλές φορές, ρήσεις και συμπεράσματα με τα οποία φαίνεται να συμφωνούν ποιοτικά οι σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διατυπώσουμε με σαφήνεια τα όρια του προσωκρατικού στοχασμού:
· Οι Προσωκρατικοί πρώτοι έθεσαν τα καίρια φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που απασχολούν έκτοτε το δυτικό πνεύμα. "Για τον ζωντανό φιλοσοφικό στοχασμό η ερώτηση έχει προτεραιότητα έναντι της απαντήσεως", θα πει ο Χ. Μαλεβίτσης. «Και η απάντηση ποτέ δεν ακυρώνει το ερώτημα, επειδή ποτέ δεν το υπερβαίνει»21.
· Θεμελίωσαν πρώτοι την παράδοση της κριτικής -και όχι δογματικής-διερεύνησης, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε επιστήμη. «Εξ όσων γνωρίζω», παρατηρεί ο Κ. Popper, «η κριτική ή ορθολογική παράδοση ανακαλύφθηκε μόνο μία φορά. Χάθηκε μετά από δύο ή τρεις αιώνες, ίσως λόγω της ανόδου του αριστοτελικού δόγματος της «επιστήμης»... Ξαναανακαλύφθηκε και συνειδητά αναβίωσε κατά την Αναγέννηση, ειδικά από τον G. Galilei»22.
· Υπέδειξαν πρώτοι «νοητικά εργαλεία» και ποιοτικές μεθόδους προσέγγισης και κατανόησης του φυσικού κόσμου που χρησιμοποιούνται δημιουργικά μέχρι σήμερα, όπως μέτρον, ρυθμός, συμμετρία, αναλογία, τάξις, κόσμος, συνεχές-διάκριτο, ομοιογένεια, ισοτροπία, κ.ά.
· Τέλος, έδωσαν απαντήσεις καθοδηγούμενοι από έναν εκπληκτικό συνδυασμό ορθολογισμού, ενόρασης και παρατήρησης όχι όμως -εκτός ορισμένων εξαιρέσεων- από το πείραμα.
Στο τελευταίο αυτό σημείο έγκειται και η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του προσωκρατικού στοχασμού και της σύγχρονης φυσικής επιστήμης. Πείραμα και μέτρηση παίζουν κατά τα τελευταία τριακόσια χρόνια καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή ή απόρριψη μιας θεωρίας. Η οποιαδήποτε, επομένως, σύμπτωση - και υπάρχουν πολλές - προσωκρατικών αντιλήψεων με σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες εκπηγάζει από διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και ερμηνείας και θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρηθεί ότι οι δεύτερες αποτελούν απλώς συνέχεια και πειραματική επιβεβαίωση των πρώτων.
Πώς θα μπορούσε να εξηγηθούν τότε αυτοί οι συχνά εκπληκτικοί παραλληλισμοί; Συμβαίνει αυτό από καθαρή τύχη; Συμβαίνει επειδή οι στοχαστές εκείνοι είχαν μια πηγαία διαίσθηση και ενόραση - εκτός από την έλλογη, κριτική ικανότητα - που τους οδηγούσε στη σωστή επιστημονική κατεύθυνση; Ή συμβαίνει επειδή ο δικός τους "τρόπος του σκέπτεσθαι" μπόλιασε όλην τη μετέπειτα εξέλιξη του ευρωπαϊκού στοχασμού, ώστε ο τελευταίος να βαδίζει πάνω στα δικά τους χνάρια; Με μια γενική απάντηση κινδυνεύουμε, τονίζοντας τις συμπτώσεις, να οδηγηθούμε σε εσφαλμένα συμπεράσματα ή, παραβλέποντας τις ομοιότητες, να αχθούμε σε μια υπεραπλούοτευση και τέλεια παρεξήγηση του έργου των Προσωκρατικών. Την απάντηση, κατά περίπτωση, ας την ζυγίσει και ας την δώσει ο ίδιος ο αναγνώστης.
---------------------
1. Απόσπασμα από το βιβλίο: Κων/νου Ι. Βάμβακα, Οι θεμελιωτές της Δυτικής Σκέψης - Ένας διαχρονικός παραλληλισμός μεταξύ Προσωκρατικού στοχασμού, Φιλοσοφίας και Φυσικής Επιστήμης. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001.
2. Vlastos, G, Cornfοrd's Principurn Sapientiae, 42-55
3. Οι επόμενες περίοδοι είναι η περίοδος της αττικής φιλοσοφίας (5ος-4ος σι.π.Χ.) [Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης], η μεταριsτοτελική περίοδος (3ος-1 ος αι. π.Χ.) [Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί], η νεοπλατωνική περίοδος (Ιος-3οςαι. μ.Χ.) και η περίοδος της ελληνικής χριστιανικής φιλοσοφίας 9330-1353 μ.Χ.).
4. Bacon, F., Novum Organum, 363
5. Bacon, F., Novum Organum, 317
6. Bacon, F., Novum Organum, 327, 333, 338
7. Russell, B. Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, τομ. Β', 232
8. Feynman, R. Το νόημα των πραγμάτων, 39
9. Heisenberg, W., Der 7e/7 und dos Gonze, 80
10. Αν οι επιστήμονες ανέφεραν στις ανακοινώσεις τους πώς συνέλαβαν για πρώτη φορά τις θεωρίες τους, θα είχαμε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Μερικοί τι έκαναν: Ο χημικός F.Kekuli ονειρεύτηκε πρώτος τον κυκλικό χαρακτήρα του βενζολίου στον ύπνο του (Benfey. O.T., (of Chemical Education, Vol.35, 1958, 21 ). 0 W.Heisenberg, βραβείο Nobel Φυσικής, είχε μια στιγμιαία "φώτιση" (Ernüchterung) στην Ελγολάνδη, που τον έφερε στην τελική διατύπωση της κβαντομηχανικής θεωρίας του (Heisenberg, W., Wandlungen ¡n den Grundlagen der Naturwissenschaft, X)0 M.Calvin, βραβείο Nobel Χημείας, είχε μπροστά στο τιμόνι του αυτοκινήτου του μια στιγμιαία έμπνευση που τον οδήγησε στη γνωστή θεωρία του κύκλου φωτοσύνθεσης του διοξειδίου του άνθρακα (/.of Chemical Education, Vol.35, 1958,428).O C.Townes, βραβείο Nobel Φυσικής, συνέλαβε την ιδέα των laser καθώς ερέμβαζε ένα πρωινό στο πάρκο της Ουάσιγκτον (Roberts, R.M., Serendipity, 82).
11. Stillman, D. Cp., C.Galileo. Dialogue Concerning the Two Chief World Systems, 327-328
12. Popper, K., Bod: to the Presocratics. In: Popper, K., The World of Pormenides, 9.
13. Einstein, Α., Mem Wektbild, 110-111
14. Sambursky, S., Dos physikalische Weltbild der Antike, 608, 610
15. Dórr, H.-P., Wssenscho/t und Wirklichkeit aber die Beziehung zwischen dem Weltbild der Physik und der eigentlichen Wirklichkeit, 33
16. Heisenberg, W., Wandlungen ¡n den Grundlagen der Naturwissenschaft, 17
17. Einstein, A., Mein Weltbild, 112
18. Popper, Κ., Back to the Presocratics. In: Popper, K., The World of Parmenides, 12
19. Popper, K., Rack to the Presocratics. In: Popper, K., The World of Parmenides, 12, 24.
20. Sambursky, S., Dos phys/ta/isc/ie Weltbild der Antike, 619
21. Μαλεβίτσης, Χ., Τα μήλα των Εσπερίδων, 183
22. Popper, K., Back to the Presocratics In: Popper, K., The World of Parmenides, 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου